ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A337
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 226/2017
5 Οκτωβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝTHONY JOANNIDES
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου
......
Ηλ. Στεφάνου μαζί με Αθ. Αθανασίου, για τον εφεσείοντα
Ι. Τσιντίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον εφεσίβλητο
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου
....................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Στις 9/5/17 εκδόθηκε από τις δικαστικές αρχές της Γερμανίας εναντίον του εφεσείοντα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (EEΣ) για σκοπούς ποινικής δίωξης του για 40 σοβαρά αδικήματα παραβίασης της περί ΦΠΑ νομοθεσίας.
Ο εφεσείων συνελήφθη στην Κύπρο στις 12/5/17 και προσήχθη ενώπιον αρμόδιου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για να διερευνηθεί η ταυτότητα του και να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004 (Ν. 133(1)/2004), όπως έχει τροποποιηθεί.
Ο πρωτόδικος Δικαστής αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του εφεσείοντα και ότι άσκησε το δικαίωμα του να διορίσει δικηγόρο της αρεσκείας του όρισε την υπόθεση για ακρόαση εφόσον ο εφεσείων δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του. Αφέθηκε δε ελεύθερος υπό όρους.
Κατά την ακροαματική διαδικασία έδωσαν μαρτυρία η αστυφύλακας 4748 Οριάνα Γρηγορίου για τη Δημοκρατία και εκ μέρους του εκζητούμενου ο Wolfang Schomburg. Κατατέθηκαν δε και από τις δυο πλευρές διάφορα τεκμήρια. Το Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση του ημερ. 6/7/17 ενέκρινε την εκτέλεση του EEΣ με σημείωση για δέσμευση της αιτούσας χώρας έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι σε περίπτωση καταδίκης του εφεσείοντα και επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής θα διαμεταχθεί στην Κύπρο ώστε να εκτίσει εδώ την ποινή του.
Ο εφεσείων με την έφεση του επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 6/7/17 προβάλλοντας συνολικά έξη λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Τα κύρια παράπονα του εφεσείοντα συνοψίζονται στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η περιγραφή στο ΕΕΣ ήταν αρκούντως ικανοποιητική (λόγοι έφεσης 1,3 και 4) και ότι δεν είχε πειστεί επαρκώς για λάθη στην μετάφραση, που είχε εντοπίσει ο Schomburg (λόγοι έφεσης 2 και 6).
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στους βασικούς σκοπούς του Νόμου 133(Ι)/2004 και τους στόχους της όλης διαδικασίας που καλύπτει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όπως έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Shini-Mehrabzadeh Said v. Γενικός Εισαγγελέας ΠΕ 279/15 ημερ. 17/11/2015 και υιοθετήθηκαν στη συνέχεια στην πρόσφατη υπόθεση Α. Γεωργίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 154/17 ημερ. 6/7/17, ECLI:CY:AD:2017:A245. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Said (ανωτέρω):
«Οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του ΕΕΣ και η όλη φιλοσοφία που το διέπει, κινούνται γύρω από την ανάγκη παροχής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξή τους ή που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος-μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος-μέλος. Στόχος της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε να συλλαμβάνονται και να παραδίδονται οι εμπλεκόμενοι χωρίς ιδιαίτερες, περίπλοκες, διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Είναι για το λόγο αυτό που η όλη διαδικασία σύλληψης και παράδοσης είναι ιδιόμορφη και εστιάζει στην απλοποίηση της δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών και στη γρήγορη και αποτελεσματική διεκπεραίωσή της. Οι βασικές αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με την ανάγκη για διαφύλαξη των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του κάθε εκζητούμενου προσώπου, έχουν κατ΄ επανάληψη τεθεί και υιοθετηθεί από τη νομολογία μας (Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 519, Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 196/13, ημερ. 19.7.13, Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 221/13, ημερ. 2.9.13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Miroslaw Mrukwa, ΠΕ 41/14, ημερ. 5.3.14, Leonid Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 100/14, ημερ. 13.5.14, ECLI:CY:AD:2014:A313, Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 184/14, ημερ. 17.7.14, Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 347/14, ημερ. 5.3.15), ECLI:CY:AD:2015:A155. Ο όλος μηχανισμός που καλύπτει το ΕΕΣ βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών και - κατ΄ ακολουθία της αιτιολογικής σκέψης 10 που παρατίθεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ - η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αρχών που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο του ΄Αρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ητοι των αρχών της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη. Με αυτά ως δεδομένα τα δικαστήρια των κρατών-μελών θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά την πορεία εξέτασης ΕΕΣ, έχοντας πάντα κατά νουν ότι κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2009. Αποφάσεις που μεταφέρθηκαν στο κυπριακό δίκαιο με τον Νόμο 133(Ι)/2004.»
Ήταν εισήγηση του εφεσείοντα σε σχέση με το λόγο έφεσης 1 ότι δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 4(1) του Νόμου 133(Ι)/2004 ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι το ΕΕΣ δεν περιείχε όλα τα αναγκαία ή απαραίτητα στοιχεία που αφορούσαν στο σημείο (ε) του άρθρου 4(1) που αναφέρεται στην «περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη».
Εξετάσαμε το ΕΕΣ ( τεκμ. 1) υπό το πρίσμα των πιο πάνω ισχυρισμών του εφεσείοντα σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του Schomburg και της Γρηγορίου για το θέμα και δεν συμφωνούμε με την σχετική εισήγηση.
Στο σημείο (ε) του ΕΕΣ κάτω από τον τίτλο «Offences» γίνεται σαφής αναφορά ότι το συγκεκριμένο ένταλμα αναφέρεται σε 40 αδικήματα. Στη συνέχεια υπάρχει περιγραφή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα περιλαμβανομένου του χρόνου, τόπου και της μορφής συμμετοχής του εφεσείοντα στη διάπραξη τους. Αναφέρεται ως χρόνος διάπραξης η περίοδος από 2010 μέχρι τον Ιούλιο του 2012 και ως τόπος διάπραξης η «Κολωνία και αλλού». Ακολουθεί η περιγραφή της μορφής συμμετοχής του εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων ότι δηλαδή ο εφεσείων μαζί με άλλα πρόσωπα που κατονομάζονται στο ένταλμα, μέσω εταιρειών, προέβησαν σε εξαπάτηση του Δημοσίου σ' όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α., ύψους €12.043.088. Δεν αναμένεται ασφαλώς να δοθούν πλήρεις λεπτομέρειες για το κάθε ένα από τα 40 αδικήματα ή ο ακριβής τόπος και ο χρόνος που διαπράχθηκαν. Δόθηκαν με το ΕΕΣ εκείνες οι πληροφορίες που κρίθηκαν απαραίτητες για σκοπούς εξασφάλισης του ΕΕΣ. Τα αδικήματα μάλιστα χαρακτηρίζονται στο ΕΕΣ ως σοβαρά.
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί διαφαίνονται τόσο οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων όσο και η συμμετοχή του εφεσείοντα στη διάπραξη τους ως ένας από τους αδικοπραγήσαντες. (βλ. Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω)). Η μαρτυρία του Schomburg, ο οποίος κλήθηκε ως εμπειρογνώμονας, στην οποία μας παρέπεμψε ο εφεσείων, δεν αλλοιώνει ή προσθέτει οτιδήποτε στις θέσεις του εφεσείοντα. Η μαρτυρία αυτή, βρισκόταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία αξιολογήθηκε και της δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν στην προσέγγιση του Δικαστηρίου να χαρακτηρίσει τη μαρτυρία του Schomburg περισσότερο θεωρητική, «αχρείαστη, με ανούσια πολυλογία, γενικότητα, αοριστία, σύγχυση και άσχετες αναφορές» και ότι πολύ λίγο ο μάρτυρας αυτός ασχολήθηκε με το επίδικο ΕΕΣ.
Συνεπώς ο λόγος έφεσης 1 δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στη λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι από την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν πείστηκε επαρκώς για λάθη στη μετάφραση του ΕΕΣ από τα Γερμανικά (τεκμ. 2) στα Αγγλικά (τεκμ. 1). Η εισήγηση στηρίχθηκε επί της μαρτυρίας του Schomburg ότι δεν ακολουθήθηκαν οι κανόνες σε σχέση με το τυπικό της μετάφρασης που εξήγησε ότι ισχύουν στη συγκεκριμένη επαρχία της Γερμανίας, όπου απαιτείται επιβεβαίωση από μεταφραστή, με συγκεκριμένο τύπο, ο οποίος είναι εγκεκριμένος από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της περιοχής.
Το άρθρο 4(3) του Νόμου 133(Ι)/2004 επιτρέπει όπως το ΕΕΣ είναι διατυπωμένο σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας ή στην αγγλική γλώσσα. Στην παρούσα περίπτωση παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η μετάφραση του Γερμανικού ΕΕΣ στα Αγγλικά ως τεκμ. 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο από την ενώπιον του μαρτυρία δεν πείστηκε επαρκώς για λάθη στη μετάφραση. Στην απόφαση του προβαίνει στην παρατήρηση ότι όσα ανέφερε σχετικά ο Schomburg είναι γενικά και αόριστα, δίνοντας έμφαση στην πιστοποίηση στην τελευταία σελίδα του ΕΕΣ (τεκμ. 1) αναφορικά με την ακρίβεια της μετάφρασης, το λεκτικό της οποίας είναι παρόμοιο με εκείνο που ανέφερε ο μάρτυρας ότι απαιτείται και ότι η μετάφραση έγινε αποδεκτή από τις Γερμανικές Αρχές. Καταλήγει στη συνέχεια ότι το ΕΕΣ πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Νόμου 133(Ι)/2004 και είναι καθόλα έγκυρο. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτόν σ' όσον αφορά τη διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία επιβεβαιώνεται από το ίδιο το ΕΕΣ. Από την άλλη δεν υπάρχει καμιά πρόνοια στο Νόμο 133(1)/2004 ή σε άλλη νομοθεσία περί αναγκαιότητας βεβαίωσης της ορθότητας της μετάφρασης από εγκεκριμένους μεταφραστές, ως η εκδοχή του Schomburg. Συνεπώς ούτε ο λόγος έφεσης 2 μπορεί να πετύχει.
Ο λόγος έφεσης 3 αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε στους ώμους του εφεσείοντα το βάρος απόδειξης ότι η νομική βάση στο ΕΕΣ ήταν ελλειπής και ότι λανθασμένα έκρινε ότι υπήρχε επαρκής καταγραφή της νομικής βάσης για έκδοση του ΕΕΣ, ενώ θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να ζητήσει επιπρόσθετες πληροφορίες. Ο λόγος έφεσης 3 είναι συναφής με το λόγο έφεσης 1. Συγκεκριμένα ήταν εισήγηση του εφεσείοντα ότι ελλείπει η περιγραφή μεγάλου αριθμού ποινικών διατάξεων και υπάρχει συγκεχυμένη αναγραφή του άρθρου 14C του Γερμανικού Νόμου ΦΠΑ, ενώ ελλείπει το άρθρο 18 άνκαι υπάρχει στο Γερμανικό κείμενο (τεκμ. 2).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του προβαίνει σε σαφή αναφορά ότι το ΕΕΣ αφορά σε 40 σοβαρά αδικήματα απάτης στη βάση της Νομθεσίας για ΦΠΑ και πως προκύπτει ότι το Γερμανικό Δημόσιο απώλεσε συνεπεία της απάτης ποσό εκ €12.049.088. Επιπρόσθετα εντοπίζει την συμπερίληψη του άρθρου 370 του Φορολογικού Κώδικα της Γερμανίας και άρθρων του Γερμανικού Νόμου για ΦΠΑ στο ΕΕΣ για να καταλήξει ότι η περιγραφή των ουσιωδών γεγονότων στο ΕΕΣ σε συνάρτηση με τις αναφερόμενες νομικές διατάξεις το ικανοποιούν πλήρως για την έκδοση της απόφασης του.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου που ήταν επιτρεπτή στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, γι' αυτό και ο λόγος έφεσης 3 αποτυγχάνει.
Και ο λόγος έφεσης 4 είναι απόλυτα συναφής με τον 3 ως προς την ελλειπή νομική βάση του ΕΕΣ. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με μια αντιπαραβολή του ΕΕΣ στα Γερμανικά (τεκμ. 2) με το ΕΕΣ στα αγγλικά (τεκμ. 1) δεν εντοπίζονται παραλείψεις των νομικών διατάξεων στο ΕΕΣ. Είναι εισήγηση του εφεσείοντα ότι με τη διαπίστωση του αυτή το Δικαστήριο μετετράπη σε εμπειρογνώμονα επί της γερμανικής γλώσσας που δεν είναι επιτρεπτό. Δεν κρίνουμε ότι με την απλή αυτή παρατήρηση του το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστη εμπειρογνώμονας έχοντας κατά νούν ότι είχε ενώπιον του το ΕΕΣ στην αγγλική γλώσσα που είναι αποδεκτό σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4(3) του Νόμου 133(Ι)/2004. Συνεπώς ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει.
Ο λόγος έφεσης 5 αναφέρεται στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν φαίνεται να προκύπτει στην παρούσα υπόθεση θέμα εδαφικής δικαιοδοσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης στηρίζεται επί του μέρους της μαρτυρίας του Schomburg ότι λόγω της αναφοράς «Κολωνία και αλλού» στο ΕΕΣ στο σημείο που αναφέρεται στον τόπο διάπραξης των αδικημάτων ίσως να υπάρχουν αντιμαχόμενες δικαιοδοσίες ώστε να υπάρχει η δυνατότητα εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 30 του Νόμου 133(Ι)/2004 ή του άρθρου 14 του ίδιου Νόμου.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η περιγραφή που υπάρχει στο ΕΕΣ ήταν αρκούντως ικανοποιητική και ότι περιλαμβάνει όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα που είναι απαραίτητα για την απόφαση του. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο ενώπιον του που να εγείρει θέμα διάπραξης των αδικημάτων ή οποιουδήποτε εξ' αυτών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ώστε να προκύπτει πιθανότητα δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων ή έκτισης από μέρους του εφεσείοντα ποινής στην Κυπριακή Δημοκρατία για άλλο αδίκημα ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 14 ή 30 του Νόμου 133(Ι)/2004, αντίστοιχα.
Ο λόγος έφεσης 6 είναι συναφής με το λόγο έφεσης 2 και αναφέρεται στην ορθότητα της μετάφρασης του ΕΕΣ (τεκμ. 1). Η εισήγηση περί λανθασμένης και αντικανονικής μετάφρασης έχει εξεταστεί ανωτέρω κατά την εξέταση του λόγου έφεσης 2 και δεν παρίσταται ανάγκη να προστεθεί οτιδήποτε άλλο. Εκ του περισσού, όπως σημειώσαμε και πιο πάνω, δεν υπάρχει καμιά πρόνοια στο Νόμο 133(Ι)/2004 ως προς την αναγκαιότητα βεβαίωσης της ορθότητας της μετάφρασης ή της μετάφρασης από εγκριμένους μεταφραστές, ως η εισήγηση του εφεσείοντα. Η Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Οκτωβρίου 2010 που έχει ενσωματωθεί στην Κυπριακή Έννομη Τάξη με τον περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση και την Ποινική Διαδικασία Νόμο του 2014 (Ν. 18(Ι)/2014), στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν προσθέτει οτιδήποτε στην εισήγηση του. Εκείνο που προνοεί ο πιο πάνω Νόμος είναι η εξασφάλιση σε ποινικές διαδικασίες και διαδικασίες εκτέλεσης ΕΕΣ παροχής διερμηνείας και γραπτής μετάφρασης του εντάλματος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.
Ο εφεσείων εν τω μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής εντέλλεται να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές της Γερμανίας οι οποίες εξέδωσαν το ΕΕΣ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΚΑς