ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 795
30 Απριλίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
SAVVAS & LEONIDAS MOTORS LTD.,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 400/2008)
Σύνταγμα ― Δικαίωμα αποζημίωσης με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος ― Κατά πόσον ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η μόνη ζημιά που αποδείχθηκε ότι είχε υποστεί η εφεσείουσα ως άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθέντων με προσφυγές διοικητικών πράξεων, ήταν τα ποσά που είχαν ήδη καταβληθεί από τον εφεσίβλητο πριν από την έγερση της αγωγής ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Σύνταγμα ― Δικαίωμα αποζημίωσης με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος ― Για να έχει δικαίωμα κάποιος να διεκδικήσει αποζημιώσεις με βάση το Άρθρο 146.6. θα πρέπει (α) να έχει υπέρ του ακυρωτική απόφαση (β) να έχει απευθυνθεί στη διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματος του και συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση και (γ) αν δεν ικανοποιηθεί, τότε να αποταθεί στο δικαστήριο με αγωγή.
Σύνταγμα ― Δικαίωμα αποζημίωσης με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος ― Το μέτρο της αποζημίωσης είναι διάφορο από εκείνο του αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντα (restutio ab integrum) ― Έχει περιγραφεί ως ένα sui generis μέτρο αποζημιώσεων ― Η υπαιτιότητα του κάθε διαδίκου είναι παράγων που λαμβάνεται υπόψη ― Η ζημιά που διεκδικείται πρέπει να προκύπτει άμεσα από την απόφαση που ακυρώθηκε.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που δηλώθηκαν ως παραδεκτά στην πρωτόδικη διαδικασία, το Τμήμα Τελωνείων κατείσχε 29 αυτοκίνητα στις 18/6/1999 και 4 αυτοκίνητα στις 15/5/2000 ιδιοκτησίας των εναγόντων που αποτελούν εταιρεία που έχει ως αντικείμενο εργασιών την αγοραπωλησία και εισαγωγή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.
Τα αυτοκίνητα επιστράφηκαν στους ενάγοντες το Δεκέμβριο του 2002.
Ο εναγόμενος ρευστοποίησε παρακαταθήκες και τραπεζικές εγγυήσεις των εναγόντων, συνολικού ποσού £160.000 οι οποίες είχαν κατατεθεί από τους ενάγοντες σε σχέση με τον τελωνισμό των αυτοκινήτων που αποτελούσαν το αντικείμενο των προσφυγών τις οποίες αποδέχθηκε η πλήρης ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρώνοντας τις αντίστοιχες διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο. Τα ποσά αυτά επιστράφησαν εντόκως τον Ιούνιο του 2003.
Όμως η εφεσείουσα δεν ικανοποιήθηκε και με σχετικές επιστολές αξίωνε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις και αποζημιώσεις ύψους £700.000 δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Η αξίωση της δεν ικανοποιήθηκε και ένα χρόνο αργότερα, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή διεκδικώντας £428.710 για ζημιές και £480.000 για διαφυγόν κέρδος, πλέον γενικές, δίκαιες και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι η μόνη ζημιά που είχε υποστεί η εφεσείουσα ως αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων ήταν οι £160.000 χρηματικές παρακαταθήκες και εγγυήσεις που είχε ζητήσει το Τμήμα Τελωνείων για να της επιτρέψει τον τελωνισμό των αυτοκινήτων πλέον το τραπεζικό κόστος για τέτοιες εγγυήσεις. Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη εφόσον δε η διοίκηση μετά την προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επέστρεψε στην εφεσείουσα το ποσό των £160.000 πλέον £39.000 τόκους, η τρωθείσα νομιμότητα αποκαταστάθηκε και οι υπόλοιπες αποζημιώσεις που αξίωνε δεν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων. Έτσι απέρριψε την αγωγή.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
(α) Πεπλανημένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι οι ζημιές που αξίωνε προκλήθηκαν από την ακυρωθείσα απόφαση.
(β) Εσφαλμένα κατέληξε ότι οι ζημιές δεν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης και προέβηκε σε δικούς του συλλογισμούς που συγκρούονταν με τη μαρτυρία της εφεσείουσας.
(γ) Εσφαλμένα έκρινε ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει τη ζημιά και,
(δ) Εσφαλμένα έκρινε ότι το διαφυγόν κέρδος δεν καλυπτόταν από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην παρούσα υπόθεση ικανοποιούνταν οι νομολογημένες προϋποθέσεις και εκείνο που απέμενε προ εξέταση ήταν εάν το είδος των αποζημιώσεων που αξίωσε η εφεσείουσα και δεν της επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο, μπορούσε να εμπίπτει στο είδος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται κάτω από το άρθρο αυτό.
2. Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είχε διευκρινιστεί πρωτόδικα το κατά πόσο οι προαναφερθείσες ζημιές, τόκοι και τραπεζικά δικαιώματα αφορούσαν τα οχήματα που ήσαν αντικείμενο των προαναφερθεισών προσφυγών, κάτι που προφανώς δεν πρέπει να ίσχυε αφού η σχετική προσκομισθείσα βεβαίωση κάλυπτε και τα έτη 2001 και 2002 που δεν ήταν αντικείμενο της προσφυγής, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν άλλες ζημιές πέραν του ποσού των £160.00 της παρακαταθήκης και £39.000 τόκων ήταν ορθή.
3. Ούτε υπήρχε μαρτυρία που να έδειχνε ότι οι ζημιές για τα εν λόγω φορολογικά έτη ήταν αποτέλεσμα των προσβαλλόμενων με τις προσφυγές αποφάσεων.
4. Δεν ήταν αρκετό να γίνει απλώς αναφορά στις ζημιές που είχε η εφεσείουσα για τα εν λόγω φορολογικά έτη χωρίς να φανεί ότι η αιτία για αυτές τις ζημιές ήταν οι αποφάσεις αντικείμενο των πιο πάνω προσφυγών. Πέραν της διατύπωσης της ζημιάς, στα παραδεκτά γεγονότα, δεν γινόταν παραδοχή ότι αυτές ήσαν το άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων. Με την καταβολή του 30% ως παρακαταθήκη επιτράπηκε ο τελωνισμός των αυτοκινήτων τα οποία και θα μπορούσε να εμπορευθεί η εφεσείουσα.
5. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι ζημιές αυτές δεν ήσαν της φύσης που μπορούν να επιδικαστούν για το λόγο ότι ενώ η εφεσείουσα είχε την επιλογή να πληρώσει τις προκαθορισμένες τιμές του καταλόγου, όπως έπραξαν και άλλοι εισαγωγείς, οι οποίοι είχαν καταχωρήσει προσφυγές που συνεκδικάσθηκαν με τις 108 προσφυγές της εφεσείουσας, οπότε δεν θα υπήρχε το επικαλούμενο πρόβλημα ρευστότητας, ο Διευθυντής της εφεσείουσας δέχθηκε ότι ο ίδιος δεν έκανε τέτοιο υπολογισμό όταν επέλεξε να καταβάλει την παρακαταθήκη του 30%.
6. Ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η μόνη άμεση ζημιά που αποδείχθηκε ότι είχε υποστεί η εφεσείουσα ως άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων ήταν οι £160.000 της παρακαταθήκης και £39.000 τόκοι, και εφόσον αυτά τα ποσά τους καταβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο πριν την έγερση της αγωγής, ορθά αυτή απορρίφθηκε.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Pavlos F. Varellas Trading Co. Ltd. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 615,
Petrides v. Republic (1965) 1 C.L.R. 39,
Attorney-General v. Marcoullides (1966) 1 C.L.R. 242,
Christophides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 18,
Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462,
Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314,
Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,
Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,
Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612,
Νικόλας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983,
Ιωάννου ν. Κ.Ο.Α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1047,
Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, (2001) 1 Α.Α.Δ. 1515,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ταλιαδώρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 586,
Είκοσι κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 467.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδούλου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3856/05), ημερομηνίας 31/10/2008.
Απ. Ντορτζής, για την Εφεσείουσα-Ενάγουσα.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα, που είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ασχολείται με την αγοραπωλησία και εισαγωγή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.
Μέσα στα έτη 1998 και 1999 η εφεσείουσα εισήγαγε από την Ιαπωνία μεγάλο αριθμό μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, αλλά κατά τον τελωνισμό τους προέκυψε πρόβλημα αναφορικά με την αξία τoυς. Για να επιτραπεί στην εφεσείουσα να προβεί σε οριστικό τελωνισμό των αυτοκινήτων, της ζητήθηκε είτε να δεχθεί τις (προκαθορισμένες) τιμές του καταλόγου, όπως είχαν ορισθεί με εγκύκλιο της Διευθύντριας Τελωνείων ημερ. 13/8/1998, είτε να καταθέσει χρηματικές παρακαταθήκες και τραπεζικές εγγυήσεις κατά 30% επιπλέον των εν λόγω τιμών. Η εφεσείουσα, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα της σε σχέση με τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης, επέλεξε να καταθέσει χρηματικές παρακαταθήκες και τραπεζικές εγγυήσεις - οι οποίες ρευστοποιήθηκαν - συνολικού ποσού £160.000 και αφού έγινε ο τελωνισμός των 108 αυτοκινήτων της προχώρησε σε καταχώριση αντίστοιχου αριθμού προσφυγών. Πρόκειται για τις προσφυγές υπ' αρ. 1084/98 μέχρι 1090/98, 1098/98, 1099/98, 121/99, 122/99, 124/99, 1372/99 μέχρι 1434/99 και 1455/00 μέχρι και 1486/00, με τις οποίες προσβαλλόταν η νομιμότητα της απόφασης της Διευθύντριας Τελωνείων να προκαθορίσει τιμές για τα εισαγόμενα αυτοκίνητα και να ζητήσει κατάθεση χρηματικών παρακαταθηκών και τραπεζικών εγγυήσεων κατά 30% επιπλέον της προκαθορισθείσας τιμής.
Οι πιο πάνω προσφυγές συνεκδικάσθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου μαζί με άλλες 821 προσφυγές ενόψει της ομοιότητας των ζητημάτων που εγείρονταν και η σχετική απόφαση εκδόθηκε στις 15.10.02 (βλ. Pavlos F. Varellas Trading Co. Ltd. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 615) με την οποία δικαιώθηκε τόσο η εφεσείουσα όσο και άλλοι αιτητές με αποτέλεσμα οι προσβληθείσες αποφάσεις να κηρυχθούν άκυρες. Κρίθηκε ότι η επιβολή ποσοστού 30% ως παρακαταθήκη επί της καθοδηγητικής τιμής ήταν αυθαίρετη και αναιτιολόγητη.
Μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, τον Ιούνιο του 2003, το Υπουργείο Οικονομικών επέστρεψε στην εφεσείουσα το ποσό των £160.000, το οποίο είχε εισπραχθεί από τη ρευστοποίηση των χρηματικών παρακαταθηκών και εγγυήσεων, πλέον £39.000 τόκους. Όμως η εφεσείουσα δεν ικανοποιήθηκε και με πανομοιότυπες επιστολές ημερ. 25.6.2004 αξίωνε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση και αποζημιώσεις £700.000 δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Η αξίωση της δεν ικανοποιήθηκε και ένα χρόνο αργότερα, στις 17.5.2005, καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή αρ. 3856/2005 διεκδικώντας £428.710 για ζημιές και £480.000 για διαφυγόν κέρδος, πλέον γενικές, δίκαιες και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα και έδωσε επίσης μαρτυρία ο Διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας. Από πλευράς εφεσίβλητου δεν προσκομίστηκε μαρτυρία. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η μόνη ζημιά που είχε υποστεί η εφεσείουσα ως αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων ήταν οι £160.000 χρηματικές παρακαταθήκες και εγγυήσεις που είχε ζητήσει το Τμήμα Τελωνείων για να της επιτρέψει τον τελωνισμό των αυτοκινήτων πλεον το τραπεζικό κόστος για τέτοιες εγγυήσεις. Εφόσον δε η διοίκηση μετά την προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέστρεψε στην εφεσείουσα το ποσό των £160.000 πλέον £39.000 τόκους, η τρωθείσα νομιμότητα αποκαταστάθηκε και οι υπόλοιπες αποζημιώσεις που αξίωνε δεν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων. Έτσι απέρριψε την αγωγή.
Με την παρούσα έφεση που βασίζεται σε 4 λόγους, η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση γιατί (α) πεπλανημένα το δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι οι ζημιές που αξίωνε προκλήθηκαν από την ακυρωθείσα απόφαση, (β) εσφαλμένα κατέληξε ότι οι ζημιές δεν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης και προέβηκε σε δικούς του συλλογισμούς που συγκρούονται με τη μαρτυρία της εφεσείουσας, (γ) εσφαλμένα έκρινε ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει τη ζημιά και (δ) εσφαλμένα έκρινε ότι το διαφυγόν κέρδος δεν καλυπτόταν από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Κρίνουμε τους λόγους έφεσης ότι είναι τέτοιας φύσης που μπορούν να εξεταστούν μαζί, αφού αυτό που ουσιαστικά εγείρεται είναι το κατά πόσο οι αποζημιώσεις που αξίωνε η εφεσείουσα, πέραν των £160.000 και £39.000 τόκων που της επιστράφηκαν, ήταν τέτοιας φύσης που θα έπρεπε να της επιδικαστούν με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.
Το δικαίωμα αποζημίωσης που παρέχεται από το εν λόγω Άρθρο του Συντάγματος έχει τύχει εξέτασης και ερμηνείας σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Petrides v. Republic (1965) 1 C.L.R. 39, Attorney-General v. Marcoullides (1966) 1 C.L.R. 242, Christophides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 18, Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462, Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314, Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομηχανικής Καταρτίσεως (1995) 1 Α.Α.Δ. 612, Νικόλας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983, Ιωάννου ν. Κ.Ο.Α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1047, Καπνίσης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, (2001) 1 Α.Α.Δ. 1515, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ταλιαδώρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 586 και Είκοσι κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 467).
Αυτό που προκύπτει από τις πιο πάνω αυθεντίες είναι ότι για να έχει δικαίωμα κάποιος να διεκδικήσει αποζημιώσεις με βάση το πιο πάνω άρθρο θα πρέπει (α) να έχει υπέρ του ακυρωτική απόφαση (β) να έχει απευθυνθεί στη διοίκηση για ικανοποίηση του αιτήματος του και συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση και (γ) αν δεν ικανοποιηθεί, τότε να αποταθεί στο δικαστήριο με αγωγή.
Στην παρούσα υπόθεση ικανοποιούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις και αυτό που μένει για εξέταση είναι αν το είδος των αποζημιώσεων που αξίωσε η εφεσείουσα και δεν της επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο, μπορούσε να εμπίπτει στο είδος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται κάτω από το άρθρο αυτό.
Από τις ίδιες πιο πάνω αποφάσεις προκύπτει ότι το μέτρο της αποζημίωσης είναι διάφορο από εκείνο του αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντα (restutio ab integrum). Αντίθετα έχει περιγραφεί ως ένα sui generis μέτρο αποζημιώσεων. Η υπαιτιότητα του κάθε διαδίκου είναι παράγων που λαμβάνεται υπόψη. Επίσης η ζημιά που διεκδικείται πρέπει να προκύπτει άμεσα από την απόφαση που ακυρώθηκε.
Τα πιο πάνω κριτήρια τα δέχεται ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας αλλά ο ισχυρισμός του είναι ότι οι ζημιές που η εφεσείουσα υπέστη και αξίωσε με την αγωγή, ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης. Υπήρχε, όπως ισχυρίζεται, μαρτυρία και μάλιστα σε παραδεκτά γεγονότα και στο τεκμ. 9, που έδειχνε ότι οι τόκοι ανέρχονταν στο ποσό των £219.000 και όχι μόνο £39.000 και το δικαστήριο δεν την έλαβε υπόψη.
Είναι γεγονός ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα μεταξύ των οποίων είναι και τα ακόλουθα:
«5. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο Εναγόμενος (Τμήμα Τελωνείων) κατάσχε 29 αυτοκίνητα τη 18/6/1999 και 4 αυτοκίνητα την 15/5/2000 των εναγόντων και τα απέδωσε πίσω στους ενάγοντες το Δεκέμβριο του 2002. Κατατίθενται ως ΤΕΚ.5 έντυπο κατάσχεσης, ΤΕΚ.6 επιστολή αμφισβήτησης, ημερομηνίας 2/7/1999, ΤΕΚ.7, επιστολή αμφισβήτησης ημερομηνίας 15/6/2000.
6. Αντίγραφα οικονομικών λογαριασμών των εναγόντων που κατατέθηκαν στο γραφείο του Φόρου Εισοδήματος για τα έτη 1997 έως και 2002, (ΤΕΚ.8 για το έτος 1997, ΤΕΚ.8α για το έτος 1998, ΤΕΚ.8β για το έτος 1999, ΤΕΚ.8γ, για το έτος 2000, ΤΕΚ8δ για το έτος 2001 και ΤΕΚ8ε για το έτος 2002).
7. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο εναγόμενος ρευστοποίησε παρακαταθήκες και τραπεζικές εγγυήσεις των εναγόντων, συνολικού ποσού £160.000 οι οποίες είχαν κατατεθεί από τους ενάγοντες σε σχέση με τον τελωνισμό των αυτοκινήτων που αποτελούσαν το αντικείμενο των προσφυγών τις οποίες αποδέχθηκε η πλήρης ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρώνοντας τις αντίστοιχες διοικητικές πράξεις του εναγομένου. Τα ποσά αυτά επιστράφησαν τον Ιούνιο του 2003.
8. Οι συνολικές ζημιές που οι Ενάγοντες υπέστησαν τα έτη 1999, 2000, 2001 και 2002 ανέρχονται στο ποσόν των Λ.Κ. 380,710 και στο ποσόν αυτό συμπεριλαμβάνεται και το ποσό των £219,410 το οποίον κατέβαλαν σε τράπεζες ως δικαιώματα και τόκους. Το μεικτό κέρδος των εναγόντων για το έτος ήταν 1997 £188,460 και για το έτος 1998 £167,557. Κατατίθεται ως ΤΕΚ.9 βεβαίωση των λογιστών εκλεκτών αναλυτική κατάσταση για τους πληρωθέντες τόκους και δικαιώματα στις Τράπεζες.
9. Ο Εναγόμενος παρέλειψε να ικανοποιήσει την αίτηση των εναγόντων που τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 25.6.2004, Τεκ. 3 και 4.
Οι ενάγοντες και ο εναγόμενος συμφωνούν και αποδέχονται ως πραγματικά για σκοπούς της παρούσας δικαστικής διαδικασίας τα γεγονότα που παρατίθενται στην παράγραφο 1 μέχρι 9 και να κατατεθούν από κοινού μετά των τεκμηρίων 1-10 σε φωτοαντίγραφα στο Δικαστήριο σήμερα την 5η Μαϊου 2008.»
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρχε και το τεκ. 9 ΒΕΒΑΙΩΣΗ ημερ. 17/4/2008 των λογιστών της εφεσείουσας με την οποία βεβαιούτο ότι οι τόκοι και τα τραπεζικά δικαιώματα που ήσαν πληρωτέα για τα έτη 1999 μέχρι και 2002 ήταν £219.401 ως ακολούθως:
« ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ
ΕΤΟΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΚΟΙ ΟΛΙΚΑ
ΛΚ ΛΚ ΛΚ
1999 14,561 41,192 55,753
2000 2,872 36,983 39,855
2001 7,614 55,043 62,657
2002 8,144 52,992 61,136
---------- ----------
186,210 219,401»
Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είχε διευκρινιστεί πρωτόδικα το κατά πόσο οι προαναφερθείσες ζημιές, τόκοι και τραπεζικά δικαιώματα αφορούσαν τα οχήματα που ήσαν αντικείμενο των προαναφερθεισών προσφυγών, κάτι που προφανώς δεν πρέπει να ίσχυε αφού η βεβαίωση κάλυπτε και τα έτη 2001 και 2002 που δεν ήταν αντικείμενο της προσφυγής, κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν άλλες ζημιές πέραν του ποσού των £160.00 της παρακαταθήκης και £39.000 τόκων είναι ορθή. Ούτε υπήρχε μαρτυρία που να δείχνει ότι οι ζημιές για τα εν λόγω φορολογικά έτη ήταν λόγω των προσβαλλομένων με τις προσφυγές αποφάσεων. Δεν ήταν αρκετό να γίνει απλώς αναφορά στις ζημιές που είχε η εφεσείουσα για τα εν λόγω φορολογικά έτη χωρίς να φανεί ότι η αιτία για αυτές τις ζημιές ήταν οι αποφάσεις αντικείμενο των πιο πάνω προσφυγών. Πέραν της διατύπωσης της ζημιάς, στα παραδεκτά γεγονότα, δεν γίνεται παραδοχή ότι αυτές ήσαν το άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την καταβολή του 30% ως παρακαταθήκη επιτράπηκε ο τελωνισμός των αυτοκινήτων τα οποία και θα μπορούσε να εμπορευθεί η εφεσείουσα.
Βέβαια κατά την προφορική του μαρτυρία ο Διευθυντής της εφεσείουσας, δικαιολόγησε τις απαιτήσεις της, ισχυριζόμενος ότι ενώ τα προηγούμενα έτη είχε κέρδη, τα έτη κατά τα οποία αναγκάσθηκε να καταβάλει το πιο πάνω ποσό των £160.000 είχε ζημιές διότι το Τελωνείο τους άφησε χωρίς επαρκή ρευστότητα για να εμπορεύονται.
Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι ζημιές αυτές δεν ήσαν της φύσης που μπορούν να επιδικαστούν για το λόγο ότι ενώ η εφεσείουσα είχε την επιλογή να πληρώσει τις προκαθορισμένες τιμές του καταλόγου, όπως έπραξαν και άλλοι εισαγωγείς, οι οποίοι είχαν καταχωρήσει προσφυγές που συνεκδικάσθηκαν με τις 108 προσφυγές της εφεσείουσας, οπότε δεν θα υπήρχε το πρόβλημα ρευστότητας, ο Διευθυντής της εφεσείουσας δέχθηκε ότι ο ίδιος δεν έκανε τέτοιο υπολογισμό όταν επέλεξε να καταβάλει την παρακαταθήκη του 30%, όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω. Ακολούθησε δηλαδή τη διαδικασία της δεύτερης παραγράφου της προαναφερθείσας εγκυκλίου, που διαλάμβανε τα εξής:
«Εκεί όπου ο εισαγωγέας δεν αποδέχεται τη διαδικασία αυτή θα επιτρέπεται τελωνισμός με κατάθεση χρηματικής παρακαταθήκης μόνο, αποκλειόμενης της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής στη βάση των τιμών καταλόγου, πλέον 30% και η υπόθεση θα διαβιβάζεται στον Κλάδο Αξιών του Αρχιτελωνείου για περαιτέρω χειρισμό».»
Έχουμε επίσης προσέξει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επισήμανε ότι οι ισχυριζόμενες από την εφεσείουσα ζημιές επεκτείνονταν και σε 33 αυτοκίνητα που είχαν κατασχεθεί αλλά δεν ήσαν αντικείμενο των πιο πάνω προσφυγών για τα οποία, η εφεσείουσα αξίωνε £48.000, αξίωση, που εγκατέλειψε κατά την ακροαματική διαδικασία στο πρωτόδικο δικαστήριο.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η μόνη άμεση ζημιά που αποδείχθηκε ότι είχε υποστεί η εφεσείουσα ως άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων ήταν οι £160.000 της παρακαταθήκης και £39.000 τόκοι, και εφόσον αυτά τα ποσά τους καταβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο πριν την έγερση της αγωγής, ορθά αυτή απορρίφθηκε.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα (πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει) εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο, εκτός αν αυτά συμφωνηθούν μεταξύ των διαδίκων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.