ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ν. Παπαμιχαήλ για Αρ. Βρυωνίδη για την εφεσείουσα Δ. Χ. Λαμπίδης για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΕΛΙΝΑ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ ΑΥΤΗΣ ΑΛΚΗ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ν. THE PHILIPS COLLEGE LTD, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΠΩΝΥΜΙΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΙΠΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 310/2011, 21/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A92

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                             ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 310/2011

 

 

21 Μαρτίου, 2017

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΜΕΛΙΝΑ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ ΑΥΤΗΣ ΑΛΚΗ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ

Εφεσείουσα/ενάγουσα

 

ΚΑΙ

 

THE PHILIPS COLLEGE LTD, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΕΠΩΝΥΜΙΑΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΙΛΙΠΣ

Εφεσίβλητης/εναγομένης

 

.........

Ν. Παπαμιχαήλ για Αρ. Βρυωνίδη για την εφεσείουσα

Δ. Χ. Λαμπίδης για την εφεσίβλητη

 

...........................

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου

....................................


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:   Η διαφορά των διαδίκων στη βάση των όσων ακολουθούν μόνο θλίψη προκαλεί όχι μόνο διότι τα Δικαστήρια έχουν ασχοληθεί μέχρι το Εφετείο, με μια πραγματικά ήσσονος σημασίας υπόθεση ενώ θα έπρεπε να είχε επιλυθεί εξ αρχής από το ίδιο το εφεσίβλητο σχολείο ώστε να μην είχε δημιουργηθεί και το πρόβλημα, όσο και διότι προκάλεσε αχρείαστη ψυχολογική οδύνη στην εφεσείουσα την ώρα που πανέτοιμη θα συμμετείχε σε σχολική εκδρομή στο εξωτερικό μαζί με τους συμμαθητές της.

 

Η εφεσείουσα το 2006 ήταν μαθήτρια της Γ΄τάξης Γυμνασίου του ιδιωτικού σχολείου με το όνομα «Ευρωπαϊκή Ελληνική Σχολή Φίλιπς» ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης.  Στην αρχή της σχολικής χρονιάς 2005-2006 η εφεσίβλητη εξέδωσε Aνακοίνωση ότι το σχολείο θα διοργάνωνε εκπαιδευτική εκδρομή για τους μαθητές του στην Ολλανδία, Βέλγιο και Γαλλία το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου του 2006 και το τίμημα συμμετοχής ήταν Λ.Κ.600.

 

Η εφεσείουσα εκδήλωσε την πρόθεση της να συμμετάσχει και κατέβαλε το αντίτιμο συμμετοχής σε δύο δόσεις, όπως προνοείτο στην ανακοίνωση.  Το πρωϊ της 30ης Ιουνίου 2006, ημέρα αναχώρησης των εκδρομέων, μαθητών, η εφεσείουσα μετέβη στο χώρο του σχολείου μαζί με τον πατέρα της για να επιβιβασθεί επί του λεωφορείου που θα μετέφερε τους μαθητές στο αεροδρόμιο για αναχώρηση.  Ενώ είχε επιβιβασθεί, η διευθύντρια του σχολείου την κάλεσε να εξέλθει με το δικαιολογητικό ότι δεν μπορούσε να λάβει μέρος στην εκδρομή, εφόσον δεν είχε εγγραφεί για το επόμενο σχολικό έτος.  Ο πατέρας της εφεσείουσας προσπάθησε να μεταπείσει τη διευθύντρια εφόσον είχε δικαίωμα μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας να προβεί σε εγγραφή χωρίς όμως αποτέλεσμα.

 

Μη έχοντας άλλη επιλογή η εφεσείουσα εξήλθε του λεωφορείου και δεν συμμετείχε τελικά στην εκδρομή.  Ενόψει της εξέλιξης αυτής ο πατέρας της ζήτησε την επιστροφή του αντίτιμου εκ Λ.Κ. 600 αλλά η εφεσίβλητη αρνήθηκε να το επιστρέψει προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι η εφεσείουσα παρέβη ουσιώδη όρο της μεταξύ τους συμφωνίας που προνοούσε  για την εγγραφή της στο επόμενο σχολικό έτος κατά τις 28, 29 και 30/6/06 και ότι το ποσό είχε δαπανηθεί για τα διάφορα έξοδα της εκδρομής που αφορούσαν στην εφεσείουσα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ακούσει μαρτυρία από μεν πλευράς της εφεσείουσας από τον ίδιο της τον πατέρα Άλκη Αλκιβιάδη, και της εφεσίβλητης από τη διευθύντρια του σχολείου Ελένη Κωνσταντίνου-Χρυσοστομίδου (Μ.Υ.1) καθώς επίσης  και από το θεολόγο καθηγητή Νεοπτόλεμο Σιακαλλή (Μ.Υ.2).  Το Δικαστήριο αποδεχόμενο πλήρως τη μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης, κατά προτίμηση εκείνης του πατέρα της εφεσείουσας την οποία έκρινε ως ατεκμηρίωτη και αντίθετη με τη λογική, προέβη σε απόρριψη της αγωγής και καταδίκασε την εφεσείουσα στην πληρωμή των εξόδων της εφεσίβλητης.  Το Δικαστήριο στην απόφαση του ενώ έκρινε τον όρο για εγγραφή στο επόμενο σχολικό έτος ως ουσιώδη για συμμετοχή στην εκδρομή, θεώρησε τις ημερομηνίες που τέθηκαν για την εγγραφή, δηλαδή 28, 29 και 30/6/06, επί των οποίων στηρίχθηκε η εφεσείουσα για να υποστηρίξει ότι δικαιούτο μέχρι το μεσημέρι της 30/6/06 να κάμει την εγγραφή της, ως ήσσονος σημασίας.  Η μη εγγραφή της εφεσείουσας  έκρινε ότι συνιστούσε από μέρους της εφεσείουσας παραβίαση ουσιώδους όρου της σύμβασης, οπότε η εφεσείουσα δεν μπορούσε να απαιτεί την επιστροφή του ποσού των Λ.Κ. 600 που πλήρωσε για να λάβει μέρος στην εκδρομή.  Σύμφωνα με τα ευρήματα του το ποσό αυτό είχε καταβληθεί από την εφεσίβλητη στο ταξιδιωτικό γραφείο για πληρωμή του αεροπορικού εισιτηρίου της εφεσείουσας και άλλων συναφών εξόδων, γι' αυτό και η αρχή της αποκατάστασης και του άδικου πλουτισμού που είναι η βάση των αξιώσεων της εφεσείουσας δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται με τρεις λόγους έφεσης.  Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας της εφεσείουσας αποτέλεσε ο πρώτος λόγος έφεσης ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα παρέβη τον όρο της σύμβασης που αφορούσε στην εγγραφή της στο επόμενο σχολικό έτος.  Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στη λανθασμένη ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο μέρος της Ανακοίνωσης που προνοεί για το δικαίωμα της εφεσίβλητης κατακράτησης ποσού εκ Λ.Κ.100 από το αντίτιμο των Λ.Κ.600 στην περίπτωση που μαθητής ενώ είχε δηλώσει συμμετοχή, εξ υπαιτιότητας του δεν συμμετάσχει τελικά στην εκδρομή.  Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της διευθύντριας του σχολείου (Μ.Υ.1)  και την αποδοχή της στη συνέχεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στο τέλος στην απόρριψη της αγωγής.

 

Aπό πλευράς της η εφεσίβλητη στηρίζει ως απόλυτα ορθή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφ' όλων των πτυχών της διαφοράς περιλαμβανομένης της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της νομικής πτυχής της υπόθεσης.

 

Κρίνουμε ότι προέχει κατ' αρχάς η εξέταση του 1ου λόγου έφεσης που αφορά στην κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα υπήρξε ένοχη διάρρηξης της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και συγκεκριμένα του ουσιώδους όρου που προνοούσε για την εγγραφή της στο επόμενο σχολικό έτος μέχρι τις 30/6/06.

 

Αξιοσημείωτο είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιγράφει στην απόφαση του, στο μέρος που αφορά στα ευρήματα του, τον  όρο της συμφωνίας που προνοούσε για την εγγραφή της εφεσείουσας στο επόμενο σχολικό έτος ως ουσιώδη όρο, χωρίς αυτός να καθορίζεται ουσιώδης από την Ανακοίνωση.   Η σημασία του όρου για την εφεσίβλητη είναι δεδομένη, εφ' όσον επ' αυτού στήριξε ουσιαστικά την υπεράσπιση της και την άρνηση της να επιστρέψει στην εφεσείουσα το ποσό των Λ.Κ. 600, που η τελευταία είχε καταβάλει για να συμμετάσχει στην εκδρομή.

 

Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι διάδικοι και οι όροι που τη διέπουν πηγάζουν από την Ανακοίνωση που απευθύνετο σε γονείς/κηδεμόνες μαθητών του σχολείου με θέμα «Εκπαιδευτική εκδρομή εξωτερικού (για μαθητές Β, Γ΄ Γυμνασίου, Α΄, Β΄και Γ΄Λυκείου».  Ο όρος της συμφωνίας που αφορά στην εγγραφή στην επόμενη σχολική τάξη βρίσκεται στο τέλος της Ανακοίνωσης και είναι καταγραμμένος με μικρότερα γράμματα από τους υπόλοιπους όρους της Ανακοίνωσης, αλλά με  τονισμένα γράμματα.  Τον παραθέτουμε αυτούσιο:

 

«Η Σχολή έχει το δικαίωμα να μην επιτρέψει σε μαθητή/μαθήτρια να λάβει μέρος στην εκδρομή.  Όλοι οι μαθητές/τριες (εκτός της Γ΄Λυκείου) που θα λάβουν μέρος στην πιο πάνω εκδρομή θα πρέπει να έχουν εγγραφεί κατά τις ημερομηνίες εγγραφής 28, 29, 30 Ιουνίου, 2006.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της εκδοχής της εφεσείουσας και την αποδοχή εκείνης της εφεσίβλητης, προέβη στα εξής ευρήματα:

«Κατά το έτος 2006 η ενάγουσα ήταν μαθήτρια στην Ευρωπαϊκή Ελληνική Σχολή Φίλιπς, επωνυμία που ανήκει στην εναγόμενη εταιρεία.  Στις αρχές της σχολικής χρονιάς η εναγόμενη εξέδωσε Ανακοίνωση (Σύμβαση-τεκμήριο 3) για τη διοργάνωση εκπαιδευτικής εκδρομής για τους μαθητές της σχολής με προορισμό την Ολλανδία, Βέλγιο και Γαλλία.  Η εκδρομή θα πραγματοποιείτο το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου 2006 και το τίμημα συμμετοχής καθορίστηκε στις ΛΚ600.  Πέραν της εκ των προτέρων καταβολής του τιμήματος συμμετοχής, ήταν ρητός ουσιώδης όρος, ότι με εξαίρεση τους τελειόφοιτους, για να δικαιούτο κανείς να συμμετάσχει στην εκδρομή θα έπρεπε να εγγραφεί ως μαθητές για την επόμενη σχολική χρονιά 2006-2007 στις 28, 29 ή 30 Ιουνίου 2006.

 

Η ενάγουσα μέσω του πατέρα και κηδεμόνα της Μ.Ε.1 γνώριζε και αποδέχτηκε εκ των προτέρων τους όρους της Σύμβασης.  Το τίμημα συμμετοχής καταβλήθηκε σε δύο δόσεις των ΛΚ300, η πρώτη στις 22.2.2006 (τεκμήριο 1) και η δεύτερη στις 2.5.2006 (τεκμήριο 2).

 

Το πρωί της 30ης Ιουνίου 2011, ημέρα της αναχώρησης, η ενάγουσα μαζί με τον πατέρα της μετέβη στη σχολή περί τις 6.45πμ.  Όταν τους είδε η διευθύντρια της σχολής Μ.Υ.1, πλησίασε τον Μ.Ε.1 και τον παρακάλεσε να περάσουν στο γραφείο της Γραμματείας του σχολείου.  Εκεί στην παρουσία και άλλων προσώπων του ζήτησε να προχωρήσει στην εγγραφή της ενάγουσας για τη σχολική χρονιά 2006-2007, αλλά αυτός με τη δικαιολογία/απόφαση ότι δεν είχε μαζί του το βιβλιάριο επιταγών αρνήθηκε να το πράξει.  Ούτε και μετρητά πρόσφερε για να γίνει η εν λόγω εγγραφή.  Εν όψει καθυστέρησης της πτήσης, η Μ.Υ.1 τον πληροφόρησε πως θα μπορούσε μέχρι και το μεσημέρι ακόμα να προχωρήσει στην εγγραφή και η ενάγουσα να συμμετάσχει κανονικά στην εκδρομή, πλην όμως ο Μ.Ε.1 παρέλειψε να το πράξει.  Συνεπώς δεν επετράπη στην ενάγουσα να συμμετάσχει στην εκδρομή.

 

Το ποσό των Κ600 καταβλήθηκε από την εναγόμενη προς το ταξιδιωτικό γραφείο για πληρωμή του αεροπορικού εισιτηρίου (τεκμήριο 5) και των άλλων συναφών εξόδων της εκδρομής και έτσι δεν επεστράφη στην ενάγουσα.»

 

 

Μετά την παράθεση των ευρημάτων του το πρωτόδικο Δικαστήριο προβληματίστηκε ως προς κάποια ερωτήματα που παρέμειναν και που σχετίζονταν μεταξύ άλλων και με την ερμηνεία του όρου, που προνοεί για την εγγραφή στο επόμενο έτος.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το μέρος της απόφασης ως προς την ερμηνεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στον όρο:

 

«Η πρώτη επισήμανση που θα πρέπει να γίνει είναι πως ο όρος της Σύμβασης αφορά την εγγραφή των μαθητών σε συνάρτηση με την συμμετοχή τους στην εκδρομή.  Δεν ενδιαφέρει το εν γένει δικαίωμα εγγραφής στις αναφερθείσες ημερομηνίες.  Συνεπώς είναι εντελώς αδιάφορο αν η Γραμματεία ήταν ανοικτή μέχρι τις 3.00μμ και αν δυνητικά ένας μαθητής θα μπορούσε να εγγραφεί για την επόμενη σχολική χρονιά μέχρι εκείνη την ώρα.  Για εκπλήρωση του όρου για συμμετοχή στην εκδρομή ήταν κάτι περισσότερο από αυτονόητο ότι η εγγραφή θα έπρεπε να προηγηθεί της αναχώρησης των εκδρομέων.  Αλλιώς ο όρος θα ήταν εκ προοιμίου εξουδετερωμένος, αφού θα μπορούσε με το σκεπτικό της πλευράς της ενάγουσας, όλοι να αναχωρήσουν κανονικά για την εκδρομή με την υπόσχεση ή παράσταση ότι οι γονείς τους θα προχωρούσαν στην εγγραφή το απόγευμα.  Κι αν δεν προχωρούσαν, θα είχαν βέβαια ήδη συμμετάσχει κανονικά στην εκδρομή, χωρίς ποτέ να εκπληρώσουν αυτόν τον όρο.»

 

Κατ' αρχάς κρίνουμε ως αυθαίρετο τον χαρακτηρισμό του όρου ως ουσιώδους από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Εσφαλμένη επίσης κρίνουμε την ενέργεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την παρουσίαση από μέρους της εφεσίβλητης εξωγενούς μαρτυρίας, η οποία στόχευε όχι σε ερμηνεία ή αποσαφήνιση κάποιων σημείων της Ανακοίνωσης αλλά την αντιπαράθεση με το ίδιο το έγγραφο της Ανακοίνωσης και τους όρους της (βλ. Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Χατζηνεοκλέους κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 595).   Ενόψει του ότι δεν περιγράφεται ο όρος ως ουσιώδης στην Ανακοίνωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ερευνήσει το ρόλο και τη σημασία του όρου για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτός ήταν ουσιώδης και ότι  η παραβίαση του από πλευράς εφεσείουσας έδινε δικαίωμα στην εφεσίβλητη να θεωρήσει ότι έχει απαλλαγεί από την εκπλήρωση των δικών της υποχρεώσεων.  Εντοπίζονται σημεία από την Ανακοίνωση που  θα έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσουν το Δικαστήριο ως προς τη σημασία του όρου και όχι απλά να αποδεχθεί την  ερμηνεία που του έδωσε η Μ.Υ.1.  Όπως το σημείο στο οποίο αναγράφεται ο όρος, στο τέλος δηλαδή της Ανακοίνωσης και ο τρόπος γραφής του που είναι με μικρότερα γράμματα από το υπόλοιπο περιεχόμενο της Ανακοίνωσης, που μπορούσε να εκληφθεί και ως υποσημείωση.  Επίσης δικαίωμα συμμετοχής είχαν και οι μαθητές της Γ΄Λυκείου για τους οποίους δεν τίθετο θέμα εγγραφής τους στο επόμενο έτος, γι' αυτό και εξαιρούντο του όρου.  Γενικά από το περιεχόμενο της Ανακοίνωσης προϋπόθεση συμμετοχής στην εκδρομή προτάσσει η ιδιότητα του μαθητή στο σχολείο της εφεσίβλητης κατά το χρόνο της εκδρομής και έναρξης της και κυρίως η καταβολή του τιμήματος εκ Λ.Κ.600.  Αυτό είναι εμφανές και από τον τρόπο που είναι καταγραμμένος ο όρος για πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.600, όπου η αναφορά στην Ανακοίνωση «Το κόστος της εκδρομής θα είναι Λ.Κ.600» και η ημερομηνία «Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου» ως η τελευταία ημέρα δήλωσης συμμετοχής στην εκδρομή και πληρωμή της πρώτης δόσης εκ Λ.Κ.300, αναγράφονται με τονισμένα γράμματα.  Κατά την αποδοχή της πρότασης της εφεσείουσας  για συμμετοχή στην εκδρομή με την πληρωμή προς την εφεσίβλητη του ποσού των Λ.Κ. 600, το οποίο παρελήφθη από την εφεσίβλητη ανεπιφύλακτα, πληρούντο αυτά τα κριτήρια.

 

Αυθαίρετη επίσης ερμηνεία και περιγραφή έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και στις ημερομηνίες που τέθηκαν στον ίδιο όρο για εγγραφή στο επόμενο έτος,  χαρακτηρίζοντας τις ουσιαστικά ως ήσσονος σημασίας  με την αναφορά του στην απόφαση «Δεν ενδιαφέρει το εν γένει δικαίωμα εγγραφής στις αναφερθείσες ημερομηνίες».  Προβαίνει δηλαδή σε διαχωρισμό του όρου σε δυο σκέλη από τα οποία το μεν πρώτο σκέλος, που απαιτεί την εγγραφή των μαθητών, κρίνει ως ουσιώδη όρο και το αμέσως επόμενο σκέλος που αναφέρει τις ημερομηνίες εγγραφής 28,29 και 30 Ιουνίου 2006, ως δευτερευούσης σημασίας.  Βασικό κριτήριο παραμένει η φυσική έννοια των λέξεων και προτάσεων που αποτελούν τον όρο, χωρίς να αγνοείται το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου συνομολογήθηκε η συμφωνία.  Από το λεκτικό του όρου καθίσταται σαφές ότι η υποχρέωση εγγραφής στο νέο έτος θα έπρεπε να εκπληρωθεί σε καθορισμένο χρόνο που είναι η 28,29 και 30/6/06.

 

Είναι νομολογιακά γνωστή η αρχή ότι οι κανόνες ερμηνείας εγγράφων στόχο έχουν τη γραμματική ερμηνεία, συμπληρωμένη από την αντίληψη που δημιουργείται σ' ένα κοινό άνθρωπο, η δε πρόθεση των μερών εξάγεται από τη γλωσσική διατύπωση (βλ. Transnatco Ltd v. Superclima Eng. Ltd. (2010) 1 (A) AAΔ 643 και Καρατσιόλης ν. Royal Sports Betting Ltd. (2008) 1 (A) AAΔ.669).  Το έργο του Δικαστηρίου είναι η διαπίστωση της έννοιας της σύμβασης και οποιουδήποτε όρου αυτής (με βάση την αντικειμενική θεωρία των συμβάσεων και το τι μεταδίδεται στο μέσο λογικό άνθρωπο) στο πλαίσιο του όλου κειμένου και έχοντας υπόψη το υπόβαθρο και τα δεδομένα της περίπτωσης, αλλά όχι με βάση τις υποθέσεις του Δικαστή σ' όσον αφορά στις επιδιώξεις των μερών (βλ. σύγγραμμα «Το δίκαιο των Συμβάσεων,» Τόμος Β, Πολύβιου Πολυβίου σελ. 479).

 

Αν πρόθεση των συμβαλλομένων ήταν η εγγραφή στην επόμενη σχολική τάξη  να προηγείτο της επιβίβασης στο λεωφορείο και της αναχώρησης των εκδρομέων-μαθητών από την αυλή του σχολείου, που είναι η εκδοχή της Μ.Υ.1, την οποία και ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα περιλαμβάνετο ρητά η πρόνοια αυτή και όχι να αναγράφοντο οι ημερομηνίες 28,29 και 30 Ιουνίου που φαίνεται να είναι οι ημερομηνίες κατά τις οποίες διενεργούνταν οι εγγραφές ή ακόμη και να εξαιρείτο η ημερομηνία 30/6/06.  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το λεωφορείο ήταν προγραμματισμένο να αναχωρήσει η ώρα 06.30, με την οποία συμφώνησε και η Μ.Υ.1.

 

Η γλωσσική διατύπωση των ημερομηνιών δίνει την εντύπωση στον μέσο λογικό άνθρωπο ότι θα μπορούσε και στις 30/6/06 να γίνει η εγγραφή, λογικά κατά τις ώρες που είναι ανοικτή η γραμματεία του σχολείου, δηλαδή μέχρι τις 15.00 μ.μ., όπως ήταν και η εντύπωση που είχε αποκομίσει ο πατέρας της εφεσείουσας, ακόμη δηλαδή και μετά την αναχώρηση του λεωφορείου.  Αυτή είναι και η ακριβής ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο.

 

Ο συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για εκπλήρωση του όρου ήταν κάτι περισσότερο από αυτονόητο ότι η εγγραφή θα έπρεπε να προηγηθεί της αναχώρησης των εκδρομέων, διαφορετικά ο όρος θα ήταν εκ προοιμίου εξουδετερωμένος αφού θα μπορούσε ένας μαθητής να λάβει μέρος κανονικά στην εκδρομή και να μην εγγραφεί στις 30/6/06, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί ως δεδομένο ότι ο όρος είναι ουσιώδης, παραγνωρίζοντας από την άλλη ότι τίποτε δεν εμπόδιζε την εφεσίβλητη στην περίπτωση που μαθητής δεν εγγραφεί ούτε στις 30/6/06, από του να προχωρήσει με την αξίωση αποζημιώσεων για τυχόν ζημιά της. 

 

Ενόψει των πιο πάνω η εφεσείουσα είχε δικαίωμα να συμμορφωθεί με τον όρο για εγγραφή στο επόμενο έτος και στις 30/6/06 λογικά μέχρι τις 15.00 που η γραμματεία του σχολείου ήταν ανοικτή.  Συνεπώς στις 06.30 το πρωϊ της ίδιας μέρας δεν τίθετο θέμα παραβίασης του συγκεκριμένου όρου της συμφωνίας από μέρους της εφεσείουσας, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως ο 1ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.  

 

Όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα η ενέργεια της Μ.Υ.1 να κατεβάσει την εφεσείουσα από το λεωφορείο, που ήταν έτοιμο για αναχώρηση γύρω στις 06.30 το πρωϊ της 30/6/06, απαγορεύοντας της να συμμετάσχει στην εκδρομή κατέστησε σαφή την πρόθεση της να μην εκτελέσει τη δική της υποχρέωση στη βάση της συμφωνίας.  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την Ανακοίνωση μεταξύ των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης ήταν και η μεταφορά των εκδρομέων-μαθητών στο αεροδρόμιο, γι' αυτό και κλήθηκαν να είναι παρόντες η ώρα 06.30 π.μ.  Ο ισχυρισμός της Μ.Υ.1 ότι έδωσε παράταση μέχρι τις 12 μ.μ. για εγγραφή, αφήνοντας να νοηθεί ότι κρατούσε σε ισχύ τη συμφωνία μέχρι τις 12.00, παρά την κατ' ισχυρισμό παραβίαση του όρου για εγγραφή από πλευράς εφεσείουσας,  επιβεβαιώνει το αυτονόητο δικαίωμα εγγραφής ακόμη και σε μεταγενέστερο της αναχώρησης του λεωφορείου χρόνο, ενώ αντιφατικά η διευθύντρια απαίτησε την κάθοδο της εφεσείουσας από το λεωφορείο, καθιστώντας έτσι αδύνατη τη συμμετοχή της και παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις του σχολείου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας και εξαγωγής των συμπερασμάτων του κατέληξε ότι η σχέση των μερών ήταν καθαρά συμβατική.  Παρά ταύτα προχώρησε και εξέτασε τη νομική πτυχή της αξίωσης της εφεσείουσας επιστροφής του αντιτίμου των Λ.Κ.600, σύμφωνα με τις αρχές της παράνομης κατακράτησης και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού, που ήταν η νομική βάση της αξίωσης της στην Έκθεση Απαίτησης.   Με αναφορά στο σύγγραμμα Chitty on Contracts (General Principles) 27η έκδοση, σελ. 1392 και επόμενες, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη ούτε κατακράτησε ούτε πλούτισε σε βάρος της εφεσείουσας με το ποσό των Λ.Κ.600, εφόσον αυτό είχε καταβληθεί στο ταξιδιωτικό γραφείο για αγορά αεροπορικού εισιτηρίου και σε άλλα συναφή έξοδα της εκδρομής στη βάση σχετική απόδειξης που κατατέθηκε ως τεκμ. 5.

 

Η αρχή της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη υπόθεση Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.α. ν. Δημητρίου Κακάβου, Πολ. Έφ. 298/10, ημερ. 15/10/15 όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Οι αρχές της αποκατάστασης και του αδικαιολόγητου πλουτισμού εξηγούνται με ενάργεια στο σύγγραμμα του Π.Γ. Πολυβίου: «Το δίκαιο των Συμβάσεων» Τόμος 3, σελ. 799-810 όπου αναπτύσσεται η όλη σχετική νομολογία στο θέμα.  Όπως εύστοχα συζητείται στο σχετικό κεφάλαιο, οι θεραπείες του αδικαιολόγητου πλουτισμού («unjust enrichment") και αποκατάστασης («restitution"), είναι στην ουσία εξωσυμβατικές.  Ενώ, δηλαδή, μια σύμβαση ή συμφωνία βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση των μερών με αντιπαροχή να κινείται από το ένα μέρος προς το άλλο, η αποκατάσταση βασίζεται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας.  Σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς στον ενάγοντα, αλλά στην αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο.

 

Γενικά, όμως, δεν έχει ακόμη αναγνωρισθεί στο Αγγλικό δίκαιο μια γενική και ενοποιημένη κατηγορία βασισμένη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, (Orakpo v. Manson Investments Ltd (1978) AC 95).  Αυτή η μη αναγνώριση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως αυτόνομης αιτίας αγωγής έχει απασχολήσει και το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Minerva Finance and Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 ΑΑΔ 2173 και Κίτσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 1077Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι η αποκατάσταση συνιστά θεραπεία και όχι βάση αγωγής και ανήκει χωρίς άλλο στο χώρο του δικαίου της επιείκειας.  Γίνεται πλέον λόγος για restitutional claim, η φιλοσοφία και λειτουργία του οποίου απορρέει από οιονεί συμβατική σχέση που στοχεύει στην απόδοση ποσού στον ενάγοντα του οφέλους που απεκόμισε ο εναγόμενος λόγω λανθασμένης ή έκνομης πράξης.  Κατά τον F.H. Lawson: "Remedies of English Law" σελ. 173, η βάση της αξίωσης εδράζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή την ύπαρξη εξυπακουόμενης υπόσχεσης.  Η θεραπεία της αποκατάστασης ("restitution"), έχει αναφερθεί και εξηγηθεί στην Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου (2012) 1 ΑΑΔ 1311, σελ. 1328-1330.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα προκύπτει η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μέσω της Ανακοίνωσης για τη διεξαγωγή της εκπαιδευτικής εκδρομής.  Στη βάση της συμφωνίας, η εφεσείουσα υπέβαλε δήλωση συμμετοχής έγκαιρα και πλήρωσε το αντίτιμο των Λ.Κ.600.  Το πρωϊ της 30/6/06, γύρω στις 06.30, ημέρα που θα πραγματοποιείτο η εκδρομή, δεν επετράπη στην εφεσείουσα από την εφεσίβλητη να επιβιβασθεί του λεωφορείου για τη μεταφορά των μαθητών στο αεροδρόμιο, που ήταν μεταξύ των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, παρότι την είχε εγκρίνει με την αποδοχή του αντιτίμου των Λ.Κ.600.  Σημειώνεται ότι η εφεσείουσα είχε κάθε δικαίωμα εγγραφής και στις 30/6/06, λογικά μέχρι τις 15.00 που έκλεινε η γραμματεία, σύμφωνα με τον σχετικό όρο της Ανακοίνωσης.  Η συμπεριφορά αυτή της εφεσίβλητης να μην επιτρέψει στην εφεσείουσα να συμμετάσχει στην εκδρομή, προτού λήξει η προθεσμία εγγραφής, την καθιστά ένοχη διάρρηξης της συμφωνίας και συνακόλουθα υπόλογη στην πληρωμή αποζημιώσεων προς την εφεσείουσα.

 

Είναι γνωστό ότι το σύνηθες μέτρο της αποζημίωσης για διάρρηξη συμφωνίας συναρτάται με το ποσό που θα χρειαζόταν για να τεθεί το αναίτιο μέρος στη θέση που θα ήταν αν η συμφωνία εκτελείτο κανονικά (βλ. Alpan (Αδελφοί Τάκη) Λτδ. ν. Τρυφωνίου (1996) 1 ΑΑΔ 679 και A. Panayides Contracting Ltd v. M & M. Frangos Engineering and Contracting Ltd. (2012) 1 AAΔ 1136).

 

Η εφεσείουσα ως το αναίτιο μέρος δικαιούται να ανακτήσει το καταβληθέν υπ' αυτής ποσό, ως αποζημίωση, για τη διάρρηξη της συμφωνίας από μέρους της εφεσίβλητης και αυτό αποτελεί κλασσική θεραπεία του δικαίου των συμβάσεων.  Η εφεσείουσα με την αγωγή της περιορίζει την αξίωση της στην επιστροφή του ποσού των Λ.Κ. 600, που έδωσε στην εφεσίβλητη για να λάβει μέρος στην εκδρομή και με την άρνηση της εφεσίβλητης να λάβει μέρος, δεν υπήρξε αντιπαροχή.

 

Σημειώνεται ότι με την Έκθεση Απαίτησης της,  η εφεσείουσα προώθησε την αξίωση της στη βάση μόνο της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

Η Μ.Υ.1 για να δικαιολογήσει την άρνηση επιστροφής του ποσού των Λ.Κ.600, ανέφερε στη μαρτυρία της  ότι το ποσό αυτό δόθηκε στο γραφείο Royal Holidays που είχε αναλάβει την εκδρομή και καλύπτει «το εισιτήριο, εξηγούσε δηλαδή ποιό ξενοδοχείο θα παρέμεναν οι μαθητές και οι συνοδοί όπως επίσης και κάλυψη ασφάλειας».  Σημειώνεται ότι το αεροπορικό εισιτήριο κατατέθηκε ως τεκμ. 3 και δεν εντοπίζεται σ΄αυτό η αξία του αλλ' ούτε και υπάρχει άλλη μαρτυρία για την αξία του.  Δεν προσφέρθηκε επίσης μαρτυρία από το ταξιδιωτικό γραφείο ως προς τις επιπτώσεις στην περίπτωση υπαναχώρησης απ' οποιονδήποτε από τους μαθητές που δήλωσαν συμμετοχή.    Εντοπίζεται όμως η γενική αναφορά της Μ.Υ.1 κατά την αντεξέταση της «Το εισιτήριο είχε ήδη χαθεί και αν κάποιος δεν μπορούσε να πάει δεν ξέρω ποιά ήταν η διαδικασία, τι θα γινόταν.  Δεν θα έπαιρνε πίσω».  Σημαντικός όμως για το υπό εξέταση θέμα είναι ο όρος της Ανακοίνωσης ότι σε περίπτωση που μαθητής εξ υπαιτιότητας του δεν λαμβάνει μέρος στην εκδρομή θα κατακρατείται από το σχολείο το ποσό των Λ.Κ.100, για το κενό που δημιουργείται στις θέσεις.  Παραθέτουμε αυτούσιο τον όρο:  «Σε περίπτωση που μαθητής/τρια αλλάξει γνώμη, η Σχολή θα κρατήσει Λ.Κ. 100 από το καταβληθέν ποσό, για να καλύψει τα κενά που θα δημιουργηθούν από την ακύρωση των θέσεων».  Στη μαρτυρία της η Μ.Υ.1 διευκρίνισε ότι και την ίδιαν ημέρα της αναχώρησης να υπαναχωρούσε ο μαθητής, πάλι θα ίσχυαν οι πρόνοιες του εν λόγω όρου. Σημειώνεται ότι η ερμηνεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στον όρο αυτό συνιστά τον 2ο λόγο έφεσης.  Ο πρωτόδικος δικαστής στην απόφαση του έκρινε τα εξής για τον όρο:

«Κατ' αρχάς υπήρξε εκ μέρους της ενάγουσας υπαιτιότητα, με τη μη εκπλήρωση του όρου για εγγραφή για την επόμενη σχολική χρονιά.  Άρα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.  Είναι παράβαση όρου της Σύμβασης που έγινε εδώ και όχι ακύρωση που εκ των προτέρων προβλεπόταν από την ίδια τη Σύμβαση.  Η ρήτρα των ΛΚ100 κάλυπτε μόνο το ενδεχόμενο της ακύρωσης και όχι συνειρμικά και παραβάσεις της Σύμβασης.»

 

Συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι ο πιο πάνω όρος εφαρμόζεται στην περίπτωση που κάποιος μαθητής υπαναχωρεί από τη συμφωνία για οποιονδήποτε λόγο.  Όμως ο όρος αυτός είναι σημαντικός γιατί καθορίζει το ύψος της υπολογισθείσας ζημιάς της εφεσίβλητης στην περίπτωση που μαθητής αν και πλήρωσε το ποσό των Λ.Κ.600, δεν λάμβανε τελικά μέρος στην εκδρομή.  Συνεπώς το μόνο ποσό που θα δικαιούτο να κατακρατήσει η εφεσίβλητη, στην περίπτωση βέβαια που η εφεσείουσα κρινόταν ένοχη για διάρρηξη της συμφωνίας, είναι κατ' αναλογία Λ.Κ.100 και όχι ολόκληρο το ποσό των Λ.Κ.600, όπως έπραξε. Συνεπώς και ο 2ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης η εφεσείουσα δικαιούται στην επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.600, όχι στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά ως αποζημιώσεις για διάρρηξη από μέρους της εφεσίβλητης του ουσιώδους όρου της συμφωνίας, που αφορά στη συμμετοχή της εφεσείουσας στην εκδρομή.

 

Ήταν η θέση του δικηγόρου της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι η εφεσείουσα δεν δικαιούται σε επιστροφή του ποσού των Λ.Κ.600 στη βάση άλλου αγώγιμου δικαιώματος απ' εκείνο που προώθησε με την Έκθεση Απαίτησης της, δηλαδή εδώ του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

Διαφωνούμε με την προσέγγιση αυτή της εφεσίβλητης.  Είναι γεγονός ότι στην Έκθεση Απαίτησης γίνεται ρητή επίκληση και στήριξη της αξίωσης της εφεσείουσας αποκλειστικά στη βάση του «αδικαιολόγητου πλουτισμού».  Αυτό όμως δεν συνιστούσε και ούτε συνιστά κώλυμα στην απόδοση θεραπείας η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα της Έκθεσης Απαίτησης και που στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα της διάρρηξης συμφωνίας (βλ. Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 (A) A.A.Δ. 400, Χρυσάνθου ν. Παγκρατίου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 675 και Πολυκάρπου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. κ.α. (2011) 1 Α Α.Α.Δ. 324).

 

Παρέμεινε να εξεταστεί ο 3ος λόγος έφεσης που αφορά στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.1.

 

Η εστίαση της προσοχής του δικηγόρου της εφεσείουσας αφορά γενικά στην κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.1, που καταλαμβάνει μόνο έξι γραμμές από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και είναι η εξής:

 

«Στον αντίποδα η Μ.Υ.1 μου προξένησε καλή εντύπωση.  Ήταν σταθερή και πειστική στις τοποθετήσεις της, χωρίς να υποπέσει σε  αντιφάσεις ουσίας και χωρίς να υπεκφύγει ή να διστάσει να απαντήσει οποιαδήποτε ερώτηση τής υποβλήθηκε.  Δεν έχω αμφιβολία ότι είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο με λεπτομέρεια και πληρότητα.  Έτσι αποδέχομαι τη μαρτυρία της.»

 

  Ανατρέχοντας στα πρακτικά της δίκης εντοπίζονται στοιχεία από τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 που θα έπρεπε να προβληματίσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών της και όχι απλά επειδή βρισκόταν «στον αντίποδα» με τον πατέρα της εφεσείουσας, τον οποίο έκρινε ως παντελώς αναξιόπιστο,  να αποδεχθεί την εκδοχή της.  Από την άλλη διαπιστώνουμε κενά και κυρίως λανθασμένη θεώρηση από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου των γεγονότων που μαρτύρησε ο πατέρας της εφεσείουσας, όπου του απέδωσε θέσεις και κίνητρα που δεν συμφωνούν με τα πρακτικά της δίκης, για να τα αναδείξει σε ουσιώδη θέματα προς το σκοπό του πλήρους αποκλεισμού της μαρτυρίας του για να ακολουθήσει στη συνέχεια η αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Υ.1.  Παράδειγμα ο βασικός ισχυρισμός του, όπως χαρακτηρίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι εξέδωσε επιταγή για την εγγραφή, τον οποίον μάλιστα σχολιάζει αρνητικά σε σχέση με την αξιοπιστία του, ενώ είναι διάχυτη στα πρακτικά η θέση του ότι πρότεινε την έκδοση επιταγής αλλά η εφεσίβλητη απέρριψε την πρόταση του αυτή.  Ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι εξέδωσε επιταγή.    Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του πατέρα της εφεσείουσας δεν συνιστά λόγο έφεσης.  Η αναφορά σ' αυτήν γίνεται  γιατί ο πρωτόδικος Δικαστής την έθεσε στον αντίποδα εκείνης της Μ.Υ.1.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει και τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες όταν καταθέτουν ενώπιον του.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση εκτός αν αυτή παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (βλ. Φραντζής κ.α. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία (2010) 1 (Α)ΑΑΔ 254, Μεσσάρης ν. Κατσαμίδης (2010) 1 (Γ) ΑΑΔ 1851, Ζερβού κ.α. ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ. (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 1999, Γιάλλουρος κ.α. ν. Ψύλλου κ.α. (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1552 και Παναγιώτης Παρλάτα ν. Στέλλας Δημητρίου, Πολ. Εφ. 387/09, ημερ. 21/5/14), ECLI:CY:AD:2014:A339.

 

Η επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων δεν εστιάζεται τόσο στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας όσο στην ερμηνεία όρων της μεταξύ τους συμφωνίας.  Τα βασικά γεγονότα που είναι η ιδιότητα της εφεσείουσας ως μαθήτριας της Γ΄τάξης Γυμνασίου στο σχολείο της εφεσίβλητης και ότι κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ.600, αντίτιμο, για να λάβει μέρος στην εκδρομή και ότι τελικά δεν της επιτράπηκε να λάβει μέρος από την εφεσίβλητη, και ότι μέχρι την αναχώρηση του λεωφορείου γύρω στις 06.30 το πρωϊ της 30ης Ιουνίου 2006 δεν είχε γίνει η εγγραφή, δεν αμφισβητούνται.   Το γεγονός ότι τελικά δεν ενεγράφη η εφεσείουσα για το επόμενο σχολικό έτος δεν ενέχει οποιαδήποτε σημασία εφόσον προηγήθηκε η παραβίαση της συμφωνίας από μέρους της εφεσίβλητης.  Ήταν εξάλλου αναμενόμενο μετά την εξέλιξη των γεγονότων.

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε περιττή την επέμβαση μας σ' όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, εφόσον το αποτέλεσμα της έφεσης έχει ήδη κριθεί με την επιτυχία των λόγων έφεσης 2 και 3.

 

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για το ποσό των €1.025,16 (ισάξιο των Λ.Κ.600).  Τα έξοδα τόσο της έφεσης όσο και της αγωγής επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τον οικείο Πρωτοκολλητή αντίστοιχα.

                                    

Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

Α. Πούγιουρου, Δ.

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο