ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Aίτηση αρ.146./13
25 Ιουλίου, 2013
[K. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 155(4) TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI TOY ΑΡΘΡOY 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 30, 33 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 2, 3, 6 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004 (133(I)/2004) ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΑΡΘΡΟ 23 ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟ 2002/584/ΔΕΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΓΙΑ ΣΟΒΑΡΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, Ή/ΚΑΙ ΛΟΓΩ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ Ή ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΩΣ ΕΧΕΙ ΠΡΟΚΥΨΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 196/2013 ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ Ή/ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ Ή/ΚΑΙ ΑΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΝΑ ΤΟ ΠΡΑΞΕΙ ΤΟΥΤΟ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΥΠΕΡΜΑΧΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS
-------- -----------
Γ.Πολυχρόνης, για τον αιτητή
Καμιά εμφάνιση για τους καθ΄ων η αίτηση.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex-tempore)
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Oι αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας εξέδωσαν δύο ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης εναντίον του κύπριου υπηκόου, Νικόλα Υπερμάχου Κυριάκου, («εκζητούμενος»).
Ο εν λόγω εκζητούμενος, μετά τη σύλληψη του, παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, όπου εξετάστηκε η διαδικασία εκτέλεσης των πιο πάνω ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης. (Αιτ. Ε.Ε.Σ. 4/13).
Κατά το στάδιο ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον του, Eπαρχιακού Δικαστηρίου, είχε τεθεί θέμα αναστολής εκτέλεσης ενόψει, όπως προβλήθηκε προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε ο εκζητούμενος. Ο πρωτόδικος δικαστής είχε αποφασίσει ότι το θέμα θα έπρεπε να αποφασιστεί, σε μεταγενέστερο στάδιο μετά από αίτημα της Κεντρικής Αρχής.
Στις 8 Ιουλίου 2013 εκδόθηκε απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, σύμφωνα με την οποία η αίτηση των Ελληνικών Αρχών είχε εγκριθεί, διατάχθηκε η εκτέλεση των Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης και η άμεση παράδοση του εκζητούμενου στις αρμόδιες αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 29(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ ων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμου του 2004, Ν.133(Ι)/2004, («ο Νόμος»).
Μετά το πέρας της εκδόσεως της απόφασης, ο δικηγόρος του εκζητουμένου ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης των ενταλμάτων σύλληψης, καθότι ο αιτητής είχε πρόβλημα υγείας. Ο πρωτόδικος δικαστής με απόφαση του είχε, βασιζόμενος στο εδάφιο (3) του άρθρου 29 του Νόμου, κατέληξε ότι, για να εξεταστεί τέτοιο θέμα θα πρέπει να υποβληθεί γραπτό αίτημα από την Κεντρική Αρχή. Ως εκ τούτου απέρριψε το σχετικό αίτημα.
Ο αιτητής καταχώρησε, στις 11 Ιουλίου 2013, μέσω του δικηγόρου του, έφεση και μεταξύ άλλων λόγων είχε αμφισβητήσει την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το αίτημα αναστολής για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγους υγείας.
Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 9 Ιουλίου 2013 ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε γραπτό αίτημα προς την Κεντρική Αρχή, που στην προκείμενη περίπτωση είναι, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (άρθρο 5 του Ν.133(Ι)/2004), θέτοντας αίτημα αναστολής με βάση ιατρικές γνωματεύσεις που είχε στη διάθεση του τότε. Η επιστολή αυτή δεν απαντήθηκε.
Στις 18 Ιουλίου 2013 ο αιτητής εξετάστηκε από Ιατροσυμβούλιο, χωρίς τούτο να γνωστοποιηθεί στο δικηγόρο του. Ενόψει της συμμετοχής στο πιο πάνω Ιατροσυμβούλιο ενός γιατρού, ο οποίος είχε στο παρελθόν γνωματεύσει και για τον αιτητή, ο συνήγορος του τελευταίου, ζήτησε λεπτομέρειες έτσι ώστε να επιδιωχθεί η εκ νέου εξέταση του αιτητή από άλλο Ιατροσυμβούλιο. Το αίτημα αυτό δεν έτυχε απάντησης.
Στις 19 Ιουλίου 2013 εκδόθηκε η απόφαση στην έφεση Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική΄Εφεση 196/2013, με την οποία είχε απορριφθεί η έφεση του αιτητή και επιβεβαιώθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Περαιτέρω, δόθηκαν οδηγίες όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Ν.133(Ι)/2004, ήτοι η παράδοση του εκζητουμένου, το αργότερο εντός δέκα ημερών.
Ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε εκ νέου προφορικό αίτημα προς την Κεντρική Αρχή για την εξέταση του αιτητή και την υποβολή αιτήματος στο Δικαστήριο για αναστολή της διαδικασίας παράδοσης. Το αίτημα δεν απαντήθηκε.
Στις 23 Ιουλίου 2013 και ώρα 12.15μ.μ. ο αιτητής καταχώρησε μονομερή αίτηση ζητώντας τη χορήγηση αδείας για την καταχώρηση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus, με το οποίο να διατάσσεται η Κεντρική Αρχή όπως, υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της παράδοσης του εκζητουμένου, για λόγους υγείας ήτοι γιατί τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του.
Είχα ακούσει την επιχειρηματολογία του συνηγόρου και έκρινα ότι, υπό τις περιστάσεις θα ήταν ορθότερο να γνωστοποιηθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά. Η αίτηση ορίστηκε την επομένη 24 Ιουλίου 2013 και η αίτηση για χορήγηση αδείας, επιδόθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης στις 23 Ιουλίου 2013.
Κατά την προγραμματισμένη δικάσιμο δεν εμφανίστηκε κανείς, εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση και αφού άκουσα το συνήγορο του αιτητή χορήγησα τη σχετική άδεια. ΄Εχοντας πάντοτε στο μυαλό μου ότι, υπάρχει σαφής νομοθετική πρόνοια και αναφέρομαι στο άρθρο 29(1) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, η προθεσμία παράδοσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα ημέρες. Την ίδια οδηγία του εφετείου στην Α.Ε. 196/2013, που οδήγησε την υπόθεση σε τελεσιδικία (19 Ιουλίου 2013), έδωσα οδηγίες όπως η καταχώρηση της αίτησης για Mandamus πραγματοποιηθεί την ιδία ημέρα και ορίστηκε η αίτηση για σήμερα στις 11.30π.μ.
Κατά τη σημερινή εμφάνιση κατατέθηκε ενώπιον μου ένορκη δήλωση επίδοσης (τεκμ.1), σύμφωνα με την οποία η αίτηση επιδόθηκε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, σήμερα, 25 Ιουλίου 2013. Στις 11.45π.μ. κατά τη συζήτηση της παρούσας αίτησης δεν εμφανίστηκε κανείς εκ μέρους της Κεντρικής Αρχής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην εμπεριστατωμένη γραπτή του εισήγηση αφού έκαμε αναφορά στα γεγονότα και στις αρχές που διέπουν την έκδοση ενταλμάτων Mandamus εισηγήθηκε ότι, η παρούσα περίπτωση, επειδή στοχεύει στη θεραπεία και αποκατάσταση συνταγματικής επιταγής και προστασίας θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να εγκριθεί.
Η αρμοδία αρχή στην προκείμενη περίπτωση, η Κεντρική Αρχή έχει νομικό καθήκον και υποχρέωση, πρόσθεσε ο κ.Πολυχρόνης να θέσει ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου το αίτημα για αναστολή της παράδοσης του εκζητουμένου έτσι ώστε να αποφασίσει το Δικαστήριο και όχι οι αρμόδιες αρχές για το θέμα. Τα ιατρικά πιστοποιητικά συνέχισε τα οποία έχουν δοθεί στην Κεντρική Αρχή, τεκμηριώνουν ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για την ίδια τη ζωή του εκζητούμενου. Η αγωνία των γιατρών, όπως χαρακτηριστικά είπε, διατυπώνεται στα εν λόγω ιατρικά πιστοποιητικά.
Οι αποφάσεις σχετικά με την εκτέλεση Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης πρέπει, όπως σημείωσε ο συνήγορος, να υπόκεινται σε διαρκή και επαρκή δικαστικό έλεγχο και δεν πρέπει να αφήνεται στην κρίση της αρμοδίας αρχής. ΄Εκαμε προς τούτο αναφορά και στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Εν προκειμένω, η παράγραφος 3 του άρθρου 29, συνέχισε, θέτει το πλαίσιο ελέγχου από Δικαστήριο το οποίο πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοση ή όχι του εκζητουμένου.
Αναφορικά με τη φύση και το σκοπό της έκδοσης ενταλμάτων Mandamus σχετική αναφορά μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα του Π.Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα, όπου αναφέρεται ότι:
«Είναι διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο ζητείται από κατώτατο Δικαστήριο να κάνει μια πράξη ή να ασκήσει μια καθορισμένη εξουσία μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας του. Το ένταλμα Mandamus όμως δεν απευθύνεται μόνο στο κατώτατο Δικαστήριο αλλά και σε άλλες αρχές για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον.»
Σχετική επίσης είναι η απόφαση Ηaritonos v. Chief of Police (1979) 1 C.L.R. 616.
Στην υπόθεση Jeremy F. v. Premier Ministre απόφαση C-168/13, ημερ. 30 Μαϊου 2013, του Δ.Ε.Ε., στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος, γίνεται ευρεία αναφορά στην αναγκαιότητα της αμοιβαίας αναγνώρισης και της δικαστικής συνεργασίας, αναφορικά με την εφαρμογή ενταλμάτων σύλληψης που αποτελεί, όπως τονίστηκε, τον ακρογωνιαίο λίθο αυτής της συνεργασίας. Τα κράτη μέλη προστίθεται, υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Η δε εκτέλεση τους δεν μπορεί να εξαρτάται, παρά μόνο, από τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στην απόφαση-πλαίσιο. Στις σκέψεις 45, 46 που ειδικώς με παρέπεμψε ο κ.Πολυχρόνης, επιβεβαιώνεται η αναγκαιότητα ύπαρξης επαρκούς δικαστικού ελέγχου του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη ο εκζητούμενος και επιβεβαιώνεται η αναγκαιότητα ρύθμισης του θέματος παράδοσης του ή των διαφόρων σταδίων παράδοσης.
΄Εχω ιδιαιτέρως προβληματιστεί αναφορικά με την έγκριση ή όχι του αιτήματος. Σημειώνω ότι υπεβλήθη αρχικώς το αίτημα κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας, υπήρξε λόγος έφεσης και το εφετείο ανέφερε σχετικώς στην απόφαση του ημερ. 19 Ιουλίου 2013 το εξής:
«Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ανθρωπιστικοί λόγοι, όπως θέματα υγείας, μπορούν να τεθούν από τον εφεσείοντα στην Κεντρική Αρχή και να αποτελέσουν τη βάση αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης της τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 29».
Η παράγραφος (3) του άρθρου 29 του Νόμου αναφέρει:
«Κατ΄εξαίρεση, η παράδοση μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά για σοβαρούς ανθρωπιστικούς λόγους, ιδίως όταν ευλόγως εκτιμάται ότι αυτή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία του εκζητούμενου. Το Ευρωπαϊκό ΄Ενταλμα Σύλληψης εκτελείται μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι αυτοί. Ο Δικαστής, αφού υποβληθεί γραπτό αίτημα από την Κεντρική Αρχή, ενημερώνει τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και συμφωνεί με αυτή νέα ημερομηνία παράδοσης. Στην περίπτωση αυτή, η παράδοση διενεργείται εντός δέκα ημερών από τη συμφωνηθείσα νέα ημερομηνία.»
΄Εχοντας μελετήσει το φάκελο της υπόθεσης και ιδιαιτέρως τις ιατρικές γνωματεύσεις που έθεσε ο συνήγορος του αιτητή στην Κεντρική Αρχή, δημιουργείται, ενδεχομένως, πιθανότητα τεκμηρίωσης σοβαρών ανθρωπιστικών λόγων. Ταυτοχρόνως, η θέση που εξέφρασε το εφετείο επίσης, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απόφαση, για ενδεχόμενη αναστολή, δεν μπορεί να ληφθεί, παρά μόνο, από το Δικαστήριο, αλλά, υπό την αίρεση υποβολής γραπτού αιτήματος από την Κεντρική Αρχή.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος στοιχειοθέτησης επαρκών λόγων για τη χορήγηση διατάγματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται η Κεντρική Αρχή όπως υποβάλει αίτηση στην αρμοδία δικαστική αρχή εκτέλεσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης για εξέταση ενδεχομένου παροχής προσωρινής αναστολής εκτέλεσης της παράδοσης του εκζητουμένου στις ελληνικές αρχές.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.