ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A172

(2016) 1 ΑΑΔ 792

24 Mαρτίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

 

Εφεσείoυσα-Ενάγουσα,

 

v.

 

1. ELLINAS FINANCE LTD,

2. ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD,

3. SHARELINK SECURITIES LTD,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 283/2010)

 

 

Συμβάσεις ― Συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία απορρίφθηκε αγωγή με αναγνωριστικό αίτημα τερματισμού της συμφωνίας και απαίτησης αποζημιώσεων ― Κατά πόσον οι εφεσίβλητοι 1 και 2 είχαν καθήκον ως διαχειριστές των μετοχών ― Επισκόπηση νομολογίας ― Δεν υπήρξε οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης ή καταπίστευμα μεταξύ όλων ή οποιονδήποτε των εφεσιβλήτων και της εφεσείουσας, η δε εφεσίβλητη 3 ουδέποτε ανέλαβε τη διαχείριση των αξιών χαρτοφυλακίου και ή αξιών περιθωρίου ασφαλείας της εφεσείουσας.

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία η εφεσείουσα-ενάγουσα, ενήγαγε τους τρεις εφεσίβλητους-εναγόμενους, αξιώνοντας εναντίον τους δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να τερματιζόταν η Συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου (και το συναφές πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 05/06/2000), ως διαρρηχθείσα από τους Εναγόμενους 1,2 και 3 και στη βάση αυτού αιτήθηκε αποζημιώσεων. Ο εφεσίβλητος 3 ήγειρε εναντίον της ανταπαίτηση αξιώνοντας διάφορες θεραπείες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο  καθοδηγούμενο από τη νομολογία και τα σχετικά συγγράμματα ασχολούμενο με τη νομική πτυχή ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών και ως προς την επίδικη συμφωνία, κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 δεν είχαν ευθύνη ή καθήκον ως διαχειριστές των μετοχών.

 

Eπίσης και η εφεσίβλητη 3, σε συνάρτηση με τα λεχθέντα στην απόφαση Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1(B) A.A.Δ.1238, κρίθηκε ότι δεν είχε τέτοιο καθήκον εφόσον ήταν υπεύθυνη για το administration και όχι για το management των μετοχών, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη μη λήψη απόφασης από μόνη της για πώληση των μετοχών της εφεσείουσας. Ειδικά αυτό ίσχυε, με δεδομένο το πρωτόδικο εύρημα, ότι η εφεσείουσα μέσω του συζύγου της (Μ.Ε.1) όχι μόνο δεν έδωσε οδηγίες να πουληθούν οι μετοχές της αλλά κατά διαστήματα ζητούσε ακριβώς το αντίθετο.

 

Τα πιο πάνω κρίθηκαν και σε συνάρτηση με το πληρεξούσιο το οποίο ερμηνεύτηκε μέσα στα πλαίσια της επίδικης συμφωνίας. Σχετικό ήταν και το εύρημα ότι ουδέποτε η εφεσίβλητη 3 προέβη αυτοβούλως σε διαχείριση ή εκτέλεση εντολών εκ μέρους της εφεσείουσας προ του τερματισμού της συμφωνίας αλλά όλες οι πράξεις έγιναν με εντολές του συζύγου της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο περαιτέρω αποδέχθηκε ότι η εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει τι είδους ευθύνη είχε η εφεσίβλητη 3 και τι παρέλειψε να πράξει ενώ όφειλε να το πράξει.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε  στον σχετικό όρο της επίδικης Συμφωνίας για το περιθώριο ασφαλείας με επισήμανση ότι σε περίπτωση μη ανταπόκρισης σε σχετική προειδοποίηση ή υπόδειξη του επενδυτή ή σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία με τον επενδυτή, η εταιρεία και ο χρηματιστής διατηρούν το δικαίωμα να προβαίνουν σε πώληση των αξιών χαρτοφυλακίου και ή κλείσιμο του λογαριασμού και ή τερματισμό της Συμφωνίας.

 

Τονίστηκε πρωτοδίκως η λέξη δικαίωμα όπως επίσης και ότι, παρά την ύπαρξη υποχρέωσης για μετριασμό ζημιάς που υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις, η εφεσείουσα δεν μπορεί να επικαλείται κατ' ισχυρισμόν παραλείψεις της εφεσίβλητης 1 ώστε να αποποιείται των δικών της ευθυνών και του συζύγου της οι οποίοι θα μπορούσαν να δώσουν οι ίδιοι οδηγίες για πώληση των μετοχών. Όπως παρατήρησε  το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή, το θέμα έχει επιλυθεί στην υπόθεση Συρίμης v. Παγκυπριακής (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131.

 

Εν τέλει το Δικαστήριο αναφορικά με την εξέταση της ανταπαίτησης, στη βάση της μαρτυρίας που δέχθηκε, έκρινε ότι η εφεσίβλητη 1 κάλεσε την εφεσείουσα να επαναφέρει το λογαριασμό της στα συμφωνηθέντα όρια από πλευράς εξασφαλίσεων, αυτή δεν ανταποκρίθηκε και η εφεσίβλητη 1 προχώρησε, ως είχε δικαίωμα, στην πώληση των μετοχών του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας και στον τερματισμό της Συμφωνίας. Συνεπώς εκρίθη ότι η εφεσίβλητη 1 είχε αποδείξει την οφειλή της εφεσείουσας προς αυτήν εκ ποσού ΛΚ25.944,60.

 

Ωστόσο το Δικαστήριο έκρινε αδικαιολόγητες τις χρεώσεις και τους τόκους ως ζητούνταν πέραν του ποσοστού 8.5% ετησίως το οποίο ποσοστό εν τέλει και επεδίκασε επί του πιο πάνω ποσού από τις 18.6.2002 μέχρι εξόφλησης.

 

Ταυτόχρονα εξέδωσε και διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η πώληση των μετοχών που ανήκαν στην εφεσείουσα και είναι εγγεγραμμένες στο όνομα της εφεσίβλητης 2 και οποιονδήποτε ποσό εισπραχθεί από την πώληση αυτή χρησιμοποιηθεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους της και οποιονδήποτε υπόλοιπο να επιστραφεί σ' αυτήν.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγοι έφεσης 1-4, 22, 24-28, 31, 34, 35 και 37 αναφορικά με το θέμα της αξιοπιστίας:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Δεν δίδονταν ικανοποιητικοί λόγοι διατάραξης των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της αξιοπιστίας.  Ειδικά για τον ΜΕ1 η  πρωτόδικη δικαστής έδωσε εξαντλητική και λεπτομερή αιτιολόγηση που καλύπτει αρκετές σελίδες ως προς το γιατί δεν αποδέχθηκε το μάρτυρα αυτό.

2.  Το ίδιο ίσχυε και για όλους τους μάρτυρες για τους οποίους τίθεται στην πραγματικότητα γενικής φύσεως παράπονο από την πλευρά της εφεσείουσας.

3.  Σε σχέση ειδικά με τη μαρτυρία του γραφολόγου ΜΕ2 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε με περισσή επιμέλεια τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του ως μάρτυρα, έδωσε δε παραδείγματα αντινομίας μεταξύ της κυρίως εξέτασης και της αντεξέτασης του.

4.  Αναφέρθηκε στις γενικόλογες του θέσεις οι οποίες τέθηκαν χωρίς υπόβαθρο και εξηγήσεις, ως όφειλε, σύμφωνα με το καθήκον του ως εμπειρογνώμονας. Με την ίδια επιμέλεια ασχολήθηκε με το έργο αξιολόγησης όλων των μαρτύρων.

5.  Εν γένει η πρωτόδικη εξέταση και ανάλυση είναι άψογη και βεβαίως δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στα σχετικά ευρήματα.

 

Λόγοι έφεσης 4, 6, 7-10, 12, 13, 16, 20, 21 και 23, αναφορικά με την  κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το ρόλο των εφεσιβλήτων 1 και 2:

 

Λόγοι 17, 18, 29 και 30 αναφορικά με την  κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το ρόλο της εφεσίβλητης 3:

Λόγοι έφεσης 3, 5, 11, 14, 15, 19, 23, 32-37 αναφορικά  αφενός  με την  ερμηνεία και λειτουργία του επενδυτικού λογαριασμού και αφετέρου αναφορικά διάφορα νομικά σφάλματα του Δικαστηρίου:

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Με όλη τη δυνατή ευρύτητα και να ειδώθηκαν οι λόγοι αυτών των ενοτήτων, κανένα ουσιαστικό και βάσιμο στοιχείο δεν εδόθη ώστε να τίθεται καν θέμα ολικής ή μερικής διαφοροποίησης της παρούσας υπόθεσης από την εδραιωμένη νομολογία επί των εγερθέντων θεμάτων.

2.  Όλες οι θέσεις της πλευράς της εφεσείουσας, παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση αυτής, έχουν αντιμετωπισθεί ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο με τον τρόπο και το περιεχόμενο που η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε.

3.  Η εφεσείουσα στηρίζει κυρίως την εισήγηση της για διαφοροποίηση στη θέση ότι στις πιο πάνω υποθέσεις, οι μετοχές παρέμειναν στο όνομα του επενδυτή και απλώς ενεχυριάζονταν προς όφελος του πιστωτή και συνεπώς ορθά είχε αποφασιστεί σ' εκείνες τις υποθέσεις ότι δεν δημιουργείτο εμπίστευμα εν αντιθέσει με την κρινόμενη υπόθεση. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση.

4.  Το γεγονός ότι οι αξίες χαρτοφυλακίου και αξίες περιθωρίου ασφαλείας ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα των εφεσιβλήτων 2 για σκοπούς εξασφάλισης των υποχρεώσεων της εφεσείουσας προς τους εφεσιβλήτους 1 δεν σήμαινε ότι η εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα να τις πωλήσει με σχετική εντολή προς τους εφεσίβλητους 3.

5.  Δεν μπορεί η εφεσείουσα να ισχυρίζεται ότι στην παρούσα υπόθεση δημιουργήθηκε εμπίστευμα καθώς και σχέση θεματοφύλακα μεταξύ των εφεσιβλήτων 1 και 2 με την εφεσείουσα ώστε να διαφοροποιείται η παρούσα με τις πιο πάνω υποθέσεις.

6.  Η δε περαιτέρω εισήγηση της ότι υπάρχει ομοιότητα της παρούσας με την Μarketrends v. Πέρδικος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042 στερείται βασιμότητας ως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο με το οποίο συμφωνούμε πλήρως.

7.  Επίσης ήταν ορθή η θέση της εφεσίβλητης 3 ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης ή καταπίστευμα μεταξύ όλων ή οποιονδήποτε των εφεσιβλήτων και της εφεσείουσας.

8.  Ορθή ήταν και η πρωτόδικη προσέγγιση ότι η εφεσίβλητη 3 ουδέποτε ανέλαβε τη διαχείριση των αξιών χαρτοφυλακίου και ή αξιών περιθωρίου ασφαλείας της εφεσείουσας.

9.  Η επίδικη συμφωνία πουθενά δεν προνοούσε την παραίτηση της εφεσείουσας από το δικαίωμα να δίδει εντολές στην εφεσίβλητη 3 σε σχέση με τη διαχείριση και το χειρισμό του λογαριασμού. Συναφώς ορθή είναι και η επεξήγηση του όρου διαχείριση στη βάση των λέξεων administration και management.

10. Όλα τα εγειρόμενα θέματα έχουν απαντηθεί δεόντως από τη νομολογία και δεν έχει αποδειχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με οποιονδήποτε τρόπο, τόσο στην αντίκριση της μαρτυρίας όσο και στην απόδοση των νομικών αρχών επί της μαρτυρίας που αποδέκτηκε.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1(B) A.A.Δ. 1238,

 

Συρίμης v. Παγκυπριακής (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131,

 

Παπακόκκινου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,

 

Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,

 

Κουλλαπής v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2376, ECLI:CY:AD:2015:A751,

 

Γεωργίου v. Ellinas Finance a.ο. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2475, ECLI:CY:AD:2015:A764,

 

Μarketrends v. Πέρδικος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4117/02), ημερομηνίας 9/8/2010.

 

Λ. Πατσαλίδου (κα), για Λ. Λουκαΐδη και Κ. Γεωργίου, για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Π. Σιακαλλής, για Λ. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

 

Χρ. Αθανασιάδου (κα) με Α. Νεοφύτου (κα), για Γεωργιάδη & Πελίδη ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 3.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στην πρωτόδικη διαδικασία η εφεσείουσα-ενάγουσα ενάγει τους τρεις εφεσίβλητους-εναγόμενους αξιώνοντας εναντίον τους δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να τερματίζεται η Συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου (και το συναφές πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 05/06/2000), ως διαρρηχθείσα από τους Εναγόμενος αρ.1,2 και 3 και στη βάση αυτού αιτείται αποζημιώσεων. Ο εφεσίβλητος 3 εγείρει εναντίον της ανταπαίτηση αξιώνοντας διάφορες θεραπείες.

 

Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Της πιο πάνω αξιολόγησης δεδομένης, αποτελεί εύρημα μου ότι η Εναγόμενη αρ. 1 είναι δημόσια εταιρεία, οι μετοχές της οποίας είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. Είναι χρηματοδοτικός οργανισμός και παρέχει δάνεια και διευκολύνσεις για συγκεκριμένους σκοπούς, μεταξύ αυτών και επενδυτικά σχέδια. Η Εναγόμενη αρ. 2 είναι θυγατρική εταιρεία της Εναγόμενης αρ. 1 και συστάθηκε ώστε να εγγράφονται επ' ονόματι της μετοχές πελατών για σκοπούς εξασφάλισης. Η Εναγόμενη αρ. 3 είναι χρηματιστηριακή εταιρεία. Οι κ.κ. Χριστόδουλος Έλληνας, Φίλιππος Λάρκος, Ιωάννης Πίτσιλλος και Χαράλαμπος Παπανικολάου ήσαν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγομένης αρ. 3 εταιρείας για την περίοδο από 1.1.2000 μέχρι και την 30.6.2002. Ο κ. Χαράλαμπος Αλεξάνδρου ήταν υπάλληλος της Εναγομένης αρ. 3, και ουδέποτε ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των Εναγομένων αρ. 1 ή/και 2.

