ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A263
(2016) 1 ΑΑΔ 1325
31 Μαΐου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΑΓΡΟΤΟΥ,
2. ΞΕΝΙΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΑΓΡΟΤΟΥ,
Εφεσείουσες,
v.
ΙΩΑΝΝΑΣ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΑΓΡΟΤΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 288/2010)
Συμβάσεις ― Πληρεξουσιότητα ― Παράβαση ― Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε παράβαση πληρεξουσιοδότησης από τον αποβιώσαντα ο οποίος εκρίθη ως ικανό πρόσωπο κατά τον χρόνο εκείνο, κατέληξε σε εύρημα συνομωσίας και δόλου των εφεσειουσών ως ανεξάρτητα ζητήματα ώστε να επιλύσει την επίδικη διαφορά επιλεκτικά, ενώ οι δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης και ιδιαιτέρως οι λεπτομέρειες δόλου, έκαναν επίκληση σε ανικανότητα του αποβιώσαντα και/ή εκμετάλλευση της κακής σωματικής και πνευματικής υγείας του ― Επέμβαση Εφετείου με απόφαση πλειοψηφίας ― Διαταγή για επανεκδίκαση ― Απόφανση Εφετείου ότι η πλημμέλεια του Δικαστηρίου να εξετάσει την εν λόγω έγγραφη μαρτυρία, άγγιζε κύριες πτυχές των υπερασπιστικών θέσεων των εφεσειουσών.
Απόδειξη ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Κατά πόσον υπήρχε στην προκειμένη, εξ' αρχής μη αποδεκτότητα μαρτυρίας ― Απόφανση Εφετείου ότι οι δηλώσεις του αποβιώσαντος, οι οποίες επιχειρήθηκαν να παρουσιαστούν παρουσιάσουν ως μαρτυρία εξ ακοής, έπρεπε να είχαν εξεταστεί ― Το στάδιο στο οποίο καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο ζητήματα δεκτότητας μαρτυρίας είναι το στάδιο της προσκόμισης της μαρτυρίας ― Αφής στιγμής το Δικαστήριο ορθά έκανε αποδεκτή την εν λόγω μαρτυρία θα έπρεπε στη συνέχεια να την προσεγγίσει και να την εξετάσει υπό το φως των παραμέτρων που θέτουν τα Άρθρα 26 και 27 του Κεφ.9.
Απόδειξη ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Από τις πρόνοιες του Άρθρου 26 του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 32(I)/2004, καθίσταται σαφές ότι η εξ ακοής μαρτυρία που θα παρουσιαστεί υπό μορφή δήλωσης, προϋποθέτει και την ύπαρξη του προσώπου που είχε προβεί στη δήλωση, ούτως ώστε να είναι δυνατή η κλήτευση του για αντεξέταση, αν η άλλη πλευρά επιθυμεί τούτο.
Απόδειξη ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Άρθρο 24 ― Η επιφύλαξη που θέτει το Άρθρο 24 και το δικαίωμα του διαδίκου να εξετάσει αποβιώσαντα μάρτυρα και η ενδεχόμενη αδυναμία για προστασία των δικαιωμάτων των Άρθρων 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και 30.2 του Συντάγματος, αποτελούν ζητήματα που ιδιαιτέρως επιφυλάσσονται σε ποινική διαδικασία.
Πολιτική Δικονομία ― Αναγκαίοι διάδικοι ― Το ζήτημα της συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων προς οριστική επίλυση της διαφοράς πρέπει να εγείρεται εγκαίρως και αμέσως μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαιτήσεως με υποβολή σχετικής αίτησης για απόρριψη της αγωγής στα αρχικά στάδια, ώστε να μην αφεθεί η αγωγή να προχωρήσει σε εκδίκαση με αποτέλεσμα την κατασπατάληση δικαστικού χρόνου και εξόδων.
Απόδειξη ― Αναγκαίοι διάδικοι ― Συμβάσεις ― Παράβαση πληρεξουσιότητας ― Παραβίαση εντολής από πρόσωπο που είχε αποβιώσει ― Δεν προωθήθηκαν ούτε εξετάστηκαν οι θέσεις του αποβιώσαντα κατά την ακροαματική διαδικασία μέσω του εκτελεστή ή διαχειριστή της περιουσίας του ― Για ζητήματα μάλιστα που τον αφορούσαν άμεσα, και για τα οποία το Δικαστήριο προέβη σε σωρεία δυσμενών ευρημάτων ― Απόφανση Εφετείου ότι η συνένωση όλων των αναγκαίων διαδίκων, ήταν αναγκαία.
Η παρούσα έφεση αφορούσε περιουσιακή διαφορά μεταξύ μητέρας και της μιας της θυγατέρας, από τη μια πλευρά, ως εφεσειουσών, και της άλλης θυγατέρας της, από την άλλη πλευρά, ως εφεσίβλητης. Πρωτοδίκως, η τελευταία είχε το ρόλο της ενάγουσας στην αγωγή αρ. 8955/2003, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία στρεφόταν εναντίον των εφεσειουσών, ως εναγομένων 1 και 2, αντίστοιχα.
Η εφεσίβλητη, με την προαναφερθείσα αγωγή, διεκδικούσε την επανεγγραφή στο όνομα της εννέα ακινήτων, που αποτελούσαν μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας της και τα οποία, χωρίς τη συγκατάθεσή της και εν αγνοία της, κατέληξαν, κατόπιν μη εξουσιοδοτημένων ενεργειών του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της αποβιώσαντα πατέρα της, να είναι εγγεγραμμένα, αρχικά, στο όνομα της μητέρας της, πρώτης εφεσείουσας και, σε σύντομο χρόνο μετά, στο όνομα της αδελφής της, δεύτερης εφεσείουσας. Μετά από ακρόαση, η απαίτηση της εφεσίβλητης έγινε δεκτή και, ως αποτέλεσμα, της αποδόθηκε η πιο πάνω θεραπεία∙ που ήταν και η μόνη που είχε παραμείνει μετά την απόσυρση διαζευκτικής απαίτησης για αποζημιώσεις.
Στο επίκεντρο της διαφοράς τους βρίσκονταν οι συγκεκριμένες πράξεις του πατέρα της εφεσίβλητης, Αντωνάκη Αγρότη, στις οποίες αυτός προέβη μερικούς μήνες πριν αποβιώσει, τη νομιμότητα των οποίων η εφεσίβλητη αμφισβήτησε με την προαναφερθείσα αγωγή της. Ο Αντωνάκης, ήταν ο σύζυγος της πρώτης εφεσείουσας και πατέρας των προαναφερθεισών δύο θυγατέρων της, οι οποίες ήταν τα μόνα παιδιά που είχε το ζεύγος. Αυτός απεβίωσε στις 20.3.2003, ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε μερικούς μήνες αργότερα, στις 20.8.2003. Δε θεωρήθηκε, τότε, αναγκαίο η κληρονομιά του (estate) να προστεθεί ως διάδικος στην αγωγή και η απόφαση αυτή, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίθηκε, πρωτοδίκως, ορθή και έτσι κρίθηκε και κατ' έφεση. Αποφασιστικό παράγοντα για την εν λόγω κρίση αποτέλεσε, η απόσυρση της απαίτησης της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις.
Στο επίκεντρο της όλης υπόθεσης ήταν οι χαρακτηρισθείσες, πρωτοδίκως, ως επιλήψιμες πράξεις του Αντωνάκη. Αυτός, ως επιχειρηματίας, απέκτησε, διά μέσου των χρόνων, μεγάλη ακίνητη περιουσία. Στις 28.8.1985 δε, όταν η θυγατέρα του Ιωάννα, η εφεσίβλητη, ήταν είκοσι χρονών, της μεταβίβασε σημαντικό μέρος αυτής, κάτι που, έκανε και με τη θυγατέρα του Ξένια, τη δεύτερη εφεσείουσα. Για τις μεταβιβάσεις στην εφεσίβλητη, χρησιμοποίησε γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο αυτή του είχε παραχωρήσει δύο μήνες προηγουμένως, στις 25.6.1985.
Δεκαεπτά, περίπου, χρόνια μετά, την 1.8.2002, ο Αντωνάκης, χρησιμοποιώντας το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο, έπραξε το αντίθετο. Ενεργώντας, αυτήν τη φορά, ως δικαιοπάροχος για λογαριασμό της εφεσίβλητης, αφαίρεσε από την ιδιοκτησία της τα προαναφερθέντα εννέα ακίνητα, στα οποία αφορούσε η αγωγή, και τα μεταβίβασε στο όνομα της συζύγου του, της πρώτης εφεσείουσας. Αργότερα, στις 30.8.2002 και στις 4.9.2002, η πρώτη εφεσείουσα τα μεταβίβασε στη θυγατέρα της, δεύτερη εφεσείουσα. Όλες οι πιο πάνω μεταβιβάσεις έγιναν δυνάμει δωρεάς, η δε εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για τη διενέργεια τους και ότι είχε λάβει γνώση γι' αυτές περί τα μέσα Απριλίου του 2003, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα της, θέση η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως.
Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως προς το στοιχείο της συγκατάθεσης της, εξετάζοντας κατά πόσο η συγκεκριμένη μεταβίβαση ήταν νομικά βάσιμη, στη βάση της σχέσης αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου και αν η όλη συμπεριφορά του Αντωνάκη, συνιστούσε παράβαση και κατάχρηση των καθηκόντων και υποχρεώσεων του ως αντιπρόσωπος, κατέληξε σε θετικό εύρημα.
Έκρινε μεταξύ άλλων, ότι η εφεσίβλητη τελούσε υπό πλήρη άγνοια για το συγκεκριμένο γεγονός, το οποίο σαφέστατα απέβαινε σε βάρος των συμφερόντων της, κατά τρόπο ώστε ο Αντωνάκης, δωρίζοντας την περιουσία της σε τρίτο πρόσωπο, εφεσείουσα 1, παρέβη κάθε καθήκον αντιπροσώπου προς αντιπροσωπευόμενη, ενώ το πληρεξούσιο, τεκμήριο 1, δόθηκε, έκρινε για συγκεκριμένους σκοπούς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε στον εαυτό του και το ερώτημα, αν, κατά τον επίδικο χρόνο, ο Αντωνάκης ήταν νοητικά ικανός, σε σημείο που να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των υπό κρίση πράξεων του. Κατέληξε, ότι η προσπάθεια της πλευράς της εφεσίβλητης να αποδείξει ότι ο Αντωνάκης ήταν ανίκανος, απέτυχε επειδή δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε σχετική ικανοποιητική μαρτυρία προς τούτο. Αντιθέτως, θεώρησε το Δικαστήριο, από το σύνολο του ενώπιον του αναντίλεκτου, όπως το χαρακτήρισε, μαρτυρικού υλικού, οδηγούσε σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα:
Ότι σκοπός του δεν ήταν να μεταβιβάσει τα κτήματα της μιας του κόρης στο όνομα της άλλης. Καθότι, αν σε αυτό στόχευε, αναμενόμενο θα ήταν να το πράξει χωρίς να χρειάζεται παρεμβολή της μεταβίβασης στη μητέρα. Θεωρώντας ότι με την εγγραφή των επίδικων κτημάτων στο όνομα της συζύγου του αυτά θα «προστατεύονταν» ικανοποιητικά για όσο χρονικό διάστημα κρινόταν αναγκαίο, έτσι και έπραξε. Γεγονός που επιμαρτυρούσε την πνευματική του διαύγεια και την ικανότητά του να αντιληφθεί τις συνέπειες και προεκτάσεις των πράξεών του.
Στη βάση δε των ανωτέρω, κατέληξε σε εύρημα ότι οι εφεσείουσες κάθε άλλο από καλόπιστες τρίτες στη συναλλαγή ήσαν.
Αντίθετα, σε πρώτο στάδιο πίεζαν τον Αντωνάκη, εκμεταλλευόμενες και την προβληματική του σωματική κατάσταση, να παρέμβει για διάλυση της σχέσης της ενάγουσας με Αργεντινό. Στη συνέχεια δε, συνωμοτικά, γνωρίζοντας ότι ο αντιπρόσωπος ουδέποτε εξασφάλισε τη συγκατάθεση της αντιπροσωπευομένης για τη μεταβίβαση των επίδικων κτημάτων, τον υποβοήθησαν να παραβιάσει τη σχέση πληρεξουσιότητας, φροντίζοντας, μετέπειτα, να αποκρύψουν τις ανέντιμες ενέργειές τους από την ενάγουσα, κόρη και αδελφή τους αντίστοιχα.
Στη βάση των ανωτέρω, ακύρωσε τις επίδικες μεταβιβάσεις και εξέδωσε διάταγμα επανεγγραφής των ακινήτων, επ' ονόματι της εφεσίβλητης.
Η ορθότητα των συμπερασμάτων και ευρημάτων του Δικαστηρίου προσβλήθηκε με δεκατρείς λόγους έφεσης οι οποίοι κινήθηκαν σε τέσσερεις άξονες:
α) Την παράλειψη του να μην εξετάσει παραδεκτή κατά τα άλλα μαρτυρία (Τεκμήριο 2 και Τεκμήριο 26) ή να μην εξετάσει καθόλου άλλη (Τεκμήριο 11) (2ος, 4ος, 6ος λόγοι έφεσης).
β) Την κατάληξη ότι δεν ήταν απαραίτητη η συνένωση της περιουσίας του αποβιώσαντος, ως αναγκαίου διαδίκου (1ος και 7ος λόγοι έφεσης).
γ) Εν όψει της λανθασμένης κατάληξης του ως προς το (α) οδηγήθηκε σε αντιφατικά ευρήματα και λανθασμένα συμπεράσματα (3ος λόγος και 5ος).
δ) Οι λοιποί λόγοι έφεσης στράφηκαν εναντίον επιμέρους λανθασμένων ευρημάτων ή αξιολόγησης ή παραλείψεων του Δικαστηρίου σε σχέση με την προσαχθείσα εκατέρωθεν μαρτυρία, η οποία δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να προβεί σε ευρήματα δόλου και/ή αναξιοπιστίας της εφεσείουσας 2 (8ος, 9ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος) σε συνάρτηση με τα υπό στοιχεία (α), (β) και (γ) ανωτέρω.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Ναθαναήλ Δ, συμφωνησάσης και της Μιχαηλίδου Δ.:
Η πρωτόδικη απόφαση ήταν λανθασμένη και υποκείμενη σε ακύρωση για τους κάτωθι λόγους:
1. Ενώ το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο Αντωνάκης όντας νοητικά ικανός, προχώρησε στην μεταβίβαση των ακινήτων σκοπεύοντας στην προστασία της περιουσίας του, «σκοπός του δεν ήταν να μεταβιβάσει τα κτήματα της μιας του κόρης στο όνομα της άλλης», «καθότι αν σε αυτό στόχευε αναμενόμενο θα ήταν να το πράξει χωρίς να χρειάζεται παρεμβολή της μεταβίβασης στη μητέρα-εφεσείουσα 1»·και ενώ θεώρησε ότι η αγωγή αφορούσε σε αξιώσεις εναντίον των δύο εφεσειουσών και μόνο, κινήθηκε αντιφατικά.
2. Κατά πρώτον, ενώ διέγνωσε παράβαση των υποχρεώσεων του αποβιώσαντος ως αντιπροσώπου της εφεσίβλητης και ενώ εξέταζε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεταβιβάστηκαν τα ακίνητα, ώστε να εξεύρει την πραγματική πρόθεση του αντιπροσώπου της εφεσίβλητης (αποβιώσαντα) εν τούτοις δεν εξέτασε μαρτυρία την οποία επικαλούνταν οι εφεσείουσες, ως δικογραφημένη θέση και υπερασπιστική γραμμή, ότι αυτή ήταν όντως, η πρόθεση του αποβιώσαντα.
3. Θέση την οποία έτειναν να υποστηρίξουν τα Τεκμήρια 2 και 26, των οποίων επιτράπηκε μεν η κατάθεση, αλλά στη συνέχεια το Δικαστήριο τα απέκλεισε και δεν τα εξέτασε υιοθετώντας το σκεπτικό της απόφασης Muskita (κατωτέρω).
4. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν έχουμε περίπτωση εξ αρχής μη αποδεκτότητας μαρτυρία. Εδώ το λάθος του Δικαστηρίου εντοπίζεται στο ότι ενώ έγιναν δεκτά τα Τεκμήρια 2 και 26, στη συνέχεια απεκλείσθησαν.
5. Οι δηλώσεις του αποβιώσαντος, τις οποίες ηθέλησαν να παρουσιάσουν ως μαρτυρία εξ ακοής, έπρεπε να είχαν εξεταστεί. Το στάδιο στο οποίο καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο ζητήματα δεκτότητας μαρτυρίας, είναι το στάδιο της προσκόμισης της μαρτυρίας.
6. Αφ' ης στιγμής το Δικαστήριο ορθά έκανε αποδεκτή την εν λόγω μαρτυρία (Τεκμήρια 2, 26 και 11) θα έπρεπε στη συνέχεια να την προσεγγίσει και να την εξετάσει υπό το φως των παραμέτρων που θέτουν τα Άρθρα 26 και 27 του Νόμου.
7. Το Τεκμήριο 11 υπογραφόταν από τον αποβιώσαντα και τις δύο του θυγατέρες, εφεσείουσα 2 και εφεσίβλητη, τα δε άλλα δυο Τεκμήρια (Τεκμήρια 2 και 26) δεν αφορούσαν καν χειρόγραφες σημειώσεις, ήσαν έγγραφα τα οποία υπογράφησαν ενώπιον αρμοδίων προσώπων και μαρτύρων και κατατέθησαν κατά την ημερομηνία των επίδικων μεταβιβάσεων.
8. Το Δικαστήριο όφειλε, εφόσον επέτρεψε την κατάθεση τους, να αξιολογήσει μόνο τη βαρύτητα που θα τους προσέδιδε ως εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορούσε εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της, στο πλαίσιο και τις παραμέτρους που το ίδιο το Άρθρο 27 του Νόμου.
9. Είναι εδώ που υπεισέρχεται η επιφύλαξη που θέτει το Άρθρο 24 και το δικαίωμα του διαδίκου (εδώ της εφεσίβλητης) να εξετάσει αποβιώσαντα μάρτυρα και η ενδεχόμενη αδυναμία της να προστατεύσει τα δικαιώματα της (Άρθρο 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ζητήματα που ιδιαιτέρως επιφυλάσσονται σε ποινική διαδικασία.
10. Η εξ ακοής μαρτυρία είναι η εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαιότητας της παρουσίασης του μάρτυρα ώστε αυτός να υποστεί τη βάσανο της κριτικής αντεξέτασης. Η μη παρουσίαση του επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ' αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο υπ' αρ. 32(Ι)/2004, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως προηγουμένως αυτοί ίσχυαν.
11. Τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί κατά πάντα χρόνο από την εφεσίβλητη ή το συνήγορο της. Αντιθέτως, όπως διαπιστωνόταν από τα πρακτικά, το Τεκμήριο 26 προσήχθη κατά την αντεξέταση της εφεσείουσας 2, ενώ το Τεκμήριο 2 κατατέθηκε από την ίδια την εφεσίβλητη.
12. Δεν παραγνωριζόταν κατάληξη του Δικαστηρίου για το αναξιόπιστο της εφεσείουσας 2, ΜΥ1, ότι δεν έγιναν πιστευτοί οι ισχυρισμοί της ως προς την ισχυριζόμενη δήλωση του αποβιώσαντος προς την ιδία: ότι η εφεσίβλητη συμφώνησε στην μεταβίβαση των επιδίκων κτημάτων. Το Δικαστήριο αντιθέτως δέχθηκε, επ΄ αυτού του ζητήματος, ως αξιόπιστη την εφεσίβλητη προβαίνοντας σε εύρημα μη συγκατάθεσης της. Τούτο όμως δεν μπορεούσε να διαφοροποιεί το ζήτημα.
13. Η πλημμέλεια του Δικαστηρίου να εξετάσει την εν λόγω έγγραφη μαρτυρία, αγγίζει κύριες πτυχές των υπερασπιστικών θέσεων των εφεσειουσών και ιδιαιτέρως τη θέση όπως δικογραφήθηκε και προωθήθηκε επ' ακροατηρίω, ως προς την πραγματική πρόθεση του αποβιώσαντος, όπως ήταν δυνατόν να εξαχθεί, εάν το Δικαστήριο δεν απέκλειε τα εν λόγω Τεκμήρια ώστε να καταρριφθούν οι θέσεις της εφεσίβλητης περί του αντιθέτου και ιδιαιτέρως καθιστά διαβλητό το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου περί της πρόθεσης του Αντωνάκη.
14. Η απόφαση θα έπρεπε να ανατραπεί και για ακόμα ένα λόγο. Το Δικαστήριο παραπέμποντας στην Ιακώβου κ.ά. v. Ζαπρή (2008) 1 Α.Α.Δ. 926 έκρινε ότι τα γεγονότα της είχαν ομοιότητα με την υπό κρίση περίπτωση. Η Ιακώβου (ανωτέρω), όπως και άλλες αποφάσεις στις οποίες κάνει αναφορά, δυνατόν να μην διαφέρουν με την υπό κρίση, ως προς τα γεγονότα. Εκεί όμως ευρίσκονταν όλα τα διάδικα μέρη ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντος 2, πληρεξουσιοδόχου, οπότε το Δικαστήριο ήταν σε θέση, έχοντας όλα τα αναγκαία μέρη ενώπιον του να καταλήξει σε ακύρωση των επίδικων μεταβιβάσεων.
15. Το Δικαστήριο ουσιαστικά αποδέχεται τις αξιώσεις της εφεσίβλητης, στηριζόμενο σε παραβίαση πληρεξουσιότητας ικανού προς τούτο πληρεξουσιοδόχου και στη βάση των ανωτέρω, θεωρεί ότι η περίπτωση εμπίπτει στις παραμέτρους της Ιακώβου (κατωτέρω).
16. Η επιλήψιμη όμως πράξη και η γενεσιουργός αιτία, ήταν η παραβίαση της πληρεξουσιότητας, η ένοχη δε γνώση των εδώ εφεσειουσών, ότι τα κτήματα ανήκαν στην εφεσίβλητη τελούσε υπό την αίρεση και την πεποίθηση, όπως ήθελαν να προβάλουν οι εφεσείουσες, της πραγματικής πρόθεσης του Αντωνάκη όπως εξ υπαρχής ήταν η υπερασπιστική τους γραμμή και όπως υποστήριζαν οι όροι του Τεκμηρίου 11 και η καταγραφή των Τεκμηρίων 2 και 26.
17. Δεν τελούσε υπό εξέταση η ισχύς ή η έκταση των συνεπειών από τυχόν παράβαση της συμφωνίας, Τεκμήριο 11, ούτε και οι συνήγοροι των εφεσειουσών υποστήριξαν κάτι τέτοιο, ούτε η εμβέλεια και η τυχόν επίδραση των Τεκμηρίων 2 και 26, αν αυτά δεν αποκλείονταν και εξετάζονταν σε αντιπαραβολή με τις δικογραφημένες θέσεις των εφεσειουσών, στην κατάληξη του Δικαστηρίου.
18. Εκείνο που τελούσε υπό εξέταση είναι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα απέκλεισε τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της υπεράσπισης των εφεσειουσών.
19. Υποστηριζόταν, από τις εφεσείουσες (1ος λόγος έφεσης), ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρξε μαρτυρία ως προς τα ποια πρόσωπα αντλούσαν οποιοδήποτε κληρονομικό δικαίωμα από τον αποβιώσαντα ή ποιοι ήσαν οι κληροδόχοι του.
20. Με αυτά τα δεδομένα και με την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Αντωνάκης είχε πνευματική επάρκεια, διαύγεια και ικανότητα να αντιληφθεί τις συνέπειες και προεκτάσεις των πράξεων του, δεν προωθήθηκαν ούτε εξετάστηκαν οι θέσεις του κατά την ακροαματική διαδικασία μέσω του εκτελεστή ή διαχειριστή της περιουσίας του. Για ζητήματα μάλιστα που τον αφορούσαν άμεσα, (παραβίαση εντολής της εφεσίβλητης-πληρεξουσιοδοτούσας) και για τα οποία το Δικαστήριο προέβη σε σωρεία δυσμενών ευρημάτων τα οποία παρακολουθούν λεπτομερώς την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης (παραβίαση πληρεξουσιότητας).
21. Εν όψει δε της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση στην εφεσείουσα 1, έγινε με τη θέληση του Αντωνάκη, γιατί ακριβώς στόχευε στην προστασία της περιουσίας, η συνένωση ήταν εκ των ουκ άνευ. Υποστηρίχθηκε και πρωτοδίκως και κατ' έφεση, ότι στο νομικό μας σύστημα δεν είναι γνωστό και/ή δεν επιτρέπεται όπως αγωγές όπως η υπό κρίση, για παράβαση αντιπροσωπείας, να εγείρονται εναντίον συγγενών ή κληρονόμων του αποβιώσαντος, τουναντίον, επιτακτικά απαιτείται να εγείρονται εναντίον του εκτελεστή και/ή διαχειριστή του αποβιώσαντος.
22. Αν έχουν συνενωθεί ή όχι στην αγωγή όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι συναρτάται άμεσα με τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις.
23. Η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις ως προς τους διαδίκους, ώστε να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων.
24. Η δε επιλογή των εναγομένων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα το οποίο ανήκει βασικά στον ενάγοντα.
25. Στην Πέτσα κ.ά. v. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 701, παρατηρήθηκε ότι η μη συνένωση διαδίκων, δεν καταστρέφει την αιτία αγωγής, αλλά αντιμετωπίζει με κατάλληλη Διαταγή, δυνάμει της Δ.9 θ.10 στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει κατά πάντα στάδιο, είτε κατόπιν αιτήσεως είτε και αυτεπαγγέλτως, την προσθήκη οποιουδήποτε προσώπου ως διαδίκου, η παρουσία του οποίου θεωρείται αναγκαία για την πλήρη και αποτελεσματική επίλυση όλων των θεμάτων που εγείρονται στην αγωγή.
26. Το ζήτημα της συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων προς οριστική επίλυση της διαφοράς πρέπει να εγείρεται εγκαίρως και αμέσως μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαιτήσεως με υποβολή σχετικής αίτησης για απόρριψη της αγωγής στα αρχικά στάδια, ώστε να μην αφεθεί η αγωγή να προχωρήσει σε εκδίκαση με αποτέλεσμα την κατασπατάληση δικαστικού χρόνου και εξόδων.
27. Το στάδιο που επέλεξαν οι συνήγοροι των εφεσειουσών να εγείρουν το ζήτημα με το κλείσιμο της υπόθεσης τους, είναι εκτός των παραμέτρων της νομολογίας.
28. Εδώ η αιτία αγωγής ήταν ο δόλος των εφεσειουσών με αξιούμενη θεραπεία την ακύρωση των μεταβιβάσεων, ορθά λοιπόν καταλήγει το Δικαστήριο, με λανθασμένη έστω αιτιολογία, ότι όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου.
29. Οι εφεσείουσες είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν, αν το επιθυμούσαν, καταχωρώντας αίτηση για προσθήκη συνεναγόμενου ώστε τα όσα προβάλλουν ως υπεράσπιση να προωθηθούν ως θέσεις του διαχειριστή της περιουσίας και/ή ως ανταξίωση.
30. Η αναγκαιότητα να παραμείνει η δίκη μέσα στην πορεία που προδιαγράφουν τα δικόγραφα, έχει απασχολήσει επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων με ξεκαθαρισμένο πλέον το νομολογιακό πλαίσιο.
31. Στην υπό κρίση περίπτωση, το Δικαστήριο, ενώ εξέτασε παράβαση πληρεξουσιοδότησης του ικανού, κατά τα άλλα, Αντωνάκη, κατέληξε σε εύρημα συνομωσίας και δόλου των εφεσειουσών ως ανεξάρτητα ζητήματα ώστε να επιλύει την επίδικη διαφορά επιλεκτικά, ενώ οι δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης και ιδιαιτέρως οι λεπτομέρειες δόλου, έκαναν επίκληση σε ανικανότητα του Αντωνάκη και/ή εκμετάλλευση της κακής σωματικής και πνευματικής υγείας του.
32. Με δεδομένο δε ότι, παρέλειψε να εντάξει στην όλη εικόνα τα Τεκμήρια 2, 11 και 26, οδηγήθηκε σε αντιφατικά και αυθαίρετα συμπεράσματα λαμβανομένου υπόψη ιδιαιτέρως, ότι κύρια βάση της αξίωσης ήταν ο δόλος των εφεσειουσών.
Οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 6 είχαν επιτυχή κατάληξη.
Β. Υπό Γιασεμή Δ.:
1. Υπό τις περιστάσεις, της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς εστίασε την προσοχή του στο μοναδικό, ουσιαστικά, νομικό ζήτημα, το οποίο, εμφανώς, αναδεικνυόταν από τα ουσιώδη γεγονότα, όπως αυτά προβάλλονταν στην έκθεση απαιτήσεως, ήτοι στη νομιμότητα της πράξης, ανωτέρω, του Αντωνάκη, ιδωμένης υπό το πρίσμα των προνοιών των σχετικών άρθρων του Μέρους ΧΙΙΙ του Κεφ. 149.
2. Η σημασία και η επίδραση των άρθρων αυτών, σε περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας, εξετάστηκαν στην πολύ παρόμοια, από την άποψη αυτή, υπόθεση Ιακώβου κ.ά. v. Ζάπρη (2008) 1 Α.Α.Δ. 926, από την οποία και αντλήθηκε καθοδήγηση πρωτοδίκως, με την υιοθέτηση σχετικών αποσπασμάτων της.
3. Και στην υπόθεση εκείνην, ο εφεσείων 2 χρησιμοποίησε γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, που του είχε παραχωρήσει η εφεσίβλητη πριν από είκοσι χρόνια, περίπου, για την απόσπαση της περιουσίας της προς όφελός του. Υπήρχε δε και στο έγγραφο εκείνο ο ίδιος εξουσιοδοτικός όρος, όπως και εν προκειμένω.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τη σχετική νομολογία, αποδέχτηκε την απαίτηση της εφεσίβλητης και, ακυρώνοντας τις εγγραφές στο όνομα της δεύτερης εφεσείουσας, της απέδωσε τα εννέα επίδικα ακίνητα, εφόσον αυτή ήταν η νόμιμη δικαιούχος τους. Η απόφασή του ήταν νομικά ορθή.
5. Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε ότι ο Αντωνάκης, χρησιμοποιώντας, χωρίς τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης και εν αγνοία της, το προαναφερθέν πληρεξούσιο έγγραφο, για τη διενέργεια των εν λόγω μεταβιβάσεων, ουσιαστικά, παράβηκε την υποχρέωση εμπιστοσύνης, που ο Νόμος είχε εναποθέσει σε αυτόν, ως αντιπρόσωπο, όπως επιβεβαιώνεται από την προαναφερθείσα σχετική νομολογία.
6. Διαπιστώθηκε ότι ο Αντωνάκης είχε ενεργήσει, ως άνω, και με την παρακίνηση των εφεσειουσών. Ο τρόπος με τον οποίο αυτές μπορεί να ενήργησαν, δηλαδή συνωμοτικά και με δολιότητα, όπως, επίσης, αναφέρεται στην έκθεση απαιτήσεως, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο οποιοσδήποτε τρόπος χρησιμοποιήθηκε για την παρακίνηση του Αντωνάκη να ενεργήσει ως ανωτέρω, ουσιαστικά, συνιστούσε προτροπή προς αυτόν να παραβεί τη συμφωνία αντιπροσώπευσης, που ο ίδιος είχε με την εφεσίβλητη μέσω του πληρεξουσίου εγγράφου. Παρά το ότι αυτό προκύπτει από τη δικογραφία της εφεσίβλητης, καθώς, επίσης, από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, εντούτοις δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε απαίτηση, σχετικά, εναντίον των εφεσειουσών.
7. Οι εφεσείουσες συμπεριλήφθηκαν ως εναγόμενες στην υπό αναφορά αγωγή, ακριβώς, για το λόγο ότι είχαν καταστεί, διαδοχικά, οι εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες των επιδίκων ακινήτων, εν γνώσει τους για το παράνομο της πράξης, ανωτέρω, του Αντωνάκη, δυνάμει δωρεάς και όχι ως αγοράστριες αυτών, έναντι ανταλλάγματος και καλή τη πίστει.
8. Είναι δε με αυτήν την έννοια που η δεύτερη εφεσείουσα, ειδικά, είχε χαρακτηριστεί ως μη καλόπιστη τρίτη, με συνακόλουθο να μην καταστεί, κατά νόμο, ιδιοκτήτρια των επιδίκων ακινήτων∙το ίδιο, βέβαια, ίσχυε, προηγουμένως, και για την πρώτη εφεσείουσα.
9. Γι' αυτόν, ακριβώς, το λόγο το διάταγμα, που είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της εφεσίβλητης στην επίδικη ακίνητη περιουσία της, στρεφόταν εναντίον μόνον της δεύτερης εφεσείουσας, στο όνομα της οποίας η περιουσία αυτή βρίσκεται καταχωρημένη στο σχετικό Μητρώο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου.
10. Το καίριο ερώτημα, στο επίκεντρο της πιο πάνω μαρτυρίας, ήταν κατά πόσο οι εν λόγω μεταβιβάσεις είχαν γίνει με τη συγκατάθεση ή όχι της εφεσίβλητης και με τη γνώση της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την αλήθεια της εκδοχής της εφεσίβλητης, έκρινε ότι αυτή συμφωνούσε με τη λογική των πραγμάτων, όπως το εξηγεί στην απόφασή του. Στο πλαίσιο αυτό, την αντιπαρέβαλε με τη μαρτυρία της δεύτερης εφεσείουσας, την οποία δεν αποδέχτηκε, για τους ίδιους, βασικά, λόγους.
11. Είναι γεγονός ότι, κατά την εξέταση της μαρτυρίας, όπως η άσκηση αυτή φαίνεται μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στα έγγραφα τεκμήρια 11 και 26 και, πραγματικά, δεδομένου του περιεχομένου τους, δε διαπιστώνεται τέτοια αναφορά να ήταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, χρήσιμη.
12. Συγκεκριμένα, το τεκμήριο 11, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γραπτή Αμετάκλητη Συμφωνία», είχε συνομολογηθεί μεταξύ του Αντωνάκη και της συζύγου του, πρώτης εφεσείουσας, από τη μια πλευρά, ως δικαιοπαρόχων, και των θυγατέρων τους, δηλαδή της δεύτερης εφεσείουσας και της εφεσίβλητης, αντίστοιχα, από την άλλη πλευρά, ως δικαιοδόχων, στις 5.6.1985.
13. Όπως προκύπτει από τις παραγράφους 3 και 6 αυτής της συμφωνίας, οι πρώτοι δύο, νωρίτερα την ημέρα εκείνην, είχαν μεταβιβάσει κάποια ακίνητά τους στις θυγατέρες τους. Σε άλλο μέρος της συμφωνίας, ήτοι στις παραγράφους 4, 5 και 11, οι δικαιοδόχοι αναλάμβαναν υποχρέωση να μην αποξενώσουν τα μεταβιβασθέντα σε αυτές ακίνητα, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση των δικαιοπαρόχων. Στην περίπτωση αποξένωσής τους, θα ήταν υπόχρεες για την καταβολή σε αυτούς αποζημιώσεων.
14. Το πιο πάνω έγγραφο, είναι φανερό, από το περιεχόμενό του, ότι καμία σχέση δεν έχει με τα επίδικα ακίνητα. Αυτό φέρεται να αφορά σε ακίνητα τα οποία ο Αντωνάκης και η σύζυγός του είχαν μεταβιβάσει στις δύο θυγατέρες τους στις 5.6.1985, ενώ είναι κοινώς παραδεκτό ότι τα επίδικα ακίνητα είχαν μεταβιβαστεί, μόνον από τον Αντωνάκη, στην εφεσίβλητη στις 28.8.1985.
15. Εν πάση περιπτώσει, δεν κατέστη γνωστό η εφεσίβλητη να αποξένωσε, κατά οποιοδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία της είχε μεταβιβάσει ο Αντωνάκης οποτεδήποτε. Η σχέση δε, την οποία αυτή είχε με τον αλλοδαπό και την οποία οι εφεσείουσες δεν ενέκριναν, δε συνιστά αποξένωση της εν λόγω περιουσίας, συμφώνως του υπό αναφορά εγγράφου, τεκμήριο 11.
16. Το δεύτερο έγγραφο, τεκμήριο 26, αφορά σε μια δήλωση του Αντωνάκη, την οποία αυτός έκαμε στις 22.1.2003, δηλαδή κάποιους μήνες μετά που ο ίδιος είχε προβεί, την 1.8.2002, στη μεταβίβαση των ακινήτων της εφεσίβλητης στην πρώτη εφεσείουσα.
17. Αυτό που ο Αντωνάκης, προφανώς, ήθελε να προβάλει ιδιαίτερα, με τη συγκεκριμένη, εκ των υστέρων, ενυπόγραφη δήλωσή του, είναι ότι, κατά τις προηγηθείσες μεταβιβάσεις, την 1.8.2002, αυτός είχε σώας τας φρένας και ότι οι μεταβιβάσεις είχαν γίνει με δική του πρωτοβουλία.
18. Όσον αφορούσε στο πρώτο θέμα, της νοητικής κατάστασης του Αντωνάκη κατά τον ουσιώδη χρόνο, το εκδικάσαν Δικαστήριο, συμφωνώντας με την Υπεράσπιση, διαπίστωσε, σε αντίθεση με τη θέση που πρόβαλε η εφεσίβλητη στην έκθεση απαιτήσεώς της, ότι, κατά τον εν λόγω χρόνο, ο Αντωνάκης, αν και δεν ήταν σε καλή κατάσταση υγείας, εντούτοις ήταν νοητικά ικανός και αντιλαμβανόταν τις συνέπειες των πράξεών του.
19. Όσον αφορούσε στο δεύτερο θέμα, στο οποίο ο Αντωνάκης, επίσης, επισύρει την προσοχή, η σημασία του είναι, μάλλον, για να ενισχύσει την προηγούμενη δήλωσή του ότι είχε τη νοητική ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις πράξεις του, προσθέτοντας, συγχρόνως, ότι οι διενεργηθείσες μεταβιβάσεις έγιναν με δική του πρωτοβουλία.
20. Επομένως, οι θέσεις που ο Αντωνάκης προβάλλει με τις δηλώσεις του στο έγγραφο τεκμήριο 26, ουσιαστικά, έγιναν δεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δε μετέβαλαν, όμως, τη διαπίστωσή του ότι τα επίδικα ακίνητα μεταβιβάστηκαν παράνομα, κατά τον τρόπο που έχει προαναφερθεί, στη δεύτερη εφεσείουσα, η οποία δεν τα εδικαιούτο. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, τελικά, ούτε και το εν λόγω έγγραφο ήταν, ως προς την περιεχομένη σε αυτό μαρτυρία, σημαντικό.
21. Το τρίτο έγγραφο, τεκμήριο 2, για το οποίο, επίσης, υπάρχει παράπονο ότι αυτό δε λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, σε αντίθεση με τα προηγούμενα δύο, φαίνεται να έχει κάποια σχετικότητα με τα επίδικα θέματα. Περιέχει ένορκη δήλωση, την οποία έκαμε ο Αντωνάκης ενώπιον Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 31.7.2002, δηλαδή την προηγούμενη ημέρα της μετάβασής του στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, όπου αυτός διενήργησε τις αμφισβητούμενες μεταβιβάσεις.
22. Προφανώς, χωρίς το έγγραφο αυτό, το οποίο κατατέθηκε ως μαρτυρία από την ίδια την εφεσίβλητη, δε θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν, την 1.8.2002, οι εν λόγω μεταβιβάσεις. Ό,τι δε είναι εδώ σημαντικό από το περιεχόμενό του είναι η αναφορά του στην παράγραφο (δ) αυτού, όπου είχε δηλώσει: «Είναι σε γνώση του αντιπροσωπευόμενου η σκοπούμενη δικαιοπραξία.»
23. Είναι γεγονός ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου και, άρα, ούτε τη συγκεκριμένη δήλωση σε αυτό, που παρατίθεται πιο πάνω.
24. Δεν την αγνόησε, όμως. Είναι φανερό ότι την εξέτασε κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, με την οποία καταβλήθηκε προσπάθεια να αντικρουστεί η εκδοχή της εφεσίβλητης ότι αυτή δεν είχε συγκατατεθεί και ούτε είχε λάβει γνώση για τις διενεργηθείσες μεταβιβάσεις.
25. Στο πλαίσιο δε της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, σχετικά, ότι η μη συγκατάθεση της τελευταίας και η άγνοιά της ως προς τις μεταβιβάσεις των επίδικων κτημάτων, οι οποίες έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 2002, επιβεβαιώνεται μέσα από την πορεία των γεγονότων, όπως αυτά παρέμειναν χωρίς αμφισβήτηση.
26. Αν ήταν βάσιμη, επεσήμανε, η θέση των εναγομένων ότι γνώριζε η ενάγουσα και συγκατατέθηκε στην απαίτηση του Αντωνάκη για μεταβίβαση της περιουσίας της αφού δεν διέκοπτε το δεσμό της με τον Αργεντινό, δεν εξηγείται λογικά γιατί να μην μεταβεί η ίδια στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο προς διενέργεια των σχετικών πράξεων μεταβίβασης και αντί αυτής να το πράξει ο υπερήλικας πατέρας με όλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.
27. Ούτε συνήδε, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τη λογική η χρησιμοποίηση ενός πληρεξουσίου το οποίο δόθηκε προ δεκαεπτά περίπου ετών. Πολύ περισσότερο, αφού δεν έγινε αρχικά δεκτό το πληρεξούσιο χωρίς τη συνοδεία ένορκης δήλωσης, να χρειάζεται ο ηλικιωμένος και ταλαιπωρημένος αυτός άνθρωπος να μεταβαίνει στο Δικαστήριο προκειμένου να υπογράψει τέτοια ένορκο δήλωση.
28. Ο Πρόεδρος αντιπαρέβαλε τα πιο πάνω, καθώς και άλλα στοιχεία από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της, τα οποία ρητώς αναφέρει στην απόφασή του, με τη μαρτυρία της δεύτερης εφεσείουσας, την οποία απέρριψε, τόσο στη βάση αυτή όσο και με αναφορά στους δικούς της όρους.
29. Για την ακρίβεια, δεν πίστεψε τα όσα η δεύτερη εφεσείουσα κατέθεσε ενώπιόν του αναφορικά με την ισχυριζόμενη συγκατάθεση και γνώση της εφεσίβλητης για τις διενεργηθείσες μεταβιβάσεις.
30. Η πτυχή που αφορά στην αξιολόγηση και στην αντιπαραβολή της μαρτυρίας των δύο βασικών μαρτύρων στην υπόθεση αυτή, δηλαδή της εφεσίβλητης και της δεύτερης εφεσείουσας, αντίστοιχα, δεν είχε προσβληθεί με συγκεκριμένο λόγο έφεσης.
31. Δεν διαπιστωνόταν οποιαδήποτε παράλειψη, αντίφαση, ασάφεια, αυθαιρεσία ή υπερβολή, που θα έθεταν την άσκηση, σχετικά, του Δικαστηρίου εκτός λογικών πλαισίων.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα κατά πλειοψηφία. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ιακώβου κ.ά. v. Ζαπρή (2008) 1 Α.Α.Δ. 926,
Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsaco Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481,
A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 415,
Kostovski v. The Netherlands [1990] 12 EHRR 434,
Doorson v. The Netherlands [1996] 22 EHRR 330,
Pakistan Cables Ltd v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 A.A.Δ. 1711,
Παπαχριστοφόρου κ.ά. v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906,
Χατζηδαυΐδ v. Χατζηδαυΐδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1176,
Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστόπουλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 479,
Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579,
Τιτσινίδης v. Ρεσιάτ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429,
Οδυσσέως v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1372,
Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772,
Πέτσα κ.ά. v. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 701,
Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28,
Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2258, ECLI:CY:AD:2014:A788,
Πρωτοπαπά κ.ά. v. Πρωτοπαπά κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1329,
Muskita Alumin. Ind. Ltd κ.ά. v. Alsako Alumin. Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481,
Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246,
Αντωνίου v. Γεστάμη και Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070,
Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236.
Έφεση.
Έφεση από τις Εναγόμενες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8955/2003), ημερομηνίας 30/9/2010.
Χρ. Μελίδης με Κ. Καντούνα, για τις Εφεσείουσες.
Αλ. Μαρκίδης με Ε. Ευθυμίου (κα) και Μ. Ζήρα (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ, θα δοθεί από τη Μιχαηλίδου Δ.
Ο Γιασεμή, Δ. θα δώσει διιστάμενη απόφαση.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η καταιγίδα που ξέσπασε μετά το θάνατο του Αντωνάκη Αγρότη και έλαβε τη μορφή δικαστικής διαμάχης, ως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει ως επίκεντρο την ακίνητη περιουσία του τελευταίου, με αντιμαχόμενα στρατόπεδα από τη μια την ενάγουσα-εφεσίβλητη (θυγατέρα) και από την άλλη τις εναγόμενες-εφεσείουσες εφεσείουσα 1 (σύζυγο) και εφεσείουσα 2 (θυγατέρα). Αιτία της οικογενειακής διαφοράς ήταν η επιλογή της εφεσίβλητης να δημιουργήσει δεσμό με αλλοδαπό άντρα, που δεν τύγχανε της έγκρισης των εφεσειουσών: θεωρούσαν ότι ο εν λόγω αλλοδαπός επιβουλευόταν την περιουσία της και είχε αντίκτυπο στον αποβιώσαντα, έτσι οι εφεσείουσες πίεζαν και/ή εκβίαζαν τον Αντωνάκη προσπαθώντας να τον στρέψουν εναντίον της εφεσίβλητης ώστε να τη μεταπείσει, παρόλο που εκείνος δεν αναμιγνυόταν στη σχέση της.
Προωθείται ως δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης, ότι οι εφεσείουσες, κάτω από αυτές τις συνθήκες, εκμεταλλευόμενες το γήρας και τη σοβαρή κατάσταση της υγείας του Αντωνάκη τον παρότρυναν και/ή τον πίεσαν και/ή τον εκβίασαν και/ή τον παρέσυραν να προβεί και προέβη σε τέτοιες πράξεις και ενέργειες που δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί, για να μεταβιβάσει τα επίδικα κτήματα επ' ονόματι της εφεσείουσας 1, κάνοντας χρήση γενικού πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 25.6.1985, το οποίο του είχε παραχωρήσει η εφεσίβλητη, και αυτό, χωρίς τη συγκατάθεση της (§11-18 Έκθεσης Απαιτήσεως). Αποδίδει λοιπόν στις εφεσείουσες ενέργειες που συνιστούσαν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο καταδολίευσης, με σκοπό να αποξενωθεί η εφεσίβλητη, εν αγνοία της, της επίδικης περιουσίας, η οποία (περιουσία) πέρασε τελικά από τη μητέρα της στην αδελφή της, δυνάμει δωρεάς. Στις λεπτομέρειες, χωρίς άλλο προσδιορισμό, όπως ορίζεται στην Έκθεση Απαιτήσεως, των §17 και 18 καταγράφονται εννέα υποπαράγραφοι (α)-(θ). Αναδύεται από τις ανωτέρω αιτιάσεις των §11-18 της Έκθεσης Απαιτήσεως και των λεπτομερειών της §18(α)-(θ) ως πυρήνας των «παράνομων ενεργειών» των εφεσειουσών η συνέργεια τους, υπό μορφή σχεδίου, απειλών και εκβιασμών ώστε η περιουσία να περιέλθει στην κατοχή τους ενώ γνώριζαν ότι δεν ήταν αυτή η θέση του Αντωνάκη και η επιθυμία της εφεσίβλητης (§18(στ) της Έκθεσης Απαιτήσεως).
Για να αποτραπεί λοιπόν ο κίνδυνος, όπως οι εφεσείουσες θεωρούσαν, έπρεπε να ληφθούν κάποια μέτρα, όπως το Δικαστήριο τα καταγράφει:
«Κατά ή περί την 28.8.1985 ο Αντωνάκης μεταβίβασε στην ενάγουσα και ενέγραψε επ' ονόματί της μεγάλο αριθμό ακινήτων, συμπεριλαμβανομένου του ενός δευτέρου μεριδίου του ακινήτου επί της οδού Β. Βουλγαροκτόνου 15, το οποίο αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, μεσοπάτωμα και δύο ορόφους. Στον πρώτο όροφο βρίσκονται τα διαμερίσματα υπ' αρ. 11 και 12 και στο δεύτερο τα διαμερίσματα 21, 22 και 23.
Την 1.8.2002 ο Αντωνάκης, χρησιμοποιώντας γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, Τεκμ. 1, το οποίο του είχε παραχωρήσει στις 25.6.1985 η ενάγουσα, προχώρησε στη μεταβίβαση, δυνάμει δωρεάς, στη σύζυγό του, εναγόμενη 1, μέρους της ακίνητης περιουσίας, την οποία είχε μεταβιβάσει κατά ή περί την 28.8.1985 στην ενάγουσα, συμπεριλαμβανομένου του ενός δευτέρου μεριδίου του ακινήτου της οδού Βουλγαροκτόνου.
[.]
Λίγες μέρες αργότερα, στις 30.8.2002 και 4.9.2002, η εναγόμενη 1 μεταβίβασε, επίσης δυνάμει δωρεάς, ολόκληρη την πιο πάνω περιουσία (η οποία θα αναφέρεται στη συνέχεια ως τα επίδικα ακίνητα), στην κόρη της, εναγόμενη 2. Έκτοτε, η εναγόμενη 2, ως εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, κατέχει τα επίδικα ακίνητα.»
Στη βάση της αξιολογικής αυτής κρίσης και με νομικό υπόβαθρο τη συνωμοσία και το δόλο των εφεσειουσών, η εφεσίβλητη αξίωνε απόφαση και διατάγματα του Δικαστηρίου με τα οποία να ακυρώνονται και/ή να θεωρούνται ως εξ υπαρχής άκυρες, όλες οι μεταβιβάσεις των επίδικων ακινήτων που έγιναν αρχικά την 1.8.2002 «.από την ενάγουσα δυνάμει δήθεν δωρεάς στην εναγόμενη αρ. 1 και μετέπειτα και πάλι δυνάμει δωρεάς από την εναγόμενη αρ. 1 στην εναγόμενη αρ. 2 στις 30.8.2002», καθώς και διάταγμα εναντίον της εφεσείουσας 2, με το οποίο να διατάσσεται η επαναμεταβίβαση και επανεγγραφή επ' ονόματι της εφεσίβλητης των επίδικων ακινήτων. Διαζευκτικώς, αξιώνονταν αποζημιώσεις εναντίον των δύο εφεσειουσών για το ποσό της αξίας του μεριδίου της εφεσίβλητης επί των επίδικων ακινήτων, £1.000.000 περίπου, και περαιτέρω γενικές, τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις, αξίωση που εγκαταλείφθηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Η Υπεράσπιση, αποδεχόμενη τη μεταβίβαση των επίδικων κτημάτων δυνάμει του πληρεξουσίου εγγράφου, πρόβαλε απουσία ανικανότητας του Αντωνάκη λόγω γηρατειών και/ή ιατρικών προβλημάτων να διαχειριστεί τα περιουσιακά του στοιχεία, θεωρώντας τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης ως αβάσιμους και αναληθείς: ο Αντωνάκης ένα μήνα πριν το θάνατο του ήταν σωματικά και πνευματικά ακμαίος. Όλες οι ενέργειες του έγιναν ανεπηρέαστα με πλήρη συνείδηση και αποσκοπούσαν στην προστασία της περιουσίας της εφεσίβλητης, περιουσία που της είχε μεταβιβαστεί από τον Αντωνάκη στις 28.8.1985. Ως προς τη σχέση της εφεσίβλητης, θέτουν στην εικόνα τις ενστάσεις και του ίδιου του Αντωνάκη και προβάλλουν, ότι και ο ίδιος προειδοποιούσε επανειλημμένα την εφεσίβλητη, πως αν δεν διέκοπτε τη σχέση της, θα έπρεπε να μεταβιβάσει την περιουσία της στις εφεσείουσες. Εν κατακλείδι, ότι η εφεσίβλητη παρά το γεγονός ότι αγνοούσε τις παραινέσεις του, συγκατατέθηκε να μεταβιβαστούν, δυνάμει του εν λόγω πληρεξουσίου εγγράφου, τα επίδικα κτήματα στην εφεσείουσα 1, δυνάμει δωρεάς.
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης κάλεσε το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση υπέρ της, στη βάση της μαρτυρίας της, σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλητη ούτε γνώριζε ούτε και ενέκρινε τις εν λόγω μεταβιβάσεις, ικανοποιητικό υπόβαθρο, θεωρεί, για να οδηγήσει σε επιτυχία της αγωγής.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η προσέγγιση του συνηγόρου των εφεσειουσών, τόσο ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, όσο και ως προς τη νομική παράμετρο του ζητήματος. Υποστηρίχθηκε, ότι όχι μόνο δεν στοιχειοθετήθηκε πνευματική αδυναμία ή ανικανότητα του Αντωνάκη, αλλά αντιθέτως καταμαρτυρείται, ότι κατά πάντα χρόνο, ήταν ικανός να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας. Εν όψει του ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καμιά απολύτως θετική ή ικανοποιητική μαρτυρία, η οποία και να στοιχειοθετεί ύπαρξη τέτοιας πίεσης, εκβιασμού ή εξαναγκασμού, κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ως νομικά και πραγματικά αβάσιμη. Προστέθηκε όμως για πρώτη φορά στο τελικό στάδιο των αγορεύσεων, στη φαρέτρα της νομικής τους επιχειρηματολογίας ένα ακόμη επιχείρημα: ως εκ της φύσης της διαφοράς και των επίδικων θεμάτων, απαιτείτο και η συνένωση του διαχειριστή της περιουσίας του Αντωνάκη, ως αναγκαίου διάδικου, ως του προσώπου που προχώρησε αρχικά στην επίδικη μεταβίβαση, παράλειψη που οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής. Επί του τελευταίου, η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η αγωγή ορθά στρεφόταν μόνο εναντίον των εφεσειουσών 1 και 2 και όχι και εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος: Πραγματικοί υπαίτιοι για αποστέρηση της περιουσίας της εφεσίβλητης ήταν οι εφεσείουσες, οι οποίες οργάνωσαν το δόλιο τους σχέδιο και το εξετέλεσαν, ως προς την αποξένωση της περιουσίας της εφεσίβλητης, χρησιμοποιώντας ως μέσο τον Αντωνάκη, τούτο και η μετέπειτα απόκρυψη της μεταβίβασης από την εφεσίβλητη συνιστούν ικανά στοιχεία προς θεμελίωση των δικογραφημένων αξιώσεων.
Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως προς το στοιχείο της συγκατάθεσης της, εξετάζοντας κατά πόσο η συγκεκριμένη μεταβίβαση ήταν νομικά βάσιμη, στη βάση της σχέσης αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου και αν η όλη συμπεριφορά του Αντωνάκη, συνιστούσε παράβαση και κατάχρηση των καθηκόντων και υποχρεώσεων του ως αντιπρόσωπος, κατέληξε σε θετικό εύρημα:
«Η αξιολόγηση της ανάλογης με το θέμα της γνώσης και έγκρισης από την ενάγουσα των επίδικων μεταβιβάσεων μαρτυρίας και η αποδοχή των θέσεων της πλευράς αυτής, οδηγεί στην κατάληξη του Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν όπως η ενάγουσα έθεσε. Καταγράφεται, λοιπόν, ως βασικό εύρημα, ότι η ενάγουσα ούτε γνώριζε, ούτε αποδέχθηκε, αλλά ούτε και συναίνεσε, σε οποιοδήποτε χρόνο, στη μεταβίβαση, την 1.8.2002, των επίδικων κτημάτων, από τον πατέρα της, ως πληρεξούσιου αντιπροσώπου της, στο όνομα της μητέρας της, εναγόμενης 1, ούτε και επικύρωσε εκ των υστέρων τις επίδικες αυτές πράξεις. Για πρώτη δε φορά πληροφορήθηκε τα επίδικα γεγονότα των μεταβιβάσεων στις 17.4.2003, κατά την επίσκεψή της στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας.»
Η εφεσίβλητη, έκρινε το Δικαστήριο, τελούσε υπό πλήρη άγνοια για το συγκεκριμένο γεγονός, το οποίο σαφέστατα απέβαινε σε βάρος των συμφερόντων της, κατά τρόπο ώστε ο Αντωνάκης, δωρίζοντας την περιουσία της σε τρίτο πρόσωπο, εφεσείουσα 1, παρέβη κάθε καθήκον αντιπροσώπου προς αντιπροσωπευόμενη, ενώ το πληρεξούσιο, τεκμήριο 1, δόθηκε, έκρινε για συγκεκριμένους σκοπούς.
Από το σύνολο δε της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του κατέληξε στο αναντίλεκτο, όπως έκρινε γεγονός, ότι:
«.ο Αντωνάκης στα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία και τον ταλαιπωρούσαν σωματικά και φυσιολογικά, τον καθιστούσαν πιο ευάλωτο σε πιέσεις, αφού σε κάποιο, τουλάχιστον, βαθμό, η συντήρησή του στηριζόταν στις εναγόμενες. Αντικριζόμενη λοιπόν η εξεταζόμενη μαρτυρία της ενάγουσας υπό το πρίσμα των πιο πάνω δεδομένων, και λαμβανομένης υπόψη της παραδεκτής αντίδρασης των εναγομένων στη σχέση της με τον Αργεντινό, εύκολα μπορεί να εντοπιστεί ότι τα όσα η ενάγουσα κατέθεσε αντικατοπτρίζουν τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων και συνάδουν με τη λογική. Επιβεβαιώνεται δε και από την εξέλιξη των γεγονότων, τόσο η κοινή δράση των εναγομένων στη βάση ενός οργανωμένου σχεδίου, με σκοπό την απόσπαση της περιουσίας της ενάγουσας, όσο και ο δόλιος τρόπος με τον οποίο ενήργησαν. Οι εναγόμενες, εάν δεν κάλυπτε ο,τιδήποτε μεμπτό τη συμπεριφορά τους, αναμενόμενο και φυσιολογικό θα ήταν να ενημέρωναν την ενάγουσα, κόρη και αδελφή αντίστοιχα, για την σκοπούμενη μεταβίβαση της περιουσίας της στο όνομα της εναγόμενης 1 ή, κατ' ελάχιστο, το σημαντικό αυτό θέμα θα συνιστούσε αντικείμενο συζήτησης μεταξύ της μητέρας-εναγόμενης 1 και της κόρης-ενάγουσας. Αντί αυτού, η εναγόμενη 2, εν αγνοία της ενάγουσας, μετέφερε τον Αντωνάκη στο Κτηματολόγιο προς διεκπεραίωση της πράξης μεταβίβασης.»
Δεν παρέμεινε όμως το Δικαστήριο στα ως άνω συμπεράσματα. Έθεσε στον εαυτό του και το ερώτημα, αν, κατά τον επίδικο χρόνο, ο Αντωνάκης ήταν νοητικά ικανός, σε σημείο που να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των υπό κρίση πράξεων του. Κατέληξε, ότι η προσπάθεια της πλευράς της εφεσίβλητης να αποδείξει ότι ο Αντωνάκης ήταν ανίκανος, απέτυχε: δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε σχετική ικανοποιητική μαρτυρία προς τούτο. Αντιθέτως, θεώρησε το Δικαστήριο, από το σύνολο του ενώπιον του αναντίλεκτου, όπως το χαρακτήρισε, μαρτυρικού υλικού, οδηγούσε σε ένα και μόνο λογικό συμπέρασμα:
«.Σκοπός του δεν ήταν να μεταβιβάσει τα κτήματα της μιας του κόρης στο όνομα της άλλης. Καθότι, αν σε αυτό στόχευε, αναμενόμενο θα ήταν να το πράξει χωρίς να χρειάζεται παρεμβολή της μεταβίβασης στη μητέρα. Θεωρώντας ότι με την εγγραφή των επίδικων κτημάτων στο όνομα της συζύγου του αυτά θα «προστατεύονταν» ικανοποιητικά για όσο χρονικό διάστημα κρινόταν αναγκαίο, έτσι και έπραξε. Γεγονός που επιμαρτυρεί την πνευματική του διαύγεια και την ικανότητά του να αντιληφθεί τις συνέπειες και προεκτάσεις των πράξεών του.» [υπογράμμιση του Δικαστηρίου]
Στη βάση δε των ανωτέρω, κατέληξε σε εύρημα ότι οι εφεσείουσες κάθε άλλο από καλόπιστες τρίτες στη συναλλαγή ήσαν:
«Αντίθετα, σε πρώτο στάδιο πίεζαν τον Αντωνάκη, εκμεταλλευόμενες και την προβληματική του σωματική κατάσταση, να παρέμβη για διάλυση της σχέσης της ενάγουσας με τον Αργεντινό. Στη συνέχεια δε, συνωμοτικά, γνωρίζοντας ότι ο αντιπρόσωπος ουδέποτε εξασφάλισε τη συγκατάθεση της αντιπροσωπευομένης για τη μεταβίβαση των επίδικων κτημάτων, τον υποβοήθησαν να παραβιάσει τη σχέση πληρεξουσιότητας, φροντίζοντας, μετέπειτα, να αποκρύψουν τις ανέντιμες ενέργειές τους από την ενάγουσα, κόρη και αδελφή τους αντίστοιχα.»
Η συμπεριφορά και ενέργειες των εφεσειουσών, που κατά το Δικαστήριο, επιμαρτυρούσαν το συνωμοτικό τρόπο λειτουργίας τους και τις κοινές δόλιες ενέργειες τους, οδηγούσαν σε επιτυχία της αγωγής. Στη βάση των ανωτέρω, ακύρωσε τις επίδικες μεταβιβάσεις και εξέδωσε διάταγμα επανεγγραφής των ακινήτων, επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης.
Το Δικαστήριο με παραπομπή, στην Ιακώβου κ.ά. v. Ζαπρή (2008) 1 Α.Α.Δ. 926, θεωρώντας ότι τα γεγονότα της είχαν ομοιότητα με την υπό κρίση περίπτωση και επισημαίνοντας ότι το μέρος της αξίωσης που αφορούσε σε αποζημιώσεις, εγκαταλείφθηκε από το συνήγορο των εφεσειουσών κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, κατέληξε ότι δεν ετίθετο ζήτημα συνένωσης της περιουσίας του αποβιώσαντος, εναντίον του οποίου δεν προβαλλόταν οποιαδήποτε αξίωση:
«Η πιο πάνω προσέγγιση δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Η αξίωση αφορά απαίτηση για ακύρωση εγγράφων συγκεκριμένης ακίνητης ιδιοκτησίας, τα δε εμπλεκόμενα στη διαφορά μέρη είναι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντα και τα μόνα πρόσωπα που επηρεάζονται. Συνεπώς, όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι, η παρουσία των οποίων θα κρινόταν ως απαραίτητη προκειμένου να αποφασιστεί αποτελεσματικά και πλήρως η υπό κρίση υπόθεση, είναι παρόντες.»
Η ορθότητα των συμπερασμάτων και ευρημάτων του Δικαστηρίου πλήττεται με δεκατρείς λόγους έφεσης οι οποίοι κινούνται σε τέσσερεις άξονες:
(α) Την παράλειψη του να μην εξετάσει παραδεκτή κατά τα άλλα μαρτυρία (Τεκμήριο 2 και Τεκμήριο 26) ή να μην εξετάσει καθόλου άλλη (Τεκμήριο 11) (2ος, 4ος, 6ος λόγοι έφεσης).
(β) Την κατάληξη ότι δεν ήταν απαραίτητη η συνένωση της περιουσίας του αποβιώσαντος, ως αναγκαίου διαδίκου (1ος και 7ος λόγοι έφεσης).
(γ) Εν όψει της λανθασμένης κατάληξης του ως προς το (α) οδηγήθηκε σε αντιφατικά ευρήματα και λανθασμένα συμπεράσματα (3ος λόγος και 5ος).
(δ) Οι λοιποί λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον επιμέρους λανθασμένων ευρημάτων ή αξιολόγησης ή παραλείψεων του Δικαστηρίου σε σχέση με την προσαχθείσα εκατέρωθεν μαρτυρία, η οποία δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να προβεί σε ευρήματα δόλου και/ή αναξιοπιστίας της εφεσείουσας 2 (8ος, 9ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος) σε συνάρτηση με τα υπό στοιχεία (α), (β) και (γ) ανωτέρω.
Προωθούν οι εφεσείουσες τη θέση ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του τα Τεκμήρια 2, 26 και 11 καίτοι επέτρεψε την κατάθεση τους. Το Τεκμήριο 2, η δήλωση του αποβιώσαντος, κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο όπως επιβεβαίωσε η εφεσείουσα 2 κατά την αντεξέταση της, όπως και η δήλωση του αποβιώσαντος ημερ. 22.1.2003 (Τεκμήριο 26), που επίσης κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο κατά τη μεταβίβαση. Ενώ το Τεκμήριο 11, «Γραπτή Αμετάκλητη Συμφωνία» μεταξύ του αποβιώσαντος, της εφεσείουσας 1 και των δύο θυγατέρων του, εφεσείουσας 2 και εφεσίβλητης αντιστοίχως, προνοούσε, ότι οι θυγατέρες του, εφ' όρου ζωής των γονέων τους, δεν είχαν δικαίωμα να ακυρώσουν, αποσύρουν, τερματίσουν τη συμφωνία που αφορούσε στην ακίνητη περιουσία την οποία ο αποβιώσας θα μεταβίβαζε επ' ονόματι τους, όπως και μεταβίβασε - μέρος της αποτελούσε και η επίδικη - παραβίαση της οποίας, σύμφωνα με τον όρο 11, έδιδε το δικαίωμα τόσο στον αποβιώσαντα όσο και στη σύζυγο του, εφεσείουσα 1, να απαιτήσουν από τις θυγατέρες τους αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο, θεωρούν οι εφεσείουσες, στηριζόμενο στην απόφαση Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsaco Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481, κατέληξε σε εσφαλμένο εύρημα: «ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Αντωνάκη, να μεταβιβάσει δηλαδή την περιουσία της μιας του κόρης στο όνομα της άλλης.» Υποστηρίζεται, από τις εφεσείουσες, ότι η υπόθεση Muskita δεν ερμηνεύεται με τον τρόπο που εισηγείται η πλευρά της εφεσίβλητης και απεδέχθη το Δικαστήριο και/ή δεν ερμηνεύει ορθά το Κεφ. 9 και ή το Άρθρο 26 του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε. Η εξέταση δε του Τεκμηρίου 26, δήλωση του αποβιώσαντος, καταδείκνυε ακριβώς την ανεπηρέαστη πρόθεση και απόφαση του Αντωνάκη να μεταβιβάσει την επίδικη περιουσία στη σύζυγο του και η τελευταία να μεταβιβάσει μέρος της στην κόρη του, εφεσείουσα 2.
Στο πλαίσιο που κινήθηκαν οι δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και μορφοποιήθηκαν τα επίδικα θέματα, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και υποκείμενη σε ακύρωση για τους κάτωθι λόγους:
Ενώ το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο Αντωνάκης όντας νοητικά ικανός, προχώρησε στην μεταβίβαση των ακινήτων σκοπεύοντας στην προστασία της περιουσίας του, «σκοπός του δεν ήταν να μεταβιβάσει τα κτήματα της μιας του κόρης στο όνομα της άλλης», «καθότι αν σε αυτό στόχευε αναμενόμενο θα ήταν να το πράξει χωρίς να χρειάζεται παρεμβολή της μεταβίβασης στη μητέρα-εφεσείουσα 1»ˑ και ενώ θεώρησε ότι η αγωγή αφορούσε σε αξιώσεις εναντίον των δύο εφεσειουσών και μόνο, κινήθηκε αντιφατικά. Κατά πρώτον, ενώ διέγνωσε παράβαση των υποχρεώσεων του αποβιώσαντος ως αντιπροσώπου της εφεσίβλητης και ενώ εξέταζε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεταβιβάστηκαν τα ακίνητα, ώστε να εξεύρει την πραγματική πρόθεση του αντιπροσώπου της εφεσίβλητης (Αντωνάκης) εν τούτοις δεν εξέτασε μαρτυρία την οποία επικαλούνταν οι εφεσείουσες, ως δικογραφημένη θέση και υπερασπιστική γραμμή, ότι αυτή ήταν όντως, η πρόθεση του Αντωνάκη. Θέση την οποία έτειναν να υποστηρίξουν τα Τεκμήρια 2 και 26, των οποίων επιτράπηκε μεν η κατάθεση, αλλά στη συνέχεια το Δικαστήριο τα απέκλεισε και δεν τα εξέτασε υιοθετώντας το σκεπτικό της απόφασης Muskita (ανωτέρω).
Στη Muskita (ανωτέρω) επιχειρήθηκε από τους εφεσείοντες η προσαγωγή μαρτυρίας ώστε να καταδειχθεί το ζήτημα της ύπαρξης παράλληλης προφορικής συμφωνίας με την παρουσίαση ενός χειρογράφου σημειώματος του αποβιώσαντος πατέρα του μάρτυρα. Το Δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση του εν λόγω χειρόγραφου σημειώματος, για τους κατωτέρω λόγους:
«Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση του εν λόγω χειρόγραφου σημειώματος και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια κρίνουμε ότι η απόφαση του είναι ορθή. Έκρινε δηλαδή ότι η περίπτωση δεν καλυπτόταν από τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9 όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 32(I)/20 04 που επέτρεψε την αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας, για το λόγο ότι ο Νόμος αυτός δεν καλύπτει δηλώσεις από πρόσωπα που στο μεταξύ έχουν αποβιώσει. Έκρινε επίσης το δικαστήριο ότι δεν εμπίπτει η περίπτωση στις εξαιρέσεις που μπορεί να γίνει αποδεκτή η δήλωση ως επιθανάτια.
Από τις πρόνοιες του Άρθρου 26 του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 32(I)/04, καθίσταται σαφές ότι η εξ ακοής μαρτυρία που θα παρουσιαστεί υπό μορφή δήλωσης προϋποθέτει και την ύπαρξη του προσώπου που είχε προβεί στη δήλωση, ούτως ώστε να είναι δυνατή η κλήτευση του για αντεξέταση, αν η άλλη πλευρά επιθυμεί τούτο. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η χειρόγραφη σημείωση που αποδιδόταν στον αποβιώσαντα Γεώργιο Μουσκή δεν μπορούσε να παρουσιαστεί ως μαρτυρία για το αληθές του περιεχομένου της. Το Αρθρο 4 του Κεφ. 9, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση με το Ν. 32(I)/2004, που επέτρεπε την παρουσίαση εγγράφων χωρίς την ανάγκη να κληθεί το πρόσωπο που το σύνταξε όταν αυτό ήταν εκτός της Δημοκρατίας ή αποβιώσας, καταργήθηκε με το Ν. 32(I)/2004. Επομένως ορθά το δικαστήριο δεν επέτρεψε την εν λόγω μαρτυρία.»
Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν έχουμε περίπτωση εξ αρχής μη αποδεκτότητας μαρτυρίας, όπως στη Muskita. Εδώ το λάθος του Δικαστηρίου εντοπίζεται στο ότι ενώ έγιναν δεκτά τα Τεκμήρια 2 και 26, στη συνέχεια απεκλείσθησαν.
Ορθά λοιπόν, παρατηρούν οι συνήγοροι των εφεσειουσών, ότι οι δηλώσεις του αποβιώσαντος, τις οποίες ηθέλησαν να παρουσιάσουν ως μαρτυρία εξ ακοής, έπρεπε να είχαν εξεταστεί. Το στάδιο στο οποίο καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο ζητήματα δεκτότητας μαρτυρίας είναι το στάδιο της προσκόμισης της μαρτυρίας. Αφής στιγμής το Δικαστήριο ορθά έκανε αποδεκτή την εν λόγω μαρτυρία (Τεκμήρια 2, 26 και 11) θα έπρεπε στη συνέχεια να την προσεγγίσει και να την εξετάσει υπό το φως των παραμέτρων που θέτουν τα Άρθρα 26 και 27 του Νόμου. Archbold Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2009, σ.1425-26, παράγρ. 11-18Α, όπου εξετάζεται το ζήτημα αποδοχής μαρτυρίας προσώπου που έχει αποβιώσει σε συνάρτηση με τις αρχές της διασφάλισης της δίκαιης δίκης (A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 415, όπου εξετάστηκαν οι ως άνω αρχές, με την παρατήρηση βέβαια ότι η τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου ακολούθησε την απόφαση).
Παρατηρούμε ότι το Τεκμήριο 11 υπογραφόταν από τον αποβιώσαντα και τις δύο του θυγατέρες, εφεσείουσα 2 και εφεσίβλητη, τα δε άλλα δυο Τεκμήρια (Τεκμήρια 2 και 26) δεν αφορούσαν καν χειρόγραφες σημειώσεις, ήσαν έγγραφα τα οποία υπογράφησαν ενώπιον αρμοδίων προσώπων και μαρτύρων και κατατέθησαν κατά την ημερομηνία των επίδικων μεταβιβάσεων. Το Δικαστήριο όφειλε λοιπόν, εφόσον επέτρεψε την κατάθεση τους, να αξιολογήσει μόνο τη βαρύτητα που θα τους πρόσδιδε ως εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορούσε εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της, στο πλαίσιο και τις παραμέτρους που το ίδιο το Άρθρο 27 του Νόμου ορίζει:
«27.-(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.
(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:
(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·
(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·
(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·
(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·
(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·
(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·
(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·
(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.»
Είναι εδώ που υπεισέρχεται η επιφύλαξη που θέτει το Άρθρο 24 και το δικαίωμα του διαδίκου (εδώ της εφεσίβλητης) να εξετάσει αποβιώσαντα μάρτυρα και η ενδεχόμενη αδυναμία της να προστατεύσει τα δικαιώματα της (Άρθρο 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, Blackstone's Criminal Practice, 2007, σ. 33-4, §A 7-76, και οι Kostovski v. The Netherlands [1990] 12 EHRR 434 και Doorson v. The Netherlands [1996] 22 EHRR 330, στις οποίες παραπέμπουν οι συνήγοροι των εφεσειουσών), ζητήματα που θεωρούμε ότι ιδιαιτέρως επιφυλάσσονται σε ποινική διαδικασία. Όπως αναφέρθηκε και στην Pakistan Cables Ltd v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 A.A.Δ. 1711, σ.1719:
«Η εξ ακοής μαρτυρία είναι η εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαιότητας της παρουσίασης του μάρτυρα ώστε αυτός να υποστεί τη βάσανο της κριτικής αντεξέτασης. Η μη παρουσίαση του επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ'αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο υπ' αρ. 32(Ι)/2004, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως προηγουμένως αυτοί ίσχυαν. .»
Τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί κατά πάντα χρόνο από την εφεσίβλητη ή το συνήγορο της. Αντιθέτως, όπως διαπιστώσαμε από τα πρακτικά, το Τεκμήριο 26 προσήχθη κατά την αντεξέταση της εφεσείουσας 2, ενώ το Τεκμήριο 2 κατατέθηκε από την ίδια την εφεσίβλητη.
Δεν παραγνωρίζουμε την κατάληξη του Δικαστηρίου για το αναξιόπιστο της εφεσείουσας 2, ΜΥ1, δεν έγιναν πιστευτοί οι ισχυρισμοί της ως προς την ισχυριζόμενη δήλωση του αποβιώσαντος προς την ιδία: ότι η εφεσίβλητη συμφώνησε στην μεταβίβαση των επιδίκων κτημάτων. Το Δικαστήριο αντιθέτως δέχθηκε, επ' αυτού του ζητήματος, ως αξιόπιστη την εφεσίβλητη προβαίνοντας σε εύρημα μη συγκατάθεσης της. Τούτο όμως δεν μπορεί να διαφοροποιεί το ζήτημα. Η πλημμέλεια του Δικαστηρίου να εξετάσει την εν λόγω έγγραφη μαρτυρία, αγγίζει κύριες πτυχές των υπερασπιστικών θέσεων των εφεσειουσών και ιδιαιτέρως τη θέση όπως δικογραφήθηκε και προωθήθηκε επ' ακροατηρίω, ως προς την πραγματική πρόθεση του αποβιώσαντος, όπως ήταν δυνατόν να εξαχθεί, εάν το Δικαστήριο δεν απέκλειε τα εν λόγω Τεκμήρια ώστε να καταρριφθούν οι θέσεις της εφεσίβλητης περί του αντιθέτου και ιδιαιτέρως καθιστά διαβλητό το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου περί της πρόθεσης του Αντωνάκη.
Η απόφαση όμως θα πρέπει να ανατραπεί και για ακόμα ένα λόγο. Το Δικαστήριο παραπέμποντας στην Ιακώβου κ.ά v. Ζαπρή (2008) 1 Α.Α.Δ. 926 έκρινε ότι τα γεγονότα της είχαν ομοιότητα με την υπό κρίση περίπτωση. Εκεί ο εφεσείων 2, χρησιμοποίησε το γενικό πληρεξούσιο έγγραφο για να επαναμεταβιβάσει και πάλι δυνάμει δωρεάς, τα κτήματα επ' ονόματι της εφεσίβλητης στο όνομα του γιου του και αδελφού της, εφεσείοντος 2, οπότε η εφεσίβλητη καταχώρισε αγωγή με στόχο την ακύρωση της μεταβίβασης των κτημάτων στο όνομα του τελευταίου. Έθετε τις αξιώσεις της, η εκεί εφεσείουσα, στην παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων του πατέρα της, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της, μεταβιβάζοντας τα κτήματα χωρίς την έγκριση της. Ενώ στον εφεσείοντα 1 αδελφό της, καταλόγιζε συνυπευθυνότητα, συνέργεια και συνωμοσία με τον εφεσείοντα 2 για τις επιλήψιμες πράξεις τους. Η Ιακώβου (ανωτέρω), όπως και άλλες αποφάσεις στις οποίες κάνει αναφορά, δυνατόν να μην διαφέρουν με την υπό κρίση, ως προς τα γεγονότα. Εκεί όμως ευρίσκονταν όλα τα διάδικα μέρη ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντος 2, πληρεξουσιοδόχου, οπότε το Δικαστήριο ήταν σε θέση, έχοντας όλα τα αναγκαία μέρη ενώπιον του να καταλήξει σε ακύρωση των επίδικων μεταβιβάσεων.
Το Δικαστήριο ουσιαστικά αποδέχεται τις αξιώσεις της εφεσίβλητης, όπως έχουμε αναπτύξει, στηριζόμενο σε παραβίαση πληρεξουσιότητας ικανού προς τούτο πληρεξουσιοδόχου και στη βάση των ανωτέρω θεωρεί ότι η περίπτωση εμπίπτει στις παραμέτρους της Ιακώβου (ανωτέρω). Η επιλήψιμη όμως πράξη και η γενεσιουργός αιτία ήταν η παραβίαση της πληρεξουσιότητας, η ένοχη δε γνώση των εδώ εφεσειουσών, ότι τα κτήματα ανήκαν στην εφεσίβλητη τελούσε υπό την αίρεση και την πεποίθηση, όπως ήθελαν να προβάλουν οι εφεσείουσες, της πραγματικής πρόθεσης του Αντωνάκη όπως εξ υπαρχής ήταν η υπερασπιστική τους γραμμή και όπως υποστήριζαν οι όροι του Τεκμηρίου 11 και η καταγραφή των Τεκμηρίων 2 και 26.
Δεν συζητούμε και δεν εξετάζουμε την ισχύ ή την έκταση των συνεπειών από τυχόν παράβαση της συμφωνίας, Τεκμήριο 11, ούτε και οι συνήγοροι των εφεσειουσών υποστήριξαν κάτι τέτοιο, ούτε την εμβέλεια και την τυχόν επίδραση των Τεκμηρίων 2 και 26, αν αυτά δεν αποκλείονταν και εξετάζονταν σε αντιπαραβολή με τις δικογραφημένες θέσεις των εφεσειουσών, στην κατάληξη του Δικαστηρίου. Εκείνο που εξετάζουμε και συζητούμε, είναι ότι το Δικαστήριο λανθασμένα απέκλεισε τα εν λόγω έγγραφα, τα οποία αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της υπεράσπισης των εφεσειουσών.
Υποστηρίζεται, από τις εφεσείουσες (1ος λόγος έφεσης), ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρξε μαρτυρία ως προς τα ποια πρόσωπα αντλούσαν οποιοδήποτε κληρονομικό δικαίωμα από τον αποβιώσαντα ή ποιοι ήσαν οι κληροδόχοι του. Με αυτά τα δεδομένα και με την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Αντωνάκης είχε πνευματική επάρκεια, διαύγεια και ικανότητα να αντιληφθεί τις συνέπειες και προεκτάσεις των πράξεων του, δεν προωθήθηκαν ούτε εξετάστηκαν οι θέσεις του κατά την ακροαματική διαδικασία μέσω του εκτελεστή ή διαχειριστή της περιουσίας του. Για ζητήματα μάλιστα που τον αφορούσαν άμεσα, (παραβίαση εντολής της εφεσίβλητης-πληρεξουσιοδοτούσας) και για τα οποία το Δικαστήριο προέβη σε σωρεία δυσμενών ευρημάτων τα οποία παρακολουθούν λεπτομερώς την αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης (παραβίαση πληρεξουσιότητας). Εν όψει δε της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση στην εφεσείουσα 1, έγινε με τη θέληση του Αντωνάκη, γιατί ακριβώς στόχευε στην προστασία της περιουσίας, η συνένωση ήταν εκ των ουκ άνευ. Υποστηρίχθηκε και πρωτοδίκως και κατ' έφεση, ότι στο νομικό μας σύστημα δεν είναι γνωστό και/ή δεν επιτρέπεται όπως αγωγές όπως η υπό κρίση, για παράβαση αντιπροσωπείας, να εγείρονται εναντίον συγγενών ή κληρονόμων του αποβιώσαντος, τουναντίον, επιτακτικά απαιτείται να εγείρονται εναντίον του εκτελεστή και/ή διαχειριστή του αποβιώσαντος.
Αν έχουν συνενωθεί ή όχι στην αγωγή όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι συναρτάται άμεσα με τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις (Παπαχριστοφόρου κ.ά. v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906, Χατζηδαυΐδ v. Χατζηδαυΐδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1176, Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστόπουλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 479, Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579, Τιτσινίδης v. Ρεσιατ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429, Οδυσσέως v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1372). Στην Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772 επανατονίστηκε η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις ως προς τους διαδίκους, ώστε να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων. Η δε επιλογή των εναγομένων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα το οποίο ανήκει βασικά στον ενάγοντα (Οδυσσέως (ανωτέρω) και Supreme Court Practice, 1982, σ. 210).
Στην Πέτσα κ.ά. v. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 701, παρατηρήθηκε ότι η μη συνένωση διαδίκων, δεν καταστρέφει την αιτία αγωγής, αλλά αντιμετωπίζει με κατάλληλη Διαταγή, δυνάμει της Δ.9 θ.10 στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει κατά πάντα στάδιο, είτε κατόπιν αιτήσεως είτε και αυτεπαγγέλτως, την προσθήκη οποιουδήποτε προσώπου ως διαδίκου, η παρουσία του οποίου θεωρείται αναγκαία για την πλήρη και αποτελεσματική επίλυση όλων των θεμάτων που εγείρονται στην αγωγή.
Επισημάνουμε ότι το ζήτημα της συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων προς οριστική επίλυση της διαφοράς πρέπει να εγείρεται εγκαίρως και αμέσως μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαιτήσεως με υποβολή σχετικής αίτησης για απόρριψη της αγωγής στα αρχικά στάδια, ώστε να μην αφεθεί η αγωγή να προχωρήσει σε εκδίκαση με αποτέλεσμα την κατασπατάληση δικαστικού χρόνου και εξόδων. Το στάδιο που επέλεξαν οι συνήγοροι των εφεσειουσών να εγείρουν το ζήτημα με το κλείσιμο της υπόθεσης τους, είναι εκτός των παραμέτρων της νομολογίας.
Εδώ η αιτία αγωγής ήταν ο δόλος των εφεσειουσών με αξιούμενη θεραπεία την ακύρωση των μεταβιβάσεων, ορθά λοιπόν καταλήγει το Δικαστήριο, με λανθασμένη έστω αιτιολογία, ότι όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι εφεσείουσες είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν, αν το επιθυμούσαν, καταχωρώντας αίτηση για προσθήκη συνεναγόμενου ώστε τα όσα προβάλλουν ως υπεράσπιση να προωθηθούν ως θέσεις του διαχειριστή της περιουσίας και/ή ως ανταξίωση.
Η αναγκαιότητα να παραμείνει η δίκη μέσα στην πορεία που προδιαγράφουν τα δικόγραφα, έχει απασχολήσει επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων με ξεκαθαρισμένο πλέον το νομολογιακό πλαίσιο (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28 και Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A788Α.Α.Δ. 2258). Ο ενάγων, ή, ο εναγόμενος αντιστοίχως, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα εκείνα τα θέματα που καθιστούν την αξίωση ή την ανταξίωση αστήρικτη, Δ.19 θ. 13.
Το λάθος του Δικαστηρίου, και επ' αυτού δικαίως παραπονούνται οι εφεσείουσες, έγκειται στο ότι το Δικαστήριο περιέπλεξε τα επίδικα ζητήματα, γεγονός στο οποίο συνέβαλε τα μέγιστα η κακή σύνταξη της Έκθεσης Απαιτήσεως. Στην Ιακώβου, την οποία υιοθετεί το Δικαστήριο, καταλογίζετο από την εφεσίβλητη συνυπευθυνότητα, συνέργεια και συνομωσία του εφεσείοντα 1 με τον εφεσείοντα 2 για τις επιλήψιμες πράξεις τους. Στην υπό κρίση περίπτωση είδαμε ότι το Δικαστήριο, ενώ εξέτασε παράβαση πληρεξουσιοδότησης του ικανού, κατά τα άλλα, Αντωνάκη, κατέληξε σε εύρημα συνομωσίας και δόλου των εφεσειουσών ως ανεξάρτητα ζητήματα ώστε να επιλύει την επίδικη διαφορά επιλεκτικά, ενώ οι δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης και ιδιαιτέρως οι λεπτομέρειες δόλου, έκαναν επίκληση σε ανικανότητα του Αντωνάκη και/ή εκμετάλλευση της κακής σωματικής και πνευματικής υγείας του. Με δεδομένο δε ότι, ως ήδη έχουμε εξετάσει ανωτέρω, παρέλειψε να εντάξει στην όλη εικόνα τα Τεκμήρια 2, 11 και 26, οδηγήθηκε σε αντιφατικά και αυθαίρετα συμπεράσματα λαμβανομένου υπόψη ιδιαιτέρως ότι κύρια βάση της αξίωσης ήταν ο δόλος των εφεσειουσών.
Οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 6 επιτυγχάνουν.
Η απόφαση του Δικαστηρίου ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Έξοδα σε βάρος εφεσίβλητης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά περιουσιακή διαφορά μεταξύ μητέρας και της μιας της θυγατέρας, από τη μια πλευρά, ως εφεσειουσών, και της άλλης θυγατέρας της, από την άλλη πλευρά, ως εφεσίβλητης. Πρωτοδίκως, η τελευταία είχε το ρόλο της ενάγουσας στην αγωγή αρ. 8955/2003, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία στρεφόταν εναντίον των εφεσειουσών, ως εναγομένων 1 και 2, αντίστοιχα.
Η εφεσίβλητη, με την προαναφερθείσα αγωγή, διεκδικούσε την επανεγγραφή στο όνομα της εννέα ακινήτων, που αποτελούσαν μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας της και τα οποία, χωρίς τη συγκατάθεσή της και εν αγνοία της, κατέληξαν, κατόπιν μη εξουσιοδοτημένων ενεργειών του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της, να είναι εγγεγραμμένα, αρχικά, στο όνομα της μητέρας της, πρώτης εφεσείουσας και, σε σύντομο χρόνο μετά, στο όνομα της αδελφής της, δεύτερης εφεσείουσας. Μετά από ακρόαση, η απαίτηση της εφεσίβλητης έγινε δεκτή και, ως αποτέλεσμα, της αποδόθηκε η πιο πάνω θεραπεία∙ ήταν και η μόνη που είχε παραμείνει μετά την απόσυρση διαζευκτικής απαίτησης για αποζημιώσεις.
Οι εφεσείουσες, με διάφορους λόγους έφεσης, επικρίνουν την ορθότητα της σχετικής απόφασης, επιδιώκοντας την ανατροπή της. Τρεις από αυτούς, οι υπ' αριθμό 4, 5 και 6, βρήκαν έρεισμα στην απόφαση, που μόλις έχει απαγγελθεί, της πλειοψηφίας, η οποία, συγχρόνως, διέταξε την επανεκδίκαση της αγωγής, κρίνοντας ότι, υπό τις περιστάσεις, αυτή είναι η πλέον πρόσφορη πορεία. Στην απόφαση, όμως, που ακολουθεί υπάρχει αντίθετη άποψη. Όπως εξηγείται, στη συνέχεια, οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, κρίνονται ανεδαφικοί.
Δεν υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων μερών ότι στο επίκεντρο της διαφοράς τους βρίσκονται συγκεκριμένες πράξεις του πατέρα της εφεσίβλητης, Αντωνάκη Αγρότη, στις οποίες αυτός προέβη μερικούς μήνες πριν αποβιώσει, τη νομιμότητα των οποίων η εφεσίβλητη αμφισβήτησε με την προαναφερθείσα αγωγή της. Ο Αντωνάκης, όπως το εν λόγω πρόσωπο θα αποκαλείται από τούδε και στο εξής, ήταν ο σύζυγος της πρώτης εφεσείουσας και πατέρας των προαναφερθεισών δύο θυγατέρων της, οι οποίες ήταν τα μόνα παιδιά που είχε το ζεύγος. Αυτός απεβίωσε στις 20.3.2003, ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε μερικούς μήνες αργότερα, στις 20.8.2003. Δε θεωρήθηκε, τότε, αναγκαίο η κληρονομιά του (estate) να προστεθεί ως διάδικος στην αγωγή και η απόφαση αυτή, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, κρίθηκε, πρωτοδίκως, ορθή και έτσι κρίθηκε και κατ' έφεση. Αποφασιστικό παράγοντα για την εν λόγω κρίση αποτέλεσε, προφανώς, η απόσυρση της απαίτησης της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις, όμως, το ζήτημα αυτό δεν απαιτείται, πλέον, να εξεταστεί περαιτέρω, με την παρούσα απόφαση, δεδομένης της τροπής, ανωτέρω, που πήρε η έφεση.
Στο επίκεντρο της συζήτησης της όλης υπόθεσης ήταν και εξακολουθούν να είναι οι χαρακτηρισθείσες, πρωτοδίκως, ως επιλήψιμες πράξεις του Αντωνάκη. Παίρνοντας, όμως, τα πράγματα από την αρχή, αυτός, ως επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της κοσμικής ταβέρνας «Αντωνάκης Μπαρ» στη Λευκωσία, απέκτησε, διά μέσου των χρόνων, μεγάλη ακίνητη περιουσία. Στις 28.8.1985 δε, όταν η θυγατέρα του Ιωάννα, η εφεσίβλητη, ήταν είκοσι χρονών, της μεταβίβασε σημαντικό μέρος αυτής, κάτι που, προφανώς, έκανε και με τη θυγατέρα του Ξένια, τη δεύτερη εφεσείουσα. Για τις μεταβιβάσεις στην εφεσίβλητη, χρησιμοποίησε γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο αυτή του είχε παραχωρήσει δύο μήνες προηγουμένως, στις 25.6.1985. Επομένως, ο Αντωνάκης, ενεργώντας ως ανωτέρω, ουσιαστικά, ενήργησε υπό διπλή ιδιότητα, δηλαδή ως δικαιοπάροχος για τον εαυτό του και ως δικαιοδόχος για λογαριασμό της εφεσίβλητης.
Δεκαεπτά, περίπου, χρόνια μετά, την 1.8.2002, ο Αντωνάκης, χρησιμοποιώντας το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο, έπραξε το αντίθετο. Ενεργώντας, αυτήν τη φορά, ως δικαιοπάροχος για λογαριασμό της εφεσίβλητης, αφαίρεσε από την ιδιοκτησία της τα προαναφερθέντα εννέα ακίνητα, στα οποία αφορούσε η αγωγή, και τα μεταβίβασε στο όνομα της συζύγου του, της πρώτης εφεσείουσας. Αργότερα, στις 30.8.2002 και στις 4.9.2002, η πρώτη εφεσείουσα τα μεταβίβασε στη θυγατέρα της, δεύτερη εφεσείουσα. Όλες οι πιο πάνω μεταβιβάσεις έγιναν δυνάμει δωρεάς, η δε εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για τη διενέργεια τους και ότι είχε λάβει γνώση γι' αυτές περί τα μέσα Απριλίου του 2003, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα της, θέση η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο οποίος εκδίκασε την υπόθεση πρωτόδικα, είναι γεγονός ότι είχε να ασχοληθεί με μια πολύπτυχη και αχρείαστα λεπτομερή δικογραφία, από την πλευρά της εφεσίβλητης. Από το σύνολο, όμως, των ισχυρισμών της και, ειδικά, αυτών στην έκθεση απαιτήσεως, διαπίστωσε τη συγκεκριμένη νομική φύση και το πραγματικό περιεχόμενο της επίδικης διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και εκεί επικεντρώθηκε. Όπως γίνεται κατανοητό, αυτές προκύπτουν, ιδιαίτερα, από τις συνδυασμένες αναφορές στις παραγράφους 6 και 18(γ) του εν λόγω δικογράφου*. Ως προς την επίδικη δε διαφορά, έκδηλα αυτή αφορά στην πράξη του Αντωνάκη να χρησιμοποιήσει το προαναφερθέν πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο η εφεσίβλητη του είχε παραχωρήσει πριν από 17 χρόνια, περίπου, για συγκεκριμένο σκοπό και να αφαιρέσει από την ιδιοκτησία της τα εννέα ακίνητα, αντικείμενο της αγωγής, χωρίς τη συγκατάθεσή της και εν αγνοία της. Η εμπλοκή, σχετικά, των εφεσειουσών αφορούσε στην παρακίνηση του Αντωνάκη να προβεί στην πιο πάνω πράξη. Αυτό δε, εξαιτίας της μη έγκρισης του δεσμού που η εφεσίβλητη είχε με αλλοδαπό, στρατιωτικό στη Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο��· θεωρούσαν ότι το πρόσωπο αυτό πιθανόν να σφετεριζόταν την εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία της. Οι εφεσείουσες, με την υπεράσπισή τους, αρνούνται τους πιο πάνω ισχυρισμούς, εκτός του ότι η δεύτερη εφεσείουσα κατέστη, τελικά, στην πορεία των πραγμάτων, η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια, δυνάμει δωρεάς, των επιδίκων ακινήτων. Προβάλλουν δε, συναφώς, τη θέση ότι η εφεσίβλητη γνώριζε για τις προθέσεις του Αντωνάκη και συμφώνησε στις μεταβιβάσεις που, τελικά, αυτός διενήργησε με τη θέλησή του, κατά τον πιο πάνω τρόπο, έχοντας, ο ίδιος, πλήρη επίγνωση των πράξεών του.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, με τα πιο πάνω, προφανώς, κατά νου και με δεδομένα τα ευρήματά του επί των γεγονότων, τα οποία συμφωνούσαν με τις θέσεις της εφεσίβλητης, ειδικά, ότι η ίδια δεν είχε συγκατατεθεί, ούτε είχε λάβει γνώση για την αφαίρεση από αυτήν των ακινήτων της, προσδιόρισε τη φύση της επίδικης διαφοράς, υπό τη μορφή του ακόλουθου νομικού ερωτήματος, που έθεσε στον εαυτό του:-
«Το ερώτημα που εγείρεται στην υπό εξέταση περίπτωση δεν είναι το κατά πόσο ο Αντωνάκης είχε ή όχι την εξουσία και εξουσιοδότηση, με βάση το πληρεξούσιο, Τεκμ. 1, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, να προβεί στις πράξεις που αυτό καθορίζει. Τέτοια εξουσία αναμφίβολα είχε. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η συγκεκριμένη πράξη του, η μεταβίβαση δηλαδή των επίδικων κτημάτων ημερ. 1.8.2002, ήταν νομικά βάσιμη, έχοντας υπόψη τη σχέση αντιπροσωπείας που είχε με την ενάγουσα ή συνιστούσε παράβαση και/ή κατάχρηση των καθηκόντων και υποχρεώσεών του ως Πληρεξουσίου Αντιπροσώπου, όταν μεταβίβαζε τα επίδικα κτήματα επ' ονόματι της εναγόμενης 1, χωρίς την έγκριση και γνώση της ενάγουσας.»
Στη συνέχεια, αυτός απάντησε το πιο πάνω ερώτημα, με αναφορά και στα σχετικά άρθρα του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ως εξής:-
«Κατ' ακολουθία του Τεκμ. 1, η ενάγουσα κατέστησε τον πατέρα της αντιπρόσωπό της, στη διενέργεια των πράξεων, το εύρος των οποίων καθορίζεται από το πληρεξούσιο αυτό έγγραφο. Ως αποτέλεσμα δε, η ίδια κατέστη πρόσωπο αντιπροσωπευόμενο. Η σχέση αντιπροσωπείας που δημιουργήθηκε εμπίπτει στα πλαίσια του κεφ. ΧΙΙΙ του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (Ο Νόμος) και διέπεται νομικά από τις προβλεπόμενες παραμέτρους των διατάξεων που καλύπτουν αυτό το μέρος του Νόμου. Στην παρούσα περίπτωση παραχωρήθηκε ρητή, γραπτή, πληρεξουσιότητα. Όπως ξεκάθαρα τονίζεται στα Άρθρα 171, 172, 173 και 174 του Νόμου, ο αντιπρόσωπος πρέπει να διεξάγει τις εργασίες του αντιπροσωπευομένου, σύμφωνα με τις οδηγίες του δεύτερου, με δεξιότητα και επιμέλεια. ... Γενικά, ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος είναι σε θέση εμπιστοσύνης (fiduciary position), έναντι του αντιπροσωπευομένου, και ως εκ τούτου υπέχει καθήκον εντιμότητας, πίστης και επιμέλειας προς αυτόν, όπως και καθήκον να προωθεί τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου και όχι τα δικά του, ή τα συμφέροντα οποιουδήποτε τρίτου.»
Υπό τις περιστάσεις, ανωτέρω, της υπόθεσης, ο Πρόεδρος ορθώς εστίασε την προσοχή του στο μοναδικό, ουσιαστικά, νομικό ζήτημα, το οποίο, εμφανώς, αναδεικνύεται από τα ουσιώδη γεγονότα, όπως αυτά προβάλλονται στην έκθεση απαιτήσεως, ήτοι στη νομιμότητα της πράξης, ανωτέρω, του Αντωνάκη, ιδωμένης υπό το πρίσμα των προνοιών των σχετικών άρθρων του Μέρους ΧΙΙΙ του Κεφ. 149. Η σημασία και η επίδραση των άρθρων αυτών, σε περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας, εξετάστηκαν στην πολύ παρόμοια, από την άποψη αυτή, υπόθεση Ιακώβου κ.ά. v. Ζάπρη (2008) 1 Α.Α.Δ. 926, από την οποία και αντλήθηκε καθοδήγηση πρωτοδίκως, με την υιοθέτηση σχετικών αποσπασμάτων της. Να σημειωθεί πως, και στην υπόθεση εκείνην, ο εφεσείων 2 χρησιμοποίησε γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, που του είχε παραχωρήσει η εφεσίβλητη πριν από είκοσι χρόνια, περίπου, για την απόσπαση της περιουσίας της προς όφελός του. Υπήρχε δε και στο έγγραφο εκείνο ο ίδιος εξουσιοδοτικός όρος, όπως και εν προκειμένω. Το Εφετείο έκρινε ότι η συγκεκριμένη πράξη του εφεσείοντος 2 στερείτο της απαιτούμενης νομιμότητας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα υπόθεση είναι αντιπροσωπευτικό ως προς το νόμο, ο οποίος, σαφώς, διέπει και την παρούσα υπόθεση. Αναφέρονται, συγκεκριμένα, στις σελίδες 936 έως 937, τα εξής:-
«Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο όλο ζήτημα υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο των Άρθρων 142, 171 και 174 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τα οποία και επικαλέσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως και από τα λεχθέντα στην Kakoullou v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547, τα γεγονότα της οποίας ήταν ταυτόσημα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Επρόκειτο και εκεί για χορήγηση γενικού πληρεξουσίου μεταξύ στενών συγγενών, προβλήθηκε δε, όπως και εδώ, ο ισχυρισμός ότι το γενικό πληρεξούσιο δόθηκε για συγκεκριμένο σκοπό, όμως ο πληρεξουσιοδόχος, εκμεταλλευόμενος άδικα (unfairly) το πληρεξούσιο που του χορηγήθηκε καλόπιστα, και χωρίς να πληροφορήσει τον εφεσίβλητο που του το χορήγησε, προχώρησε στην επίδικη μεταβίβαση. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η μεταβίβαση.»
Ακολούθως, η απόφαση, αφού αναφέρεται στην υπόθεση Πρωτοπαπά κ.ά. v. Πρωτοπαπά κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1329, την οποία διακρίνει, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της, συνεχίζει, στις σελίδες 937 έως 938, με αναφορά και στα γεγονότα, ως εξής:-
«Εδώ, ο εφεσείων 2 ουδέποτε ειδοποίησε την εφεσίβλητη ότι σκόπευε να μεταβιβάσει τα κτήματα στο όνομά του και ή στο όνομα του εφεσείοντος 1 και ουδέποτε εξασφάλισε τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης για τέτοια ενέργεια. Αντίθετα, τόσο αυτός όσο και ο εφεσείων 1 απέκρυψαν ανέντιμα τις ενέργειές τους από την εφεσίβλητη. ...
Περαιτέρω, ο εφεσείων 2, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος, ήταν σε θέση εμπιστοσύνης (fiduciary position) έναντι της εφεσίβλητης και, ως εκ τούτου, υπείχε έναντί της καθήκον εντιμότητας, πίστης και επιμέλειας, όπως και καθήκον να προωθεί τα συμφέροντά της και όχι τα δικά του συμφέροντα ή τα συμφέροντα οποιουδήποτε τρίτου. Χρησιμοποιώντας το πληρεξούσιο για να μεταβιβάσει τα κτήματα της εφεσίβλητης στον εφεσείοντα 1, και δη διά δωρεάς, χωρίς να το αποκαλύψει στην εφεσίβλητη και χωρίς να λάβει τη συγκατάθεσή της, ο εφεσείων 2 ενήργησε εναντίον των συμφερόντων της εφεσίβλητης αφού, εν αγνοία της, την αποστέρησε από την περιουσία της χωρίς αυτή να έχει οποιοδήποτε όφελος. ... Σημειώνουμε, συναφώς, ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντος 1, αυτός γνώριζε ότι ιδιοκτήτης των τεσσάρων κτημάτων που του μεταβιβάστηκαν, διά δωρεάς, ήταν η εφεσίβλητη, και ότι, μεταβιβάζοντας τα κτήματα στο όνομά του, ο εφεσείων 2 ενεργούσε καθ' υπέρβαση της πληρεξουσιότητάς του, αφού ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι αποδέχθηκε τη μεταβίβαση των κτημάτων επειδή ο πατέρας του δεν μπορούσε, με βάση το πληρεξούσιο, να τα μεταβιβάσει ευθέως στο όνομά του. Συνακόλουθα, ο εφεσείων 1 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καλόπιστος τρίτος στη συναλλαγή. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο εφεσείων 1, εν γνώσει του, υποβοηθούσε τον εφεσείοντα 2 να υπερβεί τους όρους της πληρεξουσιότητάς του. Ως εκ τούτου, οι πράξεις του εφεσείοντος 2 δεν ήταν δεσμευτικές έναντι της εφεσίβλητης.»
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, εφαρμόζοντας την πιο πάνω νομολογία, αποδέχτηκε την απαίτηση της εφεσίβλητης και, ακυρώνοντας τις εγγραφές στο όνομα της δεύτερης εφεσείουσας, της απέδωσε τα εννέα επίδικα ακίνητα, εφόσον αυτή ήταν η νόμιμη δικαιούχος τους. Η απόφασή του δε, ανωτέρω, κρίνεται νομικά ορθή. Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε ότι ο Αντωνάκης, χρησιμοποιώντας, χωρίς τη συγκατάθεση της εφεσίβλητης και εν αγνοία της, το προαναφερθέν πληρεξούσιο έγγραφο, για τη διενέργεια των εν λόγω μεταβιβάσεων, ουσιαστικά, παράβηκε την υποχρέωση εμπιστοσύνης, που ο Νόμος είχε εναποθέσει σε αυτόν, ως αντιπρόσωπο, όπως επιβεβαιώνεται από την προαναφερθείσα σχετική νομολογία. Διαπιστώθηκε ότι ο Αντωνάκης είχε ενεργήσει, ως άνω, και με την παρακίνηση των εφεσειουσών. Ο τρόπος με τον οποίο αυτές μπορεί να ενήργησαν, δηλαδή συνωμοτικά και με δολιότητα, όπως, επίσης, αναφέρεται στην έκθεση απαιτήσεως, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο οποιοσδήποτε τρόπος χρησιμοποιήθηκε για την παρακίνηση του Αντωνάκη να ενεργήσει ως ανωτέρω, ουσιαστικά, συνιστούσε προτροπή προς αυτόν να παραβεί τη συμφωνία αντιπροσώπευσης, που ο ίδιος είχε με την εφεσίβλητη μέσω του πληρεξουσίου εγγράφου. Παρά το ότι αυτό προκύπτει από τη δικογραφία της εφεσίβλητης, καθώς, επίσης, από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, εντούτοις δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε απαίτηση, σχετικά, εναντίον των εφεσειουσών.
Βέβαια, το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Οι εφεσείουσες συμπεριλήφθηκαν ως εναγόμενες στην υπό αναφορά αγωγή, ακριβώς, για το λόγο ότι είχαν καταστεί, διαδοχικά, οι εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες των επιδίκων ακινήτων, εν γνώσει τους για το παράνομο της πράξης, ανωτέρω, του Αντωνάκη, δυνάμει δωρεάς και όχι ως αγοράστριες αυτών, έναντι ανταλλάγματος και καλή τη πίστει. Είναι δε με αυτήν την έννοια που η δεύτερη εφεσείουσα, ειδικά, είχε χαρακτηριστεί ως μη καλόπιστη τρίτη, με συνακόλουθο να μην καταστεί, κατά νόμο, ιδιοκτήτρια των επιδίκων ακινήτων∙ το ίδιο, βέβαια, ίσχυε, προηγουμένως, και για την πρώτη εφεσείουσα. Γι' αυτόν, ακριβώς, το λόγο το διάταγμα, που είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της εφεσίβλητης στην επίδικη ακίνητη περιουσία της, στρεφόταν εναντίον μόνον της δεύτερης εφεσείουσας, στο όνομα της οποίας η περιουσία αυτή βρίσκεται καταχωρημένη στο σχετικό Μητρώο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου.
Ο Πρόεδρος, για την πιο πάνω κατάληξή του, βασίστηκε στα ευρήματά του ως προς τα γεγονότα και είναι, κυρίως, σε τούτην την πτυχή που οι εφεσείουσες, με τους πλείστους λόγους έφεσης, εστίασαν την προσοχή τους. Όπως είχε, λοιπόν, η σειρά των πραγμάτων, της πιο πάνω κατάληξης προηγήθηκε η αξιολόγηση, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, της εκατέρωθεν μαρτυρίας και η διαπίστωση των γεγονότων, τα οποία ήταν καθοριστικά των περιστάσεων, υπό τις οποίες ο Αντωνάκης είχε μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα της εφεσίβλητης στη μητέρα της, πρώτη εφεσείουσα. Το καίριο ερώτημα, στο επίκεντρο της πιο πάνω μαρτυρίας, ήταν κατά πόσο οι εν λόγω μεταβιβάσεις είχαν γίνει με τη συγκατάθεση ή όχι της εφεσίβλητης και με τη γνώση της. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, αποδεχόμενος την αλήθεια της εκδοχής της εφεσίβλητης, έκρινε ότι αυτή συμφωνούσε με τη λογική των πραγμάτων, όπως το εξηγεί στην απόφασή του. Στο πλαίσιο αυτό, την αντιπαρέβαλε με τη μαρτυρία της δεύτερης εφεσείουσας, την οποία δεν αποδέχτηκε, για τους ίδιους, βασικά, λόγους.
Οι εφεσείουσες, με πέντε λόγους έφεσης, ήτοι τους λόγους 2 έως 6, αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης, ανωτέρω, του Προέδρου, στη βάση ότι ο ίδιος οδηγήθηκε σε αυτήν, παραλείποντας, λανθασμένα, να λάβει, συγχρόνως, υπόψη του και να συνεκτιμήσει το περιεχόμενο τριών εγγράφων, τα τεκμήρια 2, 11 και 26, τα οποία είχαν κατατεθεί ως μαρτυρία στη δίκη, χωρίς ένσταση. Τονίζεται ότι, σε όλους τους προαναφερθέντες λόγους έφεσης, οι εφεσείουσες συνδέουν αυτό που θεωρούν ως λανθασμένη κατάληξη του Δικαστηρίου επί των γεγονότων με το περιεχόμενο των προαναφερθέντων τριών εγγράφων.
Είναι γεγονός ότι, κατά την εξέταση της μαρτυρίας, όπως η άσκηση αυτή φαίνεται μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στα έγγραφα τεκμήρια 11 και 26 και, πραγματικά, δεδομένου του περιεχομένου τους, δε διαπιστώνεται τέτοια αναφορά να ήταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, χρήσιμη. Συγκεκριμένα, το τεκμήριο 11, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γραπτή Αμετάκλητη Συμφωνία», είχε συνομολογηθεί μεταξύ του Αντωνάκη και της συζύγου του, πρώτης εφεσείουσας, από τη μια πλευρά, ως δικαιοπαρόχων, και των θυγατέρων τους, δηλαδή της δεύτερης εφεσείουσας και της εφεσίβλητης, αντίστοιχα, από την άλλη πλευρά, ως δικαιοδόχων, στις 5.6.1985. Όπως προκύπτει από τις παραγράφους 3 και 6 αυτής της συμφωνίας, οι πρώτοι δύο, νωρίτερα την ημέρα εκείνην, είχαν μεταβιβάσει κάποια ακίνητά τους στις θυγατέρες τους. Σε άλλο μέρος της συμφωνίας, ήτοι στις παραγράφους 4, 5 και 11, οι δικαιοδόχοι αναλάμβαναν υποχρέωση να μην αποξενώσουν τα μεταβιβασθέντα σε αυτές ακίνητα, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση των δικαιοπαρόχων. Στην περίπτωση αποξένωσής τους, θα ήταν υπόχρεες για την καταβολή σε αυτούς αποζημιώσεων.
Το πιο πάνω έγγραφο, είναι φανερό, από το περιεχόμενό του, ότι καμία σχέση δεν έχει με τα επίδικα ακίνητα. Αυτό φέρεται να αφορά σε ακίνητα τα οποία ο Αντωνάκης και η σύζυγός του είχαν μεταβιβάσει στις δύο θυγατέρες τους στις 5.6.1985, ενώ είναι κοινώς παραδεκτό ότι τα επίδικα ακίνητα είχαν μεταβιβαστεί, μόνον από τον Αντωνάκη, στην εφεσίβλητη στις 28.8.1985. Εν πάση περιπτώσει, δεν κατέστη γνωστό η εφεσίβλητη να αποξένωσε, κατά οποιοδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία της είχε μεταβιβάσει ο Αντωνάκης οποτεδήποτε. Η σχέση δε, την οποία αυτή είχε με τον αλλοδαπό και την οποία οι εφεσείουσες δεν ενέκριναν, δε συνιστά αποξένωση της εν λόγω περιουσίας, συμφώνως του υπό αναφορά εγγράφου, τεκμήριο 11.
Το δεύτερο έγγραφο, τεκμήριο 26, αφορά σε μια δήλωση του Αντωνάκη, την οποία αυτός έκαμε στις 22.1.2003, δηλαδή κάποιους μήνες μετά που ο ίδιος είχε προβεί, την 1.8.2002, στη μεταβίβαση των ακινήτων της εφεσίβλητης στην πρώτη εφεσείουσα. Είναι σύντομη και έχει ως εξής:-
«Ο υπογεγραμμένος Αντωνάκης Αγρότης, εκ Λευκωσίας, αρ. Ταυτότητας 215203 και έχων σώας τας φρένας, για μελλοντική αποφυγή προστριβών μεταξύ της οικογένειας μου, δηλώνω ότι η κατά το έτος 2002 μεταβίβαση μέρους ακίνητης περιουσίας που ανήκε στην Ιωάννα Αγρότου αρ. Ταυτότητας 627771 και η οποία είναι θυγατέρα μου, προς τη σύζυγο μου Βασιλική, αρ. Ταυτότητας 235457, έγινε με πληρεξούσιο που είχα από την ρηθείσα Ιωάννα Αγρότου.
Η δική μου επιθυμία ήταν όπως η σύζυγος μου μεταβιβάσει πριν το θάνατο μου το πιο πάνω μέρος της ακίνητης περιουσίας στη θυγατέρα μου Ξένια Αγρότου, αρ. Ταυτότητας 598101.
Όλα τα πιο πάνω έγιναν με δική μου εισήγηση και δεν είχα επηρεαστεί από οποιονδήποτε.»
Αυτό που ο Αντωνάκης, προφανώς, ήθελε να προβάλει ιδιαίτερα, με τη συγκεκριμένη, εκ των υστέρων, ενυπόγραφη δήλωσή του, είναι ότι, κατά τις προηγηθείσες μεταβιβάσεις, την 1.8.2002, αυτός είχε σώας τας φρένας και ότι οι μεταβιβάσεις είχαν γίνει με δική του πρωτοβουλία. Όσον αφορά το πρώτο θέμα, της νοητικής κατάστασης του Αντωνάκη κατά τον ουσιώδη χρόνο, το εκδικάσαν Δικαστήριο, συμφωνώντας με την Υπεράσπιση, διαπίστωσε, σε αντίθεση με τη θέση που πρόβαλε η εφεσίβλητη στην έκθεση απαιτήσεώς της, ότι, κατά τον εν λόγω χρόνο, ο Αντωνάκης, αν και δεν ήταν σε καλή κατάσταση υγείας, εντούτοις ήταν νοητικά ικανός και αντιλαμβανόταν τις συνέπειες των πράξεών του. Όσον αφορά το δεύτερο θέμα, στο οποίο ο Αντωνάκης, επίσης, επισύρει την προσοχή, η σημασία του είναι, μάλλον, για να ενισχύσει την προηγούμενη δήλωσή του ότι είχε τη νοητική ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις πράξεις του, προσθέτοντας, συγχρόνως, ότι οι διενεργηθείσες μεταβιβάσεις έγιναν με δική του πρωτοβουλία. Επομένως, οι θέσεις που ο Αντωνάκης προβάλλει με τις δηλώσεις του στο έγγραφο τεκμήριο 26, ουσιαστικά, έγιναν δεκτές από τον Πρόεδρο, δε μετέβαλαν, όμως, τη διαπίστωσή του ότι τα επίδικα ακίνητα μεταβιβάστηκαν παράνομα, κατά τον τρόπο που έχει προαναφερθεί, στη δεύτερη εφεσείουσα, η οποία δεν τα εδικαιούτο. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, τελικά, ούτε και το εν λόγω έγγραφο ήταν, ως προς την περιεχομένη σε αυτό μαρτυρία, σημαντικό.
Το τρίτο έγγραφο, τεκμήριο 2, για το οποίο, επίσης, υπάρχει παράπονο ότι αυτό δε λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, σε αντίθεση με τα προηγούμενα δύο, φαίνεται να έχει κάποια σχετικότητα με τα επίδικα θέματα. Περιέχει ένορκη δήλωση, την οποία έκαμε ο Αντωνάκης ενώπιον Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 31.7.2002*, δηλαδή την προηγούμενη ημέρα της μετάβασής του στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, όπου αυτός διενήργησε τις αμφισβητούμενες μεταβιβάσεις. Προφανώς, χωρίς το έγγραφο αυτό, το οποίο κατατέθηκε ως μαρτυρία από την ίδια την εφεσίβλητη, δε θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν, την 1.8.2002, οι εν λόγω μεταβιβάσεις. Ό,τι δε είναι εδώ σημαντικό από το περιεχόμενό του είναι η αναφορά του στην παράγραφο (δ) αυτού, όπου είχε δηλώσει: «Είναι σε γνώση του αντιπροσωπευόμενου η σκοπούμενη δικαιοπραξία.»
Είναι γεγονός ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου και, άρα, ούτε τη συγκεκριμένη δήλωση σε αυτό, που παρατίθεται πιο πάνω. Δεν την αγνόησε, όμως. Είναι φανερό ότι την εξέτασε κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, με την οποία καταβλήθηκε προσπάθεια να αντικρουστεί η εκδοχή της εφεσίβλητης ότι αυτή δεν είχε συγκατατεθεί και ούτε είχε λάβει γνώση για τις διενεργηθείσες μεταβιβάσεις. Στο πλαίσιο δε της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος παρατήρησε, σχετικά, τα εξής:-
«Η μη συγκατάθεση της τελευταίας και η άγνοιά της ως προς τις μεταβιβάσεις των επίδικων κτημάτων, οι οποίες έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 2002, επιβεβαιώνεται μέσα από την πορεία των γεγονότων, όπως αυτά παρέμειναν χωρίς αμφισβήτηση. Αν ήταν βάσιμη η θέση των εναγομένων ότι γνώριζε η ενάγουσα και συγκατατέθηκε στην απαίτηση του Αντωνάκη για μεταβίβαση της περιουσίας της αφού δεν διέκοπτε το δεσμό της με τον Αργεντινό, δεν εξηγείται λογικά γιατί να μην μεταβεί η ίδια στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο προς διενέργεια των σχετικών πράξεων μεταβίβασης και αντί αυτής να το πράξει ο υπερήλικας πατέρας με όλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Ούτε συνάδει με τη λογική η χρησιμοποίηση ενός πληρεξουσίου το οποίο δόθηκε προ δεκαεπτά περίπου ετών. Πολύ περισσότερο, αφού δεν έγινε αρχικά δεκτό το πληρεξούσιο χωρίς τη συνοδεία ένορκης δήλωσης, να χρειάζεται ο ηλικιωμένος και ταλαιπωρημένος αυτός άνθρωπος να μεταβαίνει στο Δικαστήριο προκειμένου να υπογράψει τέτοια ένορκο δήλωση, Τεκμ. 2.»
Ο Πρόεδρος αντιπαρέβαλε τα πιο πάνω, καθώς και άλλα στοιχεία από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και των μαρτύρων της, τα οποία ρητώς αναφέρει στην απόφασή του, με τη μαρτυρία της δεύτερης εφεσείουσας, την οποία απέρριψε, τόσο στη βάση αυτή όσο και με αναφορά στους δικούς της όρους. Για την ακρίβεια, δεν πίστεψε τα όσα η δεύτερη εφεσείουσα κατέθεσε ενώπιόν του αναφορικά με την ισχυριζόμενη συγκατάθεση και γνώση της εφεσίβλητης για τις διενεργηθείσες μεταβιβάσεις. Είναι δε μετά την πιο πάνω κατάληξή του, η οποία έκρινε, πλέον, αυτήν τη συγκεκριμένη πτυχή, που προχώρησε και εξέτασε τους ισχυρισμούς της δεύτερης εφεσείουσας, που έφεραν τον Αντωνάκη να της είχε δηλώσει ότι η εφεσίβλητη συμφώνησε στη μεταβίβαση των επιδίκων ακινήτων της, τους οποίους απέρριψε, στη βάση της υπόθεσης Muskita Alumin. Ind. Ltd κ.ά. v. Alsako Alumin. Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481. Είναι, όμως, πρόδηλο ότι διενήργησε την πιο πάνω εξέταση εκ περισσού και η κατάληξή του, σχετικά, δεν αποτελεί μέρος του σκεπτικού του για τη συγκεκριμένη πτυχή, αφού, όπως αναφέρει: «Παρά το ότι η αποδοχή, ως συνάδουσας με την αλήθεια της μαρτυρίας της ενάγουσας καθιστά άνευ αντικειμένου το όλο ζήτημα, ορθό είναι να αναφερθεί ότι αναφύονται δύο ερωτήματα:» και προχώρησε να εξετάσει το θέμα των, δήθεν, δηλώσεων του Αντωνάκη προς τη δεύτερη εφεσείουσα.
Δεδομένων των πιο πάνω, είναι, επίσης, σημαντικό να αναφερθεί ότι η πτυχή που αφορά στην αξιολόγηση και στην αντιπαραβολή της μαρτυρίας των δύο βασικών μαρτύρων στην υπόθεση αυτή, δηλαδή της εφεσίβλητης και της δεύτερης εφεσείουσας, αντίστοιχα, δεν έχει προσβληθεί με συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Η αποδοχή δε της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα της κατάληξής του αυτής, προσβάλλονται, αποκλειστικά, με αναφορά στη μη εξέταση των προαναφερθέντων εγγράφων, τεκμήρια 11 και 26, και στην ελλιπή εξέταση, όπως, προφανώς, θεωρείται, της ένορκης δήλωσης, ανωτέρω, τεκμήριο 2. Στο βαθμό, όμως, που αμφισβητούνται η συγκεκριμένη πτυχή της απόφασης του Προέδρου και η αξιολόγηση από αυτόν της σχετικής μαρτυρίας, με αναφορά σε επί μέρους σημεία της, όπως προκύπτει από την αιτιολόγηση των διαφόρων σχετικών λόγων έφεσης, δε διαπιστώνεται οποιαδήποτε παράλειψη, αντίφαση, ασάφεια, αυθαιρεσία ή υπερβολή, που θα έθεταν την άσκηση, σχετικά, του Δικαστηρίου εκτός λογικών πλαισίων, για να δικαιολογείται η παρέμβαση, του Εφετείου, (βλ. Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246, Αντωνίου v. Γεστάμη και Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070 και Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236).
Καταλήγοντας, λοιπόν, για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση δε θα μπορούσε να επιτύχει.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία. Διατάσσεται επανεκδίκαση.