ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Γ. Παγιάσης, για τον Εφεσείοντα. Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΥΜΙΣΗΣ ν. ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 361/2011, 24/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A110

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ.  361/2011)

 

24 Μαρτίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΥΜΙΣΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

1.   ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,

2.   ΑΡΤΕΜΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Γ. Παγιάσης, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείοντας, ηλικίας περίπου 37 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών, εργαζόταν ως καλουψής στην υπηρεσία των Εφεσιβλήτων, συνεταίρων. Στις 14.6.2005 ο Εφεσείοντας, στην προσπάθειά του να αφαιρέσει καλούπια από τοίχο αντιστήριξης υπογείου, ύψους περίπου τριών μέτρων, έχασε την ισορροπία του, έπεσε στο έδαφος και τραυματίστηκε. Ως αποτέλεσμα, καταχώρησε αγωγή εναντίον των Εφεσιβλήτων, αξιώνοντας ειδικές και γενικές αποζημιώσεις.

 

Σύμφωνα με την ΄Εκθεση Απαιτήσεως το ατύχημα επεσυνέβη συνεπεία της αμέλειας ή και παράβασης των νομίμων καθηκόντων και υποχρεώσεων των Εφεσιβλήτων, οι οποίοι δεν είχαν διαθέσιμες σκαλωσιές και ως εκ τούτου, κατά την αφαίρεση των καλουπιών, ο Εφεσείων στεκόταν σε κλειστό μεταλλικό βαρέλι, όπως του ζήτησε να πράξει ο Εφεσίβλητος 2. Καθώς αφαιρούσε τα καλούπια έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος.

 

Η υπεράσπιση των Εφεσιβλήτων κινήθηκε γύρω από τη θέση ότι η αφαίρεση των καλουπιών θα γινόταν αφού πρώτα ο Εφεσείοντας έστηνε ή χρησιμοποιούσε σκαλωσιές, οι οποίες ήταν διαθέσιμες στον χώρο εργασίας. Παρά τις ρητές οδηγίες του Εφεσίβλητου 2, ο Εφεσείοντας, με δική του πρωτοβουλία, δεν έστησε σκαλωσιές και χρησιμοποίησε το μεταλλικό βαρέλι, στο οποίο ανέβηκε για να αφαιρέσει τα καλούπια. Επιπρόσθετα, παρέλειψε να καθαρίσει τον χώρο κάτω από το βαρέλι, με αποτέλεσμα αυτό να μη στηρίζεται σταθερά και να ανατραπεί. Δεν αρνήθηκαν οι Εφεσίβλητοι την πτώση και τον τραυματισμό, ισχυρίστηκαν όμως ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα ήταν ο ίδιος ο Εφεσείοντας.

 

Στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας για την πλευρά του Ενάγοντα κατέθεσε ο ίδιος, ο Γ. Καϊλας, επιθεωρητής εργασίας στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο Ν. Σωκράτους, ασφαλιστικός λειτουργός στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η ουσιαστική μαρτυρία ως προς τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν κατά τον επίδικο χρόνο προήλθε από τον Εφεσείοντα και μόνο. Για την πλευρά των Εφεσιβλήτων μαρτυρία έδωσαν ο Εφεσίβλητος 2 και ακόμα ένας μάρτυρας, υπάλληλος των Εφεσιβλήτων. Τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν παρόντα κατά τον χρόνο που έλαβε χώραν το επίδικο εργατικό ατύχημα.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, αποδεχόμενο τα ουσιαστικά μέρη της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

 «Της πιο πάνω αξιολόγησης δεδομένης αποτελεί εύρημα μου ότι ο Ενάγοντας είναι ηλικίας 37 ετών , παντρεμένος και πατέρας 2 παιδιών. Οι Εναγόμενοι αρ. 1 και 2 είναι συνέταιροι και αναλαμβάνουν δουλειές με καλούπια. Μέχρι τα μέσα του έτους 2005 ο Ενάγοντας εργαζόταν στους Εναγόμενους αρ. 1 και 2 ως καλουψής. Κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο οι Εναγόμενοι αρ. 1 και 2 είχαν αναλάβει την κατασκευή καλουπιών σε ανέγερση κτιρίου με υπόγειο στην Λακατάμεια.

