ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1990
5 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ,
3. ΑΓΑΘΟΝΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
4. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΓΩΓΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
5. ΠΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
6. ΑΛΕΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2009)
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Απορρίφθηκε έφεση εναντίον πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης σε αίτηση έφεσης αναφορικά με απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ληφθείσα με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 61(3) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224, για διόρθωση λαθών και παραλείψεων ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης ότι η παράλειψη συνένωσης των αναγκαίων διαδίκων καθιστούσε την αίτηση έφεσης θνησιγενή.
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Αναγκαίοι διάδικοι ― Από τη στιγμή που επηρεάζονται δικαιώματα τρίτων προσώπων αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία, αυτοί πρέπει να συνενώνονται ως διάδικοι, διαφορετικά η όλη διαδικασία είναι θνησιγενής και άκυρη.
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Διαδικασία αίτησης/έφεσης ― Διεξάγεται στη βάση των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων ― Η υποχρέωση του φέροντος το βάρος απόδειξης ενός γεγονότος δεν επηρεάζεται και παραμένει ισχυρή ― Δοθέντος ότι τα προβληθέντα αμφισβητούνται, ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης των αμφισβητηθέντων.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απορριπτική απόφαση σε αίτηση έφεσης που άσκησαν εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας-εφεσίβλητου- με την οποία είχε διαφοροποιηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς κτημάτων, που περιήλθαν στην κατοχή τους δυνάμει κληρονομικής διαδοχής. Η διαφοροποίηση έγινε με βάση το Άρθρο 61(3) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224, με βάση το οποίο παρέχεται εξουσία στον Διευθυντή του Κτηματολογίου προς διόρθωση λαθών και παραλείψεων.
Προβλήθηκαν αρκετοί λόγοι έφεσης με κυρίαρχο τον 5ο λόγο έφεσης τον οποίο το Εφετείο εξέτασε κατά προτεραιότητα. Yποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες ως εξής:
α) Ήταν λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να θεωρήσει την αίτηση/έφεσης, ως απορριπτέα, επειδή έλειπαν οι αναγκαίοι διάδικοι.
β) Κανένα έννομο αποτέλεσμα δεν μπορούσε να έχει η απόφαση του Διευθυντή, αφού λήφθηκε παράνομα, αυθαίρετα και αντισυνταγματικά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εισήγηση των εφεσειόντων αναφορικά με τον 5ο λόγο έφεσης δεν ήταν ορθή. Η νομική αρχή που πηγάζει από τη σχετική νομολογία από την οποία ορθά καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, έχει ως υπόβαθρο το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, (Άρθρο 23 του Συντάγματος), το οποίο δεν μπορεί να επηρεαστεί παρά μόνο όπου ο νόμος ορίζει.
2. Πριν από την εξέταση της ορθότητας της ασκηθείσας εξουσίας του Διευθυντή του Κτηματολογίου με βάση το Άρθρο 61 του Κεφ.224 αναφυόταν προς συζήτηση το θέμα του κατά πόσον όλοι οι επηρεαζόμενοι βρίσκονταν ενώπιον του δικαστηρίου, με βάση το δικονομικό μέσο, που οι αιτητές επέλεξαν.
3. Από τα γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν, τα κτήματα που επηρεάζονταν από την έκβαση της αίτησης/έφεσης, ήταν εγγεγραμμένα και στους κληρονόμους αποβιώσαντος, τα δικαιώματα των οποίων έπρεπε να προστατευθούν. Η αναγκαιότητα γνωστοποίησης της όποιας διαδικασίας, επιτυγχάνεται με τη συμπερίληψη τους ως διαδίκους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Συναφώς, ο σχετικός λόγος έφεσης ήταν αβάσιμος.
4. Παρά την αποτυχία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης που σφράγιζε και την τύχη της έφεσης, αυτή, θα είχε απορριπτική κατάληξη και για ένα άλλο ουσιαστικό λόγο. Υπήρχε αμφισβήτηση αναφορικά με το χρόνο του θανάτου δύο αποβιωσάντων από τα οποία εκπήγαζε το κληρονομικό δικαίωμα των εφεσειόντων.
5. Ορθώς, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο χρόνος θανάτου του ενός αποβιώσαντος προσώπου -ως αμφισβητηθέν γεγονός- έμεινε χωρίς θετική απόδειξη, εδραζόμενη σε μαρτυρία, υποχρέωση την οποία είχαν οι αιτητές.
6. Τούτου δοθέντος, δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά η αποδοχή της θέσης της άλλης πλευράς και η συνακόλουθη απόρριψη της αίτησης και για το λόγο αυτό.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1210,
Iacovou Brothers (Construction) Ltd v. Fashionwise Ltd (2000) 1(B) A.A.Δ. 1377.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αίτηση Αρ. 71/07), ημερομηνίας 21/8/2009.
Εφεσείοντες αυτοπροσώπως.
M. Θεοκλήτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο αίτησης/έφεσης, οι εφεσείοντες 1-6, μαζί με ένα άλλο αιτητή, αμφισβήτησαν την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας-εφεσίβλητου, με την οποία είχε διαφοροποιηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς κτημάτων, που περιήλθαν στην κατοχή τους δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, λόγω λάθους, με βάση το Άρθρο 61(3) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή, όπως καταγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση, θα πρέπει να τα παραθέσουμε σε έκταση.
«Οι αιτητές/εφεσείοντες 1 έως 6 παρουσιάζονται στα κτηματολογικά μητρώα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ανά 327600/70761600 μερίδια των ακινήτων με αριθμό τεμαχίου 229/Φ.Σχ.21/56W1 τμήμα 5, έκταση 2128τ.μ. της ενορίας Παναγιά, αρ.εγγρ.5/232 ημερ. 21.6.2004 και τεμαχίου 1226 (πρώην τεμάχιο 357) Φ.Σχ.21/64, τμήμα 3, έκτασης 2574τ.μ. του Δήμου Αγλαντζιάς, αριθμ.0/7681 ημερ. 20.7.04.
Η εγγραφή των εν λόγω ακινήτων στα ονόματα των αιτητών εφεσειόντων έγινε με το φάκελο κληρονομιάς Α330/02 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λευκωσίας υπό τις πιο κάτω περιστάσεις:
Τα επίδικα ακίνητα, κατά τη Γενική Χωρομετρία και Εγγραφή που έγινε στην ενορία Παναγιάς και Δήμου Αγλαντζιάς μεταξύ των ετών 1935-1950, ήταν εγγεγραμμένα χωρίς ημερομηνία με αριθμό εγγραφής 1553 (τεμάχιο 229 ενορία Παναγιάς) και αριθμό εγγραφής 1794 (τεμάχιο 357 Δήμος Αγλαντζιάς) για το όλο μερίδιο στο όνομα του Μιχαήλ Χ"Ττοφή. Στα πλαίσια της εν λόγω γενικής χωρομετρίας και εγγραφής και αφού εφαρμόστηκαν όλες οι νόμιμες διαδικασίες χωρίς να υποβληθεί οποιαδήποτε απαίτηση/ένσταση το τεμάχιο 229, Τμήμα Ε, έκταση 1-2-1300τ.π. της ενορίας Παναγιά εγγράφτηκε και πάλι, δυνάμει της εγγραφής Ε232 ημερ. 26.7.1938 το όλο μερίδιο, στο όνομα του Μιχαήλ Χ"Ττοφή από την Αγλαντζιά και τότε σε άγνωση διεύθυνση. Το δε τεμάχιο με αριθμό 357 τμήμα C έκτασης 1-3-2500τ.π. του Δήμου Αγλαντζιάς καταχωρήθηκε και πάλι με την εγγραφή C364 χωρίς ημερομηνία, το όλο μερίδιο, στο όνομα του Μιχαήλ Χ"Ττοφή από την Αγλαντζιά και τότε στο εξωτερικό. Ως «τίτλος απόκτησης» των ακινήτων, που και τα δύο ήταν στην κατηγορία γης ΑRAΖΙ ΜΙRΙΕ, γίνεται αναφορά ότι το μεν πρώτο το είχε στην κατοχή του «δυνάμει κατοχής/χρησικτησίας» το δε δεύτερο «δυνάμει κληρονομιάς και διανομής από τον πατέρα του Χ"Ττοφή Μιχαήλ».
Ο Μιχαήλ Χ"Ττοφή, με την αίτηση αριθμός 17/1957 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κηρύχθηκε ως νεκρός κατά το έτος 1910. Κατά τη χρονολογία αυτή ο Μιχαήλ Χ"Ττοφή αφήκε ως πλησιέστερους συγγενείς του τους ακόλουθους:
(α) τον αμφιθαλή αδελφό του Χαρή Χ"Ττοφή και
(β) τις αμφιθαλείς αδελφές του Ειρήνη, Άννα και Κατερίνα Χ"Ττοφή.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ο αμφιθαλής αδελφός εκτοπίζει τις αμφιθαλείς αδελφές στην κληρονομική διαδοχή.
Οι αιτητές/εφεσείοντες 1-6 είναι κληρονόμοι τρίτου βαθμού και ο αιτητής/εφεσείων 7, δευτέρου βαθμού της Ειρήνης Χ"Ττοφή.
Δεδομένων των πιο πάνω την 11.3.2002 ο Λουκής Αγαθαγγέλου (υιός του Αγαθάγγελου Χαρή Χ"Ττοφή και εγγονός του ως άνω αναφερόμενου Χαρή Χ"Ττοφή) υπέβαλε αίτηση με αριθμό Α330/02 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας με αίτημα την εγγραφή των επιδίκων ακινήτων στα ονόματα των κληρονόμων Χαρή Χ"Ττοφή ο οποίος είναι ο μόνος νόμιμος κληρονόμος του κηρυχθέντος ως νεκρού κατά το έτος 1910 Μιχαήλ Χ"Ττοφή.
Στο μεταξύ και πριν ο φάκελος Α330/2 προχωρήσει στην εγγραφή και έκδοση τίτλων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 17 υποβλήθηκε ένσταση (αριθμός φακέλου Α1434/02) από τη Δήμητρα Σπύρου Χ"Ττοφή με τον μόνο λόγο «ότι είναι και αυτή κληρονόμος του Μιχαήλ Χ"Ττοφή. Στα πλαίσια εξέτασης της ένστασης η οποία έγινε από την ίδια αρμόδια Λειτουργό του Κτηματολογίου που εξέτασε και το φάκελο κληρονομιάς Α330/2 δόθηκαν πληροφορίες ότι ο Μιχαήλ Χ"Ττοφή κατά το έτος 1910 που κηρύχθηκε νεκρός αφήκε ως κληρονόμους» πέραν του αδελφού του Χαρή Χ"Ττοφή και τις αδελφές του Ειρήνη, Άννα και Κατερίνα Χ"Ττοφή.
Με βάση τη θεώρηση της νομικής κατάστασης πραγμάτων που ίσχυε με βάση το τότε δίκαιο αναφορικά με τα ακίνητα που ανήκαν στην κατηγορία ARAZI MIRIE το κτηματολόγιο προχώρησε και έκδοσε «τίτλους κληρονομιάς» πέραν του μόνου νόμιμου κληρονόμου του Χαρή Χ"Ττοφή και στους κληρονόμους των αδελφών του Ειρήνης, Άννας και Κατερίνας Χ"Ττοφή.
«Στη συνέχεια και αφού εντοπίστηκε το γενόμενο λάθος ο επαρχιακός κτηματολογικός λειτουργός Λευκωσίας άρχισε τη διαδικασία για διόρθωση του λάθους με σχετικό φάκελο ΑΔΛ43/05. Οι αιτητές/εφεσείοντες όπως και τα υπόλοιπα πρόσωπα που εγγράφηκαν στα επίδικα ακίνητα δυνάμει του Φακέλου Α33/02 κλήθηκαν με συστημένο ταχυδρομείο όπως παρουσιαστούν σε καθορισμένη ημερομηνία ενώπιον της αρμόδιας υπαλλήλου στο γραφείο της προκειμένου να τους εξηγηθεί το γενόμενο λάθος και να συγκατατεθούν στη διόρθωση του. Τελικά όσοι απ' αυτούς δεν συγκατατέθηκαν ή δεν ανταποκρίθηκαν στη διόρθωση του λάθους, μεταξύ των οποίων και οι αιτητές/εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν την 16.11.06 σύμφωνα με το Άρθρο 61(3) του Κεφ.224 ότι ο διευθυντής προτίθεται να προβεί στη διόρθωση του λάθους ακυρώνοντας τις εκδοθείσες με το φάκελο Α330/02 εγγραφές 5/232 ενορίας Παναγιάς και 0/7681 του Δήμου Αγλαντζιάς και επαναεγγράφοντας ταυτόχρονα τα επίδικα ακίνητα στο όνομα των νομίμων κληρονόμων του Χαρή Χ"Ττοφή.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού είχε ενώπιον του τις ένορκες δηλώσεις αμφοτέρων των πλευρών θεώρησε ότι οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους και βασιζόμενο στη τότε υπάρχουσα νομοθεσία δυνάμει της οποίας τα κτήματα του Μιχαήλ Χ"Ττοφή έπρεπε να μεταβιβαστούν στο μόνο νόμιμο κληρονόμο του που ήταν ο αδελφός του Χαρής Χ"Ττοφή, θεώρησε ότι η απόφαση του διευθυντή ήταν νομικά ορθή και απέρριψε την αίτηση/έφεση.
Οι εφεσείοντες εμφανίζονται αυτοπροσώπως για την προώθηση της παρούσας έφεσης, η οποία εδράζεται σε 8 λόγους.
Με τον 1ο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για τη διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων έχει το δικαστήριο και όχι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου.
Με τον 2ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ο Διευθυντής, κατά τρόπο αυθαίρετο και χωρίς εξουσία, προχώρησε σε επίλυση των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων, ως εμπλεκόμενος διάδικος, αντί διαιτητής.
Με τον 3ο λόγο έφεσης υπεβλήθη παράπονο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση χωρίς να εξετάσει τους προβληθέντες ισχυρισμούς, για έλλειψη εξουσίας εκ μέρους του Διευθυντή, να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε.
Με τον 4ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία αφού δεν καταχωρήθηκε αιτιολογημένη έκθεση από τον Διευθυντή.
Με τον 5ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες πρόσβαλαν ως λανθασμένη την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να θεωρήσει την αίτηση/έφεση, ως απορριπτέα, επειδή έλειπαν οι αναγκαίοι διάδικοι.
Με τον 6ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες θεωρούν ως λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι οι ίδιοι είχαν υποχρέωση να προσκομίσουν προφορική μαρτυρία για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους, και ειδικότερα αναφορικά με το χρόνο θανάτου του Μιχαήλ Χ"Τοφή.
Με τον 7ο λόγο έφεσης, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν στην υπόθεση.
Με τον 8ο και τελευταίο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εντοπίσει την αντιφατικότητα που υπήρχε στο υλικό που τέθηκε ενώπιον του, από το κτηματολόγιο.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία απάντησε σε έκταση σε όλους τους λόγους έφεσης, πλην όμως κατά το στάδιο της συζήτησης ενώπιον μας, η κα. Θεοκλήτου εισηγήθηκε ότι θα ήταν σκόπιμο να συζητηθεί αρχικώς ο 5ος λόγος έφεσης, ο οποίος έχει σχέση με την παρουσία των αναγκαίων διαδίκων, ενώπιον του δικαστηρίου.
Θεωρούμε την εισήγηση βάσιμη και θα ασχοληθούμε με αυτό το λόγο έφεσης κατά προτεραιότητα. Οι εφεσείοντες, όπως έχουμε σημειώσει, ισχυρίζονται ότι η επιλογή του δικαστηρίου να στηριχθεί σε νομολογία και να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να είχαν συμπεριληφθεί και άλλα άτομα ως διάδικοι, ήταν λανθασμένη. Επέκτειναν την εισήγηση τους επί του προκειμένου, αναφέροντας ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση κανένα έννομο αποτέλεσμα δεν μπορούσε να έχει η απόφαση του Διευθυντή, αφού λήφθηκε παράνομα, αυθαίρετα και αντισυνταγματικά, όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του 5ου λόγου έφεσης. Οι υποθέσεις στις οποίες γίνεται αναφορά, πρόσθεσαν, είχαν ως υπόβαθρο την ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων του διευθυντή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε ουσιαστικώς στην υπόθεση Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1210, με την οποία επιβεβαιώνεται η προγενέστερη νομολογία επί του θέματος δυνάμει της οποίας από τη στιγμή που επηρεάζονται δικαιώματα τρίτων προσώπων αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία, αυτοί πρέπει να συνενώνονται ως διάδικοι, διαφορετικά η όλη διαδικασία είναι θνησιγενής και άκυρη.
Η εισήγηση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η νομική αρχή που πηγάζει από την πιο πάνω νομολογία από την οποία ορθά καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, έχει ως υπόβαθρο το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, Άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο δεν μπορεί να επηρεαστεί παρά μόνο όπου ο νόμος ορίζει.
Η διαδικασία διόρθωσης λάθους στα κτηματολογικά αρχεία είναι εξουσία που εναποτίθεται, με βάση το Άρθρο 61 του Κεφ.224, στο Διευθυντή. Ο τελευταίος ενήργησε με τον τρόπο που περιγράφεται στην εκκαλούμενη απόφαση. Πριν, όμως, εξεταστεί η ορθότητα της ασκηθείσας εξουσίας, αναφύεται προς συζήτηση το θέμα του κατά πόσον όλοι οι επηρεαζόμενοι βρίσκοντο ενώπιον του δικαστηρίου, με βάση το δικονομικό μέσο, που οι αιτητές επέλεξαν, την αίτηση/έφεση.
Από τα γεγονότα που δεν αμφισβητούνται, τα κτήματα που επηρεάζονται από την έκβαση της αίτησης/έφεσης, είναι εγγεγραμμένα και στους κληρονόμους του Χαρή Χ"Ττοφή, τα δικαιώματα των οποίων πρέπει να προστατευθούν. Η αναγκαιότητα γνωστοποίησης της όποιας διαδικασίας, επιτυγχάνεται με τη συμπερίληψη τους ως διαδίκους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Συναφώς, θεωρούμε το λόγο αυτό έφεσης ως αβάσιμο και την προσέγγιση του δικαστηρίου επί του προκειμένου ορθή.
Η αποτυχία του λόγου αυτού σφραγίζει και την τύχη της έφεσης, χωρίς να παρίσταται ανάγκη ενασχόλησης και με τους υπόλοιπους λόγους.
Θεωρούμε όμως απαραίτητο να σημειώσουμε ότι η έφεση θα είχε απορριπτική κατάληξη και για ένα άλλο ουσιαστικό λόγο.
Υπήρχε αμφισβήτηση όσον αφορά το χρόνο του θανάτου του Μιχαήλ Χ"Ττοφή αναφορικά και με το θάνατο του Χ"Ττοφή Μιχαήλ.
Τέθηκε συναφώς θέμα απόδειξης του χρόνου θανάτου του Μιχαήλ Χ"Ττοφή έχοντας υπόψη ότι η διαπίστωση της κήρυξης του ως νεκρού το 1910, καθόριζε και τη δυνατότητα απόκτησης κληρονομικών δικαιωμάτων από τις αμφιθαλείς αδελφές του Ειρήνη, από την οποία πηγάζει το κληρονομικό δικαίωμα των εφεσειόντων, και της Άννας και Κατερίνας Χ"Ττοφή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία αίτησης/έφεσης, διεξάγεται στη βάση των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων, η υποχρέωση του φέροντος το βάρος απόδειξης ενός γεγονότος δεν επηρεάζεται και παραμένει ισχυρή. Δοθέντος ότι τα προβληθέντα αμφισβητούνται, ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης των αμφισβητηθέντων.
Ορθώς, κατά τη γνώμη μας, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ο χρόνος θανάτου του Μιχαήλ Χ"Ττοφή, ως αμφισβητηθέν γεγονός έμεινε χωρίς θετική απόδειξη, εδραζόμενη σε μαρτυρία, υποχρέωση την οποία είχαν οι αιτητές. Τούτου δοθέντος, δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά η αποδοχή της θέσης της άλλης πλευράς και η συνακόλουθη απόρριψη της αίτησης και για το λόγο αυτό. Το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε επί του προκειμένου στην υπόθεση Iacovou Brothers (Construction) Ltd v. Fashionwise Ltd (2000) 1(B) A.A.Δ.1377, με την οποία επιβεβαιώθηκε προγενέστερη νομολογία σύμφωνα με την οποία σε περιπτώσεις αιτήσεων που οι ισχυρισμοί του αιτητή αμφισβητούνται αυτός θα πρέπει να προσκομίσει προφορική μαρτυρία για να αποσείσει το σχετικό βάρος που έχει, διαδικασία που δεν ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση.
Η έφεση δεν θα έχει θετική κατάληξη και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.