ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A586
(2014) 1 ΑΑΔ 1838
29 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
2. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ) ΛΤΔ.
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων
(Πολιτική Έφεση Αρ. 181/2010)
Έφεση ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας στο στάδιο της έφεσης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Απορριπτική κατάληξη λόγω εσφαλμένης νομικής βάσης ― Απόφανση Εφετείου ότι και στην περίπτωση που η αίτηση δεν ήταν νομικά αβάσιμη, ο εφεσείων απέτυχε να ικανοποιήσει ότι πληρούνταν οι αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις.
Πολιτική Δικονομία ― Αιτήσεις― Νομική βάση ― Οποιαδήποτε αίτηση θα πρέπει να αναφέρει το νόμο και τους κανονισμούς στους οποίους βασίζεται ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικονομικού μέτρου.
Mε την αίτηση, επιδιώχθηκε από τον εφεσείοντα/αιτητή - εναγόμενο και εξ ανταπαιτήσεως ενάγοντα στην αγωγή που απετέλεσε το αντικείμενο της έφεσης- άδεια του Εφετείου για προσαγωγή ενώπιον του περαιτέρω μαρτυρίας, είτε δια ζώσης είτε με ένορκη δήλωση του ιδίου.
Η αίτηση είχε ως νομική βάση τη Δ.48 θ.8(1)(ee) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και τους Καν. 9(5) και 11 των περί Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση, στην οποία διατυπώθηκε αφενός η θέση ότι η αίτηση είναι νομικά ανυπόστατη και πραγματικά αβάσιμη και, αφετέρου, ότι η μαρτυρία η οποία επιδιωκόταν να προσκομισθεί ήταν άσχετη με τα δικογραφημένα επίδικα θέματα.
Η αίτηση συνοδεύθηκε από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα/αιτητή στην οποία υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
α) Μετά το πέρας της ακρόασης της αγωγής και την έκδοση της αποφάσεως περιήλθε εις γνώση του εφεσείοντα για πρώτη φορά, πόρισμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς το οποίο ήταν απόρρητο και γνωστοποιήθηκε στο κοινό τον Φεβρουάριο του 2010 οπότε πληροφορήθηκε περί του περιεχομένου του.
β) Το εν λόγω πόρισμα το οποίο έχει ουσιαστική σημασία στην πιο πάνω υπόθεση, δεν μπορούσε να κατατεθεί διότι ήταν άγνωστο λόγω του απόρρητου χαρακτήρα του.
γ) Ήταν δίκαιο να διδόταν η ευκαιρία στον εφεσείοντα να θέσει το εν λόγω πόρισμα ενώπιον του Δικαστηρίου για να συμπληρώνονταν όλα τα σχετικά γεγονότα προς όφελος της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Προείχε η εξέταση του λόγου ένστασης που αφορούσε στη νομική βάση της αίτησης.
2. Οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, υπέβαλαν ότι η μη συμπερίληψη στη νομική βάση της αίτησης τόσο του Άρθρου 25(3) του Ν.14/1960 όσο και της Δ.35 θ.8 αποτελούσε επαρκή λόγο για απόρριψη της αίτησης.
3. Ο υπό κρίση λόγος ένστασης ευσταθούσε. Η αίτηση δεν στηρίχθηκε ούτε στο Άρθρο 25(3) του Ν.14/1960 το οποίο παρέχει στο Εφετείο την εξουσία να δέχεται, μεταξύ άλλων, περαιτέρω αποδεικτικά μέσα ή και να επανακροάται μαρτύρων, ούτε στη Δ.35 θ.8 που αποτελεί τη σχετική δικονομική διάταξη που διέπει το θέμα.
4. Ο εφεσείοντας, παραγνώρισε την ανάγκη συμπερίληψης στη νομική βάση της αίτησης τόσο του δικαιοδοτικού Άρθρου 25(3) του Ν.14/1960 όσο και της δικονομικής διάταξης που είναι η Δ.35 θ.8 και λαμβανομένου υπόψη ότι είχε την ευκαιρία να θεραπεύσει τις παραλείψεις αυτές και δεν το έπραξε, η αίτηση εξ αυτού και μόνο του λόγου υπόκειται σε απόρριψη ως απογυμνωμένης νομικής θεμελίωσης.
5. Παρά όμως την πιο πάνω κατάληξη, εξετάστηκε σε συντομία και η τύχη που θα είχε η αίτηση στην περίπτωση που η νομική της βάση δεν είχε τα προβλήματα που την καθιστούσαν νομικά αβάσιμη.
6. Με βάση τις νομολογημένες αρχές για να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας θα πρέπει να ικανοποιούνται τρεις, αποκρυσταλλωμένες προϋποθέσεις, α) η μαρτυρία να μην μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας β) πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας και γ) να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.
7. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχαν ιδιαίτεροι λόγοι για να ασκείτο η κατ' εξαίρεση εξουσία που έχει το Εφετείο επί του θέματος, εφόσον διαπιστωνόταν ότι δεν πληρούνταν οι αναγνωρισμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις επί του θέματος.
8. Το επίδικο πόρισμα του λειτουργού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς θα μπορούσε ο εφεσείοντας/αιτητής να το εξασφαλίσει κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης μέριμνας, όπως το είχε εξασφαλίσει πριν απ' αυτόν ο εναγόμενος στην αγωγή 5441/05 για την οποία ο εφεσείων έκανε λόγο σε αυτή κατατέθηκε.
9. Κατά δεύτερο δεν προέκυπτε ότι στην περίπτωση που προσαγόταν το επίδικο έγγραφο/πόρισμα κατά την πρωτόδικη διαδικασία αυτό θα είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης καθότι, όπως υπέδειξαν και οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων, το περιεχόμενο του πορίσματος δεν σχετιζόταν με τα επίδικα θέματα πρωτοδίκως.
10. Πέραν τούτου, το εν λόγω πόρισμα από μόνο του δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε αξία και οπωσδήποτε δεν μπορούσε να αποδοθεί στο περιεχόμενο του οποιαδήποτε βαρύτητα.
11. Κατ' ακολουθία πιο πάνω, ο αιτητής απέτυχε να ικανοποιήσει ότι πληρούνταν οι αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις για να του δινόταν η αιτούμενη άδεια και δεν παρεχόταν πεδίο ώστε να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Εφετείου υπέρ του αιτήματος του.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Καλότυχος ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 296,
Dora Holdings Ltd v. Eθνική Τράπεζα της Ελλάδος (2010) 1 Α.Α.Δ. 649,
Egiazaryan κ.ά. ν. Denovo investments Ltd κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 409,
Σάββα ν. Αντωνίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 877, ECLI:CY:AD:2014:A266,
Περικλέους ν. Εllinas Finance Ltd κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1314, ECLI:CY:AD:2014:A455,
Λοϊζίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 89, ECLI:CY:AD:2014:B104.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ιωαννίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 13725/02), ημερομηνίας 30/4/2010.
Ε. Μελεάγρου (κα), για Eφεσείοντα-Aιτητή.
Μ. Κωνσταντίνου (κα), για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ και Αντ. Πασχαλίδη & Σία ΔΕΠΕ, για Eφεσίβλητους-Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Mε την υπό εξέταση αίτηση, επιδιώκεται από τον εφεσείοντα/αιτητή - εναγόμενο και εξ ανταπαιτήσεως ενάγοντα στην αγωγή 13725/02 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - άδεια του Εφετείου για προσαγωγή ενώπιον του περαιτέρω μαρτυρίας, είτε δια ζώσης είτε με ένορκη δήλωση του ιδίου.
Η αίτηση έχει ως νομική βάση τη Δ.48 θ.8(1)(ee) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και τους Καν. 9(5) και 11 των περί Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και συνοδεύεται από σύντομη ένορκη δήλωση του εφεσείοντα/αιτητή που έχει ως ακολούθως:
«1. Είμαι ο εναγόμενος/εφεσείοντας στην πιο πάνω υπόθεση.
2. Μετά το πέρας της ακρόασης της αγωγής μου και την έκδοση της αποφάσεως στην πιο πάνω υπόθεση ημερομηνίας 30/4/2010 περιήλθε εις γνώση μου για πρώτη φορά πόρισμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς το οποίο ήταν απόρρητο και κατατέθηκε ως τεκμήριο στην δίκη της αγωγής αρ. 5441/05 στο Ε.Δ. Λεμεσού αλλά γνωστοποιήθηκε στο κοινό τον Φεβρουάριο του 2010 οπότε πληροφορήθηκα περί του περιεχομένου του.
3. Το εν λόγω πόρισμα το οποίο έχει ουσιαστική σημασία στην πιο πάνω υπόθεση μου, δεν μπορούσε να κατατεθεί διότι ήταν άγνωστο λόγω του απόρρητου χαρακτήρα του. Σύμφωνα με το πόρισμα αυτό το οποίο επισυνάπτω ως προτεινόμενη μαρτυρία, η ενάγουσα 2/εφεσίβλητη 2 στην πιο πάνω υπόθεση προέβη σε σοβαρή χειραγώγηση των «δικαιωμάτων» της (Rights-2000) με σοβαρές επιπτώσεις στα αγώγιμα μου δικαιώματα. Αυτό συνεπάγεται και νέους σοβαρούς λόγους έφεσης για τους οποίους θα ζητηθεί άδεια προσθήκης τους.
4. Για τους πιο πάνω λόγους και κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου μου πιστεύω ότι θα ήταν δίκαιο να μου δοθεί η ευκαιρία να θέσω το εν λόγω πόρισμα ενώπιον του δικαστηρίου για να συμπληρωθούν όλα τα σχετικά γεγονότα προς όφελος της αλήθειας και της δικαιοσύνης.»
Η αίτηση προσέκρουσε σε ένσταση, στην οποία διατυπώνεται αφενός η θέση ότι η αίτηση είναι νομικά ανυπόστατη και πραγματικά αβάσιμη και, αφετέρου, η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να προσκομισθεί είναι άσχετη με τα δικογραφημένα επίδικα θέματα. Αναφορικά δε με τον δεύτερο λόγο ένστασης προβάλλονται τρεις ουσιώδεις ισχυρισμοί. Ο πρώτος, στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του εφεσείοντα, πρωτοδίκως, δεν γίνεται καμιά αναφορά στα δικαιώματα (Rights) της Ελληνικής και επειδή το θέμα αυτό (πρωτοδίκως) δεν ήταν επίδικο δεν μπορεί να καταστεί επίδικο κατ' έφεση. Ο δεύτερος, τα παράπονα που διατύπωσε πρωτοδίκως ο εφεσείων είχαν, γενικά, στο επίκεντρο τους ότι η εφεσίβλητη λειτουργούσε το λογαριασμό του με διακριτική ευχέρεια και, ειδικά, αφορούσαν την αγορά 10.000 rights και 3.000 warrants της εταιρείας Αθηνάς ως και άρνησης εκ μέρους της εφεσίβλητης να εκτελέσουν εντολή του. Επομένως η επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, ως μη σχετική με τα επίδικα θέματα πρωτοδίκως, δεν θα έχει επίδραση στην υπόθεση του και, ο τρίτος, η υπό αναφορά μαρτυρία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με εύλογη επιμέλεια ώστε να χρησιμοποιηθεί στην πρωτόδικη διαδικασία. Συναφώς, σε σχέση με τον τρίτο ισχυρισμό, τονίστηκε ότι το έγγραφο (πόρισμα) που επιδιώκεται να προσαχθεί είχε κατατεθεί στο πλαίσιο εκδίκασης της αγωγής 5441/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - η οποία απασχόλησε το Εφετείο στην Καλότυχος ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 296 - πριν την έναρξη (πρωτοδίκως) της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας υπόθεσης. Επομένως, υποβλήθηκε, ο εφεσείοντας/αιτητής θα μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να εξασφαλίσει το υπό αναφορά πόρισμα και να το καταθέσει στην πρωτόδικο διαδικασία, δυνατότητα που δεν χρησιμοποίησε και ως εκ τούτου εμποδίζεται να ζητά την προσαγωγή της υπό αναφορά μαρτυρίας στο παρόν στάδιο.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προώθησαν τις θέσεις τους με περιγράμματα αγορεύσεων, αλλά και δια ζώσης. Τις διεξήλθαμε με την πρέπουσα προσοχή και κρίνουμε ότι προέχει η εξέταση του λόγου ένστασης που αφορά τη νομική βάση της αίτησης. Επί του θέματος αυτού η μεν συνήγορος του εφεσείοντα/αιτητή περιορίστηκε να αναφέρει - λανθασμένα βεβαίως - ότι η αίτηση βασίζεται τόσο στο Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 όσο και στη Δ.35 θ.8, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ενώ οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, αφού επισημαίνουν ότι στη νομική βάση της αίτησης γίνεται αναφορά μόνο στη Δ.48 θ.8(1)(ee) και στους Καν. 9(5) και 11, υποβάλλουν ότι η μη συμπερίληψη στη νομική βάση της αίτησης τόσο του Άρθρου 25(3) του Ν.14/1960 όσο και της Δ.35 θ.8 αποτελεί επαρκή λόγο για απόρριψη της αίτησης. Παρέπεμψαν σχετικά στις υποθέσεις Dora Holdings Ltd v. Eθνική Τράπεζα της Ελλάδος (2010) 1 Α.Α.Δ. 649 και Egiazaryan κ.ά. v. Denoro Ιnvestments Ltd κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 409.
Ο υπό κρίση λόγος ένστασης κρίνουμε ότι ευσταθεί. Η αίτηση δεν βασίζεται ούτε στο Άρθρο 25(3) του Ν.14/1960 το οποίο παρέχει στο Εφετείο την εξουσία να δέχεται, μεταξύ άλλων, περαιτέρω αποδεικτικά μέσα ή και να επανακροάται μαρτύρων, ούτε στη Δ.35 θ.8 που αποτελεί τη σχετική δικονομική διάταξη που διέπει το θέμα. Όπως δε τονίστηκε στην υπόθεση Egiazaryan (ανωτέρω) η οποία μνημονεύει την σχετική επί του θέματος νομολογία, επειδή το Άρθρο 25(3) είναι δικαιοδοτικό «. οι εφεσείοντες όφειλαν να εστιάσουν ιδιαιτέρως την προσοχή τους σ' αυτό, ιδιαιτέρως διότι η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι οποιαδήποτε αίτηση θα πρέπει να αναφέρει το νόμο και τους κανονισμούς στους οποίους βασίζεται ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικονομικού μέτρου». Ο εφεσείοντας, όμως, δεν εστίασε την προσοχή του στη πτυχή αυτή και παραγνώρισε την ανάγκη συμπερίληψης στη νομική βάση της αίτησης τόσο του δικαιοδοτικού Άρθρου 25(3) του Ν.14/1960 όσο και της δικονομικής διάταξης που είναι η Δ.35 θ.8 και λαμβανομένου υπόψη ότι είχε την ευκαιρία να θεραπεύσει τις παραλείψεις αυτές και δεν το έπραξε, η αίτηση εξ αυτού και μόνο του λόγου υπόκειται σε απόρριψη ως απογυμνωμένης νομικής θεμελίωσης.
Παρά όμως την πιο πάνω κατάληξη μας, θα εξετάσουμε σε συντομία και την τύχη που θα είχε η αίτηση στην περίπτωση που η νομική της βάση δεν είχε τα προβλήματα που την καθιστούν νομικά αβάσιμη. Οι αρχές στη βάση των οποίων ασκείται από το Εφετείο η εξουσία που του παρέχεται από το Άρθρο 25(3) του Ν.14/1960 συνοψίζονται στις δύο πρόσφατες αποφάσεις του παρόντος Εφετείου Σάββα ν. Αντωνίου (2014) 1 Α, ECLI:CY:AD:2014:A266.Α.Δ. 877 και Χρ. Περικλέους ν. Εllinas Finance Ltd κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1314, ECLI:CY:AD:2014:A455 αλλά και στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας Λοϊζίδη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 89, ECLI:CY:AD:2014:B104 στις οποίες επισκοπείται η σχετική επί του θέματος κυπριακή και αγγλική νομολογία και επαναλαμβάνεται ότι για να δικαιολογείται η χορήγηση άδειας για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας θα πρέπει να ικανοποιούνται οι ακόλουθες τρεις, αποκρυσταλλωμένες πλέον από τη νομολογία, προϋποθέσεις:-
1. Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.
2. Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.
3. Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι για να ασκήσουμε την κατ' εξαίρεση εξουσία που έχει το Εφετείο επί του θέματος, εφόσον διαπιστώνουμε ότι δεν πληρούνται οι αναγνωρισμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις επί του θέματος. Κατ' αρχάς καθότι διαπιστώνεται ότι το επίδικο πόρισμα του λειτουργού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς θα μπορούσε ο εφεσείοντας/αιτητής να το εξασφαλίσει κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης μέριμνας, όπως το είχε εξασφαλίσει πριν απ' αυτόν ο εναγόμενος της αγωγής 5441/05. Κατά δεύτερο λόγο δεν έχουμε πεισθεί ότι στην περίπτωση που προσαγόταν το επίδικο έγγραφο/πόρισμα κατά την πρωτόδικη διαδικασία αυτό θα είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης καθότι, όπως υπέδειξαν και οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων, το περιεχόμενο του πορίσματος δεν σχετιζόταν με τα επίδικα θέματα πρωτοδίκως. Πέραν τούτου, όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Καλότυχος (ανωτέρω), το πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού από μόνο του δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε αξία και οπωσδήποτε δεν μπορούσε να αποδοθεί στο περιεχόμενο του οποιαδήποτε βαρύτητα. Κατ' ακολουθία των δύο πιο πάνω παρατηρήσεων κρίνουμε ότι ο αιτητής απέτυχε να ικανοποιήσει ότι πληρούνται οι αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία προϋποθέσεις για να του δοθεί η αιτούμενη άδεια και δεν παρέχεται πεδίο ώστε να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Εφετείου υπέρ του αιτήματος του.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.