ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A13
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 125/2011)
20 Ιανουαρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ P.C. INFOMEDIA PUBLICATIONS LIMITED,
2. ΧΡΥΣΩ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Γρ. Λεοντίου με Χρ. Χριστοφόρου (κα.), για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Ιωαννίδης για Αγγελίδη Ιγνατίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με αγωγή του ο εφεσείων-ενάγων ζητούσε από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους το ποσό των Λ.Κ.40.025.- (όπως το περιόρισε την ημέρα της ακρόασης) ως αποκατάσταση και/ή αποζημίωση και/ή όφελος δυνάμει (ματαίωσης) συμφωνίας, με νόμιμο τόκο και έξοδα.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, στις 25.2.2001 συνήφθη, μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενης 1, γραπτή συμφωνία (η συμφωνία) παρέχουσα δικαίωμα στην τελευταία, τοποθέτησης και εκμετάλλευσης 100 ειδικών μηχανισμών ανάρτησης διαφημιστικών επιφανειών, σε πασσάλους οδικού φωτισμού, διάρκειας 7 ετών, αντί μισθώματος Λ.Κ.36.000.- ετησίως, πλέον ετήσια διαφημιστικά τέλη, πλέον αυξήσεις κατά 15% του ετήσιου μισθώματος κάθε 2 ½ χρόνια. Η εναγόμενη 2-εφεσίβλητη 2 εγγυήθηκε την εκπλήρωση όλων των, δυνάμει της συμφωνίας, υποχρεώσεων της εναγόμενης 1-εφεσίβλητης 1.
Ο εφεσείων, με απόφαση του ημερ. 2.3.2004, αποφάσισε τον τερματισμό της προαναφερόμενης συμφωνίας καθότι αυτή κατέστη παράνομη και άκυρη δυνάμει των Ν 50(Ι)/2003 και 173(Ι)/2003. Με επιστολή του, ημερ. 19.4.2004, τερμάτισε τη συμφωνία και ζήτησε από την εφεσίβλητη 1 τις οφειλές της προς αυτόν. Την επιστολή τερματισμού την κοινοποίησε και στην εφεσίβλητη 2.
Στην υπεράσπιση τους οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν παράνομος και/ή άκυρος και/ή ότι ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα να τερματίσει τη συμφωνία και/ή ότι οι προαναφερόμενοι νόμοι δεν επηρεάζουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ισχύ της συμφωνίας και δεν παρείχαν δικαίωμα τερματισμού της, στον εφεσείοντα.
Ανταπαίτηση που είχε καταχωρηθεί από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους απορρίφθηκε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας λόγω μη καταβολής ασφάλειας εξόδων, όπως είχε διατάξει το πρωτόδικο δικαστήριο.
Κατά την ακροαματική διαδικασία έδωσε μαρτυρία μόνο ένας μάρτυρας του εφεσείοντα, ο κ. Μιχάλης Αναστασιάδης, υπάλληλος του Δήμου Στροβόλου για 22 χρόνια και προϊστάμενος της οικονομικής υπηρεσίας του. Οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία.
Οι εισηγήσεις των δύο πλευρών ήταν οι εξής:
Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι η συμφωνία, ημερ. 25.2.2001, ματαιώθηκε λόγω της ψήφισης των προαναφερόμενων νόμων οι οποίοι κατέστησαν το αντικείμενο και τη βάση της συμφωνίας, εξ ολοκλήρου παράνομη. Εισηγήθηκε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι οφείλουν σ΄ αυτόν το προαναφερόμενο ποσό των Λ.Κ.40.025.- για τη χρονική περίοδο από την έναρξη της συμφωνίας μέχρι την 1.10.2003, ημερομηνία κατά την οποίαν έληξε, στην ουσία, η περίοδος που ο Ν 50(Ι)/2003 καθόριζε, προς συμμόρφωση των παρανομούντων. Είναι, περαιτέρω, θέση του εφεσείοντα ότι με βάση το άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να αποκαταστήσουν το όφελος που αποκόμισαν δυνάμει της συμφωνίας, δηλαδή να του αποδώσουν το προαναφερόμενο ποσό.
Οι εφεσίβλητοι, αντίθετα, εισηγήθηκαν ότι οι προαναφερόμενοι νόμοι δεν κατέστησαν τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία μάταιη και παράνομη και επομένως ότι ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν άκυρος και παράνομος. Επίσης αρνήθηκαν ότι προσπορίστηκαν όφελος από την εν λόγω συμφωνία ύψους Λ.Κ.40.025.- ή οποιονδήποτε άλλο και/ή ότι καθ΄ οιονδήποτε τρόπο οφείλουν το ποσό αυτό στον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσον οι προαναφερόμενοι νόμοι κατέστησαν τη, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνία μάταιη και παράνομη, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του Μ.Ε.1. Παρατήρησε ότι η ματαίωση (frustration) είναι ένας τρόπος αυτόματου τερματισμού μιας σύμβασης, ο οποίος επισυμβαίνει κατά το χρόνο επέλευσης γεγονότος που επιφέρει τον τερματισμό και δεν τίθεται ζήτημα δικαιώματος των συμβαλλομένων να επιλέξουν (Δέστε: A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. Waldner κ.α. (1998) 1(Α) ΑΑΔ, 250). Αναφέρθηκε επίσης στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, δηλαδή το άρθρο 56(2) και (3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, όπου προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι σύμβαση προς τέλεση πράξης η οποία, μετά την κατάρτιση της, καθίσταται αδύνατη ή παράνομη, λόγω γεγονότος το οποίον ο συμβαλλόμενος, ο οποίος έχει καθήκον τέλεσης της πράξης, δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη (η σύμβαση) μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη.
Αναφορικά με την αγγλική νομολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ του άρθρου 56(2) του Κεφ. 149, το οποίο είναι το αντίστοιχο του σχετικού άρθρου του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου, διακρίνεται όμως από την έννοια της ματαίωσης όπως αναγνωρίζεται στο Αγγλικό Δίκαιο. Αναφέρθηκε ειδικά στην υπόθεση Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 ΑΑΔ, 1156.
Με αναφορά στο σύγγραμμα Pollock and Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, σελ. 402 και την απόφαση Kier (Cyprus) Ltd v. Trenco Constructions Ltd (1981) 1 CLR, 30, παρατήρησε ότι το δόγμα της ματαίωσης έρχεται στο προσκήνιο όταν μια σύμβαση καθίσταται αδύνατο να εκτελεστεί, μετά την κατάρτιση της, εξαιτίας περιστάσεων πέραν του ελέγχου των συμβαλλομένων ή εξαιτίας αλλαγής των περιστάσεων, οι οποίες καθιστούν την εκτέλεση της σύμβασης αδύνατη.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι ο ενάγων-εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει ότι η προαναφερόμενη νομοθεσία καθιστούσε την εκτέλεση της σύμβασης αδύνατη και κατ΄ επέκταση ότι τη ματαίωνε. Προχώρησε, συναφώς, να εξετάσει τη μαρτυρία που προσκόμισε ο ενάγων-εφεσείων. Έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι η σύμβαση κατέστη αδύνατο να εκτελεστεί, λόγω της προαναφερόμενης νομοθεσίας και ότι απουσίαζε παντελώς το υπόβαθρο των γεγονότων με βάση το οποίο θα μπορούσε να κριθεί ότι η σύμβαση κατέστη παράνομη ή άκυρη (εννοείται η περαιτέρω εκτέλεση της). Παρατήρησε, ακόμα, ότι η γνώμη του Δημάρχου Στροβόλου ή του εφεσείοντα, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερ. 24.7.2003, τεκμήριο 5, σύμφωνα με την οποία είναι φανερό ότι, από την απαγόρευση του άρθρου 18 ΣΤ (1) (γ) του Ν 50(Ι)/2003, επηρεάζονταν όλα τα διαφημιστικά κατασκευάσματα των εφεσιβλήτων, δεν είχε οποιαδήποτε βαρύτητα. Έκρινε ότι η μαρτυρία του μάρτυρα του ενάγοντα-εφεσείοντα διέπετο από ασάφεια και κενά σε σχέση με το χώρο στον οποίο ήταν τοποθετημένες οι επίδικες πινακίδες ή κάποιες απ΄ αυτές και σε σχέση με τον αριθμό τους. Δεν υπήρχε επίσης μαρτυρία, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφορικά με το κατά πόσον οι εν λόγω πινακίδες εμπίπτουν στην έννοια «διαφημιστικά κατασκευάσματα», ούτε και μαρτυρία για το κατά πόσον έχουν τοποθετηθεί εντός «κατοικημένης περιοχής». Με αυτά τα κενά στη μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν αδύνατο να τεκμηριωθεί η θέση του εφεσείοντα ότι όλα τα διαφημιστικά κατασκευάσματα της εφεσίβλητης 1 επηρεάζονταν από την προαναφερόμενη νομοθετική διάταξη, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Στο άρθρο 18 ΣΤ (1) (γ), το οποίον προστέθηκε στους βασικούς περί Οδικής Ασφάλειας Νόμους του 1986-2016, με το άρθρο 2 του Ν 50(Ι)/2003, προνοείται ότι «ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου απαγορεύεται η τοποθέτηση διαφημιστικού κατασκευάσματος εντός κατοικημένης περιοχής πάνω σε πεζοδρόμιο, πεζόδρομο, ποδηλατόδρομο, νησίδα, κυκλικό κυκλοφοριακό κόμβο, φώτα τροχαίας, διάβαση πεζών, πάσαλο της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ή της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ή σε πινακίδα που τοποθετείται από αρμόδια αρχή, μόνιμα ή προσωρινά, για σκοπούς ρύθμισης ή διευκόλυνσης της τροχαίας κίνησης».
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε και/ή επαρκής μαρτυρία αναφορικά με το πού και πόσες πινακίδες ήταν αναρτημένες μεταξύ Φεβρουαρίου του 2003 και Οκτωβρίου του 2003 (όταν τέθηκε σε ισχύ το προαναφερόμενο άρθρο). Επομένως, εφόσον το άρθρο 18 ΣΤ (1) (γ) προνοεί γενική απαγόρευση αλλά και εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου, το οποίον επικαλέστηκε ο εφεσείοντας για να αιτιολογήσει το τεκμήριο 5 (επιστολή τερματισμού), το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δόθηκε μαρτυρία ή εξήγηση από τον εφεσείοντα αναφορικά με το κατά πόσον η προκείμενη περίπτωση ενέπιπτε στη γενική απαγόρευση ή την εξαίρεση.
Η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων κατατέθηκε και σημειώθηκε ως τεκμήριο 2. Στην πρώτη παράγραφο της συμφωνίας αναγράφεται ότι μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1 συμφωνήθηκε όπως ο εφεσείων παραχωρήσει δικαίωμα τοποθέτησης 100 θέσεων για τοποθέτηση, σε πασσάλους οδικού φωτισμού, ισάριθμου αριθμού ειδικών μηχανισμών ανάρτησης διαφημιστικών επιφανειών (banners), για περίοδο 7 ετών, από 20.4.2001 μέχρι 19.4.2008. Η δεύτερη παράγραφος της συμφωνίας προνοεί ότι οι διαφημιστικές επιφάνειες θα τοποθετηθούν σε θέσεις που θα υποδειχθούν από υπηρεσία του Δήμου-εφεσείοντα (σε συνεργασία με τον αδειούχο-εφεσίβλητη 1), η οποία και θα καθορίζει τη συγκεκριμένη θέση που θα τοποθετείται η κάθε διαφημιστική επιφάνεια.
Στη μαρτυρία του ο μοναδικός μάρτυρας του εφεσείοντα, που ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας κατά την ακροαματική διαδικασία, ανέφερε ότι ο Δήμος υπέδειξε τα σημεία που θα τοποθετούνταν οι πινακίδες πάνω στους πασσάλους οδικού φωτισμού, ότι υπήρχε κατάσταση για τις τοποθετήσεις όπου ήταν αναρτημένες οι διαφημιστικές πινακίδες, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί πού ήταν τοποθετημένες και θα έπρεπε να συμβουλευθεί το σχετικό φάκελο. Σε ερώτηση κατά πόσο γνώριζε πού υπήρχε αναρτημένη και πού δεν υπήρχε αναρτημένη πινακίδα, για την περίοδο Ιουνίου 2003-Νοεμβρίου 2003, αυτός απάντησε ότι μπορούσε να πεί ενδεικτικά τις λεωφόρους. Ανέφερε, συγκεκριμένα, τη λεωφόρο Αθαλάσσας και το δρόμο μπροστά από το Δημαρχείο.
Με την υπό εξέταση έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης.
Πρώτον, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ελλείπει παντελώς το υπόβαθρο των γεγονότων με βάση το οποίο η σύμβαση κατέστη παράνομη και ότι, επομένως, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 65 του Κεφ. 149, σύμφωνα με το οποίο εκείνος που αποκτά όφελος από μια συμφωνία που στην πορεία καθίσταται παράνομη και άκυρη, οφείλει να αποκαταστήσει οποιοδήποτε όφελος έλαβε δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή να αποζημιώσει ανάλογα το πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό το όφελος.
Δεύτερον, ότι το πρωτόδικο εύρημα, σύμφωνα με το οποίο ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης της αξίωσης του, είναι εσφαλμένο.
Τρίτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, σε ουσιώδη σημεία, είναι αναιτιολόγητη ή μη δεόντως αιτιολογημένη.
Τέταρτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο τελούσε υπό καθεστώς πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα και το νόμο και οδηγήθηκε σε λανθασμένα ευρήματα και εσφαλμένα συμπεράσματα. Ο λόγος αυτός αναφέρεται κυρίως στην αξίωση του εφεσείοντα για ποσό Λ.Κ.40.025.-
Πέμπτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε εύρημα όσον αφορά την ισχύ της σχετικής εγγύησης που έδωσε η δεύτερη εφεσίβλητη.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα, η νομική καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου και η αιτιολογία που έδωσε ήταν, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, εσφαλμένα. Η απαγόρευση του άρθρου 18 ΣΤ (1) του προαναφερόμενου νόμου καλύπτει την τοποθέτηση διαφημιστικού κατασκευάσματος, εντός κατοικημένης περιοχής. Διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων με τη μαρτυρία και τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου, δεν απέδειξε ότι οι ειδικοί μηχανισμοί ανάρτησης διαφημιστικών επιφανειών (banners), που αναφέρονται στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, καλύπτονται από την έννοια «διαφημιστικά κατασκευάσματα», η οποία αναφέρεται στην προαναφερόμενη νομοθετική διάταξη. Είναι προφανές, κατά την κρίση μας, ότι η περιγραφή «μηχανισμοί ανάρτησης διαφημιστικών επιφανειών» ((banners) εμπίπτει στην έννοια «διαφημιστικό κατασκεύασμα» του προαναφερόμενου άρθρου 18ΣΤ (1).
Επιπρόσθετα διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και ως προς το κενό στη μαρτυρία του εφεσείοντα αναφορικά με τις θέσεις όπου τοποθετήθηκαν οι προαναφερόμενοι μηχανισμοί, κατά πόσον δηλαδή αυτοί τοποθετήθηκαν εντός ή εκτός κατοικημένης περιοχής. Στην προσφορά (αρ. 87/2000) του εφεσείοντα, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, αναγράφεται ότι οι πάσσαλοι στους οποίους θα τοποθετηθούν οι μηχανισμοί ανάρτησης διαφημιστικών επιφανειών καθώς και τα σημεία τοποθέτησης τους «βρίσκονται στις κύριες οδικές αρτηρίες μέσα στα δημοτικά όρια του Δήμου Στροβόλου και καλύπτουν τόσο την κεντρική περιοχή όσο και τις άλλες ενορίες (Ενορία Χρυσελεούσας, Αγίου Δημητρίου, Σταυρού, Αποστόλου Βαρνάβα, Αγίου Βασιλείου)». Είναι προφανές ότι τα προαναφερόμενα υποδηλούν συμφωνία των μερών πως οι διαφημιστικές επιφάνειες (banners) θα τοποθετούνταν εντός της κατοικημένης περιοχής.
Κρίνουμε επομένως ότι, υπό τις περιστάσεις, είχε εφαρμογή το δόγμα της ματαίωσης (frustration) το οποίον επικαλέστηκε ο εφεσείων για να θεωρήσει ως τερματισθείσα τη συμφωνία.
Είναι θεμελιωμένο ότι το δόγμα της ματαίωσης εφαρμόζεται μέσα σε στενά πλαίσια. Το δόγμα αυτό δεν εφαρμόζεται ελαφρά τη καρδία για να απαλλάξει συμβαλλομένους από κακές συμφωνίες. Στην αρχική υπόθεση Taylor v. Caldwell (1863) 3 B & S 826 καθιερώθηκε η αρχή ότι η ματαίωση μιας σύμβασης δικαιολογείται στην περίπτωση που η σύμβαση καθίσταται αδύνατο να εκτελεστεί, εξαιτίας της εξαφάνισης του αντικειμένου της σύμβασης, χωρίς να ευθύνεται ο συμβαλλόμενος που επικαλείται τη ματαίωση. Η αιτία της ματαίωσης μιας σύμβασης πρέπει να είναι μια εξωτερική αλλαγή της κατάστασης.
Μια αλλαγή στο νόμο ή στη νομική θέση που διέπει τη σύμβαση, μετά την υπογραφή της, αναγνωρίζεται ως έγκυρος λόγος ματαίωσης της σύμβασης (Δέστε: Baily v. De Crespigny (1869) L.R. 4 Q.B., 180). Στην υπόθεση Davis Contractors Ltd v. Fareham U.D.C. (1956) A.C., 696 τονίστηκε ότι για να υπάρξει ματαίωση σύμβασης θα πρέπει η συμβατική υποχρέωση να έχει καταστεί αδύνατο να εκτελεστεί, χωρίς ευθύνη του συμβαλλόμενου που την επικαλείται, εξαιτίας περιστάσεων που κατέστησαν την εκτέλεση της υποχρέωσης ριζικά διαφορετική από εκείνη που ο συμβαλλόμενος έχει αναλάβει.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι, από τη μαρτυρία και τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, καταδείχθηκε ότι η εκτέλεση της, μεταξύ των διαδίκων, σύμβασης κατέστη αδύνατη ή τουλάχιστον ότι κατέστη ριζικά διαφορετική από εκείνη που οι συμβαλλόμενοι ανέλαβαν. Σ΄ αυτό το συμπέρασμα καταλήξαμε αφού λάβαμε ιδιαίτερα υπόψιν το τεκμήριο 1 (ζήτηση προσφορών για διαφημιστικές πινακίδες).
Ο νόμος απαγόρευσε, μετά την υπογραφή της σύμβασης και χωρίς ευθύνη οποιουδήποτε συμβαλλόμενου, την τοποθέτηση διαφημιστικών κατασκευασμάτων, σε ειδικά σημεία, εντός κατοικημένων περιοχών.
Με τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις, διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι ορθά και νόμιμα επικαλέστηκε το δόγμα της ματαίωσης της σύμβασης και να διεκδικήσει το όφελος που οι εφεσίβλητοι είχαν αποκομίσει, μέχρι τη ματαίωση.
Αναφορικά με τους λόγους έφεσης 4 και 5, την αξίωση του εφεσείοντα, δηλαδή, για ποσό Λ.Κ.40.025 (όπως περιορίστηκε το αρχικό ποσό των Λ.Κ.45.177, που αναγράφεται στο τεκμήριο 9, λόγω περιορισμού της περιόδου αξίωσης από 7.11.2003 σε 2.10.2003) και την εγγύηση της δεύτερης εφεσίβλητης παρατηρούμε τα εξής:
Η αξίωση του εφεσείοντα βασίστηκε στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 και το τεκμήριο 9, το οποίο παρουσίασε, σύμφωνα με τα οποία οι εφεσίβλητοι προσπορίστηκαν κέρδος, από τη χρήση των πινακίδων, για την περίοδο 23.2.2001-7.11.2003 (τελικά μέχρι 2.10.2003, ως λέχθηκε ανωτέρω), το οποίο ο εφεσείων διεκδικεί. Ο Μ.Ε.1 είπε ότι η χρέωση μέχρι την 1.10.2003 ανερχόταν στο προαναφερόμενο ποσό κατ΄ αναλογία του συμφωνηθέντος ετήσιου μισθώματος. Δεν έθεσε όμως ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου οποιουσδήποτε υπολογισμούς, ώστε να γνωρίζει το Δικαστήριο πώς κατέληξε (ο Μ.Ε. 1) είτε στο αρχικό ποσό του τεκμηρίου 9 (Λ.Κ.45.177), είτε στο τελικό ποσό (Λ.Κ.40.025) είτε στην αναλογία για την προαναφερόμενη περίοδο, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο. Με αυτή την αοριστία και ασάφεια, και με αδιευκρίνιστο τον αριθμό των αναρτημένων πινακίδων, κατά την περίοδο Φεβρουαρίου 2003-Νοεμβρίου 2003, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αδύνατο να γίνει οποιοσδήποτε υπολογισμός, χωρίς υποθέσεις, και επομένως ότι δεν μπορούσε να επιτύχει και αυτή η αξίωση του εφεσείοντα.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε και με αυτή την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στο συμφωνητικό έγγραφο (τεκμήριο 2) μεταξύ του εφεσείοντα και της πρώτης εφεσίβλητης, ημερ. 23.2.2001, αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Το μίσθωμα για τα πρώτα δυόμισυ χρόνια της διάρκειας της σύμβασης, δηλαδή μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 2003, ορίζεται στο ποσό των Λ.Κ.36.000,00.- κάθε χρόνο» (όρος 5). Στην κατάσταση λογαριασμού την οποία παρουσίασε ο Μ.Ε.1 αναγράφεται ότι οι οφειλές κατά την περίοδο 23.2.2001 μέχρι 7.11.2003 ήταν Λ.Κ.108.177,00.-, μείον πληρωμές που έγιναν Λ.Κ.63.000,00.-, υπόλοιπο οφειλόμενο Λ.Κ.45.177,00.-, το οποίο με την μαρτυρία του Μ.Ε.1 περιορίστηκε, όπως αναφέρεται ανωτέρω, στο ποσό των Λ.Κ.40.025,00.-
Όλες οι πράξεις υπολογισμού του τελικού ποσού, στηρίχθηκαν στη μεταξύ των μερών συμφωνία, στο συμφωνηθέν ετήσιο μίσθωμα και στον υπολογισμό, κατ΄ αναλογίαν, του χρόνου από 22.2.2003 μέχρι 1.10.2003, που ήταν σε ισχύ η συμφωνία. Ακολούθως αφαιρέθηκε το ποσό που είχαν ήδη καταβάλει οι εφεσίβλητοι και, ως αποτέλεσμα, παρέμεινε το οφειλόμενο ποσό.
Δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από τους εφεσίβλητους και η μαρτυρία του Μ.Ε.1 έμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη, αλλά θεωρήθηκε, από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως ανεπαρκής.
Κρίνομε ότι, με βάση την προαναφερόμενη μαρτυρία και τεκμήρια, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να είχε εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος των εφεσιβλήτων για το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ, του οφειλόμενου κατ΄ ακολουθία της επίδικης συμφωνίας και μη καταβληθέντος μισθώματος, ποσού των Λ.Κ.40.025,00.- (σαράντα χιλιάδων και είκοσι πέντε Λιρών Κύπρου).
Η ευθύνη της εφεσίβλητης 2, Χρύσως Παναγιώτου, πηγάζει (α) από την εγγύηση που υπέγραψε, όπως φαίνεται στη σελ. 6 του Συμφωνητικού Εγγράφου ημερ. 23.2.2001 (τεκμήριο 2), και (β) την επίδοση, σ΄ αυτήν, της επιστολής ημερ. 19.4.2004 με την οποία της κοινοποιείτο, μεταξύ άλλων, απαίτηση του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο 1, για καταβολή του οφειλόμενου ποσού (τεκμήριο 8), στοιχεία τα οποία δεν αντικρούστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο.
Με βάση τα προαναφερόμενα η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος των εφεσιβλήτων για το αντίστοιχο ποσό, σε ευρώ, των Λ.Κ.40.025,00.-, με νόμιμο τόκο και έξοδα πρωτόδικα και κατ΄ έφεση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.