 

      Την 14.6.2005 ο Ενάγοντας πήγε με τον Εναγόμενο αρ. 2 και τον Μ.Υ.2 στο εργοτάξιο για να αφαιρέσουν τα καλούπια από τον τοίχο αντιστήριξης του υπογείου, ο οποίος ήταν ύψους περίπου 3 μέτρων. Ο Εναγόμενος αρ. 2 είπε στον Ενάγοντα και στον Μ.Υ.2 να στήσουν σκαλωσιές και να αρχίσουν να ξεκαλουπώνουν, και ακολούθως αυτός πήγε μέσα σε άλλο χώρο. Ο Ενάγοντας έπιασε ένα βαρέλι, τοποθέτησε αυτό σε ανώμαλο έδαφος,  ανέβηκε πάνω και άρχισε να βγάζει τις ράγες από τα καλούπια τις οποίες έριχνε στο έδαφος. Ο Μ.Υ.2 έπιανε λίγες - λίγες και τις έπαιρνε μέσα. Οκτώ με δέκα λεπτά μετά που άρχισε να δουλεύει με τον πιο πάνω τρόπο, ο Ενάγοντας έχασε την ισορροπία του, έπεσε χάμω και τραυματίστηκε. Ο Μ.Υ.2 φώναξε στο μέρος τον Εναγόμενο αρ. 2, ο οποίος τον μετέφερε στο Νοσοκομείο.»

 

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε στη συνέχεια με τη νομική πτυχή του ζητήματος της υποχρέωσης εργοδότη να παρέχει στον εργοδοτούμενο λογικά ασφαλείς συνθήκες εργασίας και να μην εκθέτει αυτόν σε περιττούς κινδύνους, καταλήγοντας:

 

«Στην υπό εξέταση περίπτωση, αποτέλεσε θέση του ιδίου του Ενάγοντα ότι αυτός ήταν ένας έμπειρος καλουψής. Ο Εναγόμενος αρ. 2 του έδωσε ρητές οδηγίες να στήσει σκαλωσιές για να αρχίσει να ξεκαλουπώνει, και αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου ότι σκαλωσιές υπήρχαν στο οικόπεδο. Ο Ενάγοντας από μόνος του επέλεξε να μην ακολουθήσει τις οδηγίες του εργοδότη του, και χρησιμοποιήσε βαρέλι αντί για σκαλωσιές. Με τα δεδομένα αυτά, θεωρώ ότι οι Εναγόμενοι αρ. 1 και 2 παρείχαν στον Ενάγοντα ασφαλές σύστημα εργασίας, και ο Ενάγοντας απέτυχε να καταδείξει ότι αυτοί φέρουν ευθύνη για το ατύχημα το οποίο αυτός υπέστη. Θεωρώ ότι, με δεδομένη την πείρα του Ενάγοντα, θα ήταν υπερβολικό να αποδοθεί ευθύνη στους Εναγόμενους επειδή δεν επέβλεψαν τον Ενάγοντα για να επιβεβαιώσουν ότι αυτός δεν θα παράκουε τις οδηγίες του Εναγομένου αρ. 2. Επίσης πολύ απομακρυσμένη είναι και η θέση ότι ο Εναγόμενος αρ. 2 θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι ο Ενάγοντας δεν έστησε σκαλωσιές επειδή ο Μ.Υ.2 μπήκε στον χώρο που αυτός βρισκόταν σε πολύ λίγο χρόνο κουβαλόντας ράγες, που αυτός θα έπρεπε να είχε υποψιαστεί ότι η αφαίρεση των καλουπιών γινόταν με την χρήση βαρελιού αντί σκαλωσιών. Τούτου δεδομένου, αποτελεί κατάληξη μου ότι αποκλειστική ευθύνη για το επίδικο ατύχημα φέρει ο ίδιος ο Ενάγοντας.»

 

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης επί του ζητήματος της ευθύνης, η αγωγή απορρίφθηκε, με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση, η οποία επεκτάθηκε, για σκοπούς πληρότητας, και στο ζήτημα των αποζημιώσεων, προσβάλλεται με δώδεκα λόγους έφεσης. Θα τους εξετάσουμε, αρχίζοντας, ως θέμα λογικής προτεραιότητας, από αυτούς που καλύπτουν το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία σχετίζεται με τα γεγονότα που περιβάλλουν το επίδικο ατύχημα. Στη συνέχεια, θα ενδιατρίψουμε στους λόγους έφεσης που αφορούν την προσέγγιση ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αδικαιολόγητη και νομικά εσφαλμένη, ως αποτέλεσμα μη ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στη σχετική νομοθεσία και νομολογία. Τέλος, και σε περίπτωση επιτυχίας των πιο πάνω λόγων έφεσης, θα έχει αντικείμενο και θα εξετασθούν οι λόγοι έφεσης που αφορούν στο ζήτημα των αποζημιώσεων.

 

Με τους λόγους έφεσης 4, 5, 6, 7, 8 και 9, προσβάλλεται, ουσιαστικά, ως νομικά εσφαλμένη  η αξιολόγηση της ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τεθείσας μαρτυρίας. Συγκεκριμένα:

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προωθείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα, με τον πέμπτο ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την ουσιαστική μαρτυρία του ΜΕ2 και/ή προέβη σε λανθασμένα συμπεράσματα, με τον έκτο ότι αναιτιολόγητα αγνόησε την μαρτυρία του ΜΕ3 και/ή ότι οδηγήθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα, με τον έβδομο ότι εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2, με τον όγδοο ότι επίσης εσφαλμένα και χωρίς να λάβει υπόψη του όλο το ενώπιόν του μαρτυρικό υλικό αξιολόγησε τη μαρτυρία του ΜΥ2 και με τον ένατο ότι κατά τρόπο μεμπτό δεν προέβη σε οποιοδήποτε εύρημα σχετικά με τα κατατεθέντα τεκμήρια και/ή ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται το περιεχόμενο των σχετικών τεκμηρίων.

 

Στο παρόν στάδιο θα εξετάσουμε το μέρος των πιο πάνω λόγων έφεσης που καλύπτει την προσβολή της αξιολόγησης της μαρτυρίας που αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώραν το επίδικο ατύχημα. Αναλόγως, εάν δηλαδή θα υφίσταται αντικείμενο, θα εξετασθεί σε μεταγενέστερο στάδιο και το υπόλοιπο μέρος των υπό αναφορά λόγων έφεσης, που κινείται γύρω από την αξιολόγηση μαρτυρίας που συνδέεται με την έκταση των τραυμάτων και την απόδειξη των ζημιών που αξιώνονται.

 

Πάγια ευθυγραμμισμένη είναι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα του περιθωρίου επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο με τον οποίο πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί την ενώπιόν του μαρτυρία και προβαίνει στα ανάλογα ευρήματα. Όπως είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε στις Α. Χατζηαδάμου ν. Π. Παναγή κα, Π.Ε. 334/11 και 396/11, ημερ. 10.1.2017, με αναφορά στην  Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερομηνίας 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470 και μεταγενέστερα στην Χρυσοδόντας ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 124/2016, ημερομηνίας 9.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:B513:

 

«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης  σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»

 

 

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν απόρροια της αποδοχής ως αξιόπιστης της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης. Ηταν τα πρόσωπα που βρισκόντουσαν στη σκηνή κατά τον επίδικο χρόνο και η μαρτυρία των οποίων, στα βασικά για την υπόθεση γεγονότα, ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένη. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την πορεία αξιολόγησης της ουσιαστικής αυτής μαρτυρίας. Ούτε και έχουμε πεισθεί ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό να καταλήξει στα ευρήματα αξιοπιστίας που κατέληξε. Αντίθετα, ορθά απορρίφθηκε η εκδοχή του Εφεσείοντα ως μη πειστική, δεδομένων των παλινδρομήσεων και αντιφατικών τοποθετήσεών του και της όλης εικόνας που άφησε στο δικαστήριο ως μάρτυρας.

 

Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, προωθώντας τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί τη δυσκολία του Εφεσείοντα να εκφρασθεί, λόγω περιορισμένης μόρφωσης, και ανάλογα να αξιολογήσει τη μαρτυρία του. Προσεκτική όμως εξέταση των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας, επιμαρτυρεί ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, προφανώς αντιλαμβανόμενη τη διάσταση του προβλήματος, κατ΄ επανάληψη, με επιτρεπτές επεμβάσεις της, ζητούσε επεξηγήσεις και διευκόλυνε τον Εφεσείοντα στην παρουσίαση των θέσεών του. Όπως ήδη έχουμε καταγράψει, η απόρριψη της μαρτυρίας του στηρίχθηκε στις αντιφάσεις και παλινδρομήσεις που εντόπισε το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά και επιπρόσθετα στην όλη εικόνα που τελικά άφησε βρισκόμενος στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Σε ό,τι αφορά τη μαρτυρία του επιθεωρητή, ΜΕ2, το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, έδωσε περιορισμένη βαρύτητα και μόνο. Ο εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν παρών κατά το χρόνο του ατυχήματος. Επιθεώρησε τη σκηνή μέρες αργότερα και η μαρτυρία του κινήθηκε ουσιαστικά γύρω από τη θέση ότι η χρησιμοποίηση βαρελιού ήταν επικίνδυνη και δεν συνιστούσε ασφαλές σύστημα εργασίας. Το στοιχείο αυτό δεν τελεί υπό αμφισβήτηση, ούτε και αποτελεί επίδικο ζήτημα. Περαιτέρω, το γεγονός ότι το ατύχημα γνωστοποιήθηκε στο αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων 25 μέρες μετά, ενδεχομένως να ενεργοποιεί άλλες συνέπειες, αλλά δεν μεταβάλλει το όλο ζήτημα και δεν επιδρά, από μόνο του, στην ουσία της υπό εκδίκαση υπόθεσης. Οτι έχει σημασία είναι τα γεγονότα που οδήγησαν στην επέλευση του ατυχήματος, όπως αυτά εκτυλίχθηκαν κατά τον επίδικο χρόνο και όπως αποτυπώθηκαν μέσω μαρτυρίας από τα πρόσωπα που είχαν τη δυνατότητα άμεσης αντίληψής τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα όποια τεκμήρια κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, και ιδιαίτερα τα τεκμήρια 2 και 6 - που αφορούσαν σημείωμα εργατικού ατυχήματος του ΜΕ2 και τη γνωστοποίηση του ατυχήματος προς το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας - δεν θα μπορούσαν να είχαν οποιαδήποτε επίδραση, ούτε και θα μπορούσαν να μεταβάλουν την ουσία των γεγονότων, όπως αυτά παρουσιάστηκαν από τους μάρτυρες και έγιναν αποδεκτά από το δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της καθόλα άμεμπτης αξιολόγησης στην οποία προέβηκε.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, και με επιβεβαιωμένη πλέον την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της αξιολόγησης της υπό αναφορά μαρτυρίας, θα προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης που προσβάλλουν ως αδικαιολόγητη και νομικά εσφαλμένη την κρίση ότι αποκλειστική ευθύνη για το επίδικο ατύχημα φέρει ο Εφεσείοντας.

