ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1705
19 Ιουλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
2. ΑΛΕΚΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
Εφεσείουσες,
v.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 242/2011)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση τροποποίησης λόγων έφεσης ― Γίνεται με γνώμονα, το συμφέρον της δικαιοσύνης ως αυτό το συμφέρον αποτιμάται υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των δικαιωμάτων των διαδίκων ― Καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης ή ανάπλαση και αναμόρφωση του εφετηρίου, είναι λόγοι που οδηγούν στην απόρριψη της αίτησης ― Απόρριψη αίτησης επί τω ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της και ότι οι επιδιωκόμενοι νέοι λόγοι δεν σχετίζονταν με τους υφιστάμενους.
Το αίτημα των εφεσειουσών-αιτητριών για τροποποίηση των λόγων της έφεσης δια της προσθήκης άλλως έξι λόγων έφεσης υποβλήθηκε πριν από το στάδιο των οδηγιών για την καταχώρηση περιγραμμάτων αγορεύσεων.
Οι επιδιωκόμενοι προς πρόσθεση νέοι λόγοι έφεσης αφορούσαν στον παραμερισμό και απόρριψη του συνταγμένου κειμένου της απόφασης («drawn up judgment»), όπου και συγκεκριμενοποιήθηκαν τα σχετικά έξοδα εναντίον των εφεσειουσών στη βάση υποβληθέντος καταλόγου εξόδων.
Οι εφεσείουσες υποστήριξαν με την αίτηση τους, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση ότι μέχρι την καταχώρηση της έφεσης δεν γνώριζαν περί της συνταγμένης απόφασης, που έμαθαν αργότερα.
Υπεβλήθη ένσταση στην εν λόγω αίτηση επί τω ότι αυτή αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, επεδίωκε ανεπίτρεπτα τη διεύρυνση και ανάπλαση των λόγων έφεσης, υποβλήθηκε με καθυστέρηση κ.α.
Αποφασίστηκε ότι:
1 Η αίτηση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Υποβλήθηκε με καθυστέρηση υπό το φως του γεγονότος ότι όντως το συνταχθέν διάταγμα έφερε ημερ. 8.6.2011 και ήταν υποχρέωση των εφεσειουσών να ενδιαφερθούν να λάβουν το συνταγμένο κείμενο, εάν επιθυμούσαν.
2. Ήταν αδικαιολόγητη από πλευράς χρόνου εισαγωγής της και τα όσα αναφέρονταν στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της ενόρκως δηλούσας, δεν συνιστούσαν καλό λόγο για τη μη λήψη του συνταγμένου διατάγματος εγκαίρως.
3. Πρόσθετα, οι λόγοι που επιδιώκονταν να προστεθούν ήταν παντελώς άσχετοι με τους ήδη υφιστάμενους και η προσθήκη τους θα επιβάρυνε ανεπίτρεπτα την όλη προετοιμασία της έφεσης από τους διαδίκους με την υποβολή των αντίστοιχων περιγραμμάτων τους και την ίδια την εκδίκαση της έφεσης.
4. Ουδείς καλός λόγος προς το συμφέρον της δικαιοσύνης προεβλήθη προς έγκριση της αίτησης.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580,
Κωνσταντίνου ν. Σταύρου (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 157,
Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714.
Αίτηση.
Αλ. Παπακόκκινου (κα), για τις Αιτήτριες-Εφεσείουσες.
Θ. Καουτζάνη (κα) για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για την Καθ' ης η αίτηση-Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Κατά την εκκρεμοδικία της έφεσης και πριν δοθούν οδηγίες για την καταχώρηση περιγραμμάτων αγορεύσεων, οι εφεσείουσες καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση ημερ. 12.7.2011, με την οποία επιδιώκεται η προσθήκη άλλων έξι λόγων έφεσης, με τα αναγκαία αιτιολογικά τους, ως λόγοι έφεσης υπ' αρ. 124-129. Η ήδη καταχωρηθείσα έφεση αριθμεί 123 λόγους έφεσης. Με αυτούς αμφισβητούνται όλες οι πτυχές και παράμετροι της δικαστικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 12.5.2011, με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον των εφεσειουσών για το ποσό των €20.649,11 πλέον τόκους και έξοδα, καθώς και διάταγμα πώλησης ενυπόθηκων κτημάτων τους. Η ανταπαίτηση τους απορρίφθηκε.
Οι επιδιωκόμενοι προς πρόσθεση νέοι λόγοι έφεσης αφορούν στον παραμερισμό και απόρριψη του συνταγμένου κειμένου της απόφασης («drawn up judgment»), που συντάχθηκε στις 8.6.2011, όπου και συγκεκριμενοποιήθηκαν τα σχετικά έξοδα εναντίον των εφεσειουσών στη βάση υποβληθέντος καταλόγου εξόδων από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε κατά την πρωτόδικη διαδικασία την τράπεζα. Τα έξοδα ανέρχονται στις €16.591,88 πλέον τόκους.
Οι εφεσείουσες διατείνονται με την αίτηση τους, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1, ότι μέχρι την καταχώρηση της έφεσης στις 21.6.2011, δεν γνώριζαν περί της συνταγμένης απόφασης που έμαθαν μόλις στις 28.6.2011. Αυτό έγινε όταν ειδοποιήθηκαν από τον αρμόδιο δικαστικό επιδότη ότι προωθούσε ένταλμα κινητών σε σχέση με την εκδοθείσα απόφαση. Κατά την έρευνα στο φάκελο της διαδικασίας διαπίστωσαν ότι η συνταγμένη απόφαση αναφερόταν στους κ.κ. Χρυσαφίνη & Πολυβίου ΔΕΠΕ, οι οποίοι όμως δεν ήσαν δικηγόροι της τράπεζας, εφόσον ουδέποτε έγινε αλλαγή δικηγόρου δυνάμει της Δ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών των εμφανιζομένων στην αγωγή δικηγόρων. Περαιτέρω, τα έξοδα τα οποία υποβλήθηκαν και υπολογίστηκαν είναι υπέρογκα, λανθασμένα, γεμάτα ανακρίβειες και δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά έξοδα.
Υπεβλήθη ένσταση στην εν λόγω αίτηση επί τω ότι αυτή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, επιδιώκει ανεπίτρεπτα τη διερεύνηση και ανάπλαση των λόγων έφεσης, υπεβλήθη με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, έγινε κακόπιστα και αφορά την προσθήκη νέων λόγων έφεσης, ανεξάρτητους από τους υφιστάμενους και εντελώς άσχετους με τα επίδικα θέματα.
Οι συνήγοροι επιχειρηματολόγησαν εκατέρωθεν ως προς τις αντίστοιχες θέσεις τους. Η κα Παπακόκκινου υποστήριξε την αίτηση της, βασιζόμενη κυρίως στο γεγονός ότι δεν ήταν δυνατό να γνώριζαν, ως εφεσείουσες, το συνταγμένο κείμενο της απόφασης που περιελάμβανε και τα έξοδα όταν καταχώρησαν την έφεση, ουδείς τους ειδοποίησε και δεν όφειλαν οι ίδιες να ερευνούν κάθε τόσο το φάκελο για να διαπιστώσουν κατά πόσο η πλευρά της τράπεζας υπέβαλε κατάλογο εξόδων. Η κα Καουτζάνη, από την άλλη, υποστήριξε ότι η νομική βάση της αίτησης στερείται ερείσματος, ενώ η αίτηση στερείται και ουσιαστικής αιτιολογίας εφόσον απλώς αναπαράγει την ένορκη δήλωση. Το θέμα των εξόδων είναι καθαρά ζήτημα υπολογισμού, τα οποία και ήταν ή έπρεπε να ήταν σε γνώση των εφεσειουσών πριν την καταχώρηση της έφεσης εφόσον η απόφαση συντάχθηκε στις 8.6.2011 και η έφεση καταχωρήθηκε την 21.6.2011. Εν πάση περιπτώσει οι εφεσείουσες επιδιώκουν τώρα την ανάπλαση των λόγων έφεσης, γεγονός που η νομολογία απαγορεύει.
Η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Υποβλήθηκε με καθυστέρηση υπό το φως του γεγονότος ότι όντως το συνταχθέν διάταγμα φέρει ημερ. 8.6.2011 και ήταν υποχρέωση των εφεσειουσών να ενδιαφερθούν να λάβουν το συνταγμένο κείμενο, εάν επιθυμούσαν, πριν την καταχώρηση της έφεσης που έγινε πολύ αργότερα στις 21.6.2011. Το σκεπτικό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερ. 12.5.2011, κατέληγε με τη συνήθη διαταγή επιδίκασης εξόδων υπέρ της τράπεζας, ως επιτυχούσης διαδίκου και εναντίον των εφεσειουσών, ως αποτυχόντων διαδίκων «.. όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή ...». Έγινε μάλιστα πρόνοια όπως ο υπολογισμός γίνει στην κλίμακα καταχώρησης της αγωγής μέχρι της 18.11.2008 και από της καταχώρησης της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, τα έξοδα υπολογιστούν στην κλίμακα της ανταπαίτησης, €100.000-€500.000, η οποία, ως ήδη ανεφέρθη απερρίφθη.
Επομένως, οι εφεσείουσες πολύ καλά γνώριζαν την εναντίον τους επιδίκαση των εξόδων, αλλά και ότι αυτά θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και ήταν κατά συνέπεια αναμενόμενο να υποβληθεί ο αναγκαίος κατάλογος εξόδων από την τράπεζα προς τον Πρωτοκολλητή για τα περαιτέρω. Η έφεση κατεχωρήθη εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που προνοεί η Δ.35 θ.2. Το συνταγμένο διάταγμα όπου εμφαίνονταν και τα υπολογισθέντα έξοδα είχε ετοιμαστεί πολύ προηγουμένως. Όντως, η υπό κρίση αίτηση είναι αδικαιολόγητη από πλευράς χρόνου εισαγωγής της και τα όσα αναφέρονται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της ενόρκως δηλούσας Βερεγγάριας Παπακόκκινου, δεν συνιστούν καλό λόγο για τη μη λήψη του συνταγμένου διατάγματος εγκαίρως.
Πρόσθετα, όντως οι λόγοι που επιδιώκονται να προστεθούν είναι παντελώς άσχετοι με τους ήδη υφιστάμενους και η προσθήκη τους θα επιβαρύνει ανεπίτρεπτα την όλη προετοιμασία της έφεσης από τους διαδίκους με την υποβολή των αντίστοιχων περιγραμμάτων τους και την ίδια την εκδίκαση της έφεσης. Νοείται βεβαίως ότι τυχόν επιτυχία της έφεσης θα έχει ως συνέπεια και την ακύρωση της διαταγής περί επιδικασθέντων εξόδων. Δεν είναι δε δυνατό για το Εφετείο που θα εκδικάσει την έφεση να εμπλακεί σε ό,τι οι εφεσείουσες θεωρούν ως υπέρμετρες και υπέρογκες χρεώσεις ώστε στην ουσία να προβεί σε εξέταση κάθε σχετικού ποσού, θα μπορούσε δε να λεχθεί ότι αν η έφεση αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τα έξοδα (και από μια άποψη η αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης πρέπει να θεωρηθεί ως τέτοια), τότε το Εφετείο δεν θα ασκούσε τη διακριτική του ευχέρεια κάτω από τη Δ.35 θ.20, η οποία προνοεί συγκεκριμένους λόγους για την υποβολή τέτοιου είδους έφεσης.
Τα όσα οι εφεσείουσες υποστηρίζουν περί αλλαγής του δικηγορικού γραφείου που εμφανίστηκε και χειρίστηκε την υπόθεση πρωτοδίκως, στο στάδιο της υποβολής του κατάλογου εξόδων, στερούνται σοβαρότητας και τίθενται ώστε να προσδώσουν μια διαφορετικότητα σ' αυτούς τους λόγους έφεσης ώστε ενδεχομένως να μην εμπίπτουν στις περιοριστικές πρόνοιες της Δ.35 θ.20. Δεν είναι ανάγκη εδώ να γίνει επισταμένη αναφορά στο θέμα, αλλά οι διατάξεις των Άρθρων 6Γ και 6Δ του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, ως τροποποιήθηκε, είναι σχετικές.
Η τροποποίηση λόγων έφεσης γίνεται με γνώμονα, ως αναφέρουν οι υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η κα Παπακόκκινου, (Ανδρέας Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580, Κωνσταντίνου ν. Δέσπως Αβραάμ Σταύρου (αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 157 και Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714), το συμφέρον της δικαιοσύνης ως αυτό το συμφέρον αποτιμάται υπό το πρίσμα των σκοπών της έφεσης και των δικαιωμάτων των διαδίκων. Καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης ή ανάπλαση και αναμόρφωση του εφετηρίου, είναι λόγοι που οδηγούν στην απόρριψη της αίτησης.
Ουδείς καλός λόγος προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ισχύει εδώ προς έγκριση της αίτησης, η οποία και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητριών-εφεσειουσών και υπέρ της καθ' ης η αίτηση-εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος της υπόθεσης και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.