ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D271
(2015) 1 ΑΑΔ 848
9 Απριλίου, 2015
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SANTOS
KOHO MALISAWA,
Αιτητή,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2015)
Προνομιακά Εντάλματα ― Habeas Corpus ― Απαγορευμένοι μετανάστες ― Αίτηση προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus, με το οποίο να διατασσόταν η απελευθέρωση του αιτητή από την κράτηση στην οποία τελούσε, για σκοπούς απέλασης ― Επιτρεπτική κατάληξη επί τω ότι, υπήρξε ελλιπής διαδικασία προώθησης της απέλασης και δεν επεδείχθη δέουσα επιμέλεια συμφώνως των νομοθετικών προνοιών.
Ο αιτητής επιδίωξε με την αίτηση την έκδοση εντάλματος habeas corpus, με το οποίο να διατασσόταν η απελευθέρωσή του από την κράτηση, στην οποία αυτός βρισκόταν για πεντέμισι, σχεδόν, μήνες.
Τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει σχετικού διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε στις 7.7.2014, του γνωστοποιήθηκε στις 27.10.2014 και εκτελέστηκε την ίδια ημέρα. Ο σκοπός της κράτησής του ήταν η διευκόλυνση της εκτέλεσης διατάγματος απέλασης, το οποίο εκδόθηκε κατά την ίδια πιο πάνω ημερομηνία, ήτοι στις 7.7.2014. Τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.
Ο λόγος, για τον οποίο η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έκανε χρήση της πιο πάνω εξουσίας, ήταν επειδή ο αιτητής, ο οποίος είναι αλλοδαπός, καταγόμενος από το Κονγκό, θεωρήθηκε πως, κατά τον προαναφερθέντα ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο. Αυτός ήλθε στην Κύπρο παράνομα, διά θαλάσσης, σε άγνωστο χρόνο και εντοπίστηκε στις 16.10.2004, οπότε και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου.
Η συνήγορος τους αιτητή επικαλέστηκε την ύπαρξη καταχώρισης προσφυγής του αιτητή εναντίον απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, για να εισηγηθεί ότι η κράτηση του αιτητή ήταν παράνομη, ειδικότερα, επειδή αυτός, ως εκ της εν λόγω προσφυγής, εξακολουθούσε να διατηρεί την ιδιότητα του αιτητή ασύλου.
Προβλήθηκε περαιτέρω ότι η περαιτέρω κράτηση του αιτητή δεν είχε δικαιολογηθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, από την αρμόδια αρχή και ζητήθηκε ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης του, με αναφορά στη διάρκειά της και όχι η νομιμότητα της απόφασης για την έκδοση του σχετικού διατάγματος που οδήγησε σ' αυτή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η υπόθεση προσφυγής στην οποία παρέπεμψε η πλευρά του εφεσείοντα αφορούσε σε διαφορετικά δεδομένα και η σχετική εισήγηση απορρίφθηκε.
2. Στο εδάφιο (7) του Άρθρου 18ΠΣΤ, προβλέπεται ότι, εφόσον πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1), η κράτηση υπό απέλαση προσώπου μπορεί να παραταθεί για περίοδο μέχρι και έξι μήνες.
3. Περαιτέρω, ο χρόνος κράτησης τέτοιου προσώπου, σύμφωνα με το εδάφιο (8), μπορεί να παραταθεί:-
«... για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή -
(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί, ή
(β) καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»
4. Σαφέστατα, όμως, ο οποιοσδήποτε χρόνος κράτησης ελέγχεται με βάση τη χαρακτηρισθείσα, ανωτέρω, ως κυρίαρχη πρόνοια του εδαφίου (1), η οποία προβλέπει ως βασικό κριτήριο αυτό της «δέουσας επιμέλειας», με την οποία πρέπει να εξελίσσεται η διαδικασία απομάκρυνσης, ώστε ο χρόνος κράτησης να έχει «τη μικρότερη δυνατή διάρκεια».
5. Με αυτήν τη θεώρηση του θέματος, σημαίνει πως υπόκειται σε έλεγχο ακόμα και ο ελάχιστος χρόνος κράτησης, εάν διαφαίνεται ότι η διάρκειά του δε δικαιολογείται επαρκώς, υπό τις περιστάσεις.
6. Επομένως, δεν αποτελεί κώλυμα, για την εξέταση της παρούσας αίτησης, το γεγονός ότι ο αιτητής δε βρίσκεται υπό κράτηση πέραν των έξι μηνών, όπως ήταν η εισήγηση του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση.
7. Όπως είχαν, στην προκειμένη περίπτωση, τα γεγονότα, ο Διευθυντής, όπως προέκυπτε από σχετικά τεκμήρια, διενήργησε αυτεπάγγελτο έλεγχο σε σχέση με τη διάρκεια κράτησης του αιτητή σε δύο, συγκεκριμένα, περιπτώσεις, στις 2.12.2014 και στις 5.2.2015.
8. Για ένα, αναμφίβολα, τόσο σοβαρό θέμα, οι ενέργειες, οι οποίες γίνονται στο πλαίσιο της επανεξέτασης της διάρκειας κράτησης υπό απέλαση προσώπου, πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι συγκεκριμένες, όπως συγκεκριμένη πρέπει να είναι και η αιτιολογία, η οποία δίδεται στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η παράταση της κράτησης και, βεβαίως, να στοιχειοθετούνται στη βάση, αντικειμενικά, διαπιστωνόμενων δεδομένων.
9. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, δε διαπιστωνόταν να υπήρχαν τέτοια δεδομένα, αφού, ειδικά, η τελευταία δοθείσα αιτιολογία συγκεκριμένης τηλεφωνικής επικοινωνίας στην οποία γινόταν αναφορά στα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν στοιχειοθετείτο κατά τρόπο ώστε να ήταν δυνατό να διαπιστωνόταν ότι η διαδικασία απέλασης του αιτητή εξελίχθηκε, πράγματι, με τη δέουσα επιμέλεια και, οπωσδήποτε, αυτή ήταν ελλιπής.
10. Επομένως, η αίτηση δεν μπορούσε παρά να επιτύχει, της κράτησης του αιτητή, κρινομένης ως παράνομης. Διατάχθηκε η απελευθέρωση του αιτητή.
Η αίτηση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ngassam v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 4 Α.Α.Δ. 876.
Αίτηση.
Νικ. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Αιτητής παρών.
Cur. adv. vult.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus, ο αιτητής, Santos Koho Malisawa, επιδιώκει την απελευθέρωσή του από την κράτηση, στην οποία αυτός ευρίσκεται από τις 27.10.2014, ήτοι για πεντέμισι, σχεδόν, μήνες. Τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει σχετικού διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε στις 7.7.2014, του γνωστοποιήθηκε στις 27.10.2014 και εκτελέστηκε την ίδια ημέρα. Ο σκοπός της κράτησής του είναι προς διευκόλυνση της εκτέλεσης διατάγματος απέλασης, το οποίο εκδόθηκε κατά την ίδια πιο πάνω ημερομηνία, ήτοι στις 7.7.2014. Τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.
Ο λόγος, για τον οποίο η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έκανε χρήση της πιο πάνω εξουσίας, είναι επειδή ο αιτητής, ο οποίος είναι αλλοδαπός, καταγόμενος από το Κονγκό, θεωρήθηκε πως, κατά τον προαναφερθέντα ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο. Είναι γεγονός ότι αυτός ήλθε στην Κύπρο παράνομα, διά θαλάσσης, σε άγνωστο χρόνο και εντοπίστηκε στις 16.10.2004, οπότε και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου. Την επομένη, 17.10.2004, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία, όμως, ακυρώθηκαν στις 9.12.2004, συνεπεία της αίτησης, την οποία αυτός είχε υποβάλει στις 19.10.2004, για να του παραχωρηθεί άσυλο. Η εν λόγω αίτησή του απορρίφθηκε έξι μήνες μετά και αυτός υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 28.4.2014. Ο αιτητής κλήθηκε, με επιστολή του προαναφερθέντος Τμήματος, ημερομηνίας 4.7.2014, να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, δε συμμορφώθηκε, όμως, και, στις 7.7.2014, εκδόθηκαν εναντίον του τα προαναφερθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Κατά τους πιο πάνω ουσιώδεις χρόνους, ο αιτητής φαίνεται να είχε διάφορες διευθύνσεις επικοινωνίας, μεταξύ των οποίων το Κέντρο Υποδοχής Αιτητών Ασύλου, που βρίσκεται στην Κοφίνου, και στη διεύθυνση αυτή του επιδόθηκε, μεταξύ άλλων εγγράφων, η απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, στις 6.5.2014. Στις 10.7.2014 δε, προέβη στην καταχώριση, μέσω δικηγόρου, της προσφυγής αρ. 964/2014, με την οποία επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης. Αυτό τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από τη συνήγορό του, κατά την ημέρα της ακρόασης της παρούσας αίτησης, και επιβεβαιώθηκε αργότερα από το συνήγορο ο οποίος εμφανίζεται για τη Δημοκρατία.
Στο γεγονός της καταχώρισης της πιο πάνω προσφυγής, βασίστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος, για να εισηγηθεί ότι η κράτηση του αιτητή είναι παράνομη, ειδικότερα, επειδή αυτός, ως εκ της εν λόγω προσφυγής, εξακολουθεί να διατηρεί την ιδιότητα του αιτητή ασύλου. Προς υποστήριξη της εισήγησής της, παρέπεμψε σε συγκεκριμένες πρόνοιες του Κεφ. 105, καθώς, επίσης, στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Ngassam v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 4 Α.Α.Δ. 876. Η εισήγηση, όμως, αυτή της συνηγόρου παραγνωρίζει ότι η πιο πάνω υπόθεση, στην πραγματικότητα, αφορούσε διαδικασία προσφυγής, η οποία είχε αναληφθεί προς το σκοπό ελέγχου της νομιμότητας της απόφασης έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του εκεί αιτητή, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η καταφυγή στην εν λόγω διαδικασία προβλέπεται στο εδάφιο (3)(α) του Άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, αναγνωρίζοντας, έτσι, ότι η απόφαση έκδοσης καθενός των εν λόγω διαταγμάτων αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Ουδεμία, όμως, σχέση έχει η παρούσα αίτηση με τη φύση της διαδικασίας η οποία είχε αναληφθεί στην υπόθεση που μόλις έχει προαναφερθεί και, επομένως, η πιο πάνω εισήγηση δεν ευσταθεί, ο δε σχετικός λόγος απορρίπτεται.
Θα πρέπει, άλλωστε, να αναφερθεί πως, στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης, δεν είναι αυτός ο λόγος ο οποίος προβάλλεται, προς υποστήριξη του αιτήματος έκδοσης εντάλματος habeas corpus, αλλά προβάλλεται ότι η περαιτέρω κράτηση του αιτητή δεν έχει δικαιολογηθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, από την αρμόδια αρχή. Εν ολίγοις, ζητείται να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης του αιτητή με αναφορά στη διάρκειά της και όχι η νομιμότητα της απόφασης για την έκδοση του σχετικού διατάγματος που οδήγησε σ' αυτή. Όπως έχει δε προαναφερθεί, ο αιτητής τελεί υπό κράτηση για πεντέμισι, περίπου, μήνες.
Σύμφωνα με το Άρθρο 18ΠΣΤ(1), ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, προς τον οποίο ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε τις εξουσίες του που απορρέουν από το προαναφερθέν άρθρο, όπως είναι κοινώς παραδεκτό, «δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ...». Στη συνέχεια, καταγράφονται δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου δικαιολογείται, ιδιαίτερα, η έκδοση τέτοιου διατάγματος που αναφέρεται πιο πάνω, ενώ, στο ίδιο εδάφιο (1), υπάρχει, επίσης, η εξής πολύ σημαντική πρόνοια:-
«Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.»
Η πρόνοια αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως η κυρίαρχη και διέπει την όλη φιλοσοφία και την πρακτική που καθιερώνει το Άρθρο 18ΠΣΤ, αφού αποτυπώνει τη συνταγματική επιταγή του Άρθρου 11.2, ότι:-
«Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις :»
Η διαδικασία απέλασης προσώπου το οποίο εισέρχεται παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η κράτηση, προς το σκοπό αυτό, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (στ) του εν λόγω Άρθρου. Προς διασφάλιση δε, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της προστασίας του προαναφερθέντος δικαιώματος, το εδάφιο (4) του Άρθρου 18ΠΣΤ προβλέπει για αυτεπάγγελτη επανεξέταση από το Διευθυντή κάθε διατάγματος κράτησης, το οποίο εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου αυτού, ανά δίμηνο ή/και σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα, κατόπιν αίτησης του επηρεαζόμενου προσώπου. Το δε εδάφιο (5) προβλέπει, περαιτέρω, για το δικαστικό έλεγχο της διάρκειας κράτησης, με τη διαδικασία του εντάλματος habeas corpus, το οποίο εκδίδεται στη βάση της εξουσίας που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος.
Δεδομένων των πιο πάνω προνοιών, στο εδάφιο (7) του Άρθρου 18ΠΣΤ, προβλέπεται ότι, εφόσον πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1), η κράτηση υπό απέλαση προσώπου μπορεί να παραταθεί για περίοδο μέχρι και έξι μήνες. Περαιτέρω, ο χρόνος κράτησης τέτοιου προσώπου, σύμφωνα με το εδάφιο (8), μπορεί να παραταθεί:-
«... για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή -
(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί, ή
(β) καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»
Σαφέστατα, όμως, ο οποιοσδήποτε χρόνος κράτησης ελέγχεται με βάση τη χαρακτηρισθείσα, ανωτέρω, ως κυρίαρχη πρόνοια του εδαφίου (1), η οποία προβλέπει ως βασικό κριτήριο αυτό της «δέουσας επιμέλειας», με την οποία πρέπει να εξελίσσεται η διαδικασία απομάκρυνσης, ώστε ο χρόνος κράτησης να έχει «τη μικρότερη δυνατή διάρκεια». Με αυτήν τη θεώρηση του θέματος, σημαίνει πως υπόκειται σε έλεγχο ακόμα και ο ελάχιστος χρόνος κράτησης, εάν διαφαίνεται ότι η διάρκειά του δε δικαιολογείται επαρκώς, υπό τις περιστάσεις. Επομένως, δεν αποτελεί κώλυμα, για την εξέταση της παρούσας αίτησης, το γεγονός ότι ο αιτητής δε βρίσκεται υπό κράτηση πέραν των έξι μηνών, όπως ήταν η εισήγηση του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση.
Όπως έχουν, στην προκειμένη περίπτωση, περαιτέρω, τα γεγονότα, ο Διευθυντής διενήργησε αυτεπάγγελτο έλεγχο σε σχέση με τη διάρκεια κράτησης του αιτητή σε δύο, συγκεκριμένα, περιπτώσεις, στις 2.12.2014 και στις 5.2.2015· σχετικά είναι τα έγγραφα τεκμήρια 19 και 20, αντίστοιχα. Στο σημείωμα που συνοδεύει το έγγραφο 2.12.2014, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, πως, στις 7.11.2014, είχε προωθηθεί σχετική αλληλογραφία προς τον Υπουργό Εξωτερικών για διαβίβασή της στην πρεσβεία του Κονγκό στην Αθήνα, με σκοπό την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων σε σχέση με τον αιτητή και πως αναμενόταν η έκδοση και αποστολή τους, προκειμένου να προωθείτο ο επαναπατρισμός του. Τα ίδια, ακριβώς, αναφέρονται και σε σχέση με τη δεύτερη επανεξέταση, η οποία επιμαρτυρείται από τα έγγραφα του τεκμηρίου 20. Μόνο, στο σημείωμα που επισυνάπτεται στο έγγραφο ημερομηνίας 5.2.2015, προστίθεται ότι, στις 30.12.2014, είχε γίνει και μια τηλεφωνική επικοινωνία με την πρεσβεία της Κύπρου στην Αθήνα, από την οποία είχε ζητηθεί να διερευνηθεί πού βρίσκεται η διαδικασία για την έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων για τον αιτητή. Δεν αναφέρεται κατά πόσο διενεργήθηκε οποιαδήποτε έρευνα και, σε τέτοια περίπτωση, ποιο ήταν το αποτέλεσμά της.
Για ένα, αναμφίβολα, τόσο σοβαρό θέμα, οι ενέργειες, οι οποίες γίνονται στο πλαίσιο της επανεξέτασης της διάρκειας κράτησης υπό απέλαση προσώπου, πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι συγκεκριμένες, όπως συγκεκριμένη πρέπει να είναι και η αιτιολογία, η οποία δίδεται στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η παράταση της κράτησης και, βεβαίως, να στοιχειοθετούνται στη βάση, αντικειμενικά, διαπιστωνόμενων δεδομένων. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, δε διαπιστώνεται να υπάρχουν τέτοια δεδομένα, αφού, ειδικά, η τελευταία δοθείσα αιτιολογία της τηλεφωνικής επικοινωνίας δε στοιχειοθετείται κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι η διαδικασία απέλασης του αιτητή εξελίχθηκε, πράγματι, με τη δέουσα επιμέλεια και, οπωσδήποτε, αυτή είναι ελλιπής. Επομένως, η αίτηση αυτή δεν μπορεί παρά να επιτύχει, της κράτησης του αιτητή κρινομένης ως παράνομης. Από τη στιγμή δε αυτή, ο αιτητής αφήνεται ελεύθερος.
Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση επιτυγχάνει με έξοδα.