ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:A406
(2014) 1 ΑΑΔ 1166
19 Ιουνίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡ. 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 30, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 31 ΚΑΙ 41 ΤΟΥ Ν. 14/60,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 22.2.2013
ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 344/12,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΦΥΤΑΣ ΑΡΣΙΩΤΟΥ
ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΣ
ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS.
Eφεσείουσα-Αιτήτρια.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 108/2013)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης σε αίτηση παραχώρησης άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο θα επιδιωκόταν η ακύρωση διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο.
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Διάταγμα για κατακράτηση τεκμηρίων ― Η σχετική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου είναι πολιτική και όχι ποινική, εφόσον δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα.
Η έφεση στράφηκε εναντίον απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό, σε αίτηση παραχώρησης άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο θα επιδιωκόταν η ακύρωση διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο μονομερούς αιτήσεως, με την οποία εξασφαλίστηκε ένταλμα έρευνας της οικίας της εφεσείουσας-αιτήτριας.
Με βάση το σχετικό ιστορικό, στις 15.2.2013, και ενώ το επίδικο διάταγμα ημερομηνίας 10.12.2012 είχε λήξει, η Αστυνομία υπέβαλε νέα μονομερή αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο επιδιώκοντας την ανανέωση του διατάγματος κατακράτησης των εν λόγω αντικειμένων. Η αίτηση αυτή έλαβε άλλο αριθμό και τέθηκε ενώπιον άλλου Επαρχιακού Δικαστή προς εξέταση.
Αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε την νέα αίτηση της Αστυνομίας στην απουσία της εφεσείουσας, εξέδωσε διάταγμα κατακράτησης των αντικειμένων για περίοδο δύο μηνών από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης.
Ακολούθως, στις 22.2.2013, που ήταν ορισμένη για ακρόαση η αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση του πρώτου διατάγματος, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της με το σκεπτικό ότι είχε καταστεί άνευ αντικειμένου αφού το διάταγμα, αντικείμενο της αίτησης, είχε λήξει στις 10.2.2013.
Η δε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης Certiorari είχε απορριπτική κατάληξη.
Με βάση την κατάληξη της απόφασης που εξεδόθη από το Ανώτατο σε πρώτο βαθμό, εφόσον τα κατασχεθέντα αντικείμενα κατακρατούντο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο δυνάμει διατάγματος Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 15.2.2013, η εκδίκαση της αίτησης της εφεσείουσας ημερομηνίας 27.12.2012, με την οποία επεδίωκε την «ακύρωση διατάγματος ημερομηνίας 10.12.2012 και επιστροφή της περιουσίας της αιτήτριας, θα ήταν εκ των πραγμάτων χωρίς αξία και η παραχώρηση Certiorari ή Μandamus, ατελέσφορο μέτρο.
Η έφεση εναντίον της πιο πάνω πρωτοβάθμιας απόφασης στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν νομικά εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί ατελέσφορου μέτρου.
β) Η απόδειξη του παράνομου της κατακράτησης των αντικειμένων της εφεσείουσας από την Αστυνομία, στη βάση του πρώτου διατάγματος κατακράτησης, θα παρείχε έρεισμα για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων στη βάση του Άρθρου 37 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, έστω και αν το διάταγμα αυτό, αντικείμενο της αίτησης της εφεσείουσας, είχε λήξει.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση περί αποζημιώσεων δεν συζητήθηκε πρωτόδικα με αναφορά σε νομολογία στην οποία παρέπεμπε η αιτιολογία των λόγων έφεσης, παρά μόνο στη βάση του Άρθρου 41 του Ν.14/60, ως παρέχοντος τη δυνατότητα έκδοσης δηλωτικής απόφασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο περί του παρανόμου της κατακράτησης. Γεγονός που ορθά προκάλεσε την παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης της αιτήτριας δεν γινόταν επίκληση του Άρθρου 41 του Ν.14/60, παράλειψη που απέκλειε οποιαδήποτε δυνατότητα χορήγησης θεραπείας στη βάση των προνοιών του άρθρου αυτού.
2. Στην αιτήτρια παρεχόταν εναλλακτική θεραπεία, γεγονός που στην προκείμενη περίπτωση, σφράγιζε την τύχη της έφεσης.
3. Η αντίθετη θέση του συνηγόρου της αιτήτριας, ότι δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου, δεν ήταν ορθή. Η απόφαση αυτή δεν ήταν ενδιάμεση αλλά ούτε και απόφαση στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας.
4. Κάθε απόφαση ή διαταγή Δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο (Άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60).
5. Ειδικά δε στην περίπτωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος δυνάμει εντάλματος έρευνας αντικειμένου από τις Αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες, κατά τις πρόνοιες του Άρθρου 32(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ο νομοθέτης έχει προνοήσει με το Άρθρο 32Α του εν λόγω Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, ότι αυτή υπόκειται σε έφεση η οποία ασκείται εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.
6. Δεν είχαν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που να επέτρεπαν την παράκαμψη της εναλλακτικής θεραπείας.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,
Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435,
Ησαΐα κ.ά ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 669,
Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360,
C. T. Tobacco Ltd κ.ά. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212,
Re Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παρπαρίνος, Δ.), (Αίτηση Αρ. 37/13), ημερομηνίας 28/3/2013.
Ε. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στα πλαίσια διερεύνησης ποινικού αδικήματος, η Αστυνομία στις 4.12.2012, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως, εξασφάλισε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ένταλμα έρευνας της οικίας της εφεσείουσας-αιτήτριας, το οποίο και εκτέλεσε παραλαμβάνοντας διάφορα αντικείμενα - τεκμήρια. Ακολούθως, στις 10.12.2012, η Αστυνομία εξασφάλισε διάταγμα κατακράτησης των εν λόγω τεκμηρίων μέχρι και τη 10.2.2013.
Στις 27.12.2012, προκειμένου να επανακτήσει τα ως άνω αντικείμενα, η εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση διά κλήσεως δυνάμει των Άρθρων 32 και 32Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, με την οποία επιδίωκε την ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 10.2.2012 και επιστροφή της περιουσίας της.
Η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 22.2.2013, αφού μεσολάβησαν δύο αναβολές.
Στο μεταξύ, στις 15.2.2013, και ενώ το διάταγμα ημερομηνίας 10.12.2012 είχε λήξει, η Αστυνομία υπέβαλε νέα μονομερή αίτηση επιδιώκοντας την ανανέωση του διατάγματος κατακράτησης των εν λόγω αντικειμένων. Η αίτηση αυτή έλαβε άλλο αριθμό και τέθηκε ενώπιον άλλου Επαρχιακού Δικαστή προς εξέταση, χωρίς όμως να ειδοποιηθεί η εφεσείουσα, παρόλο που ο δικηγόρος της, με επιστολή του ημερομηνίας 6.2.2013 προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, θεώρησε ορθό να ζητήσει να ενημερωθεί σε περίπτωση που υποβαλλόταν τέτοιο αίτημα. Αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε την νέα αίτηση της Αστυνομίας στην απουσία της εφεσείουσας, εξέδωσε διάταγμα κατακράτησης των αντικειμένων για περίοδο δύο μηνών από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης.
Ακολούθως, στις 22.2.2013, που ήταν ορισμένη η αίτηση της εφεσείουσας ημερομηνίας 27.12.2012 για ακρόαση, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της με τη δικαιολογία ότι είχε καταστεί άνευ αντικειμένου αφού το διάταγμα, αντικείμενο της αίτησης, είχε λήξει στις 10.2.2013.
Η εφεσείουσα αντέδρασε ζητώντας άδεια για υποβολή αίτησης για Certiorari προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 22.2.2013 καθώς και mandamus που να διατάσσει το Επαρχιακό Δικαστήριο όπως προχωρήσει στην ακρόαση της ουσίας της αίτησης της. Έθεσε δύο λόγους οι οποίοι εντοπίζονται στην παράγραφο IV της έκθεσης που συνοδεύει την αίτηση, ήτοι:
«(α) Υπάρχει νομική πλάνη καταφανής στην όψη του πρακτικού, ήτοι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Αίτηση υπ' αριθμό 344/12 είχε σαφή και υπαρκτό αντικείμενο το οποίο έχρηζε δικαστικής κρίσης.
(β) Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού είχε νομικό καθήκον και υποχρέωση να ακούσει την Αίτηση και να αποφασίσει οριστικά επί των επίδικων θεμάτων που τέθηκαν ενώπιον του προς κρίση ήτοι, την εγκυρότητα του διατάγματος του ημερομηνίας 10/12/2012 και την μεταχείριση της περιουσίας της Αιτήτριας.»
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, ο αδελφός δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε της αίτησης για άδεια, έθεσε στον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας το ερώτημα τι θα εξυπηρετούσε πλέον η εκδίκαση της αίτησης αυτής δεδομένου ότι τα αντικείμενα που κατασχέθηκαν κατακρατούνταν από την Αστυνομία βάσει διατάγματος που δεν ήταν αντικείμενο της αίτησης της εφεσείουσας, ημερομηνίας 27.12.2012. Απαντώντας στο ερώτημα, ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί στα πλαίσια του αιτητικού (Γ) της εν λόγω αίτησης - με το οποίο ζητείτο «Οιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπουσα» - να εκδώσει δηλωτική απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, όπως αυτό τροποποιήθηκε.
Ο αδελφός μας δικαστής απέρριψε την αίτηση με το σκεπτικό ότι εφόσον τα κατασχεθέντα αντικείμενα κατακρατούντο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο δυνάμει διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 15.2.2013, η εκδίκαση της αίτησης της εφεσείουσας ημερομηνίας 27.12.2012, με την οποία επεδίωκε την «ακύρωση διατάγματος ημερομηνίας 10.12.2012 και επιστροφή της περιουσίας της αιτήτριας» θα ήταν εκ των πραγμάτων χωρίς αξία και η παραχώρηση certiorari ή mandamus ατελέσφορο μέτρο.
Με την ενώπιον μας έφεση, η αιτήτρια επιδιώκει την ανατροπή της απόφασης του συναδέλφου μας.
Προβάλλεται ως μοναδικός λόγος έφεσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η παραχώρηση των αιτούμενων προνομιακών ενταλμάτων θα ήταν, υπό τις περιστάσεις ατελέσφορο μέτρο, είναι νομικά εσφαλμένη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε συναφώς, με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, πως η απόδειξη του παράνομου της κατακράτησης των αντικειμένων της εφεσείουσας από την Αστυνομία, στη βάση του πρώτου διατάγματος κατακράτησης, θα παρείχε έρεισμα για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων στη βάση του Άρθρου 37 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, έστω και αν το διάταγμα αυτό, αντικείμενο της αίτησης της εφεσείουσας, είχε λήξει. Παράλληλα, η έκδοση των αιτουμένων προνομιακών ενταλμάτων θα σήμαινε αναπομπή του ζητήματος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για κρίση επί της ουσίας και αποκατάσταση της νομιμότητας.
Η θέση αυτή δεν συζητήθηκε πρωτόδικα με αναφορά στην υπόθεση Πολυκάρπου (ανωτέρω), παρά μόνο στη βάση του Άρθρου 41 του Ν.14/60, ως παρέχοντος τη δυνατότητα έκδοσης δηλωτικής απόφασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο περί του παρανόμου της κατακράτησης. Γεγονός που ορθά προκάλεσε την παρατήρηση του δικαστηρίου ότι στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης της αιτήτριας δεν γινόταν επίκληση του Άρθρου 41 του Ν.14/60, παράλειψη που απέκλειε οποιαδήποτε δυνατότητα χορήγησης θεραπείας στη βάση των προνοιών του άρθρου αυτού.
Δεν χρειάζεται όμως να μας απασχολήσει περαιτέρω αυτή η πτυχή των εισηγήσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου αφού στην αιτήτρια παρείχετο εναλλακτική θεραπεία, γεγονός που στην προκείμενη περίπτωση σφραγίζει την τύχη της έφεσης. Η αντίθετη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας, με έρεισμα την υπόθεση Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435, στην οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Κατ' αρχάς, η απόφαση αυτή δεν είναι ενδιάμεση αλλά ούτε και απόφαση στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας. Όπως και πρόσφατα υπέδειξε το Εφετείο στην υπόθεση Ησαΐα κ.ά ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 669 η διαδικασία για κατακράτηση τεκμηρίων ενώπιον του δικαστηρίου είναι πολιτική και όχι ποινική, εφόσον δεν αποσκοπεί στην τιμωρία προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα. Κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60). Ειδικά δε στην περίπτωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος δυνάμει εντάλματος έρευνας αντικειμένου από τις Αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες, κατά τις πρόνοιες του Άρθρου 32(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, ο νομοθέτης έχει προνοήσει με το Άρθρο 32Α του εν λόγω Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.219(Ι)/2004, ότι αυτή υπόκειται σε έφεση η οποία ασκείται εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση. Η τροποποίηση αυτή ακολούθησε μετά από σχολιασμό επί του δικαιώματος εφέσεως διαδοχικά στις υποθέσεις Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360 και C. T. Tobacco Ltd κ.ά. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212. Τέλος, δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που να επιτρέπουν την παράκαμψη της εναλλακτικής θεραπείας (βλ. Re Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469).
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.