ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A402
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 399/2011
15 Νοεμβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Εφεσείων/Εναγόμενος
ΚΑΙ
ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΟ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
......
Α. Ιωάννου (κα) για Δ. Αριστείδου & Σία, για τον εφεσείοντα
Α. Λοφίτου (κα) για τους εφεσίβλητους
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου
....................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Με την αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού η εφεσίβλητη αξίωνε εναντίον του εφεσείοντα το ποσό των ΛΚ 12.488,50 πλέον ΛΚ 999,08 για την εκτέλεση διαφόρων οικοδομικών εργασιών στο υποστατικό του εφεσείοντα στη Λεμεσό με την ονομασία MALIBU. 'Όπως συγκεκριμενοποιούσε στην Έκθεση Απαίτησης της, δυνάμει συμφωνίας ημερ. 7.11.95 με τον εφεσείοντα, η εφεσιβλητη ανέλαβε την εκτέλεση διαφόρων οικοδομικών εργασιών στη ΜΑLIBU έναντι του ποσού των ΛΚ 10.324,00. Ακολούθησε μεταγενέστερη συμφωνία ημερ. 15/12/95 μεταξύ των ιδίων για εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών έναντι του ποσού των ΛΚ 2.160,50.
Άνκαι η εφεσίβλητη εκτέλεσε και παρέδωσε στον εφεσείοντα τις συμφωνηθείσες εργασίες, ο τελευταίος παρέλειψε να την ξοφλήσει εξού και η εφεσίβλητη προχώρησε με την καταχώρηση της αγωγής.
Ο εφεσείων με την Υπεράσπιση του αρνείται οποιαδήποτε σχέση με την εφεσίβλητη ή τη σύναψη των ισχυριζομένων ή οποιωνδήποτε συμφωνιών μαζί της. Πρόβαλε δε τη θέση ότι η MALIBU είχε ενοικιασθεί στην εταιρεία Gongola Trading Ltd και αν ήθελε αποδειχθεί η εκτέλεση οποιωνδήποτε εργασιών από την εφεσίβλητη στο πιο πάνω υποστατικό, υπόλογη για πληρωμή είναι η ενοικιάστρια εταιρεία και όχι ο εφεσείων.
Κατόπιν ακρόασης, η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η αποδοχή των θέσεων της εφεσίβλητης και η έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον του εφεσείοντα για το συνολικό ποσό των €23.044,90 (ΛΚ 13.487,58) πλέον έξοδα.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εγείροντας τους εξής τέσσερις λόγους έφεσης:
1. Η απόφαση είναι λανθασμένη εφόσον στηρίχθηκε σε ανυπόστατα και αναιτιολόγητα ευρήματα αξιοπιστίας.
2. Εσφαλμένη διάγνωση της κύριας βάσης της αγωγής εφόσον στηρίχθηκε σε εκτέλεση έργου και όχι παράβαση συμφωνίας.
3. Εσφαλμένη ερμηνεία των όρων της συμφωνίας ενοικίασης.
4. Εσφαλμένη αντιμετώπιση ως προς την υπεράσπιση της υπέρμετρης καθυστέρησης και ολιγωρίας που επέδειξε η εφεσίβλητη στην προώθηση της αξίωσης της.
Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς και έχουν ως κύριο άξονα την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στα περιγράμματα αγόρευσης τους οι δικηγόροι ανέπτυξαν τις ίδιες θέσεις που προώθησαν πρωτόδικα.
Καταλογίζεται από τον εφεσείοντα, με το λόγο έφεσης 1, στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα ευρήματα.
Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του είναι η αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας από πλευράς της εφεσίβλητης δηλαδή εκείνη των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 στο σύνολο της, αγνοώντας την αντίφαση της μαρτυρίας τους με το τεκμ. 3 που ήταν το σχεδιάγραμμα στη βάση οποίου τοποθετήθηκαν οι γρανίτες στην πρόσοψη της MALIBU, στο οποίο υπήρχε η αναφορά «GLORIA PALACE» και όχι «MALIBU».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας και άμεσα εμπλεκόμενου στην υπόθεση, αποδεκτή και ότι επιβεβαιώνετο από το τεκμ. 1 που είναι η προσφορά του που παρέδωσε στον εφεσείοντα για τη τοποθέτηση του γρανίτη στην πρόσοψη της MALIBU και το τεκμ. 2 που ήταν ο κατάλογος που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για τις έξτρα εργασίες στο υπόγειο της MALIBU, που ετοιμάστηκε στη βάση της αρχικής προσφοράς του ανά μέτρο.