 

Ο κ. Γιώργος Κουλλαπής είναι ο σύζυγος της Ενάγουσας και χειριζόταν εκ μέρους της όλη την διαδικασία που είχε σχέση με τα επίδικα θέματα. Τόσο ο κ. Κουλλαπής, όσο και η Ενάγουσα ήσαν πελάτες της Εναγόμενης αρ. 3 από τον Φεβρουάριο 2000. Την 3.5.2000 η Ενάγουσα υπέβαλε στην Εναγόμενη αρ. 1 την αίτηση για επενδυτικό σχέδιο και παραχώρηση ορίου Λ.Κ.30.000,00 Τεκμήριο 1, η οποία εγκρίθηκε, και την 14.6.2000 υπεγράφη μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγομένων αρ. 1, 2 και 3 η Συμφωνία Τεκμήριο 2, καθώς και Πληρεξούσιο Έγγραφο με το οποίο η Ενάγουσα διόρισε ως Πληρεξούσιο Αντιπρόσωπο της την Εναγόμενη αρ. 3. Ακολούθως η Εναγόμενη αρ. 1 άνοιξε επ' ονόματι της Ενάγουσας τον λογαριασμό με αρ. EFC 10717, παραχώρησε στην Ενάγουσα όριο Λ.Κ.30.0Ο0,00 για επενδύσεις στο Χ.Α.Κ., και η Ενάγουσα μεταβίβασε επ' ονόματι της Εναγόμενης αρ. 2 μετοχές ως Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας, αξίας τότε Λ.Κ.29.710,20, ενώ κατά διαστήματα μεταβίβασε και περαιτέρω μετοχές ως εξασφάλιση όταν ανατρέπετο το Περιθώριο Ασφαλείας.

 

Κατά την διάρκεια λειτουργίας του επενδυτικού σχεδίου, ο κ. Γιώργος Κουλλαπής έδιδε εντολές στον κ. Χαράλαμπο Αλεξάνδρου για διενέργεια πράξεων στο Χ.Α.Κ.. Αφού οι πράξεις διενεργούνταν, η Εναγόμενη αρ. 3 ενημέρωνε την Εναγόμενη αρ. 1 και αυτή είτε πλήρωνε το ποσό της αγοράς στην Εναγόμενη αρ. 3, είτε εισέπραττε το προϊόν της πώλησης από αυτήν, και αντίστοιχα είτε χρέωνε είτε πίστωνε τον λογαριασμό της Ενάγουσας. Η Εναγόμενη αρ. 1 έστελνε κάθε μήνα στην Ενάγουσα  ταχυδρομικώς την κατάσταση λογαριασμού  μαζί με τα πινακίδια συναλλαγής, και ουδέποτε είτε ο κ. Κουλλαπής είτε η Ενάγουσα διαμαρτυρήθηκαν ή αμφισβήτησαν το εμφανιζόμενο σε αυτές υπόλοιπο.

 

Την 4.4.2001 η Εναγόμενη αρ. 1 έστειλε την επιστολή Τεκμήριο 3 στην Ενάγουσα, αναφέροντας της ότι ο λογαριασμός της δεν βρισκόταν στα συμφωνημένα επίπεδα, και αυτή ανταποκρίθηκε με το Τεκμήριο 22 μεταβιβάζοντας και άλλες μετοχές προς εξασφάλιση. Ούτε η Ενάγουσα, ούτε ο κ. Κουλλαπής εξέφρασαν ποτέ προς τις Εναγόμενες αρ. 1, 2 ή 3 την επιθυμία να εκποιηθούν οι μετοχές τους, αλλά πολλές φορές ο κ. Κουλλαπής ζήτησε όπως αυτό μην γίνει.

 

Την 7.3.2002 η Ενάγουσα έστειλε στην Εναγόμενη αρ. 1 την επιστολή Τεκμήριο 5, και η Εναγόμενη αρ. 1 απέρριψε τα όσα αναφέρονται σε αυτήν με την επιστολή Τεκμήριο 6. Η Εναγόμενη αρ. 1 έδωσε εντολές στην Εναγόμενη αρ. 3 να πουλήσει τις μετοχές της Ενάγουσας, και η Εναγόμενη αρ. 3 το έπραξε, εκτός από 6.000 μετοχές της εταιρείας White Knight Holdings Ltd, και 25.000 μετοχές της εταιρείας Cyventure Ltd, η πώληση των οποίων δεν κατέστη δυνατή. Η Εναγόμενη αρ. 1 ενημέρωσε την Ενάγουσα περί της πωλήσεως αυτής, και με την επιστολή Τεκμήριο 8 ημερ. 27.6.2002 τερμάτισαν την Συμφωνία και αξίωσαν πληρωμή του υπολοίπου ποσού που ανήρχετο κατά την πιο πάνω ημερομηνία σε Λ.Κ.25.944,60 πλέον τόκους. Το ποσό αυτό δεν έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα».

 

Το Δικαστήριο στη συνέχεια καθοδηγούμενο από τη νομολογία και τα σχετικά συγγράμματα ασχολούμενο με τη νομική πτυχή ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών και ως προς την επίδικη συμφωνία καταλήγει ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 δεν είχαν ευθύνη ή καθήκον ως διαχειριστές των μετοχών. Eπίσης και η εφεσίβλητη 3, σε συνάρτηση με τα λεχθέντα στην Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1(B) A.A.Δ. σελ.1238 κρίθηκε ότι δεν έχει τέτοιο καθήκον εφόσον ήταν υπεύθυνη για το administration και όχι για το management των μετοχών, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη μη λήψη απόφασης από μόνη της για πώληση των μετοχών της εφεσείουσας. Ειδικά αυτό ισχύει με δεδομένο το πρωτόδικο εύρημα ότι η εφεσείουσα μέσω του συζύγου της (Μ.Ε.1) όχι μόνο δεν έδωσε οδηγίες να πουληθούν οι μετοχές της αλλά κατά διαστήματα ζητούσε ακριβώς το αντίθετο. Τα πιο πάνω κρίθηκαν και σε συνάρτηση με το πληρεξούσιο το οποίο ερμηνεύεται μέσα στα πλαίσια της επίδικης συμφωνίας. Σχετικό είναι και το εύρημα ότι ουδέποτε η εφεσίβλητη 3 προέβη αυτοβούλως σε διαχείριση ή εκτέλεση εντολών εκ μέρους της εφεσείουσας προ του τερματισμού της συμφωνίας αλλά όλες οι πράξεις έγιναν με εντολές του συζύγου της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο περαιτέρω δέχεται ότι η εφεσείουσα δεν είχε αποδείξει τι είδους ευθύνη είχε η εφεσίβλητη 3 και τι παράλειψε να πράξει ενώ όφειλε να το πράξει.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στον όρο 2Ε της επίδικης Συμφωνίας για το περιθώριο ασφαλείας με επισήμανση ότι σε περίπτωση μη ανταπόκρισης σε σχετική προειδοποίηση ή υπόδειξη του επενδυτή ή σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία με τον επενδυτή, η εταιρεία και ο χρηματιστής διατηρούν το δικαίωμα να προβαίνουν σε πώληση των αξιών χαρτοφυλακίου και ή κλείσιμο του λογαριασμού και ή τερματισμό της Συμφωνίας.  Τονίζεται πρωτοδίκως η λέξη δικαίωμα όπως επίσης και ότι, παρά την ύπαρξη υποχρέωσης για μετριασμό ζημιάς που υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις, η εφεσείουσα δεν μπορεί να επικαλείται κατ' ισχυρισμόν παραλείψεις της εφεσίβλητης 1 ώστε να αποποιείται των δικών της ευθυνών και του συζύγου της οι οποίοι θα μπορούσαν να δώσουν οι ίδιοι οδηγίες για πώληση των μετοχών. Όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο το θέμα έχει επιλυθεί στην υπόθεση Συρίμης v. Παγκυπριακής (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131.

 

Το Δικαστήριο παρακάτω αναφέρεται γενικότερα στη νομολογία η οποία επέλυσε ταυτόσημα ή παρεμφερή θέματα σε σχέση με μεγάλες ενότητες της αγόρευσης του συνηγόρου της εφεσείουσας για να καταλήξει ότι με βάση τις υποθέσεις Καλλικάς και Συρίμης (ανωτέρω) δεν στοιχειοθετήθησαν οι θέσεις της εφεσείουσας με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης (σελ.41 και 42):

 

«Στην Ενότητα 8 της αγόρευσης του κ. Παπαντωνίου προβάλλεται η εισήγηση αυτού ότι η Εναγόμενη αρ.2 κατείχε την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου και θεματοφύλακα των επενδύσεων των πελατών της Εναγόμενης αρ. 1.  και το ζήτημα αυτό έχει τύχει εξέτασης στην απόφαση Καλλικάς v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (πιο πάνω), στις σελίδες 19 και 20, όπου με παραπομπή στην απόφαση China and South Sea Bank n. Tan [1989] 3 All E.R. 839 και στην Συρίμη v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυρπιακή Λτδ (πιο πάνω) αναφέρθηκε ότι «ο δανειστής δεν καθίσταται και εμπιστευματοδόχος μετοχών που έχουν ενεχυριαστεί και ούτε έχει οποιαδήποτε ευθύνη προς τον οφειλέτη σε περίπτωση που δεν ασκήσει το δικαίωμα πώλησης που έχει και η αξία των μετοχών μειωθεί», καταλήγοντας ότι τα αναφερόμενα στην Μαρία Συρίμη (πιο πάνω) «καλύπτουν και τον ισχυρισμό ότι η Τράπεζα κατέστη εμπιστευματοδόχος του Εφεσείοντος».  Σημειώνω εκ του περισσού, ότι η θέση του Μ.Ε. 1 ήταν ότι η Εναγόμενη αρ.2 ήταν εμπιστευματοδόχος της Εναγόμενης αρ.1 και όχι της Ενάγουσας όπως εισηγείται ο κ.Παπαντωνίου.

 

Οι ισχυρισμοί που περιέχονται στις Ενότητες 10, 11, 12 και 14 έχουν καλυφθεί από τα όσα ανέφερα πιο πάνω.  Σε σχέση με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι έχει αποδειχθεί επαγγελματική αμέλεια εκ μέρους των Εναγομένων, παραθέτω το ακόλουθ ο απόσπασμα από την απόφαση Γιαννάκης Καλλικάς v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (πιο πάνω) όπου στη σελίδα 24 αναφέρθηκαν τα εξής, τα οποία και τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα περίπτωση:

 

«Θεωρούμε ότι ο ισχυρισμός για αμέλεια δεν δικογραφήθηκε ορθά και ως εκ τούτου δεν πρέπει να εξεταστεί. Ανεξαρτήτως της κατάληξης μας, είναι ορθή η επισήμανση του δικηγόρου της Τράπεζας ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν υπήρξε μαρτυρία που να κρίθηκε αξιόπιστη και η οποία να υποδεικνύει σε αμέλεια της Τράπεζας. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί που προβάλλει σε σκόρπια σημεία της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης ο Εφεσείων, δεν ευσταθούν, αφού στηρίζονται στην ύπαρξη υποχρέωσης να πωλήσει η Τράπεζα τις μετοχές, θέση την οποία απορρίψαμε.»

 

Των πιο πάνω δεδομένων θεωρώ ότι η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση της, και έπεται πως η αγωγή δεν μπορεί παρά να απορριφθεί».

 

Εν τέλει το Δικαστήριο απασχολείται με την εξέταση της ανταπαίτησης. Στη βάση της μαρτυρίας που δέχθηκε έκρινε ότι η εφεσίβλητη 1 κάλεσε την εφεσείουσα να επαναφέρει το λογαριασμό της στα συμφωνηθέντα όρια από πλευράς εξασφαλίσεων, αυτή δεν ανταποκρίθηκε και η εφεσίβλητη 1 προχώρησε, ως είχε δικαίωμα, στην πώληση των μετοχών του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας και στον τερματισμό της Συμφωνίας. Συνεπώς εκρίθη ότι η εφεσίβλητη 1 είχε αποδείξει την οφειλή της εφεσείουσας προς αυτήν εκ ποσού ΛΚ25.944,60. Ωστόσο το Δικαστήριο θεωρεί αδικαιολόγητες τις χρεώσεις και τους τόκους ως ζητούνται πέραν του ποσοστού 8.5% ετησίως το οποίο ποσοστό εν τέλει και επιδικάζει επί του πιο πάνω ποσού από τις 18.6.2002 μέχρι εξόφλησης. Ταυτόχρονα εξέδωσε και διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η πώληση των μετοχών που ανήκουν στην εφεσείουσα και είναι εγγεγραμμένες στο όνομα της εφεσίβλητης 2 και οποιονδήποτε ποσό εισπραχθεί από την πώληση αυτή χρησιμοποιηθεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους της και οποιονδήποτε υπόλοιπο να επιστραφεί σ' αυτήν.

 

Οι λόγοι έφεσης είναι πολυάριθμοι και είναι διατυπωμένοι με ένα πολυσύνθετο και μακροσκελή τρόπο που δεν διαχωρίζει αποτελεσματικά τα θέματα που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τις νομικές αρχές. Αυτό έχει καταστήσει το έργο μας επίπονο και δύσκολο. Επίσης παρά το ότι θέσαμε και επ' ακροατηρίω την εισήγηση να μας τεθεί επ' ακριβώς και με συνοπτικό τρόπο στο τι ακριβώς η υπάρχουσα πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα διαφοροποιούσε την υπόθεση αυτή από τις μέχρι σήμερα νομολογηθείσες αρχές, δεν έχουμε πάρει ικανοποιητική απάντηση από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της εφεσείουσας.

 

Ενόψει λοιπόν του εύρους και της πολλαπλότητας των λόγων έφεσης θα προσπαθήσουμε να τους κατατάξουμε με βάση και τις θεωρήσεις των διαδίκων χωρίς να μπορούμε να επαναλάβουμε το περιεχόμενο τους ή τις αντίστοιχες θέσεις στην πλήρη τους εμβέλεια.

 

Α΄ Ομάδα λόγων που άπτονται του θέματος της αξιοπιστίας (Λόγοι 1-4, 22, 24-28, 31, 34, 35 και 37).

 

Παρά το ότι πολλοί λόγοι τίθενται σαν σφάλματα νομικής αρχής, όταν διαβαστούν καλύτερα διαπιστώνεται ότι απλώς άπτονται ισχυρισμών για λανθασμένη αξιολόγηση. Τα παράπονα της εφεσείουσας για λανθασμένη αξιολόγηση έχουν ως κύριο αντικείμενο τη μαρτυρία του συζύγου της ΜΕ1 Κουλλαπή, και κύριου μάρτυρα της πλευράς της (βλ. κυρίως το λόγο 1), του ΜΕ2 Κτωρίδη γραφολόγου σε σχέση με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας για παραποίηση των τεκμηρίων 2 και 21 και το συσχετισμό της μαρτυρίας του με τον ΜΥ1 (βλ. λόγος 2). Εμμέσως δε πλήττεται και το έργο της αξιολόγησης ως προς την αξιοπιστία του ΜΕ3 Αλεξάνδρου (βλ. λόγος 3), της ίδιας της εφεσείουσας (βλ. διάσπαρτους λόγους) καθώς και άλλων μαρτύρων επίσης σε διάφορους λόγους αυτής της Ομάδας.

 

Όπως είναι γνωστό η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι έργο που κατ' εξοχήν ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εάν τα πρωτόδικα ευρήματα είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί.  (βλ. Παπακόκκινου v. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Χ"Παύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236).

 

Έχουμε εξετάσει τις επιμέρους εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας για τα προβαλλόμενα ως λάθη επί του έργου της αξιολόγησης. Εκτός της δυσκολίας που παρουσιάζει η σύζευξη των προβαλλόμενων ως λαθών με τις νομικές αρχές από το εφετήριο, μελετώντας τα θέματα που εγείρει η εφεσείουσα έχουμε παρατηρήσει ότι εκτός της γενικής άρνησης της ορθότητας των πρωτόδικων προσεγγίσεων δεν δίδονται ικανοποιητικοί λόγοι διατάραξης των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της αξιοπιστίας. Ειδικά για τον ΜΕ1 η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής έδωσε εξαντλητική και λεπτομερή αιτιολόγηση που καλύπτει αρκετές σελίδες ως προς το γιατί δεν αποδέχθηκε το μάρτυρα αυτό. Το ίδιο ισχύει και για όλους τους μάρτυρες για τους οποίους τίθεται στην πραγματικότητα γενικής φύσεως παράπονο από την πλευρά της εφεσείουσας. Σε σχέση ειδικά με τη μαρτυρία του γραφολόγου ΜΕ2 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε με περισσή επιμέλεια τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του ως μάρτυρα (βλ. ειδικά σελ.19 και 20), έδωσε δε παραδείγματα αντινομίας μεταξύ της κυρίως εξέτασης και της αντεξέτασης του. Αναφέρθηκε στις γενικόλογες του θέσεις οι οποίες τέθηκαν χωρίς υπόβαθρο και εξηγήσεις, ως όφειλε, σύμφωνα με το καθήκον του ως εμπειρογνώμονας. Με την ίδια επιμέλεια ασχολήθηκε με το έργο αξιολόγησης όλων των μαρτύρων.

 

Είναι κατάληξη μας ότι εν γένει η πρωτόδικη εξέταση και ανάλυση είναι άψογη και βεβαίως δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στα σχετικά ευρήματα.

 

Β΄ Ομάδα λόγων έφεσης (4, 6, 7-10, 12, 13, 16, 20, 21 και 23):

 

Με αυτή την ομάδα αμφισβητείται άμεσα ή έμμεσα η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το ρόλο των εφεσιβλήτων 1 και 2.

 

Γ΄Ομάδα λόγων έφεσης (Λόγοι 17, 18, 29 και 30)

 

Με αυτή την ομάδα αμφισβητείται άμεσα ή έμμεσα η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το ρόλο της εφεσίβλητης 3.

 

Δ΄ Ομάδα λόγων έφεσης (Λόγοι 3, 5, 11, 14, 15, 19, 23, 32-37):

 

Με αυτή την ομάδα λόγων έφεσης αμφισβητείται αφενός η ερμηνεία και λειτουργία του επενδυτικού λογαριασμού και αφετέρου τίθενται διάφοροι λόγοι νομικής φύσεως για να καταδειχθεί το λάθος των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Σημειώνεται ότι κάποιοι από τους λόγους τοποθετούνται σε περισσότερες από μία ομάδα γιατί ενόψει της μη καθαρότητας στη σύνταξη τους οι αιτιολογίες τους, όπως αποδίδονται, φαίνεται να εμπίπτουν σε περισσότερες της μιας ομάδας λόγων έφεσης.

 

Αφού εξετάσαμε την υφή των πιο πάνω λόγων καταλήξαμε ότι μπορούμε να αντικρίσουμε και να ασχοληθούμε με τις ενότητες Β, Γ και Δ ενιαία και συνολικά αφού η κυρίαρχη αντίληψη της πλευράς της εφεσείουσας είναι ότι η υπάρχουσα συντριπτική νομολογία για τα πιο πάνω θέματα μπορεί να διαφοροποιηθεί στην κρινόμενη περίπτωση. Ομιλούμε φυσικά για τις υποθέσεις Καλλικά και Συρίμης (ανωτέρω) αλλά και για άλλες ακόμη και πολύ πρόσφατες στις οποίες είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε την πλήρη ισχύ των παλαιότερων υποθέσεων, όπως την Κουλλαπής v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2376, ECLI:CY:AD:2015:A751 όπου συνοψίζεται όλη η σχετική νομολογία και την Γεωργίου v. Ellinas Finance a.ο. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2475, ECLI:CY:AD:2015:A764 στην οποία μάλιστα οι δικηγόροι που παρουσιάστηκαν ήσαν οι ίδιοι με τους παρόντες.

 

Με όλη τη δυνατή ευρύτητα και να είδαμε τους λόγους έφεσης αυτών των ενοτήτων, κανένα ουσιαστικό και βάσιμο στοιχείο δεν μας εδόθη ώστε να τίθεται καν θέμα ολικής ή μερικής διαφοροποίησης της παρούσας υπόθεσης από την εδραιωμένη νομολογία επί των εγερθέντων θεμάτων. Όλες οι πιο πάνω θέσεις της πλευράς της εφεσείουσας, παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση αυτής, έχουν αντιμετωπισθεί ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο με τον τρόπο και το περιεχόμενο που η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε.

 

Η εφεσείουσα στηρίζει κυρίως την εισήγηση της για διαφοροποίηση στη θέση ότι στις πιο πάνω υποθέσεις, οι μετοχές παρέμειναν στο όνομα του επενδυτή και απλώς ενεχειριάζονταν προς όφελος του πιστωτή και συνεπώς ορθά είχε αποφασιστεί σ' εκείνες τις υποθέσεις ότι δεν δημιουργείτο εμπίστευμα εν αντιθέσει με την κρινόμενη υπόθεση. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Το γεγονός ότι οι αξίες χαρτοφυλακίου και αξίες περιθωρίου ασφαλείας ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα των εφεσιβλήτων 2 για σκοπούς εξασφάλισης των υποχρεώσεων της εφεσείουσας προς τους εφεσιβλήτους 1 δεν σήμαινε ότι η εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα να τις πωλήσει με σχετική εντολή προς τους εφεσίβλητους 3. Δεν μπορεί η εφεσείουσα να ισχυρίζεται ότι στην παρούσα υπόθεση δημιουργήθηκε εμπίστευμα καθώς και σχέση θεματοφύλακα μεταξύ των εφεσιβλήτων 1 και 2 με την εφεσείουσα ώστε να διαφοροποιείται η παρούσα με τις πιο πάνω υποθέσεις. Η δε περαιτέρω εισήγηση της ότι υπάρχει ομοιότητα της παρούσας με την Μarketrends v. Πέρδικος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042 στερείται βασιμότητας ως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο με το οποίο συμφωνούμε πλήρως.  Επίσης είναι ορθή η θέση της εφεσίβλητης 3 ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης ή καταπίστευμα μεταξύ όλων ή οποιονδήποτε των εφεσιβλήτων και της εφεσείουσας. Ορθή είναι και η πρωτόδικη προσέγγιση ότι η εφεσίβλητη 3 ουδέποτε ανέλαβε τη διαχείριση των αξιών χαρτοφυλακίου και ή αξιών περιθωρίου ασφαλείας της εφεσείουσας. Η επίδικη συμφωνία πουθενά δεν προνοούσε την παραίτηση της εφεσείουσας από το δικαίωμα να δίδει εντολές στην εφεσίβλητη 3 σε σχέση με τη διαχείριση και το χειρισμό του λογαριασμού. Συναφώς ορθή είναι και η επεξήγηση του όρου διαχείριση στη βάση των λέξεων administration και management.

 

Στην απουσία λοιπόν επαρκών εξηγήσεων από την πλευρά της εφεσείουσας για τη διαφοροποίηση της παρούσας με την υπάρχουσα νομολογία, θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να επεκταθούμε περαιτέρω αφού όλα τα εγειρόμενα θέματα έχουν απαντηθεί δεόντως από τη νομολογία και δεν έχει αποδειχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με οποιονδήποτε τρόπο, τόσο στην αντίκριση της μαρτυρίας όσο και στην απόδοση των νομικών αρχών επί της μαρτυρίας που αποδέκτηκε.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η έφεση είναι αβάσιμη στην ολότητα της και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο