ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 383
15 Φεβρουαρίου, 2013
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΑΡ. 33/64),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΤΙΜΙΝΝΗ - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ 1 ΚΑΙ S.T. HEALTHY SUPPLEMENTS LTD - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ 2 ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ PROHIBITION,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 113/09 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ ΤΙΜΙΝΝΗ - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 1 ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ S.T. HEALTH SUPPLEMENTS LTD - ΚΑΘ' ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 113/09 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Aρ. 1).
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 33/2013)
Προνομιακά εντάλματα ― Prohibition ― Απορρίφθηκε αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης Prohibition προς το σκοπό απαγόρευσης συνέχισης διαδικασίας σε Οικογενειακό Δικαστήριο και συνέχισης της εκδίκασης της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
Προνομιακά εντάλματα ― Τύπος αίτησης ― Απαιτούμενα προς καταχώρηση ― Είναι απαραίτητο όπως το αντικείμενο της Αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος προσδιορίζεται επακριβώς ― Ο ενδεδειγμένος τρόπος είναι η προσκόμιση κεκυρωμένου αντιγράφου του προσβαλλόμενου διατάγματος, απόφασης ή και πρακτικού του Δικαστηρίου, του οποίου επιζητείται η αναθεώρηση ― Διαφορετικά, το Δικαστήριο σε μια τόσο αυστηρή και φειδωλή διαδικασία, θα ενεργούσε ανεπίτρεπτα στη βάση υποθέσεων ή πιθανολογιών.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Prohibition ― Εφαρμοστέες Αρχές ― Επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Mπορεί μόνο να επιτύχει στις περιπτώσεις όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη, μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης κλπ. ― Δεν παραχωρείται άδεια εκεί που προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία. ― Παρέκκλιση μπορεί να γίνει μόνον αφ' ης στιγμής στοιχειοθετηθεί με επάρκεια η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Πρακτικά ― Η απόφαση και τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζονται και αποφασίζονται τα θέματα τα οποία εγείρονται προς συζήτηση ενώπιον του Εφετείου ― Αποτελεί ευθύνη του εφεσείοντα να μεριμνήσει ώστε τα πρακτικά του Δικαστηρίου να είναι συμπληρωμένα ― Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται το Δικαστήριο να λάβει υπόψη οτιδήποτε έξω από τα δακτυλογραφημένα πρακτικά.
O αιτητής επιδίωξε την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορευόταν η συνέχιση της εκδίκασης Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών στην οποία ήταν διάδικος και η οποία εκδικαζόταν από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως επίσης και διάταγμα για τη συνέχιση της ακρόασης της ίδιας αίτησης υπό την προεδρία άλλου Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Στο πλαίσιο εκδίκασης της ρηθείας Αίτησης, ο αιτητής προέβηκε στη λήψη δύο ένδικων μέσων, ήτοι στην καταχώρηση αφενός ενδιάμεσης αίτησης με την οποία επιζητούσε τη διαγραφή από την κύρια Αίτηση της καθ' ης η αίτηση αρ. 2 εταιρείας, στην οποία ήταν Διευθυντής, και άλλη ενδιάμεση αίτηση με την οποία επιζητούσε την ακύρωση μέρους απαγορευτικού διατάγματος που είχε εκδοθεί.
Σύμφωνα με τα όσα ισχυρίστηκε, δημιουργείτο δικαιολογημένα η εντύπωση ύπαρξης σοβαρής προκατάληψης ή και πιθανότητας προκατάληψης από την πρωτόδικο Δικαστή, αφού προεξόφλησε την τύχη εκκρεμούσας προς εκδίκαση αίτησης, με το να προβεί σε δήλωση - σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του - ότι αυτή θα απορρίπτετο, χωρίς ουσιαστικά κάτι τέτοιο να ήταν αιτιολογημένο.
Παρά το ότι πρωτοδίκως δεν τηρήθηκε πρακτικό κατά το χρόνο εκείνο, κατά τον οποίο είχε προηγουμένως απαγγελθεί, η ενδιάμεση απόφαση στην πρώτη αίτηση, ο αιτητής υπέβαλε, ότι η απουσία πρακτικού δεν ήταν κατ' ανάγκη κώλυμα στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει και χωρίς πρακτικό, σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν ήταν καθαρό το τι ακριβώς λέχθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο και ειδικότερα από το Δικαστήριο και υπό ποια έννοια. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως η υπό εξέταση, η κάθε μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε θα μπορούσε να έχει τη δική της σημασία προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
2. Στην Αίτηση δεν επισυνάφθηκε οποιοδήποτε πρακτικό του Δικαστηρίου στο οποίο να καταγραφόταν τι ήταν ακριβώς που λέχθηκε εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου κατά τον ουσιώδη χρόνο.
3. Με την ένορκη δήλωσή του, ο αιτητής απλώς επιχειρούσε να μεταφέρει κάποια από τα λεχθέντα σε διάλογο μεταξύ Δικαστή και συνηγόρου, κατά τρόπο όμως ο οποίος δεν παρείχε κανένα εχέγγυο ως προς την επακριβή αποτύπωση των λεχθέντων.
4. Εν πάση όμως περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα παρουσιάζονταν να λέχθηκαν από πλευράς του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αυτά δεν συνέθεταν κατ' ανάγκη την εικόνα της προκατάληψης ή πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστήριο εναντίον είτε του αιτητή προσωπικά ή της ίδιας της υπόθεσής του.
5. Παρουσιαζόταν το Οικογενειακό Δικαστήριο να βολιδοσκοπεί κατά πόσο, - υπό το φως της απόφασης που είχε αμέσως προηγουμένως εκδοθεί - ήταν η πρόθεση της πλευράς του αιτητή όπως προωθήσει την άλλη ενδιάμεση αίτησή του η οποία εκκρεμούσε προς εκδίκαση καθότι, προφανώς η ετυμηγορία του και η αιτιολογία στην εκδοθείσα απόφαση κρίθηκε από το Δικαστήριο, ορθά ή λανθασμένα, ότι θα έτεινε να επηρεάσει τη δικαστική κρίση επί των εγειρόμενων και στην άλλη αίτηση θεμάτων.
6. Ανεξάρτητα από την επακριβή φρασεολογία η οποία χρησιμοποιήθηκε, η οποία παρέμενε άγνωστη, και ανεξάρτητα από το αν αυτή ήταν ή όχι αδόκιμη, αυτό φαινόταν να ήταν το νόημα της διευκρίνισης που ζήτησε το Δικαστήριο.
7. Δεν φαινόταν να στοιχειοθετείτο το παράπονο του αιτητή περί προκατάληψης του Δικαστή.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965,
Μαρκίδης (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552,
Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298,
Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Botrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 889,
Χ"Χρυσάνθου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2025,
Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691.
Aίτηση.
Δ. Κούτρας, για τον Αιτητή.
Αιτητής παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα Αίτησή του, ο αιτητής εξαιτείται από το Δικαστήριο την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται η συνέχιση της εκδίκασης Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών στην οποία είναι διάδικος και η οποία εκδικάζεται από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως επίσης και διάταγμα για τη συνέχιση της ακρόασης της ίδιας αίτησης υπό την προεδρία άλλου Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, τόσο η παροχή άδειας για καταχώρηση, όσο και η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της σχετικής Αίτησης. Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438, πρόσωπο θιγμένο από δικαστική απόφαση μπορεί δικαιωματικά να αποταθεί για την αναθεώρησή της, εφόσον αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως υπέρβαση δικαιοδοσίας. Αναφορικά με κάθε άλλο λόγο, η παροχή άδειας είναι προαιρετική και το θέμα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ακόμα δε και μετά την εκ πρώτης όψεως κατάδειξη έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, δεν είναι αυτοδίκαιη η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari ή Prohibition, εκτός αν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν ικανοποιητικά εξαιρετικές περιστάσεις. [Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 552]. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι αίτηση για χορήγηση άδειας μπορεί μόνο να επιτύχει στις περιπτώσεις όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη, μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης κλπ.. [Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692].
Είναι δε σαφές από τη νομολογία ότι, εν πάση περιπτώσει, άδεια για καταχώρηση αίτησης δεν παραχωρείται εκεί που προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία. Παρέκκλιση μπορεί να γίνει μόνον αφ' ης στιγμής στοιχειοθετηθεί με επάρκεια η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. [Botrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 889, Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552].
Επανερχόμενος στα γεγονότα που προβάλλονται μέσω της Αίτησης και της ένορκης δήλωσης η οποία την υποστηρίζει, στην παρούσα διαδικασία διαπιστώνω τα ακόλουθα:
Στο πλαίσιο της εκδίκασης της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών με αρ. 113/2009 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο αιτητής προέβηκε στη λήψη δύο ένδικων μέσων, ήτοι στην καταχώρηση αφενός αίτησης με την οποία επιζητούσε τη διαγραφή από την κύρια Αίτηση της καθ' ης η αίτηση αρ. 2 εταιρείας, στην οποία τυγχάνει Διευθυντής, και άλλη αίτηση με την οποία επιζητούσε την ακύρωση μέρους απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο είχε εξ συμφώνου διαταχθεί η παγοποίηση ολόκληρης της κινητής του περιουσίας, παρά το ότι η αξίωση της αιτήτριας στρέφεται μόνο επί του ½ της κινητής περιουσίας. Σύμφωνα με τον αιτητή, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, προηγήθηκε η εκδίκαση της αίτησής του η οποία αφορούσε στον περιορισμό του εκδοθέντος απαγορευτικού διατάγματος και η απόφαση στην αίτηση εκείνη επιφυλάχθηκε για να εκδοθεί στις 8.2.2013, ημερομηνία κατά την οποία επίσης ορίστηκε προς ακρόαση και η άλλη αίτηση για διαγραφή διαδίκου. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, η έντιμη Δικαστής η οποία εκδίκασε την αίτηση, απάγγειλε την ενδιάμεση απόφαση στην αίτηση που αφορούσε στο αίτημα για περιορισμό του απαγορευτικού διατάγματος και απέρριψε την αίτηση. Ακολούθως, αποτάθηκε στο δικηγόρο του αιτητή και τον ρώτησε κατά πόσο θα προχωρούσε με την υποβολή αγόρευσης για την αίτηση διαγραφής διαδίκου. Η έντιμη Δικαστής, κατά τον αιτητή, ανέφερε ότι ο λόγος που ρώτησε ήταν επειδή η απόφασή της θα ήταν η ίδια και θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα όπως η πρώτη, για τον ίδιο δε λόγο, θα απορριπτόταν. Τότε, ο δικηγόρος του αιτητή απάντησε προς το Δικαστήριο ότι είναι η επιθυμία της πλευράς του να προχωρήσει με τις αγορεύσεις, καθότι το θέμα είναι νομικό και άσχετο με την πρώτη αίτηση, οπότε και η έντιμη Δικαστής είπε, αφού επιμένετε να έλθετε στις 14.2.2013 για να ακουστείτε.
Βασιζόμενος σε αυτά τα στοιχεία ο αιτητής εισηγείται ότι δημιουργείται δικαιολογημένα η εντύπωση ύπαρξης σοβαρής προκατάληψης ή και πιθανότητας προκατάληψης από τη Δικαστή, αφού προεξόφλησε την τύχη της εκκρεμούσας προς εκδίκαση αίτησης, με το να προκαταλάβει απλά ότι αυτή θα απορριφθεί, χωρίς ουσιαστικά κάτι τέτοιο να είναι αιτιολογημένο. Χωρίς δε να γνωρίζει εκ των προτέρων η Δικαστής ποια νομολογία επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ο δικηγόρος του αιτητή στη νέα του αγόρευση για την αίτηση διαγραφής, προκατέλαβε το αποτέλεσμα, ενεργώντας έτσι πρόωρα και προκλητικά με το να αναφέρει ότι θα απέρριπτε την αίτηση για τον ίδιο λόγο. Όπως προσθέτει ο αιτητής στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτησή του, η δικαιοσύνη στην παρούσα περίπτωση δεν απονέμεται ορθά και δεν μπορεί να απονεμηθεί ορθά, λόγω φανερής και έκδηλης προκατάληψης της εντίμου Δικαστού, η οποία δεν ενήργησε αμερόληπτα.
Εγκύπτοντας στα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μονομερώς από τον αιτητή, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Κατ' αρχάς, όπως είναι λογικά αναμενόμενο και υποστηρίζεται από τη νομολογία και τις αυθεντίες (βλ. Προνομιακά Εντάλματα Π. Αρτέμη, σελίδα 240), είναι απαραίτητο όπως το αντικείμενο της Αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος προσδιορίζεται επακριβώς. Ο ενδεδειγμένος τρόπος είναι η προσκόμιση κεκυρωμένου αντιγράφου του προσβαλλόμενου διατάγματος, απόφασης ή και πρακτικού του Δικαστηρίου, του οποίου επιζητείται η αναθεώρηση. Διαφορετικά, το Δικαστήριο σε μια τόσο αυστηρή και φειδωλή διαδικασία θα ενεργούσε ανεπίτρεπτα στη βάση υποθέσεων ή πιθανολογιών.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν είναι καθαρό το τι ακριβώς λέχθηκε στο Δικαστήριο και ειδικότερα από το Δικαστήριο και υπό ποια έννοια. Τονίζεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως η υπό εξέταση, η κάθε μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε θα μπορούσε να έχει τη δική της σημασία προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Στην παρούσα Αίτηση δεν επισυνάπτεται οποιοδήποτε πρακτικό του Δικαστηρίου στο οποίο να καταγράφεται τι ήταν ακριβώς που λέχθηκε εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου κατά τον ουσιώδη χρόνο όπως είχε γίνει για παράδειγμα στην υπόθεση Χ"Χρυσάνθου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Λτδ (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2025, στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του παρόντος Δικαστηρίου, ο συνήγορος εξήγησε πως δεν ετηρείτο πρακτικό κατά το χρόνο εκείνο, κατά τον οποίο απλά απαγγέλθηκε η ενδιάμεση απόφαση στην πρώτη αίτηση και τέθηκε θέμα όπως προχωρήσει η εκδίκαση της δεύτερης αίτησης, χωρίς οτιδήποτε να καταγραφεί σε πρακτικό. Όπως δε υπέβαλε ο συνήγορος, η απουσία πρακτικού δεν είναι κατ' ανάγκη κώλυμα στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει και χωρίς πρακτικό, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, παραπέμποντας στην απόφαση στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691.
Σημειώνεται όμως ότι στην απόφαση εκείνη, τονίστηκε από το Εφετείο ότι, "Η απόφαση και τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξετάζονται και αποφασίζονται τα θέματα τα οποία εγείρονται προς συζήτηση ενώπιον του Εφετείου. Αποτελεί ευθύνη του εφεσείοντα να μεριμνήσει ώστε τα πρακτικά του Δικαστηρίου να είναι συμπληρωμένα. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται το Δικαστήριο να λάβει υπόψη οτιδήποτε έξω από τα δαχτυλογραφημένα πρακτικά."
Είναι επομένως φανερό, ότι αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στο ότι το Δικαστήριο, το οποίο καλείται να αναθεωρήσει μια απόφαση, ένα διάταγμα, μια πράξη ή συμπεριφορά κατώτερου Δικαστηρίου πρέπει να έχει ενώπιόν του όλα τα απαραίτητα στοιχεία που συνθέτουν τους ισχυρισμούς του αιτητή με την απαιτούμενη ακρίβεια. Στην υπό εξέταση περίπτωση, αυτή η ακρίβεια είναι φανερό ότι ελλείπει. Με την ένορκη δήλωσή του, ο αιτητής απλά επιχειρεί να μεταφέρει κάποια από τα λεχθέντα σε διάλογο μεταξύ Δικαστή και συνηγόρου, κατά τρόπο όμως ο οποίος δεν παρέχει κανένα εχέγγυο ως προς την επακριβή αποτύπωση των λεχθέντων.
Εν πάση όμως περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα παρουσιάζονται να λέχθηκαν από πλευράς του Δικαστηρίου στη διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όπως αυτά περιλήφθηκαν στις παραγράφους 9 έως 11 της ένορκης δήλωσης του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτά δεν παρουσιάζονται να συνθέτουν κατ' ανάγκη την εικόνα της προκατάληψης ή πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστήριο εναντίον είτε του αιτητή προσωπικά ή της ίδιας της υπόθεσής του. Η εικόνα η οποία δίδεται είναι ότι εκκρεμούσαν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου δύο τουλάχιστον ενδιάμεσες αιτήσεις στο πλαίσιο διαδικασίας εκδίκασης Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών. Η μια εκδικάστηκε και σε αυτή το Δικαστήριο εξέδωσε την επιφυλαχθείσα ενδιάμεση απόφασή του, απορρίπτοντας την αίτηση. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, παρουσιάζεται το Δικαστήριο να βολιδοσκοπεί κατά πόσο, υπό το φως της απόφασης που είχε αμέσως προηγουμένως εκδοθεί, ήταν η πρόθεση της πλευράς του αιτητή όπως προωθήσει την άλλη ενδιάμεση αίτησή του η οποία εκκρεμούσε προς εκδίκαση καθότι, προφανώς η ετυμηγορία του και η αιτιολογία στην εκδοθείσα απόφαση κρίθηκε από το Δικαστήριο, ορθά ή λανθασμένα, ότι θα τείνει να επηρεάσει τη δικαστική κρίση επί των εγειρόμενων και στην άλλη αίτηση θεμάτων. Ανεξάρτητα από την επακριβή φρασεολογία η οποία χρησιμοποιήθηκε, η οποία παραμένει άγνωστη, όπως έχω ήδη αναφέρει, και ανεξάρτητα από το αν αυτή ήταν ή όχι αδόκιμη, αυτό φαίνεται να είναι το νόημα της διευκρίνισης που ζήτησε το Δικαστήριο. Η απάντηση από την πλευρά του αιτητή ήταν απλά ότι επιθυμούσε την προώθηση και της άλλης αίτησής του προς εκδίκαση, οπότε το Δικαστήριο, χωρίς άλλο, παρουσιάζεται να προχώρησε στον ορισμό της εκκρεμούσας αίτησης για ακρόαση.
Το θέμα κατά πόσο η εκδίκαση και η τύχη της μιας αίτησης ήταν ή όχι συνυφασμένη με την έκβαση της άλλης, πράγμα με το οποίο διαφωνεί ο αιτητής, είναι κάτι που θα φανεί στην πορεία της διαδικασίας. Το δε ενδεχόμενο απόρριψης και της δεύτερης αίτησης για τυχόν εσφαλμένους λόγους, θα είναι μια εξέλιξη η οποία με τη σειρά της θα μπορεί να ελεγχθεί με το ένδικο μέσο της άσκησης έφεσης.
Υπό το φως των ανωτέρω, λόγω αφενός του γεγονότος ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ασφαλές και επακριβές βάθρο επί του οποίου να βασιστεί προς αναθεώρηση της συγκεκριμένης δικαστικής ενέργειας και αφετέρου, επειδή στη βάση των όσων διαθέσιμων στοιχείων έχουν παρουσιαστεί, δε φαίνεται να στοιχειοθετείται το παράπονο του αιτητή περί προκατάληψης του Δικαστή, η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.