ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D355
(2016) 1 ΑΑΔ 1770
13 Ιουλίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 69(β) ΤΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ
(AUTREFOIS CONVICT),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 27/3/2015 Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 29213/2014,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI.
Εφεσείων-Αιτητής.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 132/2015)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή ειδική απολογία και απαλλάγησαν κατηγορούμενοι σε ποινική υπόθεση ― Δεν προέβαλλε μόνο το ζήτημα του εναλλακτικού τρόπου προσβολής της, αλλά και το ότι η αποδοχή καταχώρισης αίτησης για προνομιακό ένταλμα, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της απαίτησης του Νόμου για έγκριση της έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα.
Στις 26.9.2013 στα πλαίσια της αγωγής 3046/2013 Ε.Δ. Λεμεσού ο εφεσείων πέτυχε, ως ενάγων, ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο, μέχρι τη διεκπεραίωση της αγωγής, απαγορεύεται στους εναγόμενους 1-7 από του να τον εμποδίζουν να εισέρχεται στα γραφεία της Σ.Π.Ε. Κυπερούντας Λτδ (εναγόμενης αρ. 8) και να εκτελεί τα καθήκοντά του ως γραμματέας της εναγόμενης αρ. 8.
Ακολούθως καταχώρισε, στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής, αίτηση παρακοής και στις 6.2.2014 το Ε.Δ. Λεμεσού κατέληξε σε εύρημα ότι οι εναγόμενοι 1, 2, 4, 5, 6 και 7 ενήργησαν κατά παράβαση του εν λόγω διατάγματος με αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και ενέργειες και τους έκρινε ένοχους για παρακοή διατάγματος ως η αίτηση, επιβάλλοντάς τους χρηματικές ποινές.
Στις 11.11.2014 ο εφεσείων καταχώρισε εναντίον των ιδίων εναγομένων την ιδιωτική ποινική υπόθεση 29213/2014 Ε.Δ. Λεμεσού για ανυπακοή σε νόμιμη διαταγή κατά παράβαση του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι κατηγορούμενοι ήγειραν την ειδική απάντηση του autrefois convict δυνάμει του Άρθρου 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ισχυριζόμενοι ότι εγκαλούνταν για το ίδιο αδίκημα για το οποίο είχαν ήδη καταδικαστεί στα πλαίσια της αίτησης παρακοής στην αγωγή 3046/2013. Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την ειδική απολογία και απάλλαξε τους κατηγορούμενους από την κατηγορία.
Με σκοπό να ακυρώσει την απαλλαγή αυτή, ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος φύσεως certiorari.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επελήφθη της αίτησης για άδεια, δεν υπεισήλθε στην ουσία των θεμάτων που ηγέρθησαν εκ μέρους του εφεσείοντος, αλλά επικεντρώθηκε στο κατά πόσο υπάρχει διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης, αποκλειομένης έτσι της προσφυγής στην εφεδρεία της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως θεώρησε ότι επρόκειτο για αθωωτική απόφαση, υποδεικνύοντας περαιτέρω και τις πρόνοιες του Άρθρου 131(2) του Κεφ. 155, σύμφωνα με τις οποίες δεν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση παρά μόνο με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ενόψει τούτου, έκρινε ότι δεν θα ήταν δυνατό να επιτραπεί η αναθεώρηση αθωωτικής απόφασης με προνομιακό ένταλμα.
Έκρινε, ως εκ τούτου, πως ο εφεσείων έχει περιορισμένο δικαίωμα έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης νοουμένου ότι θα εξασφαλίσει την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την οποία δεν φαίνεται να επεδίωξε να εξασφαλίσει. Διαφορετική αντιμετώπιση, κατέληξε, θα απέληγε στο να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος σαν έφεση υπό μεταμφίεση. Με αυτά, απέρριψε την αίτηση για άδεια.
Με την έφεση προσβλήθηκε ειδικότερα η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι απαλλαγή των κατηγορουμένων συνεπεία αποδοχής της ειδικής απολογίας του autrefois convict ισοδυναμούσε με και/ή συνιστούσε αθώωσή τους εν τη εννοία του Άρθρου 131 του Κεφ. 155.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ένας κατηγορούμενος ο οποίος προβάλλει επιτυχώς την απάντηση του autrefois θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «απαλλαγείς» («acquitted») εν τη εννοία του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος. Ο όρος «acquittal» κατά το Jowitt's Dictionary of English Law, 2nd Ed. Vol. 1, περιλαμβάνει όχι μόνο την ετυμηγορία της αθώωσης επί της ουσίας από την κατηγορία, αλλά και την επιτυχή προβολή των ειδικών απαντήσεων της απονομής χάριτος ή του autrefois acquit ή του autrefois convict.
2. Ο ίδιος ορισμός δίδεται και στο Osborn's Concise Law Dictionary 12th Ed. Σε αντιδιαστολή, η απαλλαγή ως αποτέλεσμα καταχώρισης ποινικής δίωξης (nolle prosequi), δεν αποτελεί «απαλλαγή» εν τη εννοία του Άρθρου 12.2.
3. Είναι συνεπώς ζήτημα ουσίας και όχι ορολογίας. Εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί ως βάσιμη την απάντηση του autrefois, τούτο έχει την έννοια της ανακοπής, περιστολής και απαγόρευσης οποιασδήποτε νέας ποινικής δίωξης για το ίδιο αδίκημα που στηρίζεται στα ίδια γεγονότα.
4. Τούτο δεν έχει απλώς την έννοια της απαλλαγής από το κατηγορητήριο όπως είναι η εντελώς διαφορετική περίπτωση της αναστολής ποινικής δίωξης, αλλά της ουσιαστικής απαλλαγής, χωρίς οποιοδήποτε κίνδυνο επαναφοράς της κατηγορίας, εκτός της ανατροπής κατ'έφεση.
5. Ως ζήτημα λογικής τάξης όμως, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος «αθώωση» για την περίπτωση του autrefois convict, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αθωωθεί για αδίκημα για το οποίο ήδη έχει καταδικαστεί ή για την περίπτωση του autrefois acquit, εφόσον δεν μπορεί να αθωωθεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.
6. Όμως, η ουσία παραμένει η οριστική απαλλαγή υπό την έννοια που έχει στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος. Υπό το φως των ανωτέρω, η προαναφερθείσα απόφαση του Ε.Δ. Λεμεσού στην ποινική υπόθεση 29213/2014 αποτελούσε «απαλλαγή» εν τη εννοία του Άρθρου 12.2 και «αθωωτική απόφαση» για τους σκοπούς των Άρθρων 131 και 137 του Κεφ. 155 (Άρθρο 137(1)(α)(iii)).
7. Συνεπώς δεν προβάλλει μόνο το ζήτημα του εναλλακτικού τρόπου προσβολής της, αλλά και το πρόβλημα που υπέδειξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι η αποδοχή καταχώρισης αίτησης για προνομιακό ένταλμα, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της απαίτησης του Νόμου για έγκριση της έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Connelly v. DPP [1964] AC 1254,
DPP v. Humphrys [1976] 2 All ER 497,
Police v. Economides a.o. (V20) 1 C.L.R. 11,
Κονέ v. Φλουρή κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 80, ECLI:CY:AD:2015:B156,
R. v. Swansea Justices ex Purvis [1980] JP 252,
G. Araouzos and Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Αίτηση Αρ. 50/2010), ημερομηνίας 8/4/2015.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Eφεσείοντα.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στις 26.9.2013 στα πλαίσια της αγωγής 3046/2013 Ε.Δ. Λεμεσού ο εφεσείων πέτυχε, ως ενάγων, ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο, μέχρι τη διεκπεραίωση της αγωγής, απαγορεύεται στους εναγόμενους 1-7 από του να τον εμποδίζουν να εισέρχεται στα γραφεία της Σ.Π.Ε. Κυπερούντας Λτδ (εναγόμενης αρ. 8) και να εκτελεί τα καθήκοντά του ως γραμματέας της εναγόμενης αρ. 8.
Ακολούθως καταχώρισε, στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής, αίτηση παρακοής και στις 6.2.2014 το Ε.Δ. Λεμεσού κατέληξε σε εύρημα ότι οι εναγόμενοι 1, 2, 4, 5, 6 και 7 ενήργησαν κατά παράβαση του εν λόγω διατάγματος με αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και ενέργειες και τους έκρινε ένοχους για παρακοή διατάγματος ως η αίτηση, επιβάλλοντάς τους χρηματικές ποινές.
Στις 11.11.2014 ο εφεσείων καταχώρισε εναντίον των ιδίων εναγομένων την ιδιωτική ποινική υπόθεση 29213/2014 Ε.Δ. Λεμεσού για ανυπακοή σε νόμιμη διαταγή κατά παράβαση του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι κατηγορούμενοι ήγειραν την ειδική απάντηση του autrefois convict δυνάμει του Άρθρου 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ισχυριζόμενοι ότι εγκαλούνταν για το ίδιο αδίκημα για το οποίο είχαν ήδη καταδικαστεί στα πλαίσια της αίτησης παρακοής στην αγωγή 3046/2013. Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την ειδική απολογία και απάλλαξε τους κατηγορούμενους από την κατηγορία.
Με σκοπό να ακυρώσει την απαλλαγή αυτή, ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος φύσεως certiorari.
Ο αδελφός μας Δικαστής που επελήφθη της αίτησης για άδεια, δεν υπεισήλθε στην ουσία των θεμάτων που ηγέρθησαν εκ μέρους του εφεσείοντος, αλλά επικεντρώθηκε στο κατά πόσο υπάρχει διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης, αποκλειομένης έτσι της προσφυγής στην εφεδρεία της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντος παρέπεμψε στις πρόνοιες του Άρθρου 131(1) του Κεφ. 155 σύμφωνα με τις οποίες, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος, δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα δικαστηρίου που ασκεί ποινική δικαιοδοσία εκτός όπως προβλέπεται από το Κεφ. 155. Σύμφωνα δε με τις σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 155, συνέχισε, έφεση χωρεί από απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου που είναι αθωωτική ή καταδικαστική ή σε περίπτωση που η έφεση στρέφεται κατά της ποινής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατέληξε, δεν υπήρξε αθώωση, αλλά απαλλαγή και συνεπώς δεν προβλέπεται έφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως θεώρησε ότι επρόκειτο για αθωωτική απόφαση, υποδεικνύοντας περαιτέρω και τις πρόνοιες του Άρθρου 131(2) του Κεφ. 155, σύμφωνα με τις οποίες δεν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση παρά μόνο με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ενόψει τούτου, συνέχισε, δεν θα ήταν δυνατό να επιτραπεί η αναθεώρηση αθωωτικής απόφασης με προνομιακό ένταλμα. Έκρινε, ως εκ τούτου, πως ο εφεσείων έχει περιορισμένο δικαίωμα έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης νοουμένου ότι θα εξασφαλίσει την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την οποία δεν φαίνεται να επεδίωξε να εξασφαλίσει. Διαφορετική αντιμετώπιση, κατέληξε, θα απέληγε στο να χρησιμοποιηθεί η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος σαν έφεση υπό μεταμφίεση. Με αυτά, απέρριψε την αίτηση για άδεια θεωρώντας ότι, τα όσα ενδιαφέροντα ανέπτυξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντος αναφορικά με την ουσία του θέματος θα μπορούν να εγερθούν σε περίπτωση που εξασφαλιστεί η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για να καταχωριστεί έφεση με την οποία θα ελεγχθεί η ορθότητα της απόφασης του κατωτέρου Δικαστηρίου.
Με την υπό εξέταση έφεση προσβάλλεται η κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι απαλλαγή των κατηγορουμένων συνεπεία αποδοχής της ειδικής απολογίας του autrefois convict ισοδυναμούσε με και/ή συνιστούσε αθώωσή τους εν τη εννοία του Άρθρου 131 του Κεφ. 155.
Στη λιτή αγόρευσή του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι τούτο προκύπτει από διάφορες νομοθετικές πρόνοιες μεταξύ των οποίων το Άρθρο 154(1) (Αναστολή δίωξης σε ποινικές υποθέσεις) και το Άρθρο 79(3) (Κατηγορητήριο μη εκθέτον ποινικό αδίκημα) του Κεφ. 155. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είπε, δεν απαγορεύεται επανακαταχώριση της ίδιας υπόθεσης και δεν παρέχεται έρεισμα για εισήγηση περί «προηγούμενης αθώωσης». Έτσι και στην υπό κρίση περίπτωση οι κατηγορούμενοι δεν αθωώθηκαν, αλλά απαλλάχθηκαν των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν. Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί ότι «αθωώθηκαν» σε κατηγορίες στις οποίες είχαν ήδη καταδικαστεί από άλλο δικαστήριο. Με δεδομένο ότι η απόφαση δεν ήταν αθωωτική εν τη εννοία του Άρθρου 131, δεν παρεχόταν δικαίωμα έφεσης και ο έλεγχος της απόφασης μπορούσε να γίνει μόνο με προνομιακό ένταλμα.
Κατ' αρχάς σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Police v. Economides a.o. (V20) 1 C.L.R. 11, προς έλεγχο της απόφασης του Δικαστηρίου επί ζητήματος autrefois acquit είχε παραπεμφθεί το ζήτημα με υπόμνημα (Case Stated). Αυτή η δυνατότητα δεν συζητήθηκε εν προκειμένω ως εναλλακτικό ένδικο μέσο.
Οι ειδικές απαντήσεις autrefois acquit και autrefois convict προβλέπονται από το Άρθρο 69(1)(β) του Κεφ. 155, αποτελούν κωδικοποίηση της αρχής του κοινού δικαίου ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να τεθεί δις σε κίνδυνο για το ίδιο αδίκημα* και βρίσκουν έρεισμα στις πρόνοιες του Άρθρου 19 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αλλά και στις πρόνοιες του ιδίου του Συντάγματος το οποίο δια του Άρθρου 12.2 έχει εισάξει με συνταγματική ισχύ την απαγόρευση της διπλής διακινδύνευσης («Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου δια το αυτό αδίκημα»). Κώλυμα στην καταχώριση της ίδιας κατηγορίας αποτελεί η δικαστική κρίση επί της ουσίας της κατηγορίας και ο κατηγορούμενος να είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης. Η κρίση επί της ουσίας όμως, δεν εξυπακούει ακρόαση με μάρτυρες. Στην υπόθεση Κονέ v. Φλουρή κ.ά. (2015) 2 Α.Α.Δ. 80, ECLI:CY:AD:2015:B156, υιοθετήθηκε η ακόλουθη διευκρίνιση επί της έννοιας αυτής από την υπόθεση R. v. Swansea Justices ex Purvis [1980] JP 252:
«Ιn the present context "on the merits" is a phrase which distinguishes between where a court is in a position to convict but does not do so and the position where a court is unable to proceed to consider the question of conviction or acquittal because it has no power, or thinks it has no power, to adjudicate»
Στην υπόθεση Κονέ, επίσης, ελέχθησαν τα ακόλουθα:
«Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Haynes v. Davis [1915] 1 KB 332, από τον δικαστή Lush, J με αναφορά στην έκφραση «acquittal on the merits»,αυτή χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την περίπτωση που η κατηγορία απορρίπτεται για κάποιο τεχνικό λόγο που εμποδίζει την άσκησηδικαστικής κρίσης επί της ουσίας της κατηγορίας («. the expression is used by way of antithesis to a dismissal of the charge upon some technical ground which had been a bar to the adjudicating upon it.»). Θέση που βρίσκει έκφραση και στη δική μας νομολογία (βλ. Yiallouri (ανωτέρω) και Αναφορικά με Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 2085).»
Υπ' αυτή την έννοια ένας κατηγορούμενος ο οποίος προβάλλει επιτυχώς την απάντηση του autrefois θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «απαλλαγείς» («acquitted») εν τη εννοία του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος. Ο όρος «acquittal» κατά το Jowitt's Dictionary of English Law, 2nd Ed. Vol. 1, περιλαμβάνει όχι μόνο την ετυμηγορία της αθώωσης επί της ουσίας από την κατηγορία, αλλά και την επιτυχή προβολή των ειδικών απαντήσεων της απονομής χάριτος ή του autrefois acquit ή του autrefois convict*. Ο ίδιος ορισμός δίδεται και στο Osborn's Concise Law Dictionary 12th Ed. Σε αντιδιαστολή, η απαλλαγή ως αποτέλεσμα καταχώρισης ποινικής δίωξης (nolle prosequi), δεν αποτελεί «απαλλαγή» εν τη εννοία του Άρθρου 12.2 (G. Araouzos and Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131).
Είναι συνεπώς ζήτημα ουσίας και όχι ορολογίας. Εάν το Δικαστήριο αποδεχθεί ως βάσιμη την απάντηση του autrefois, τούτο έχει την έννοια της ανακοπής, περιστολής και απαγόρευσης οποιασδήποτε νέας ποινικής δίωξης για το ίδιο αδίκημα που στηρίζεται στα ίδια γεγονότα. Τούτο δεν έχει απλώς την έννοια της απαλλαγής από το κατηγορητήριο όπως είναι η εντελώς διαφορετική περίπτωση της αναστολής ποινικής δίωξης, αλλά της ουσιαστικής απαλλαγής, χωρίς οποιοδήποτε κίνδυνο επαναφοράς της κατηγορίας, εκτός της ανατροπής κατ' έφεση. Ως ζήτημα λογικής τάξης όμως, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος «αθώωση» για την περίπτωση του autrefois convict, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αθωωθεί για αδίκημα για το οποίο ήδη έχει καταδικαστεί ή για την περίπτωση του autrefois acquit, εφόσον δεν μπορεί να αθωωθεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα. Όμως, η ουσία παραμένει η οριστική απαλλαγή υπό την έννοια που έχει στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος. Σημειώνουμε ότι στην προαναφερθείσα υπόθεση Κονέ η έφεση αφορούσε απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να απαλλάξει τους κατηγορούμενους κατ' εφαρμογή του autrefois acquit.
Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρούμε ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Ε.Δ. Λεμεσού στην ποινική υπόθεση 29213/2014 αποτελούσε «απαλλαγή» εν τη εννοία του Άρθρου 12.2 και «αθωωτική απόφαση» για τους σκοπούς των Άρθρων 131 και 137 του Κεφ. 155 (Άρθρο 137(1)(α)(iii)). Συνεπώς δεν προβάλλει μόνο το ζήτημα του εναλλακτικού τρόπου προσβολής της, αλλά και το πρόβλημα που υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αποδοχή καταχώρισης αίτησης για προνομιακό ένταλμα, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της απαίτησης του Νόμου για έγκριση της έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.