Την ίδια βαρύτητα με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε εκείνη του Μ.Ε.2, που ήταν υπάλληλος της εταιρείας ΜΑΜΙΠΑ απ' όπου είχαν προμηθευθεί τους γρανίτες, τον οποίο επίσης έκρινε καθόλα αξιόπιστο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, τονίζει στην απόφαση του ότι ο Μ.Ε.2 αναγνώρισε τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που προέβη στην παραγγελία των γρανιτών που προορίζοντο για τη MALIBU. Αναγνώρισε επίσης από το τεκμ. 3 τις δυο σελίδες που περιείχαν το σχέδιο που είχε ετοιμάσει ο τεχνικός της ΜΑΜΙΠΑ, στη βάση του οποίου κόπηκαν οι γρανίτες αλλά δεν αναγνώρισε την πρώτη σελίδα που ήταν αρχιτεκτονικό σχέδιο, εφόσον δεν προερχόταν από τους ίδιους. Αναφέρει επίσης στην απόφαση του τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το τεκμ. 3 ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ότι δηλαδή δεν αμφισβητήθηκαν τα προσόντα του τεχνικού και ούτε υποδείχθηκε ότι οι μετρήσεις ήταν λανθασμένες. Σημειώνει δε στην απόφαση του ότι στη δεύτερη σελίδα αναγράφεται η λέξη MALIBU και ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να κατατείνει ότι το τεκμ. 3 αφορά σε άλλο υποστατικό από τη MALIBU.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι σύμφωνες με το τεκμ. 3 στο οποίο έχουμε ανατρέξει. Πράγματι αποτελείται από τρεις σελίδες. Η πρώτη σελίδα είναι ένα σχέδιο που απεικονίζει μια είσοδο κτιρίου όπου στο άνω μέρος της εισόδου αναγράφεται «GLORIA PALACE». Στην αρχή της δεύτερης σελίδας αναγράφεται το όνομα Σωτήρης Παναγιώτου (Μ.Ε.1) και δίπλα του η λέξη MALIBU και η ημερομηνία «29/11/». Κάτω από τις αναφορές αυτές υπάρχουν χειρόγραφες μετρήσεις και διάφορες απεικονήσεις με ονομασίες Venetsiano κ.α. με τα τετραγωνικά τους μέτρα. Απεικονήσεις και μετρήσεις χειρόγραφες εντοπίζονται και στην τρίτη σελίδα. Επί της αναφοράς "GLORIA PALACE" στην πρώτη σελίδα στήριξε την εισήγηση του ο εφεσείων ότι οι γρανίτες προορίζοντο για αλλού και όχι για τη MALIBU. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως σημαντικό στοιχείο από τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, ότι αναγνώρισε το σχέδιο (τεκμ. 3) που ετοιμάστηκε από υπάλληλο της ΜΑΜΙΠΑ και ότι ο ίδιος διαπίστωσε ιδίοις όμμασι ότι οι γρανίτες που αναφέροντο στο σχέδιο αυτό τοποθετήθηκαν στη δισκοθήκη MALIBU, που γνώριζε ότι ανήκε στον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε και τους δυο μάρτυρες της εφεσίβλητης αξιόπιστους σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που έκρινε αναξιόπιστο και απέρριψε τη μαρτυρία του τελικά για τους λόγους που αναφέρει στην εμπεριστατωμένη απόφαση του, όπως ότι αργούσε να απαντά στις ερωτήσεις, ήταν φανερή η προσπάθεια του να αποφύγει τα αληθινά γεγονότα, περιέπεσε σε αντιφάσεις και άλλα. Καταλήγει στα εξής σ' όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα:
«Γενικά θεωρώ ότι ο μάρτυρας αυτός δεν ήρθε στο Δικαστήριο για να παρουσιάσει την πραγματική εικόνα των γεγονότων σε μια προσπάθεια του να αποφύγει οποιαδήποτε τυχόν υποχρέωση του απορρέει από τις εκτελεσθείσες από τους ενάγοντες εργασίες. Ήταν αρνητικός σε οτιδήποτε αφορούσε την εκτέλεση των εργασιών και παρουσιαζόταν ότι δεν είχε γνώση για οτιδήποτε έγινε στο υποστατικό του. Από την άλλη προσπάθησε να αμφισβητήσει τις εκτελεσθείσες εργασίες και το ύψος τους και να αρνηθεί ότι έγιναν όλα όσα αναφέρουν οι ενάγοντες. Θεωρώ ότι δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού και να εξάξω ασφαλή συμπεράσματα και ως εκ τούτου την απορρίπτω στην ολότητα της.»
Αμέσως μετά το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει στα εξής ευρήματα:
«Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας τα ευρήματα πραγματικών γεγονότων του Δικαστηρίου είναι αυτά που αναφέρθηκαν από τους μάρτυρες των εναγόντων, όπως ανωτέρω έχουν αναφερθεί.
Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα οι ενάγοντες έχουν αποδείξει ότι μέσω του διευθυντή τους κ. Σωτήρη Παναγιώτου συμφώνησαν με τον εναγόμενο όπως εκτελέσουν τις αναφερόμενες οικοδομικές εργασίες στο υποστατικό του εναγόμενου. Η θέση της υπεράσπισης ότι η συμφωνία έγινε με την ενοικιάστρια εταιρεία Gongola Trading Limited δεν βρίσκει έρεισμα στην αποδεχτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. Αν ο εναγόμενος είχε κατά νου ότι οι εν λόγω εργασίες θα πληρώνονταν από τους ενοικιαστές του ή ότι ενεργούσε για λογαριασμό τους, όφειλε να το καταστήσει σαφές στους ενάγοντες και οι τελευταίοι να γνωρίζουν για το γεγονός αυτό (βλ. Ηρακλής Μιχαηλίδης ν. Φάνου Ν. Επιφανίου Λτδ Πολ. Έφεση αρ. 62/2007, ημερ. 11/5/2009 και Χριστοδουλίδου ν. Mocassino Shoes Ltd (1006) 1 A AAΔ.294).
Η άμεση εμπλοκή του εναγόμενου στις επίδικες συναλλαγές δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι οι ενάγοντες είναι με τον εναγόμενο που συμβλήθηκαν. Ο ίδιος ζήτησε τις υπηρεσίες τους, στον ίδιο δόθηκαν οι τιμές και η προσφορά για αυτές τις υπηρεσίες, ο ίδιος έδινε εντολές στους ενάγοντες, στον ίδιο παραδόθηκαν οι προσφορές και από τον ίδιο απαιτήθηκε η πληρωμή των εργασιών χωρίς να προβάλει οποιοδήποτε ισχυρισμό περί του αντιθέτου ή ότι δεν είχε ο ίδιος προσωπική ευθύνη.
Πέραν τούτου, με βάση την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία προκύπτει ότι οι ενάγοντες έχουν αποδείξει την εκτέλεση και την αξία των εργασιών που αξιώνουν με την παρούσα αγωγή. Ο εναγόμενος άλλωστε ουδέποτε αμφισβήτησε την αξία των εν λόγω εργασιών και το μόνο το οποίο ανέφερε στους ενάγοντες, όταν οχλήθηκε για πληρωμή τους ήταν να αναμένουν μέχρι να τον πληρώσουν οι ενοικιαστές του. Οι τιμές που αναγράφονται στα τεκμήρια 1 και 2 είχαν συμφωνηθεί με τον εναγόμενο και η αξία αγοράς των γρανιτών είναι αυτή που ο ίδιος ο εναγόμενος συμφώνησε με το εργοστάσιο κατά την παραγγελία τους.»
Εξετάσαμε την εισήγηση που αναφέρεται στη λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα, σε συνάρτηση με τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προβάλλεται από τη πλευρά του εφεσείοντα με το οποίο να μπορούσε να τεθεί θέμα μεμπτότητας του τρόπου αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και συνακόλουθα εσφαλμένης αποδοχής της μαρτυρίας οποιουδήποτε μάρτυρα.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493).
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, στη σελ. 1566, για το θέμα,
«...Tο Δικαστήριο πρωτοδίκως είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. (δέστε Baloise Insurance Co Ltd. v. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 1275). Επεμβαίνει, όμως, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγηση των δεδομένων. (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 ΑΑΔ 236, και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 705).»
Στην υπό κρίση περίπτωση τίποτε δεν έχει προβληθεί που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας ως προς το θέμα της αξιολόγησης και αποδοχής της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 κατά προτίμηση εκείνης του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Τα ίδια ισχύουν και για το λόγο έφεσης 4 που αφορά στην καθυστέρηση που επέδειξε η εφεσίβλητη να προσφύγει στο Δικαστήριο, γεγονός που, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, την εμποδίζει στην προβολή των αξιώσεων της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Χριστοφίδου ν. Παπαχρυσοστόμου (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1360) έκρινε ότι το θέμα της καθυστέρησης δεν δικογραφείτο με τον ορθό τρόπο και ούτε παρατίθεντο λεπτομέρειες στην Υπεράσπιση. Παρ' όλα ταύτα εξέτασε το θέμα και κατέληξε ότι εφόσον η αξίωση της εφεσίβλητης ρυθμίζετο από τον περί Παραγραφής Νόμο, Κεφ. 15, δεν τυγχάνει εφαρμογής η Υπεράσπιση της καθυστέρησης. Καταλογίζει δε στον εφεσείοντα την ευθύνη για την καθυστέρηση με τις συνεχείς υποσχέσεις του προς την εφεσίβλητη ότι θα προέβαινε σε εξόφληση του χρέους και την επιθυμία της εφεσίβλητης προς εξώδικη διευθέτηση της διαφοράς και όχι δικαστικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άνκαι διαπιστώνει καθυστέρηση στην καταχώρηση της αγωγής προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε κατά πόσο η ολιγωρία στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της εφεσίβλητης ισοδυναμεί με απεμπόληση ή εγκατάλειψη τους, αλλά έκρινε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης απέκλειαν κάτι τέτοιο.
Δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που είναι αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας. Επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στην εσφαλμένη διάγνωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την κύρια βάση της αγωγής. Συγκεκριμένα είναι εισήγηση του εφεσείοντα ότι ενώ από τα δικόγραφα προβάλλεται ως αγώγιμο δικαίωμα η παραβίαση συμφωνίας, το Δικαστήριο στην απόφαση του θεωρεί ότι ήταν εκτέλεση έργου.
Εξετάσαμε την εισήγηση η οποία όμως δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όλη η πρωτόδικη απόφαση διαπνέεται από το σκεπτικό ότι η αξίωση της εφεσίβλητης πηγάζει από την από μέρους του εφεσείοντα παραβίαση δύο συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων δυνάμει των οποίων η εφεσίβλητη ανέλαβε να εκτελέσει οικοδομικές εργασίες για λογαριασμό του εφεσείοντα στη MALIBU έναντι αμοιβής. Ενώ η εφεσίβλητη εκτέλεσε τις εργασίες που συμφωνήθηκαν, ο εφεσείων παρέλειψε να πληρώσει την αμοιβή της εφεσίβλητης που συμφωνήθηκε. Συνεπώς δεν διακρίνουμε καμιά διάσταση μεταξύ της Έκθεσης Απαίτησης και της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το βασικό αγώγιμο δικαίωμα που προώθησε η εφεσίβλητη με την αγωγή της.
Ως αποτέλεσμα και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 3 που αφορά σε λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο του περιεχομένου της συμφωνίας ενοικίασης (τεκμ. 5) του επίδικου υποστατικού σε τρίτους. Συγκεκριμένα είναι εισήγηση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την παράγραφο 3.1 της συμφωνίας. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Πέραν τούτου, η ενοικίαση και μόνο του πιο πάνω υποστατικού του εναγόμενου στην εταιρεία Gongola Trading Ltd δεν αποδεικνύει ότι οι εκτελεσθείσες από τους ενάγοντες εργασίες έγιναν κατόπιν εντολής της εν λόγω εταιρείας, όπως ήταν η θέση του εναγόμενου. Η παραπομπή του εναγόμενου στην παράγραφο 3.1 του εν λόγω εγγράφου δεν αποδεικνύει ότι η ευθύνη για τις εργασίες αυτές θα βάρυνε την ενοικιάστρια εταιρεία. Εκείνο που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο είναι ότι η ενοικιάστρια εταιρεία είχε δικαίωμα να προβεί σε μετατροπές στο υποστατικό και αν οι εν λόγω μετατροπές - διακοσμήσεις ολοκληρώνονταν νωρίτερα τότε θα είχε δικαίωμα να αρχίσει εργασίες πριν την 1/5/1995 που θα άρχιζε η ενοικίαση του υποστατικού, όπως προνοείται στο ενοικιαστήριο έγγραφο.»
Έχουμε ανατρέξει στο τεκμ. 5 όπου ο όρος 3.1 της συμφωνίας προβλέπει τα εξής:
«3.1 The tenancy hereby created shall commence on 1.5.1996 but as the Tenant intends to carry out on the demised property various works, like alterations to the decoration, additions, removals, repairs etc, the Landlord has agreed to allow the Tenant to enter upon and take possession of the demised property immediately after the signing hereof. If the aforesaid works are completed before the commencement date the Tenant shall be free to start using and/or operating the demised property and to carry on therein any business authorized hereunder, before 1.5.1996."
Από απλή ανάγνωση του όρου οι πρόνοιες του είναι σαφείς και δεν επιδέχονται οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας από αυτή που έδωσε το Δικαστήριο στον όρο. Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Συνεπώς και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να έχει απορριπτική κατάληξη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