ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Ε. Λοϊζίδου (κα), για τον Εφεσείοντα Ε. Φλουρέντζος με Κ. Μελισσινού (κα), για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ VYACHYSLAV SHIMKEVICH, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 235/12, 30/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A117

AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 235/12

 

30 ΜΑΡΤΙΟΥ 2017

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π.,  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.Δ.]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ 97/70

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ VYACHYSLAV SHIMKEVICH

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ/ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ

-------------------------------------

Ε. Λοϊζίδου (κα), για τον Εφεσείοντα

Ε. Φλουρέντζος με Κ. Μελισσινού (κα), για τον Εφεσίβλητο

Εφεσίβλητος παρών

-------------------------------------

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο κ. Παρπαρίνος Δ.

--------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με απόφαση του ημερ. 11.4.2012 απέρριψε αίτημα έκδοσης του Εφεσίβλητου, Ρώσου υπηκόου, στη Ρωσική Ομοσπονδία, προκειμένου αυτός να δικαστεί για αδικήματα τα οποία κατ'  ισχυρισμό έχει διαπράξει.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για δύο βασικά λόγους και συγκεκριμένα ότι:

 

(α)   δεν είχε ικανοποιηθεί ο κανόνας της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας και

(β)   σε περίπτωση έκδοσης του, υπάρχει ορατός κίνδυνος ο εκζητούμενος να μην τύχει δίκαιης δίκης .

 

Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος είναι ο Αιτητής στην πρωτόδικη διαδικασία, με πέντε (5) λόγους Έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη.   Με τον πρώτο λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη ότι εάν εκδοθεί ο Εφεσίβλητος δεν θα τύχει δίκαιης δίκης στη Ρωσική Ομοσπονδία ενώ με το δεύτερο, η αποδοχή της σχετικής μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, η οποία οδήγησε στη λανθασμένη κρίση, ότι η δίωξη του Εφεσίβλητου εντάσσεται στο πλέγμα των υποθέσεων της εταιρείας Yukos.   Με τον τρίτο λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή υπό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης και απόρριψη αυτής των μαρτύρων του Αιτητή, ως και των θέσεων της αιτούσας χώρας, αναφορικά με το θέμα της δίκαιης δίκης τις οποίες παρερμήνευσε.  Ο τέταρτος λόγος αφορά την αξιολόγηση του Μ.Υ. Danichelco, η οποία προσβάλλεται ως εσφαλμένη, όπως και η μη αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων για τον Αιτητή, για το λόγο ότι δεν έθεσαν ενώπιον του όλη τη μαρτυρία της ποινικής υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο Εφεσίβλητος.  Με τον πέμπτο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιείται ο κανόνας της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας.

 

Ο Εφεσίβλητος με ένα λόγο αντέφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη αναφορικά με την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η ενώπιον του μαρτυρία και υλικό δεν ήταν επαρκής να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα κίνητρα για τα οποία διώκεται ο Εφεσίβλητος είναι πολιτικά.

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της Έφεσης και Αντέφεσης, θα πρέπει να λεχθεί ότι εκκρεμούσης της Έφεσης ο Εφεσίβλητος ήδη δικάστηκε ερήμην στην Ρωσική Ομοσπονδία, καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε πενταετής ποινή φυλάκισης.  Τέθηκε, ως αποτέλεσμα, το ερώτημα κατά πόσο υπήρχε αντικείμενο  προώθησης της Έφεσης.  Το Εφετείο αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, με απόφαση του ημερ. 3.2.2017, απέρριψε το αίτημα του Εφεσίβλητου κρίνοντας ότι η Έφεση έχει αντικείμενο δεδομένου ότι  δόθηκαν επαρκείς εγγυήσεις, από τη Ρωσική Ομοσπονδία, ότι με την έκδοση του, θα επανεκδικαστεί για τα αδικήματα που κατ'  ισχυρισμό διέπραξε.  Οι λόγοι της πιο πάνω κατάληξης μας, φαίνονται σε έκταση στην απόφαση μας ημερ. 3.2.2017 και δεν κρίνουμε αναγκαίο να τους επαναλάβουμε.

 

Επανερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε την Έφεση και Αντέφεση.

 

ΕΦΕΣΗ

 

Με δεδομένους τους λόγους για τους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα και οι οποίοι αφορούσαν (α) τη μη ικανοποίηση του κανόνα της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας και (β) ότι ο Εφεσίβλητος, σε περίπτωση έκδοσης του, δεν θα τύχει δίκαιης δίκης, προχωρούμε να εξετάσουμε τους πρώτους τέσσερις λόγους που συνδέονται μεταξύ τους και ουσιαστικά αφορούν την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι σε περίπτωση έκδοσης του Εφεσίβλητου, αυτός δεν θα τύχει δίκαιης δίκης.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αμφοτέρων των πλευρών προώθησαν, όπως ήταν φυσικό, τις θέσεις του διαδίκου που εκπροσωπούσαν, με περισσή ικανότητα και επιχειρηματολογία.  Θα αναφερθούμε σ'  αυτήν όπου κρίνεται αναγκαίο.

 

Όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η νομική βάση της διαδικασίας ενώπιον του είναι (α) ο Περί Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970, Ν.97/1970 και οι Περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμοι του 1970-1990, ως τροποποιήθηκαν με τον Ν.97/90.  Δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι η Ρώσικη Ομοσπονδία (Διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης) προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων, η οποία έχει συναφθεί στο Παρίσι στις 13.12.1957, όπως επίσης στα δύο Πρόσθετα Πρωτόκολλα που ακολούθησαν τα έτη 1975 και 1978 και ισχύουν, καθ΄ όσον αφορούν την άνω χώρα, από 9.3.2000.  Επίσης δεν αμφισβητείται από κανένα των διαδίκων ότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Άρθρου 12.2, όπου καθορίζονται τα αιτιολογικά έγγραφα τα οποία θα πρέπει να υποβληθούν προς υποστήριξη της αίτησης από την αιτούσα χώρα. 

 

Ζητείται η έκδοση του Εφεσίβλητου, σύμφωνα με τα έγγραφα που υπεβλήθησαν από τη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί για τη διάπραξη (κατ'  ισχυρισμό)  των αδικημάτων της υπεξαίρεσης περιουσίας σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα, και της νομιμοποίησης παρανόμως ληφθείσας περιουσίας από οργανωμένη ομάδα όπως προνοείται από τα άρθρα 160.4 και 174.1.4. αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αδικημάτων τιμωρούμενων με ποινή φυλάκισης 5-10 ετών και 10-15 ετών αντίστοιχα.

 

Τα γεγονότα των κατ'  ισχυρισμόν αδικημάτων, όπως αυτά παρουσιάζονται στην Έκθεση Γεγονότων η οποία συνοδεύεται από έγγραφα και η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση (σελ. 54-56) και έχουν ως εξής:

 

«...  ο καθ' ου η αίτηση, ως ο ιδιοκτήτης και συγχρόνως αναπληρωτής γενικός διευθυντής της εταιρείας LLC Rekma V.G., συμμετείχε στην οργανωμένη ομάδα, την οποία είχε δημιουργήσει ο επικεφαλής της πετρελαιοπαραγωγικής εταιρείας JSC Tomskneft EOC, S.V. Shimkevich (ο Sergey).  Η ομάδα αυτή είχε δημιουργηθεί με σκοπό τη διάπραξη υπεξαίρεσης (appropriation) της περιουσίας της ως άνω εταιρείας καθώς και της θυγατρικής της εταιρείας «LLC Tomskneft-Service», σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα.  Συγκεκριμένα, στις 17/3/2005 και 23/12/2005 ο Sergey, εκ μέρους της εταιρείας «Tomskneft» και η V.A. Konovalova εκ μέρους της εταιρείας «Rekma» της οποίας ήταν γενικός διευθυντής, υπέγραψαν δύο συμβόλαια πώλησης πετρελαίου προς τη «Rekma».  Τα συμβόλαια αυτά προνοούσαν ότι ο καθορισμός της ποσότητας και της τιμής του πετρελαίου που θα πωλείτο, θα γινόταν με την υπογραφή συμπληρωματικών συμφωνιών σε μηνιαία βάση.  Την ίδια στιγμή τα μέλη της οργανωμένης ομάδας γνώριζαν ότι ο μοναδικός σκοπός της υπογραφής των ως άνω συμβολαίων ήταν να υποχρεώσουν την εταιρεία «Tomskneft» να μεταβιβάσει πετρέλαιο στην ιδιοκτησία της «Rekma».  Κατά την περίοδο Απριλίου 2005-Ιανουαρίου 2006 συνολικά 1.003.220 τόνοι πετρελαίου μεταβιβάστηκαν στην «Rekma» σε υποτιμημένες (underestimated) τιμές.  Συγχρόνως η εταιρεία «Tomskneft» πωλούσε πετρέλαιο στον εμπορικό οίκο «Yukos-M», που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών, σε τιμή όχι χαμηλότερη των 6.000 ρουβλιών τον τόνο, ενώ η μέση τιμή πώλησης πετρελαίου στην εταιρεία «Rekma» είχε καθοριστεί από τον Sergey χωρίς κανένα οικονομικό λόγο στο ποσό των 4.943.08 ρουβλιών τον τόνο.  Κατ' αυτό τον τρόπο η «Rekma» πλήρωσε μόνο 4.556.392.153,44 ρούβλια για τους 1.003.220 τόνους πετρελαίου που της είχαν μεταβιβαστεί.  Ως αποτέλεσμα της παράνομης μεταβίβασης από τον Sergey της ως άνω ποσότητας πετρελαίου, η αγοραία αξία της οποίας (market value) ήταν 6.127.400.000 ρούβλια, στη Rekma σε υποτιμημένη τιμή, η εταιρεία «Tomskneft» υπέστη ζημιά η οποία έχει υπολογιστεί στο ποσό των 1.571.007.847,56 ρουβλιών.  Στη συνέχεια, ο καθ' ου η αίτηση, κάποιος Klyucherev και άλλα μέλη της οργανωμένης ομάδας προέβησαν σε οικονομικές συναλλαγές με την ως άνω περιουσία.

 

Στις 12/4/2005 στην πόλη Strezhevoy, ο S.V. Shimkevich, ο καθ' ου η αίτηση και η N. A. Konovalova  εκ μέρους της JSC Tomskneft EOC και της LLC Rekma V.G. υπογράφοντας ψευδή έγγραφα (fictitious documents) συνέστησαν την εταιρεία LLC Tomskneft - Service (πόλη Strezhevoy) με βάση τα οποία ένας από τους ιδρυτές, εκτός της JSC Tomskneft EOC ήταν η εταιρεία LLC Rekma V.G.  Συγχρόνως, ο Sergey, η N.A. Konovalova, o καθ' ου η αίτηση και άλλα πρόσωπα που μετείχαν στην οργανωμένη ομάδα γνώριζαν πολύ καλά ότι σημαντικής αξίας περιουσιακά στοιχεία είχαν μεταβιβαστεί στην συσταθείσα εταιρεία από τις θυγατρικές εταιρείες LLC Yukos - Servis και LLC Yukos - Sklad και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο όλες οι αποφάσεις αναφορικά με τη δραστηριότητα της εταιρείας, στην πραγματικότητα θα λαμβάνονταν από τον Sergey παρά το ότι η συμμετοχή της εταιρείας LLC Rekma V.G. θα ήταν καθαρά ονομαστική και θα περιοριζόταν στο ποσό της συνεισφοράς της που ήταν 5000 ρούβλια για το 50% των μετοχών στο κεφάλαιο της εταιρείας LLC Tomskneft-Servis.

 

Στις 29/3/2006 σε γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας LLC Tomskneft-Servis, ο S.V. Shimkevich και η N.A. Konovalova προνόησαν για τη λήψη μιας παράνομης απόφασης για τη διάθεση του καθαρού κέρδους της εταιρείας, το οποίο με βάση τα αποτελέσματα του έτους 2005 ανερχόταν στο ποσό των 72.500.000 ρουβλιών, στους μετόχους της εταιρείας κατ' ίσον μερίδιο. Με βάση την ως άνω απόφαση, στις 4/4/2006 36 279 000 ρούβλια μεταφέρθηκαν και λήφθηκαν κατά την ίδια μέρα από το λογαριασμό της LLC Tomskneft-Servis στο κατάστημα της «JSC NB Trust» της πόλης Strechevoy στο λογαριασμό της LLC Rekma V.G. στην τράπεζα «Prioritet» της πόλης Samara.

 

Επιπλέον η κα Konovalova, σύμφωνα με το ρόλο που της ανατέθηκε στην οργανωμένη ομάδα διεξήγαγε οικονομικές συναλλαγές με τα κλαπέντα μετρητά χρήματα, μεταφέροντας από τον ως άνω περιγραφόμενο λογαριασμό της LLC Rekma V.G. στον προσωπικό της λογαριασμό καθώς και στο λογαριασμό του καθ' ου η αίτηση ποσό 13.050.000 ρουβλιών στον κάθε λογαριασμό, καθώς επίσης ποσό 2.622.084 ρουβλιών στο λογαριασμό του γενικού λογιστή της εταιρείας. 

 

Από τα όσα αναφέρονται στο υπό αναφορά «πιστοποιητικό», η κατ' ισχυρισμό εγκληματική συμπεριφορά της οργανωμένης ομάδας, στην οποία φέρεται να συμμετείχε και ο καθ' ου η αίτηση στρέφεται εναντίον δύο εταιρειών. Η πρώτη είναι η εταιρεία JSC Tomskneft EOC από την οποία υπεξαίρεσαν, κατά τους ισχυρισμούς των Ρωσικών αρχών ποσότητα 1 003 220 τόνων πετρελαίου, ενώ η δεύτερη είναι η θυγατρική εταιρεία LLC Tomskneft-Service από την οποία υπεξαίρεσαν ποσό 72.500.000 ρουβλιών.»

 

Επίσης, ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατετέθη και η επιστολή ημερ. 4.9.2006 του Προέδρου της "Yukos R.M. CJSC" προς το Γενικό Εισαγγελέα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, με την οποία καταγγέλλετο η δραστηριότητα του "Sergey" (συνεργού του Εφεσίβλητου) και μεταξύ άλλων ζητείται από το Γενικό Εισαγγελέα να διερευνήσει ποινικά την πώληση 100000 τόνων πετρελαίου προς την Rekma σε χαμηλές τιμές (underestimated prices).

 

Σύμφωνα με την εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, οι κατ΄ ισχυρισμό εγκληματικές πράξεις που καταλογίζονταν στην ρηθείσα οργανωμένη ομάδα στην οποία μέλος ήταν και ο Εφεσίβλητος, συνιστούν και παράβαση της Κυπριακής Νομοθεσίας και συγκεκριμένα των Άρθρων 331, 333, 336 και 339 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154, που καθορίζουν τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, του Άρθρου 371 που καθορίζει το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, των άρθρων 255, 269 και 270 που καθορίζουν τα αδικήματα της κλοπής, κλοπή από Διευθυντές και κλοπής από αντιπροσώπους.  Επίσης, συνιστούν παράβαση των άρθρων 3, 4 και 5 του Νόμου 188(Ι)/2007 περί της παρεμπόδισης και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.  Όλα τα αδικήματα ως ανωτέρω, επισύρουν ποινές φυλάκισης.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μια ασυνήθιστα μεγάλη απόφαση γι΄ αυτού του είδους διαδικασία, έκρινε ότι σε περίπτωση έκδοσης του Εφεσίβλητου υπάρχει ορατός κίνδυνος να μην τύχει δίκαιης δίκης.  Οδηγήθηκε στην πιο πάνω κατάληξη αφού δέκτηκε:

 

(α)  Τη μαρτυρία των καθηγητών Bowring (Μ.Υ.1) και Sakwa (Μ.Υ.3) τους οποίους έκρινε ως ανεξάρτητους και η οποία εισηγείτο ότι η δίωξη του Εφεσίβλητου αποτελεί άλλη μια υπόθεση που εντάσσεται στο πλέγμα των διώξεων που συνδέονται με την πετρελαϊκή εταιρεία "Yukos"

 

(β)   το μαρτυρικό υλικό ενώπιον του, το οποίο δημιουργούσε εύλογες υποψίες και αμφιβολίες όσον αφορά τα πραγματικά κίνητρα της αιτούσας χώρας για τη γνησιότητα της δίωξης του Εφεσίβλητου.

 

(γ)   τις απόψεις των Καθηγητών Bowring και Sakwa οι οποίες εισηγούντο ότι δεν υπάρχει ανεξαρτησία των Δικαστών της Ρωσικής Ομοσπονδίας λόγω παρεμβάσεων από τις Ρωσικές Αρχές ή/και των Προέδρων των Δικαστηρίων στα οποία είναι τοποθετημένοι οι Δικαστές.

 

Εξετάσαμε με πολύ προσοχή την, αχρείαστα μακροσκελή, απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και κρίνουμε ότι η ως άνω κατάληξη του, περί ορατού, γενικού, κινδύνου ο Εφεσίβλητος να μην τύχει δίκαιης δίκης, εάν εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία, είναι τρωτή και λανθασμένη. Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση του θέματος αυτού, θεωρούμε ότι είναι κατάλληλο σημείο να εξετάσουμε το θέμα που αφορά τα κίνητρα της αιτούσας χώρας κατά το μέρος που αυτά παρουσιάζονται ως πολιτικά, από τον Εφεσίβλητο.  Την θέση αυτή την απέρριψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο με το αιτιολογικό ότι το μαρτυρικό υλικό ενώπιον του δημιουργούσε εύλογες υποψίες και αμφιβολίες όσον αφορά τα πραγματικά κίνητρα της αιτούσας χώρας για την γνησιότητα της δίωξης του Εφεσίβλητου.  Παρόλα ταύτα όμως, όπως έκρινε, δεν ήταν επαρκή για να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε κατάληξη ότι τα κίνητρα αυτά είναι πολιτικά. Η τελική, όμως, κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έρχεται σε πλήρη εναρμόνηση με τα γεγονότα όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο αναγνώρισε στη σελ. 77 της απόφασης του.  Αναφέρει τα ακόλουθα:

 

"Φυσικά έχω υπόψη μου την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Kartashov Viatislav, Πολ. ΄Εφ. 124/08 ημερομηνίας 21/1/2011.  Στην υπόθεση εκείνη επικυρώθηκε η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην εκδώσει τον εφεσίβλητο στη Ρωσική Ομοσπονδία για το λόγο ότι η δίωξη του ήταν μολυσμένη με πολιτικά κίνητρα.  Τα δεδομένα όμως από την ημερομηνία έκδοσης της ως άνω απόφασης έχουν διαφοροποιηθεί κατά την άποψη μου.  ΄Οπως έχω ήδη αναφέρει, πρόσφατα έχουν εκδοθεί από το ΕΔΑΔ οι αποφάσεις στις προσφυγές της Yukos και του Khodorkovsky στις οποίες απερρίφθησαν οι ισχυρισμοί των αιτητών για την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων εκ μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας.»

 

Εις την Khodorkovskiy v. Russia Appl. No. 5829/04 ημερ. 31.5.11,  απ'  όπου άντλησε καθοδήγηση το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Αιτητής (Khodorkovskiy) υπέβαλε στο ΕΔΑΔ ότι ολόκληρη η ποινική δίωξη των διευθυντών, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, είχε πολιτικά και οικονομικά κίνητρα.  Το ΕΔΑΔ απορρίπτοντας την εισήγηση αυτή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι όταν ένας αιτητής ισχυρίζεται ότι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του περιορίζονται για ανάρμοστο λόγο θα πρέπει να δείξει με πειστικό τρόπο ότι ο πραγματικός στόχος των Αρχών δεν είναι όπως διατείνονται.  Απλή υποψία ότι οι αρχές χρησιμοποιούν τις εξουσίες τους για κάποιο άλλο λόγο απ'  αυτούς που καθορίζονται στη Σύμβαση δεν είναι αρκετή απόδειξη παραβίασης του Άρθρου 18 (βλ. σκέψεις 254-255).  Περαιτέρω έκρινε ότι το βάρος απόδειξης αυτού του ισχυρισμού το έχει ο Αιτητής  (βλ. σκέψη 256) και ότι το επίπεδο απόδειξης είναι πολύ υψηλό (βλ. σκέψη 260).  Έκρινε  επίσης ότι οι κατηγορίες εναντίον του αιτητή  (Khodorkovskiy) δημιουργούσαν "reasonable suspicion" εντός της εννοίας του Άρθρου 5(1)(c) της Σύμβασης (βλ. σκέψη 258) και ότι η υπόθεση του Αιτητή, ίσως ήγειρε κάποια υποψία για τις πραγματικές προθέσεις των Αρχών. Παρόλα ταύτα έκρινε ότι δεν ήταν επαρκείς λόγοι για το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι ολόκληρο το νομικό σύστημα της Ρωσίας, σε εκείνη την υπόθεση, χρησιμοποιήθηκε εξ'  αρχής εσφαλμένα, (was ab initio misused), ήτοι από την αρχή μέχρι τέλους  οι αρχές ενήργησαν κακόπιστα και με κραυγαλέα παραγνώριση της Σύμβασης.

 

Όσον αφορά την ίδια την εταιρεία Yukos  το ΕΔΑΔ εις την απόφαση της πλειοψηφίας (βλ. Oao Neftyanaya Kompaniya Yukos v. Russia Appl. No. 14902/04 ημερ. 8.3.2012) απέρριψε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας εταιρείας ότι η δίωξη της εγένετο με πολιτικά κίνητρα εναντίον της, των ιδιοκτητών και αξιωματούχων της και ότι το Κράτος έκανε κακή χρήση των διαδικασιών εναντίον της εταιρείας με σκοπό την καταστροφή της, την ανάληψη του ελέγχου και των περιουσιακών της στοιχείων (βλ. σκέψη 665).

 

Εις την Khodorkorskiy and Lebeder v. Russia, Appl. nos. 11082/06, 13772/05 ημερ. 25.10.2013,  που ακολούθησε, το ΕΔΑΔ απεφάσισε, μεταξύ άλλων, τ' ακόλουθα:

"905. However, in the present case the applicants' allegations are much wider and more far-reaching. The applicants did not complain of an isolated incident; they tried to demonstrate that "the whole legal machinery of the respondent State ... [had been] ab initio misused, that from the beginning to the end the authorities [had been] acting with bad faith and in blatant disregard of the Convention" (Khodorkovskiy (no. 1), § 260). In essence, the applicants tried to persuade the Court that everything in their case was contrary to the Convention, and that their conviction was therefore invalid. That allegation is a very serious one; it assails the general presumption of good faith on the part of the public authorities and consequently requires particularly weighty evidence in support.

906. The Court does not exclude that in limiting some of the applicants' rights throughout the proceedings some of the authorities or State officials might have had a "hidden agenda". On the other hand, the Court cannot agree with the applicants' sweeping claim that their whole case was a travesty of justice. In the final reckoning, none of the accusations against them concerned their political activities stricto sensu, even remotely. The applicants were not opposition leaders or public officials. The acts imputed to them were not related to their participation in the political life, real or imaginary - they were prosecuted for common criminal offences, such as tax evasion, fraud, etc.

907. The Court reiterates in this respect its approach in the case of Handyside v. the United Kingdom (judgment of 7 December 1976, Series A no. 24), where the Court found that although there had been a political element in the decision to ban the distribution of the applicant's book, it was not decisive (see § 52 of the judgment), and that the "fundamental aim" of the conviction was the same as proclaimed by the authorities which was "legitimate" under Article 10 of the Convention.

908. The Court's approach to the present case is similar. The Court is prepared to admit that some political groups or government officials had their own reasons to push for the applicants' prosecution. However, it is insufficient to conclude that the applicants would not have been convicted otherwise. Elements of "improper motivation" which may exist in the present case do not make the applicants' prosecution illegitimate "from the beginning to the end": the fact remains that the accusations against the applicants were serious, that the case against them had a "healthy core", and that even if there was a mixed intent behind their prosecution, this did not grant them immunity from answering the accusations. Having said that, the Court observes that the present case, which concerned the events of 2003-2005, does not cover everything which has happened to the applicants ever since, in particular their second trial."

Συνεπώς ήταν ορθή και θεμιτή η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα κίνητρα της αιτούσας χώρας δεν ήταν πολιτικά.

 

Επανερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί υπάρξεως ορατού κινδύνου, ο Εφεσίβλητος να μην τύχει δίκαιης δίκης, εάν εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία.

 

Εξετάζοντας το ζήτημα της δίκαιης δίκης το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε και τις αμφιβολίες οι οποίες κατά την κρίση του δημιουργήθηκαν ως προς την γνησιότητα των κινήτρων της δίωξης του Εφεσίβλητου (βλ. σελ. 81, Πρωτόδικης Απόφασης).

 

Όσα, όμως, έχουν αποφασισθεί στην υπόθεση Khodorkovskiy (άνω), Yukos (άνω) και Khodorkovskiy and Lebedev (άνω), οδηγούν στο αναπόδραστο συμπέρασμα, ότι η βάση των καταλήξεων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η δίωξη του Εφεσίβλητου εντάσσεται στα πλαίσια των διώξεων που συνδέονται με την εταιρεία "Yukos" με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εύλογες υποψίες και αμφιβολίες αναφορικά με τα πραγματικά κίνητρα της αιτούσας χώρας και την  γνησιότητα της δίωξης, είναι λανθασμένη.  Απεναντίας, τα όσα κρίθηκαν από το ΕΔΑΔ στις πιο πάνω υποθέσεις, έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην αντίθετη κατεύθυνση, απορρίπτοντας προς τούτο και τη σχετική μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του από τους μάρτυρες Υπεράσπισης.  Όπως αποφασίστηκε και από το ΕΔΑΔ οι κατηγορίες εναντίον των Αιτητών (Khodorkovskiy & Another) ήταν σοβαρές με καλή βάση ("healthy care") και η δίωξη τους ήταν νόμιμη από την αρχή μέχρι τέλος.  Και αν ακόμα πίσω από τη δίωξη υπήρχε μικτή πρόθεση αυτό δεν περιέβαλλε τους αιτητές με ασυλία από του ν' απαντήσουν τις κατηγορίες, ούτε και μόλυνε τη διαδικασία.

 

Όσον αφορά το δικαστικό σύστημα της Ρωσίας,ο Πρωτόδικος Δικαστής,αποδέκτηκε τις απόψεις των καθηγητών Bowring και Sakwa,αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Ρωσικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης οι οποίες στηρίχθηκαν σε αποσπάσματα από ομιλίες και αναφορές διακεκριμένων Ρώσων νομικών όπως των προέδρων του Συνταγματικού Δικαστηρίου Zorkin και Baglai.  Αναφέρεται το σχετικό μέρος από την πρωτόδικη απόφαση στις σελ. 78-79:

«Στα πλαίσια της εξέτασης του ισχυρισμού αυτού θα πρέπει να συνεξεταστούν οι απόψεις των καθηγητών Bowring και Sakwa για τα προβλήματα που υπάρχουν στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης της Ρωσικής Ομοσπονδίας και οι απόψεις του εμπειρογνώμονα της πλευράς των αιτητών Khaliulin.  Κατόπιν αντιπαραβολής της εκατέρωθεν μαρτυρίας έχω καταλήξει όπως αποδεχθώ τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων της πλευράς του καθ' ου η αίτηση.  Οι κατηγητές Bowring και Sakwa τεκμηρίωσαν πλήρως τις απόψεις τους, μεταξύ άλλων με αποσπάσματα από ομιλίες και αναφορές διακεκριμένων Ρώσων νομικών στα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Ρωσικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, όπως των προέδρων του Συνταγματικού Δικαστηρίου Zorkin και Baglai (βλέπε τις παρ. 98 και επόμενα της έκθεσης Bowring - τεκμήριο 26).  Αντίθετα, ό καθηγητής Khaliulin προσπάθησε ανεπιτυχώς και χωρίς πειστικότητα να ελαχιστοποιήσει τα ως άνω προβλήματα, αποφεύγοντας να κάμνει αναφορά στις πραγματικές τους διαστάσεις.  Επισημαίνω ότι στην έκθεση του - τεκμήριο 19Β δεν αρνείται την ύπαρξη διαφθοράς στο δικαστικό σύστημα, ισχυρίζεται όμως ότι η κυβέρνηση παίρνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για εξάλειψη όλων των ως άνω προβλημάτων.  Φυσικά, θα πρέπει να τονίσω ότι δεν αμφισβητώ τη θέση του καθηγητή Khaliulin ότι λαμβάνονται μέτρα για καταπολέμηση της διαφθοράς και ότι η πάταξη της έχει καταστεί μια από τις προτεραιότητες των Προέδρων Putin και Medmedev. ΄Ομως, όπως καταδεικνύει ο καθηγητής Bowring, η διαφθορά είναι βαθειά ριζωμένη στο δικαστικό σύστημα και παρά τα δραστικά μέτρα που λαμβάνονται, χρειάζεται ακόμα να γίνουν πολλά για πλήρη εξάλειψη της.  Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμίσω τη θέση του καθηγητή Bowring ότι δεν είναι όλοι οι δικαστές της Ρωσικής Ομοσπονδίας που είναι διεφθαρμένοι.  Αντίθετα υπάρχουν και έντιμοι και ικανότατοι δικαστές.»

 

Παρενθετικά αναφέρεται, ότι στη σελ. 31 της πρωτόδικης απόφασης του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχεται ότι «η Ρωσική νομοθεσία κατοχυρώνει όλα τα δικαιώματα κατηγορουμένου προσώπου  ...., όπως αυτά κατοχυρώνονται από διεθνείς συμφωνίες, κατά τρόπο ώστε να τύχει δίκαιης δίκης».

 

Με όλο το σεβασμό προς τον Πρωτόδικο Δικαστή, το υλικό που έλαβε υπόψιν του, ιδιαίτερα αυτό που σημειώνει στην απόφαση του, αναφέρεται σε αρκετά χρόνια πριν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, συγκεκριμένα στα έτη 2002-2005 με παραπομπές σε άλλα συγγράμματα που παραπέμπουν με τη σειρά τους σε παλαιότερα δημοσιεύματα ρωσικών εφημερίδων που παραθέτουν  δηλώσεις των Προέδρων Zorkin και Baglai.  Οι δηλώσεις δε αυτές αμφισβητούνται από άλλο σώμα Ανώτατων Δικαστών.  Η αποδοχή του υλικού αυτού από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, πολύ απέχει από το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται γι΄ αυτά τα θέματα και το οποίο είναι υψηλό και απαιτεί αναμφισβήτητη και θετική μαρτυρία (βλ. Khodorkovskiy σκέψη 260 (άνω)) η οποία ελλείπει παντελώς στην παρούσα υπόθεση.

 

Οι λόγοι έφεσης 1-4 επιτυγχάνουν.

 

Με τον πέμπτο λόγο Έφεσης, ως έχουμε αναφέρει, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχει ικανοποιηθεί ο κανόνας της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας.

 

Όπως ο Νόμος ορίζει, Άρθρο 2.1 του Ν.95/70, η έκδοση διενεργείται για κολάσιμες πράξεις κατά τους νόμους τόσο της αιτούσας χώρας όσο και της χώρας στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, με ποινή στερητική της ελευθερίας, τουλάχιστον ενός έτους.

 

Τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο Εφεσίβλητος στη Ρωσία ήδη έχουν αναφερθεί όπως επίσης αυτά που αντιστοιχούν, σύμφωνα με τον Κύπριο Υπουργό Δικαιοσύνης, στην Κυπριακή Νομοθεσία.  Αυτά δεν αμφισβητούνται. Κατά τη διαδικασία όμως ενώπιον μας περιορίστηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο για τον Εφεσείοντα στ'  αδικήματα του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154 τα οποία  αναφέρονται στη συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος (Άρθρο 371), απάτη ( Άρθρο 300) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και κλοπής, κλοπή από Διευθυντές και κλοπή από αντιπρόσωπο (Άρθρα 255, 269, 270 του Ν.61(Ι)/96).

 

Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, όλα τα πιο πάνω αδικήματα τιμωρούνται, σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν στην Κύπρο, με ποινές φυλάκισης πέραν του ενός έτους.  Ούτε αυτό αμφισβητείται από τα μέρη.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να εξετάσει κατά πόσο τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Εφεσίβλητος στην Ρωσία συνιστούν και αδικήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία, εξέτασε την παρουσιασθείσα ενώπιον του μαρτυρία, αξιολόγησε τόσο αυτήν όσο και την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του.  Προέβη σε εξονυχιστική εξέταση και αξιολόγηση του ανακριτικού έργου των Ρωσικών Αρχών, το ρόλο και τα εγκλήματα που αποδίδονται σε συνεργό του Εφεσίβλητου, ονόματι Sergey Shimkevich, ανέλυσε το περιεχόμενο διαφόρων εγγράφων που αναφέρονται στο ανακριτικό έργο, πιθανολόγησε την διάπραξη ή μη αδικημάτων υπό του Εφεσίβλητου στη Ρωσία και εν συνεχεία, αφού εξέτασε τα συστατικά στοιχεία των αντίστοιχων αδικημάτων, βάσει του Κυπριακού Δικαίου, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνιστούν/συνθέτουν τ' αδικήματα αυτά,με περαιτέρω αποτέλεσμα να κρίνει ότι δεν ικανοποιήθηκε και ο κανόνας της δίωξης, άλλως αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένα παραγνωρίζει βασικές αρχές που διέπουν τη δικαστική διαδικασία και διεργασία, σε υποθέσεις της φύσεως υπό εξέταση.  Σε διαδικασία όπως στην παρούσα, διάχυτη είναι η αρχή της αβροφροσύνης, καθότι αφορά διακρατικές σχέσεις και η περίπτωση έκδοσης φυγοδίκων έχει ως μοναδικό σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος, τηρουμένων πάντοτε των εχεγγύων που παρέχουν οι συνθήκες και εσωτερική νομοθεσία.  Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση Γεγονότων, στα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν αλλά και ο αλλοδαπός Νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν παρέχεται η ευχέρεια σ΄ αυτό να τα αμφισβητήσει.  Η απόδειξη τους όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση του εκζητούμενου, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας που αιτείται την έκδοση του (βλ. Re Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Aρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).

 

Η υπόθεση In re Hachem (1991) 1 A.A.Δ. 723 (μονομελής σύνθεση) επί της οποίας στηρίχθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά και επί της οποίας στηρίχθηκε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου δεν αναιρεί οτιδήποτε από τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω.  Η άνω απόφαση ακριβώς έκρινε ότι η μαρτυρία εξετάζεται αναφορικά με τα εγκλήματα όπως περιγράφονται στην εξουσιοδότηση και το κριτήριο είναι κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία, απαλλαγμένη από τα μη αποδεκτά της μέρη, αλλά χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν οποιαδήποτε αντιφατική μαρτυρία, τεκμηριώνει πιθανή υπόθεση ενοχής, σύμφωνα με το Άρθρο 94 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.  Το Άρθρο 94 του ΚΕΦ. 155, σημειώνεται, ότι καταργήθηκε και διεγράφη με τον Περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2011, Ν.165(Ι)/2011.  Πρόσθετα θα πρέπει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 9(5)(γ) του Ν.97/70, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.97/90 όπου η Αίτηση στηρίζεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Φυγοδίκων που κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Ν.97/70 εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης, αντί των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (5) του Άρθρου 9 του Ν.97/90 που προβλέπει την προσαγωγή επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ώστε να δικαιολογείται παραπομπή σε δίκη εάν το αδίκημα διεπράττετο εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Περαιτέρω η υπόθεση Golov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (2001) 1(Β) Α.Α.Δ 1100 στην οποία στηρίχθηκε ο συνήγορος του Εφεσίβλητου προκειμένου να εισηγηθεί ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάζει μαρτυρία που αμφισβητεί την Έκθεση γεγονότων και η οποία «φωτίζει» τη διάπραξη των κατ΄ ισχυρισμόν αδικημάτων, με όλο το σεβασμό δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε διαδικασία όπως η παρούσα που αφορά την έκδοση φυγοδίκου.  Η Golov αφορούσε διαδικασία Habeas Corpus όπου οι εξεταζόμενες παράμετροι είναι διαφορετικές, όπως διαφορετικό είναι και το πλαίσιο των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Εκεί εξετάζεται η νομιμότητα της κράτησης ενώ στη διαδικασία έκδοσης το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της έκδοσης περιορίζεται στα γεγονότα όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση γεγονότων.  Ούτε η Wellington v. The Governor of HMP Belmarsh EWHC 418, την οποία προώθησε ως βοηθούσα την υπόθεση του Εφεσίβλητου, προωθεί τις θέσεις του.  Αντίθετα, στην τελευταία αναφέρονται τα ακόλουθα

 

"Nothing in the Strasbourg jurisprudence requires the person accused of an extradition crime to have the opportunity to cross-examine witnesses against him in extradition hearings or to require the requesting state to furnish material against which the evidence on which it does rely can be tested."

 

Εκείνο που δικαιούται ο εκζητούμενος να αποδείξει είναι ότι η αιτούσα χώρα καταχράται τη διαδικασία και όχι ν' αμφισβητεί προσαχθείσα μαρτυρία για έκδοση του από την αιτούσα χώρα.

 

Εκείνο, συνεπώς, που είχε να εξετάσει πρωταρχικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν, κατά πόσο από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του διά μέσου της Έκθεσης Γεγονότων και συνοδευτικών εγγράφων, αποκαλύπτετο επιλήψιμη συμπεριφορά που να παρέχει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως ποινικού αδικήματος με βάση την ημεδαπή νομοθεσία. (Βλ. Γενικός Ειαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ναταλία Κovovalova, Π.Ε. 436/11, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639.)

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Δ.Ε.Ε, ημερ. 11.01.2017 επί σχετικού νομικού ερωτήματος στην υπόθεση C-289/15 που αφορούσε την αναγνώριση και εκτέλεση απόφασης Ποινικού Δικαστηρίου της Τσεχίας από τη Σλοβακία κρίθηκε ότι:

 

«...η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου πρέπει να θεωρείται ότι πληρούται σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, όταν τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος, όπως περιγράφονται στην απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους εκδόσεως, θα επέσυραν επίσης, αυτά καθαυτά, ποινικές κυρώσεις στο κράτος εκτελέσεως, εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του.»

 

 

Έχοντας υπόψιν τα γεγονότα και το άλλο υλικό που τέθηκε με την Έκθεση Γεγονότων στην παρούσα υπόθεση, αποφαινόμαστε ότι οι πράξεις και η εν γένει συμπεριφορά του Εφεσίβλητου όπως διαφαίνεται στην πιο πάνω Έκθεση, αποκαλύπτει εκ πρώτης όψεως ποινικά αδικήματα, τα οποία αναφέρονται στο Πιστοποιητικό Τεκμήριο 2, δράστης των οποίων φέρεται να είναι ο Εφεσίβλητος και τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται αντίστοιχα και από το Κυπριακό Δίκαιο, αν η διάπραξη τους γινόταν στην Κύπρο.  Αυτά είναι τα αδικήματα της κλοπής, κλοπής από Διευθυντές και κλοπής από αντιπρόσωπο, Άρθρα 255, 269 και 270 του ΚΕΦ. 154, της συνομωσίας για διάπραξη κακουργήματος με βάση το Άρθρο 371 του ΚΕΦ. 154, της απάτης με βάση το Άρθρο 300 του Ποινικού Κώδικα και νομιμοποίηση εσόδων και παράνομες δραστηριότητες σύμφωνα με το Νόμο Περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμο, Ν.61(Ι)/1996, Άρθρα 3, 4 και 5.

 

Κατά συνέπεια επιτυγχάνει και ο πέμπτος (5ος) λόγος Έφεσης.

 

Α Ν Τ Ε Φ Ε Σ Η

 

Η Αντέφεση προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δίωξη του εκζητούμενου δεν ωθείται από πολιτικά κίνητρα.

 

Είμαστε της γνώμης ότι η Αντέφεση παρέμεινε άνευ αντικειμένου με την αποδοχή των λόγων Έφεσης 1-4 και κρίνουμε  ότι δεν χρειάζεται να ειπωθεί οτιδήποτε περισσότερο.

 

Η Αντέφεση απορρίπτεται.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. 

 

Διατάσσεται η έκδοση του Εφεσίβλητου στη Ρωσική Ομοσπονδία για να δικαστεί από τα Δικαστήρια της χώρας του σχετικά με τα ποινικά αδικήματα για τα οποία ζητήθηκε η έκδοση του. 

 

 

                                              Μ.Μ.ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο