ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A179
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 247/2011)
17 Μαΐου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΙΚΚΟΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΣΥΜΕΩΝ ΚΟΚΚΙΝΗΣ,
Εφεσίβλητου
----------------------------------------
Γ. Παγιάσης για Παπαντωνίου και Παπαντωνίου,
για τον Εφεσείοντα.
Δ. Κούτρας, για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στη βάση των πρωτόδικων δικογραφημένων ισχυρισμών, ο εφεσείων-ενάγων ήταν συνιδιοκτήτης ακινήτου στη Λευκωσία με τον αδελφό του και τη μητέρα του. Οι δύο αδελφοί κατείχαν εξ αδιαιρέτου τα 5/12 έκαστος του ακινήτου, ενώ η μητέρα τους, τα υπόλοιπα 2/12 μερίδια.
Ο εφεσείων διέμενε κατά πάντα χρόνο στη Ρουμανία, όπου και εργαζόταν, ενώ η μητέρα των διαδίκων διέμενε το περισσότερο διάστημα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Κατά ή περί τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2003, ο εφεσίβλητος-εναγόμενος πληροφόρησε τον εφεσείοντα και τη μητέρα του ότι υπήρχε δυνατότητα να δοθεί το ακίνητο σε αντιπαροχή από την οποία ο εφεσείων και η μητέρα των διαδίκων θα λάμβαναν από ένα διαμέρισμα. Για το σκοπό αυτό, ο εφεσείων στις 17.3.2003 υπέγραψε ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο εξουσιοδοτώντας τον αδελφό του-εφεσίβλητο, να προβεί σε όλες τις ενέργειες ώστε να δώσει το δικό του μερίδιο προς αντιπαροχή, σε οποιοδήποτε τρίτο. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, ο εφεσείων με προτροπή του αδελφού του, υπέγραψε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας δήλωση μεταβίβασης επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου χωρίς να γνώριζε ότι στην πραγματικότητα μεταβίβαζε το μερίδιο του επ΄ ονόματι του αδελφού του, στην απουσία οποιασδήποτε αντιπαροχής ή επαρκούς ανταλλάγματος
Ως εκ τούτου, ο εφεσείων ήγειρε αγωγή αξιώνοντας την ακύρωση της μεταβίβασης και διάταγμα να επαναμεταβιβαστούν σε αυτόν τα 5/12 μερίδια του ακινήτου. Αξίωσε επίσης ΛΚ1.000 ως ειδικές αποζημιώσεις ως έξοδα ταξιδίου και έξοδα σε δικηγόρους για παροχή νομικών υπηρεσιών, καθώς και γενικές αποζημιώσεις ως αποτέλεσμα των παρανόμων και δολίων ενεργειών του εφεσίβλητου. Στην έκθεση απαίτησης καταγράφηκαν λεπτομέρειες των ψευδών παραστάσεων απάτης και δόλιας συμπεριφοράς του εφεσίβλητου-εναγομένου, που συνίστανται, στην ουσία, ότι ο τελευταίος βρισκόμενος σε σχέση εμπιστοσύνης με τον αδελφό του-εφεσείοντα, προέβηκε σε δηλώσεις αναληθών γεγονότων αποκρύβοντας ότι με την υπογραφή της δήλωσης στο Κτηματολόγιο μεταβιβαζόταν στον εφεσίβλητο το μερίδιο του εφεσείοντος. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος πλαστογράφησε την υπογραφή του σε έντυπα του Γραφείου Φόρου Εισοδήματος ώστε να συντελεσθεί η μεταβίβαση των 5/12 μεριδίων στο όνομα του.
Η αντίθετη θέση, όπως καταγράφηκε στην έκθεση υπεράσπισης, ήταν ότι ο εφεσείων οικειοθελώς προέβη στη μεταβίβαση του μεριδίου. Παρά το γεγονός ότι είχε εφοδιάσει με πληρεξούσιο τον εφεσίβλητο για το σκοπό αυτό, ο τελευταίος δεν το χρησιμοποίησε, αλλά ζήτησε την προσωπική παρουσία του εφεσείοντος αδελφού του στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση. Η μεταβίβαση έγινε διότι ο εφεσίβλητος είχε τον Απρίλιο του 2003 πληροφορήσει τον εφεσείοντα ότι επιθυμούσε να αποκτήσει το μερίδιο του αδελφού του, ασκών το δικαίωμα που είχε ως συνιδιοκτήτης. Έτσι, στις 7.10.2003, ο εφεσείων ήλθε στην Κύπρο και υπέγραψε αυτοβούλως δήλωση μεταβίβασης την επομένη στο Κτηματολόγιο για τη δωρεάν μεταβίβαση του μεριδίου του. Παρά ταύτα, ο εφεσίβλητος μετά την πράξη αυτή κατέβαλε στον αδελφό του χαριστικώς το ποσό των 30.000 δολαρίων Αμερικής, ήτοι, 5.000 δολάρια μετρητά και το υπόλοιπο με επιταγή. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε κάθε λεπτομέρεια δόλου ή απάτης, θεωρώντας ότι ήταν όλα εκ των υστέρων σκέψεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Έκρινε, αφού άκουσε τη σχετική μαρτυρία, ότι ο εφεσείων προέβαλε «εξωφρενικές καταγγελίες εναντίον του εναγομένου», κατηγορώντας τον για πλαστογραφία επισήμων εγγράφων του Φόρου Εισοδήματος, ενώ η μαρτυρία του ήταν γεμάτη από αντιφάσεις και κενά. Ουδέποτε εξήγησε τι ακριβώς του είχε πει ο αδελφός του για να τον ξεγελάσει, ούτε και εξήγησε πώς συνήδε η δήλωση μεταβίβασης του ακινήτου με την εκδοχή του ότι σκοπός της μεταβίβασης ήταν η αντιπαροχή. Περαιτέρω, ενώ κάλεσε μάρτυρα που είχε εκφράσει ενδιαφέρον να αποκτήσει το ακίνητο με αντιπαροχή δηλώνοντας στη γραπτή του δήλωση ότι ήταν εργολάβος, ο μάρτυρας τελικά ήταν κτηματομεσίτης και ήταν ο εφεσείων που τον προσέγγισε για να μεσολαβήσει να βρεθεί ενδιαφερόμενος εργολάβος. Περαιτέρω, ενώ δέχθηκε ότι έλαβε από τον αδελφό του το ποσό των 30.000 δολαρίων Αμερικής, την ημέρα μάλιστα που έγινε η μεταβίβαση, εξήγησε ότι τα χρήματα αυτά ήταν για εμπορεύματα ενδυμασίας που είχε αποστείλει στον αδελφό του από τη Ρουμανία, μαρτυρία όμως που δεν τεκμηρίωσε η συνέταιρος του εφεσείοντος κατά τον επίδικο χρόνο εφόσον τα ρούχα είχαν έλθει στην Κύπρο μέσα σε βαλίτσα και κανένα στοιχείο, όπως για παράδειγμα κάποια φορτωτική, δεν κατατέθηκε ως απόδειξη ότι πράγματι είχαν αποσταλεί εμπορεύματα τέτοιας αξίας στον εφεσίβλητο. Ο εφεσείων είχε παρουσιάσει και μαρτυρία γραφολόγου, η οποία ως ανέφερε το Δικαστήριο παρέμεινε αναντίλεκτη ως προς το γεγονός ότι η υπογραφή που εμφαίνετο στο Τεκμήριο 12, δεν ήταν του εφεσείοντος. Αυτό όμως, κατά το σκεπτικό της πρωτόδικης κρίσης, δεν σήμαινε ότι το πρόσωπο που έθεσε την υπογραφή, ήταν ο εφεσίβλητος.
Αντίθετα, η μαρτυρία του εφεσίβλητου έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ως παρουσιάζουσα λογική συνέπεια και «σε αντίθεση με τον ενάγοντα δεν αισθάνθηκα ότι έχει δημιουργήσει ολόκληρη πλεκτάνη γεγονότων και εγγράφων για να επιτύχει την ακύρωση της μεταβίβασης που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο 2003.». Η πραγματικότητα, κατά το Δικαστήριο, ήταν ότι ο εφεσείων χρειαζόταν χρήματα και αποδέχθηκε τη μεταβίβαση του ακινήτου και οι 30.000 δολάρια ήταν γι΄ αυτό το σκοπό και όχι για ρούχα όπως παρουσίασε ο εφεσείων. Το γεγονός ότι η μεταβίβαση χαρακτηρίστηκε ως δωρεά, και έτσι παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο, δεν σήμαινε ότι ο εφεσείων δεν γνώριζε πλήρως τα γεγονότα ή ότι ο εφεσίβλητος αδελφός του χρησιμοποίησε δόλο για να του υποκλέψει την περιουσία του.
Η έφεση αποσκοπεί στην ακύρωση της πρωτόδικης κρίσης. Με οκτώ λόγους, λεπτομερώς αιτιολογημένους, ο εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την προσκόμιση και κατάθεση εγγράφων προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι είχε αγοράσει τα ρούχα στη Ρουμανία τα οποία και έφερε στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, αξιολογήθηκε λανθασμένα η όλη μαρτυρία του εφεσείοντος με το Δικαστήριο να είχε παρανοήσει το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό. Και ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε στην ουσία ότι δεν υπήρχε διαφάνεια στην πραγματοποίηση της συναλλαγής ενώπιον του Κτηματολογίου, η οποία ενώ παρουσιάστηκε ως δωρεά, εν τούτοις είχε χρηματικό αντάλλαγμα, επικύρωσε την παράνομη αυτή συναλλαγή, η οποία συντελέστηκε προς καταδολίευση του δημοσίου χωρίς να καταβληθούν τα τέλη και δικαιώματα που επιβάλλονται δυνάμει Νόμου και ειδικότερα τα μεταβιβαστικά τέλη τα οποία εξαιρούνται μόνο στην περίπτωση πραγματικής δωρεάς.
Ακόμη, ενώ υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία από πραγματογνώμονα ότι η υπογραφή του εφεσείοντος σε τεκμήριο ήταν πλαστογραφημένη, εν τούτοις το Δικαστήριο υποβίβασε το γεγονός ή δεν αντιλήφθηκε την ορθή του διάσταση, με αποτέλεσμα να προβεί σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος, αλλά και της μητέρας του, αποτυγχάνοντας ταυτόχρονα να κατανοήσει την ουσία της μαρτυρίας της Βιολέττας Ράντου, Μ.Ε.3, η οποία σαφώς κατέθεσε, χωρίς αμφισβήτηση, ότι ο εφεσείων είχε φέρει μαζί του ρούχα για τον εφεσίβλητο. Τέλος, το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως αξιόπιστη, αποτυγχάνοντας ταυτόχρονα να προβεί σε διαπιστώσεις επί των κατατεθέντων τεκμηρίων ή να τα αξιολογήσει ορθά υπό το φως των δικογραφημένων ισχυρισμών.
Έχοντας εξετάσει το σύνολο των δεδομένων κρίνεται ότι δικαίως ο εφεσείων παραπονείται. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας υπήρξε πλημμελής εκ μέρους του Δικαστηρίου. Κατ΄ αρχάς, η μη αποδοχή των διαφόρων εγγράφων που επιχείρησε ο εφεσείων να καταθέσει προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι είχε πράγματι αγοράσει εμπορεύματα από τη Ρουμανία ύψους $28.000 προς όφελος του αδελφού του εφεσίβλητου, ελέγχεται ως λανθασμένη. Η κατάθεση των εγγράφων αποσκοπούσε στο να επιβεβαιώσει τη θέση του, όπως προέκυπτε από τη δήλωση του ως απάντηση στους ισχυρισμούς της υπεράσπισης ότι οι $30.000 δόθηκαν χαριστικώς, (γίνεται αναφορά κατά την ακροαματική διαδικασία και στο περίγραμμα αγόρευσης σε Απάντηση στην Υπεράσπιση όπου τίθεται ο ισχυρισμός αυτός, αλλά δεν εντοπίστηκε στο φάκελο τέτοιο δικόγραφο), ότι το εν λόγω ποσό αντιπροσώπευε εμπορεύματα που είχε ζητήσει ο εφεσίβλητος στο πλαίσιο συνεργασίας τους, ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντος, διέθετε με το υιό του κατάστημα στο City Plaza με την ονομασία «Prive» πωλώντας γυναικεία είδη. Η κατάθεση των εγγράφων, τα οποία στην ουσία ήταν αποδείξεις στη Ρουμανική γλώσσα που έδειχναν την αξία των εμπορευμάτων, δεν επετράπη, μετά από σχετική ένσταση, με το εξής σκεπτικό, με το Δικαστήριο να απευθύνεται στο συνήγορο του εφεσείοντος ο οποίος υπέδειξε ότι οι αποδείξεις, έστω και σε άλλη γλώσσα μπορούσαν να κατατεθούν και να διαταχθεί μετάφραση, στη βάση του Νόμου αρ. 67/88:
«Δικαστήριο: Έχετε δίκαιο πάνω σε αυτό, αλλά ας μιλήσουμε πραγματικά. Αν γίνουν όμως τεκμήρια τώρα, θα διατάξω να μεταφραστούν. Έπρεπε να αποταθείτε στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών να τα μεταφράσετε, αντιλαμβάνεστε είναι πραγματικό πρόβλημα.»
Το Δικαστήριο στη συνέχεια, στη σελ. 6 των πρακτικών, εισηγήθηκε όπως ο εφεσείων αποταθεί «σήμερα» στο P.I.O. για μετάφραση. Ακολούθως, συνεπεία άλλης ενστάσεως περί του κατασκευαστή των εγγράφων, ο συνήγορος του εφεσείοντος απέσυρε το αίτημα για κατάθεση και υπέβαλε ερωτήσεις στη βάση των οποίων η θέση του εφεσείοντος ήταν ότι τα έγγραφα έφεραν όλα την υπογραφή του και τη σφραγίδα των εταιρειών που έφερναν τα εμπορεύματα από την Κίνα. Ο ίδιος πήγαινε στη χονδρική αγορά, αγόραζε τα εμπορεύματα, πλήρωνε, υπέγραφε και έπαιρνε τα εμπορεύματα.
Επί περαιτέρω ενστάσεως, στην οποία προστέθηκε και λόγος περί γνησιότητας των εγγράφων, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν πρωτότυπα, το Δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως, (σελ. 8 και 9) των πρακτικών:
«Δικαστήριο: Ο ίδιος ο μάρτυρας έχει αναφέρει ότι αυτά τα έγγραφα έχουν συνταχθεί από τρίτο πρόσωπο. Η γνησιότητα αυτών των εγγράφων αμφισβητείται έντονα, δηλαδή ότι αυτά τα έγγραφα είναι ότι αναφέρει ο μάρτυρας ότι είναι. Και 3ον, βρίσκονται εις γλώσσα μη κατανοητή στο Δικαστήριο. Επομένως θα πρέπει να κάμω δεκτή την ένσταση διότι η γνησιότητα των εγγράφων αμφισβητείται και δεν έχω ενώπιον μου μαρτυρία σε σχέση με τη γνησιότητα αυτών των εγγράφων. Ο ενάγων όφειλε, εφόσον επιθυμεί το Δικαστήριο να αξιολογήσει το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων, να είχε μεταφράσει προτού επιχειρήσει την κατάθεση τους.
..............................
Και επί ενστάσεως επί παραστατικού τράπεζας της Ρουμανίας σε σχέση με την εξαργύρωση επιταγής των $25.000 που δεν εξαργυρωνόταν μέχρι ο εφεσίβλητος να παραλάβει τα ρούχα:
Δικαστήριο: Ο λόγος που επιχειρεί ο ενάγων να καταθέσει το έγγραφο είναι ακριβώς για να αποδείξει αυτά που αναφέρονται στο περιεχόμενο του. Το γεγονός της εξαργύρωσης της επιταγής. Τούτο υποτίθεται, και εφόσον υπάρχει ένσταση και αμφισβητείται η γνησιότητα του εγγράφου θα πρέπει να δοθεί μαρτυρία σε σχέση με τη γνησιότητα, αυθεντικότητα του εν λόγω εγγράφου. Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο από το γεγονός ότι βρίσκεται εις μη κατανοητή γλώσσα προς το Δικαστήριο και δεν θα μπορούσε ούτε καν να το αξιολογήσει για να ξέρει τι λέγει. Έπρεπε το Δικαστήριο να γνωρίζει τι λέγει εκ των προτέρων.»
Ο περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμος αρ. 67/88, επιτρέπει με το άρθρο 5, το οποίο προστέθηκε με την τροποποίηση που επιτεύχθηκε με το Νόμο αρ. 154/90, την κατάθεση σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία εγγράφου συνταγμένου σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, περιλαμβανομένης και ένορκης δήλωσης, με το Δικαστήριο να δύναται «προς το συμφέρον της δικαιοσύνης», να διατάξει τη μετάφραση του σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Επομένως, η δοθείσα αιτιολογία από το Δικαστήριο ότι οι αποδείξεις ήταν σε ξένη γλώσσα, αφ΄ εαυτού, δεν προσέκρουαν σε κάποια νομική αρχή ώστε να μην ενδείκνυτο η κατάθεση τους. Το εν λόγω άρθρο 5 επιτρέπει εξαίρεση στην αποδοχή ως αποδεικτικού μέσου οποιουδήποτε εγγράφου συνταγμένου σε ξένη γλώσσα, (Αντώνης Τόσκας ν. BNP Paribas (Cyprus) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1962). Γνώμονας είναι βεβαίως πάντοτε το συμφέρον της δικαιοσύνης, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο Νόμο. Το συμφέρον περιλαμβάνει και το δικαίωμα διαδίκου να έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει τις θέσεις του ενώπιον του εκδικάζοντας Δικαστηρίου. Ευκαιρία που απέτυχε να δώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο υπήρξε και αντιφατικό, εφόσον προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι ενώ εισηγήθηκε ότι θα μπορούσε να γίνει αυθημερόν μετάφραση από το P.I.O., στη συνέχεια απορρίπτοντας την προσπάθεια προσαγωγής των εγγράφων, αποφάσισε ότι αυτά ήταν σε μη κατανοητή γλώσσα και δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να γνώριζε τι έλεγαν ή να τα αξιολογούσε.
Ο έτερος λόγος απόρριψης περί αμφισβήτησης της γνησιότητας τους, ουδόλως ευσταθεί. Τα έγγραφα μπορούσαν να κατατεθούν στη βάση του δεδομένου ότι βρίσκονταν, σε πρωτότυπη μάλιστα μορφή, στην κατοχή του εφεσείοντος. Η τροποποίηση που επιτεύχθηκε στον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9, με το Νόμο αρ. 32(Ι)/2004, είχε στόχο να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης, (Pakistan Cables Ltd v. NBS General Trading (Overseas) Co Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. και Τριφταρίδης ν. Liu, Έφεση αρ. 13/2015, ημερ. 5.10.2016). Η κατάθεση μαρτυρίας, ακόμη και εξ ακοής, είναι επιτρεπτή εφόσον συντρέχουν οι λόγοι που εξειδικεύονται στο Νόμο, και δεν πρέπει το αποδεκτό της μαρτυρίας να συγχέεται με τη βαρύτητα που θα αποδοθεί στο τέλος της ημέρας από το Δικαστήριο σε τέτοια μαρτυρία, λεκτική ή έγγραφη, (Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Company Ltd, (2013) 1 Α.Α.Δ. 668). Τα άρθρα 24 και 26 του Κεφ. 9, δίνουν πλέον το στίγμα του τρόπου με τον οποίο ένα Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί και εξ ακοής μαρτυρία διαφυλάσσοντας τα δικαιώματα των διαδίκων. Το άρθρο 27 αφορά τη βαρύτητα της εξ ακοής μαρτυρίας και την αξιολόγηση της, ενώ και το άρθρο 26(1) περιέχει με την επιφύλαξη του πρόνοια για το χειρισμό στον οποίο θα προβεί το Δικαστήριο όταν ζητηθεί από αντίδικο να κλητευθεί ως μάρτυρας πρόσωπο, η μαρτυρία του οποίου έχει προσφερθεί μέσω του έτερου διαδίκου, ώστε να μην γίνει δεκτή η κλήτευση αν αυτή δεν είναι εύλογη και εφικτή ή δεν είναι αναγκαία για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, (δέστε και την πρόσφατη απόφαση στη ΣΠΕ Λακατάμιας-Δευτεράς Λτδ ν. Γεώργιου Δράκου, Ποινική Έφεση αρ. 129/2015, ημερ. 5.4.2017).
Η πιο πάνω λανθασμένη μη αποδοχή της κατάθεσης των αποδείξεων οδήγησε και στο λανθασμένο ταυτόχρονα συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο ότι είχε πράγματι αποστείλει εμπορεύματα αξίας 30.000 στον εφεσίβλητο. Δεν ήταν μόνο η φορτωτική ή οι φορτωτικές που μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν τον ισχυρισμό του εφεσείοντα. Ήταν και άλλα έγγραφα, όπως οι αποδείξεις, η σημασία των οποίων θα αξιολογείτο από το Δικαστήριο, εάν βεβαίως τις αποδεχόταν. Η λανθασμένη απόρριψη τους έθεσε σε μειονεκτική αποδεικτική κατάσταση τον εφεσείοντα.
Πρόσθετα, ενώ το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του γραφολόγου εμπειρογνώμονα, τα προσόντα του οποίου έγιναν αποδεκτά από τον εφεσίβλητο, ότι από τη γραφολογική εξέταση των γνήσιων υπογραφών του εφεσείοντος, ήταν η θέση του ότι η υπογραφή στη συμπληρωματική δήλωση ακίνητης ιδιοκτησίας δεν ήταν του εφεσείοντος, σύμφωνα με τις καταγραφείσες λεπτομέρειες στην έκθεση του Τεκμ. 13, εν τούτοις το Δικαστήριο την απέρριψε στην ουσία λέγοντας ότι η πλαστογραφία δεν σήμαινε ότι έγινε από τον εφεσίβλητο, αποτυγχάνοντας έτσι να εξετάσει το θέμα στην ορθή του διάσταση. Ενώ δηλαδή δέχθηκε ότι η υπογραφή δεν ανήκε στον εφεσείοντα, (ισχυρισμός περί πλαστογραφίας τέθηκε, όπως και έπρεπε, ευθέως με την παρ. 9(ζ) της Έκθεσης Απαίτησης), εν τούτοις προχώρησε στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι δεν αποκλειόταν να γνώριζε για το συγκεκριμένο έγγραφο Τεκμ. 12, (η συμπληρωματική δήλωση ακίνητης ιδιοκτησίας) και να ενέκρινε την υπογραφή του. Ποιος όμως έθεσε την υπογραφή, δεν προκύπτει από οπουδήποτε, ενώ ο εφεσίβλητος στη μαρτυρία ρητά αρνήθηκε ότι είχε υπογράψει ο ίδιος ή ότι είχε δει οποτεδήποτε προηγουμένως το έγγραφο.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν περισσότερα για να καταδειχθεί το ακροσφαλές βάθρο επί του οποίου οικοδόμησε την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό για να μην προκαθοριστεί η αξιολόγηση που θα πρέπει να γίνει κατά την επανεκδίκαση, (Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682) η οποία μοιραίως θα πρέπει να διαταχθεί, διότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο λανθασμένα απόκλεισε μαρτυρία, δεν θα ήταν δυνατόν για το Εφετείο να προχωρούσε σε οποιαδήποτε κατάληξη εφόσον απουσιάζει μαρτυρικό υλικό και η επ΄ αυτού αναγκαία αξιολόγηση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση ενώπιον άλλου αρμόδιου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν
από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ακυρώνονται και θα είναι πλέον έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