 

Γίνεται εισήγηση, μέσω του πρώτου λόγου έφεσης, ότι η εν λόγω κατάληξη επήλθε ως αποτέλεσμα μη ορθής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της επίδικης υπόθεσης στη σχετική νομοθεσία και νομολογία. Τίθεται, μέσω του δεύτερου λόγου έφεσης, ότι το τελικό αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης επήλθε συνεπεία αντιστροφής και/ή λανθασμένης μετατόπισης του βάρους απόδειξης και, μέσω του τρίτου λόγου έφεσης, ότι η κατάληξη περί αποκλειστικής ευθύνης του Εφεσείοντα είναι αποτέλεσμα λανθασμένης εφαρμογής της επί του θέματος νομολογίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Στην, σχετικά, πρόσφατη απόφασή μας ΑΗΚ ν. Χριστοφόρου, ΠΕ 82/2010 και 82Α/2010, ημερ. 5.2.2015, ενδιατρίψαμε στη νομική πτυχή που καλύπτει το ζήτημα της υποχρέωσης του εργοδότη προς παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας. Λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, οι συσχετισμοί τους με τα εργατικά ατυχήματα, η ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του, το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ο εργοδότης, η υποχρέωσή του να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενό του σε «περιττό κίνδυνο» και να παρέχει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας, το καθήκον του για παροχή ασφαλούς συστήματος διεξαγωγής εργασίας και η υποχρέωση του να καθοδηγεί τους εργοδοτούμενούς του ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για αποφυγή ατυχημάτων, έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 423, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 453, Metalco Heaters Ltd v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 211, Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 506, Μεταφορική Εταιρεία Γ. και Μ. Περικλέους Λτδ ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 1661, Σκυροποιία Λεωνίκ Λτδ ν. Παπαδόπουλου (2000) 1 ΑΑΔ 1855, Κυριάκου ν. Caramondani Bros Limited (2001) 1 ΑΑΔ 219, Ευαγγελίδης ν. Aegeas Navigation Ltd κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 709, Ανάγνου ν. Alco Filters (Cyprus) Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 918, Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 ΑΑΔ 447, Λαμπής ν. Shiptrans Ship. and Trad. Agency Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 370, Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1 ΑΑΔ 556, L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 304, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Μιχαήλ (2009) 1 ΑΑΔ 113, Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 206 ).

 

 

Αναφέρονται τα ακόλουθα στην απόφαση Κυριάκου (ανωτέρω):

 

 

«Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του εργοδότη, που είναι απόλυτο, απέναντι στους υπαλλήλους του, είναι να τους παρέχει ασφαλή τόπο ή ασφαλές σύστημα εργασίας. Η τάση της νομολογίας τα τελευταία χρόνια ήταν η πλήρης εμπέδωση αυτής της προστασίας των εργαζομένων. Άλλωστε όπως τόνισε ο Πικής, Δ., στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123:

 

"Στην Κύπρο η προστασία των εργαζομένων αποτελεί διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο (Άρθρο 9) στο πλαίσιο εξασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που αναμφίβολα περιλαμβάνουν και την ασφάλειά του στον τόπο της εργασίας του."

Στην Αγγλία, όπου επικρατεί η ίδια τάση, ερμηνεύοντας σχετική νομοθετική πρόνοια στην υπόθεση Larner v. British Steel plc (1993) ICR 551, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον του εργοδότη, που επέβαλλε η παραπάνω πρόνοια, ήταν να προσφέρει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας από κινδύνους, ανεξάρτητα αν αυτοί μπορούσαν να προβλεφθούν ή όχι. Η απόφαση επικροτήθηκε στην υπόθεση Mains ν. Uniroyal Englebert Tyres Ltd, ημερ. 1/6/95, από το Court of Session (Εφετείο Σκωτίας). Έτσι η προβλεπτικότητα δε θεωρήθηκε απαραίτητο κριτήριο.»

Είναι καθήκον του εργοδότη να επινοήσει και να υποδείξει ένα κατάλληλο και ασφαλές σύστημα εργασίας. Η έννοια του όρου «σύστημα εργασίας» δίδεται στην απόφαση Αλέξάνδρου (ανωτέρω), στη σελίδα 512. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την παροχή οδηγιών, την οργάνωση της εργασίας, την λήψη προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και άλλα. Παρατίθεται ακολούθως το εξής απόσπασμα από το σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παρa. 10-59 και 10-60:

 

«Meaning of system of work. A system of work is the term used to describe: (i) the organization of the work; (ii) the way in which it is intended the work shall be carried out; (iii) the sequence of instructions (especially to inexperienced workers); (iv) the sequence of events; (v) the taking of precautions for the safety of the workers and at what stages; (vi) the number of such persons required to do the job; (vii) the part to be taken by each of the various persons employed; and (viii) the moment at which they shall perform their respective tasks.

 

Duty to prescribe a safe system of work. It is a question of fact whether or not there is need for a system of work to be prescribed in any given circumstances. In deciding it, regard ought to be had to the nature of the work, i.e. whether properly it requires careful organization and supervision, in the interests of safety of all those persons carrying it out, or it can be left by a prudent employer confidently to the care of the particular man on the spot to do it reasonably safely. It follows that an employer is under a duty to prescribe a system of work, even where the operation is a single one, if it is necessary in the interests of safety.»

 

 Σε ελληνική μετάφραση:

 

«Εννοια του συστήματος εργασίας. Ένα σύστημα εργασίας είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή: (i) της οργάνωσης της εργασίας, (ii) του τρόπου με τον οποίο σκοπείται η εκτέλεση της εργασίας, (iii) της σειράς παροχής οδηγιών (ειδικώς  σε άπειρους εργάτες), (iv) της σειράς των γεγονότων, (v) της λήψης προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και σε ποια στάδια, (vi) του αριθμού των προσώπων που χρειάζονται για την εκτέλεση της εργασίας, (vii) του ρόλου που θα αναλάβει ο καθένας από τους εργοδοτουμένους, (viii) και της στιγμής κατά την οποία θα εκτελέσουν τους αντίστοιχους ρόλους τους.

 

Καθήκο υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας. Αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας, κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Όταν εξετάζεται ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της εργασίας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή χρειάζεται προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας εκείνων που την εκτελούν, ή μπορεί να αφεθεί πειστικά από ένα συνετό εργοδότη στην φροντίδα των επί τόπου υπαλλήλων να την εκτελέσουν με τρόπο λογικά ασφαλή. Ακολουθεί ότι ένας εργοδότης υπέχει καθήκον να υποδείξει σύστημα εργασίας έστω και εάν πρόκειται για ένα και μόνο εγχείρημα, εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της ασφάλειας.»

 

Το καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συμπεριλαμβάνει, λοιπόν, και τη λήψη εύλογων μέτρων προς διασφάλιση της επιτήρησης εφαρμογής του όλου συστήματος, μεταξύ των οποίων  της επιτήρησης του χώρου και της εποπτείας του όλου συστήματος εργασίας. Στην απόφαση Χριστοδουλίδης (ανωτέρω) επιβεβαιώθηκε ότι η παράλειψη του εργοδότη για επιτήρηση του χώρου στον οποίο ο εργοδοτούμενος έθεσε σε λειτουργία μηχανή χωρίς οδηγίες συνιστούσε παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος εκ μέρους του. Ανάλογα  λέχθηκαν τα ακόλουθα στην απόφαση Transbeton (ανωτέρω), το σχετικό απόσπασμα στη σελίδα 313:

 

«Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του πηγάζει από το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου. Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας (Δέστε: Χριστοφή κ.ά. v. Θεοδούλου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 512). Η φύση του καθήκοντος επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του αναλύεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παράγραφοι 965-971, σελ. 578-592.

 

Το καθήκον του εργοδότη να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτούμενους του εξυπακούει ότι η οργάνωση της εργασίας, η διαδικασία που ακολουθείται κατά την εκτέλεση της εργασίας, τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονται, ο αριθμός των υπαλλήλων που εργοδοτούνται αλλά και η επίβλεψη που γίνεται, είναι τέτοια που παρέχουν εύλογη προστασία στους εργοδοτούμενους. Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη εύλογων μέτρων παροχής συστήματος εργασίας, το οποίο να είναι εύλογα ασφαλές, λαμβανομένων υπόψιν των κινδύνων που είναι κατ' ανάγκην εγγενείς στο όλο εγχείρημα (Δέστε: General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1953] A.C. 180).

 

Όταν υπάρχει καθήκον  παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, αυτός δεν επιτελεί το καθήκον του απλά και μόνον παρέχοντας ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να λάβει και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. Αυτό εξυπακούει την παροχή οδηγιών προς τους εργοδοτούμενους και επίσης κάποιας μορφής εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας.»

 

 

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση παραμένει, ως ακλόνητο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείοντας, έμπειρος καλουψής, έλαβε ρητές οδηγίες να στήσει σκαλωσιές, που υπήρχαν στο χώρο εργασίας, προκειμένου να αρχίσει να ξεκαλουπώνει. Αντί αυτού, επέλεξε, παραβιάζοντας τις οδηγίες του εργοδότη του, να χρησιμοποιήσει μεταλλικό βαρέλι, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλειά του.

 

Κατά τη συζήτηση της έφεσης απασχόλησε ιδιαίτερα το ζήτημα της υποχρέωσης διασφάλισης της εποπτείας και επίβλεψης του συστήματος εργασίας που παρείχε ο εργοδότης. Κατά πόσο δηλαδή οι Εφεσίβλητοι θα έπρεπε, εύλογα, να διασφαλίσουν ότι οι οδηγίες τους ακολουθούνται στην πράξη και ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται.

 

Όπως έχει νομολογιακά καθοριστεί, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας, κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Στην εξέταση τέτοιου ζητήματος η φύση της εργασίας και η ιδιαιτερότητα του κινδύνου, είναι καθοριστικοί παράγοντες προκειμένου να σταθμιστεί η ανάγκη λεπτομερούς οργάνωσης και η υποχρέωση τυχόν επίβλεψης, προς το συμφέρον της ασφάλειας των εργοδοτουμένων.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων θα εκτελούσε  εργασία, η οποία, με βάση τα δεδομένα, δεν ενείχε ιδιαίτερους κινδύνους, πολύ περισσότερο για κάποιο έμπειρο καλουψή, όπως ήταν ο Εφεσείων. Το ύψος ήταν περιορισμένο και το στήσιμο σκαλωσιάς, χαμηλού ύψους, προς ασφάλεια, απλή λειτουργία, καθημερινής ρουτίνας γι΄ αυτού του είδους τις εργασίες. Οι Εφεσίβλητοι - εργοδότες, δεν είχαν κανένα λόγο να προβλέψουν ότι ο Εφεσείοντας, έμπειρος ως λέχθηκε, δεν θα εκτελούσε, χωρίς επίβλεψη, κατά τρόπο λογικά ασφαλή την εργασία που του ανατέθηκε, μετά μάλιστα και από την παροχή σχετικών οδηγιών.

 

Αναπόδραστα προβάλλει ότι οι Εφεσίβλητοι - εργοδότες παρείχαν στον Εφεσείοντα, ως ήτο υποχρέωσή τους, ασφαλές σύστημα εργασίας, ούτως ώστε να μην είναι εκτεθειμένος σε περιττό ή μη αναγκαίο κίνδυνο. Υπό τις συνθήκες που έχουμε ήδη καταγράψει και με μέτρο το συνετό εργοδότη, οι Εφεσίβλητοι δεν υπείχαν καθήκον επίβλεψης, ούτως ώστε και να τους αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα που ακολούθησε.

 

Η απόρριψη των λόγων έφεσης που κινούνται γύρω από το ζήτημα της αποκλειστικής ευθύνης του Εφεσείοντα, καθιστά περιττή την εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης που αφορούν το ζήτημα της μαρτυρίας που τέθηκε προκειμένου να προωθηθεί η απόδειξη της έκτασης των τραυμάτων και του ύψους των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.

 

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος του Εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                      Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο