ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 194
21 Φεβρουαρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
HΛΙΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 406/2008)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης με την οποία, επιδικάστηκαν ένεκα «συντρέχοντος πταίσματος», μειωμένες αποζημιώσεις σε παρανόμως απολυθέντα ― Επιεικώς απαράδεκτη συμπεριφορά εργοδοτουμένου και δεκαπεντάμηνη καθυστέρηση για τερματισμό εργοδότησης ― Οδήγησε σε κρίση για παράνομο τερματισμό.
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Δικαίωμα επαναπρόσληψης εργοδοτουμένου ― Υπό ποιες προϋποθέσεις διατάζεται επαναπρόσληψη ― Αποτελεί μέτρο αποκατάστασης της τρωθείσας, με την απόλυση, υπαλληλικής ιδιότητας ― Εδάφιο (1) του Άρθρου 3 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν. 24/67) ― Απαιτείται και δικαστική κρίση αναφορικά με το αν ο τερματισμός της απασχόλησης ήταν έκδηλα παράνομος ή παράνομος και κακόπιστος ― Και αν ακόμη κριθεί ως τέτοιος, η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος επαναπρόσληψης από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, προσφέρεται αν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου οι περιστάσεις το δικαιολογούν.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία εκρίθη ότι ο τερματισμός του από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων ήταν παράνομος και του επιδικάστηκε ανάλογη αποζημίωση, η οποία ήταν μειωμένη λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε ο εφεσείων.
Η συμπεριφορά του εφεσείοντα κρίθηκε πρωτοδίκως ως «επιεικώς απαράδεκτη». Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε περαιτέρω τον προβληματισμό του πως ήταν δυνατό να διαταζόταν η επαναπρόσληψη του, που ο εφεσείων είχε ζητήσει, δεδομένου ότι είχε υποπέσει σε σοβαρότατο ατόπημα επιδεικνύοντας μια αντεργατική συμπεριφορά τόσο εναντίον των εργοδοτών του και των αξιωματούχων της εταιρείας.
Με την έφεση ο εφεσείων προέβαλε ότι:
α) Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, έλαβε υπόψη του, την προ της απόλυσης συμπεριφορά του, και οδηγήθηκε σε επιδίκαση μειωμένης αποζημίωσης.
β) Κατά παράβαση των κριτηρίων που θέτει ο νόμος, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε την πιθανότητα επαναπρόσληψης του εφεσείοντα.
γ) Το επιδικασθέν ποσό ήταν μικρό, αφού δεν είχαν ληφθεί υπόψη όλα τα κριτήρια που θέτει η κείμενη νομοθεσία σε περιπτώσεις απόλυσης που κρίνεται ως παράνομη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν χωρούσε αμφιβολία ότι ο προβληματισμός του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αναφορικά με το ζήτημα της επαναπρόσληψης ήταν ορθός.
2. Το αναντίλεκτο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα στην απόφαση του, δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την ορθότητα της προσέγγισης του.
3. Και τούτο γιατί η θέση του δικαστηρίου, ως προς τη συμπεριφορά του εφεσείοντα να γράψει και να κοινοποιήσει μια επιστολή, ήταν ότι αυτή αποτελείτο από ένα απίστευτο υβρεολόγιο όπου επέκρινε, κατηγορούσε, συκοφαντούσε και προσέδιδε διάφορους χαρακτηρισμούς.
4. Στην προκειμένη πληρούνταν οι σχετικές προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο σχετικά με την επαναπρόσληψη, πλην της τεκμηρίωσης περί έκδηλα παράνομης απόλυσης.
5. Από τα ίδια τα γεγονότα, που αποδέχτηκε ως πραγματικότητα το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί ότι η απόλυση του εφεσείοντα ήταν «έκδηλα παράνομος». Κάτι τέτοιο δεν στοιχειοθετήθηκε πρωτοδίκως.
6. Ήταν ορθή η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι το «ατόπημα» του εφεσείοντα, που εκδηλώθηκε με την κοινοποίηση της πιο πάνω επιστολής ήταν «σοβαρότατο», και κλόνισε την «εμπιστοσύνη και καλή συνεργασία» μεταξύ των διαδίκων.
7. Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην απόλυση του εφεσείοντα, που έγινε δεκαπέντε μήνες μετά την επιστολή, ήταν ο λόγος που το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε την απόλυση παράνομη.
8. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί ανεπαρκούς επιδικασθείσας αποζημίωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια, προχώρησε και ασχολήθηκε και με το «συντρέχον πταίσμα», όπως το αποκάλεσε. Εξήγησε με επάρκεια, πως τα γεγονότα που χαρακτηρίστηκαν ανεπίτρεπτη συμπεριφορά εκ μέρους του εφεσείοντα, επηρέασαν την εργατική σχέση και συνακόλουθα την τελική κρίση του δικαστηρίου. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε έρεισμα στην εισήγηση για επέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λεμεσού (Χατζητζιοβάννη, Δ.), (Αίτηση Αρ. 417/04), ημερομηνίας 30/10/2008.
Ρ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους ως Ανώτερος Γραφέας Πωλήσεων. Για λόγους που χαρακτηρίστηκαν, πρωτοδίκως, ως «ιστορικό του εγκλήματος», οι εφεσίβλητοι προχώρησαν στις 27 Νοεμβρίου 2003 στον τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα.
Ο τελευταίος αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόλυσης του και το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, τον δικαίωσε αποφασίζοντας ότι η απόλυση ήταν παράνομη, επιδικάζοντας ανάλογη αποζημίωση.
Ο εφεσείων παραπονείται επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο, ουσιαστικώς έλαβε υπόψη του, την προ της απόλυσης συμπεριφορά του, που οδήγησε σε μειωμένη αποζημίωση. Αυτή η ίδια η συμπεριφορά, για την οποία θα ασχοληθούμε μεταγενέστερα, οδήγησε, κατά παράβαση των κριτηρίων που θέτει ο νόμος, όπως προβλήθηκε, από τον ευπαίδευτο συνήγορο του, το πρωτόδικο δικαστήριο στη μη εξέταση της πιθανότητας επαναπρόσληψης του εφεσείοντα. Τέλος, ο εφεσείων θεωρεί το επιδικασθέν ποσό μικρό, αφού όπως επισημαίνει, δεν είχαν ληφθεί υπόψη όλα τα κριτήρια που θέτει η κείμενη νομοθεσία σε περιπτώσεις απόλυσης που κρίνεται ως παράνομη.
Στην αντιπέρα πλευρά ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων, αναγνώρισε ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν γίνεται αναφορά στην πιθανότητα επαναπρόσληψης του εφεσείοντα, όμως, είναι διάχυτη, όπως είπε, η ενασχόληση του δικαστηρίου με αυτή την πτυχή, η οποία με βάση την εν γένει συμπεριφορά του εφεσείοντα αποκλείστηκε.
Χαρακτήρισε δε τέλος, ο συνήγορος το ύψος της καταβληθείσας αποζημίωσης, ως ικανοποιητικό λαμβανομένων υπόψη του συμπεράσματος του δικαστηρίου ως προς τη συμπεριφορά του εφεσείοντα.
Η συμπεριφορά του εφεσείοντα κρίθηκε πρωτοδίκως ως «επιεικώς απαράδεκτη». Πώς είναι δυνατό αφού, όπως σημειώνεται, υπέπεσε σε «σοβαρότατο ατόπημα επιδεικνύοντας μια αντεργατική συμπεριφορά τόσο εναντίον των εργοδοτών του και των αξιωματούχων της εταιρείας», να διαταχθεί η επαναπρόσληψη του; Στο ερώτημα αυτό, δεν χωρεί καμιά αμφισβήτηση ότι η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή.
Το αναντίλεκτο γεγονός ότι δεν ασχολήθηκε με το θέμα στην απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θεωρούμε ότι επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την ορθότητα της προσέγγισης του.
Με γνώμονα τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν αυτά καταγραφεί στην πρωτόδικη απόφαση και δεν αμφισβητήθηκαν από καμιά πλευρά, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία για την ορθότητα του δικαστικού συλλογισμού του πρωτόδικου δικαστηρίου. Και τούτου γιατί η θέση του δικαστηρίου, ως προς τη συμπεριφορά του εφεσείοντα να γράψει και να κοινοποιήσει μια επιστολή (τεκμ.3(2), που όπως σημειώνεται:
«..με «το ιστορικό του εγκλήματος» προβάλλει ένα απίστευτο υβρεολόγιο όπου επικρίνει, κατηγορεί, συκοφαντεί και προσδίδει διάφορους χαρακτηρισμούς στον προϊστάμενο του κ.Νίκο Ροδοσθένους. Με σκανδαλώδη επίσης τρόπο σχολιάζει προσωπικά θέματα συναδέλφων του με λεπτομερή αναφορά σε προβληματικές σχέσεις συναδέλφου του με την πρώην σύζυγο του, σε ερωτικές σχέσεις και σε γυναικολογικά προβλήματα συζύγου συναδέλφου του. Αναφέρεται μεταξύ άλλων, σε αποφάσεις της Εταιρείας τις οποίες αποδοκιμάζει, σε σκευωρίες και σε συνεργασία των εργοδοτών του «με απατεώνες και χαμερπείς ανθρώπους για να τεκμηριώσουν καταγγελίες εναντίον του» και φέρεται με κατηγορηματικό και επικριτικό τρόπο εναντίον αξιωματούχων της Εταιρείας όπως του προέδρου της κ. Χ. Λοϊζίδη και του πρώην Προέδρου της καθώς και των μελών της Ερευνητικής Επιτροπής που εξέταζαν τις εναντίον του καταγγελίες.»
Στη συνέχεια όμως, η δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (1) του Άρθρου 3 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν. 24/67), («ο Νόμος») όπως τροποποιήθηκε, απαιτεί δικαστική κρίση αναφορικά με το αν ο τερματισμός της απασχόλησης «ήταν έκδηλα παράνομος ή παράνομος και κακόπιστος». Και αν ακόμη κριθεί ως τέτοιος, προσφέρεται η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος επαναπρόσληψης του από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, «αν κατά τη γνώμη του οι περιστάσεις το δικαιολογούν.»
Δίδεται συναφώς μια διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο και αυτό δεν μπορούσε να ήταν διαφορετικό και είναι λογικό, αφού το ίδιο έχει ακούσει τα γεγονότα της υπόθεσης.
Το θέμα της επαναπρόσληψης αποτελεί, ουσιαστικώς μέτρο αποκατάστασης της τροθείσας, με την απόλυση, υπαλληλικής ιδιότητας ενός αιτητή.
Τίθενται, στην περίπτωση, ενεργοποίησης της δυνατότητας επαναπρόσληψης, δυο τυπικές προϋποθέσεις.
Α) η απασχόληση πέραν των δεκαεννέα εργοδοτουμένων, και
Β) να έχει ζητηθεί ως θεραπεία από τον αιτητή.
Στην εξεταζόμενη υπόθεση ισχύουν και τα δυο.
Από τα ίδια τα γεγονότα, που αποδέχτηκε ως πραγματικότητα το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι η απόλυση του εφεσείοντα ήταν «έκδηλα παράνομος». Κάτι τέτοιο δεν στοιχειοθετήθηκε πρωτοδίκως, και η διαπίστωση του δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Το «ατόπημα» του εφεσείοντα, που εκδηλώθηκε με την κοινοποίηση της πιο πάνω επιστολής σημειώνεται, ήταν «σοβαρότατο», και κλόνισε την «εμπιστοσύνη και καλή συνεργασία» μεταξύ των διαδίκων.
Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην απόλυση του εφεσείοντα, που έγινε δεκαπέντε μήνες μετά την επιστολή, και στηρίχθηκαν οι εφεσίβλητοι σε κατ΄ισχυρισμό απουσία από την εργασία του εφεσείοντα ήταν ο λόγος που το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε την απόλυση παράνομη.
Δεν θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί η απόλυση «έκδηλα παράνομη ή κακόπιστη».
Περαιτέρω, και αν ακόμη ικανοποιηθεί η προηγούμενη προϋπόθεση, θα πρέπει να κριθεί πρωτοδίκως, «αν κατά τη γνώμη του (δικαστηρίου) οι περιστάσεις το δικαιολογούν.» (υπογράμμιση δική μας).
Είναι, κατά τη γνώμη μας, πολύ χαρακτηριστική η αντίθεση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφού χρησιμοποιεί το πιο κάτω κείμενο με σαφή εκδήλωση δυσαρέσκειας για τη στάση του αιτητή. Αναφέρεται συναφώς,
«ένα σοβαρότατο ατόπημα επιδεικνύοντας μια αντιεργατική συμπεριφορά τόσο εναντίον των εργοδοτών του και των αξιωματούχων της Εταιρείας όσο και εναντίον του Προϊσταμένου και των συναδέλφων του στο Τμήμα Πωλήσεων όπου εργαζόταν για σειρά ετών. Με τη συμπεριφορά του επίσης κλόνισε την εμπιστοσύνη και την καλή συνεργασία μεταξύ αυτού, του Προϊσταμένου του και του υπόλοιπου προσωπικού στο Τμήμα Πωλήσεων, όπου η φύση των καθηκόντων του απαιτούσε ιδιαίτερη καλή συνεργασία. Εν ολίγοις ο Αιτητής με την εν γένει συμπεριφορά του κλόνισε την αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της σύμβασης, σχέση εμπιστοσύνης, με επακόλουθο να θέσει τον εαυτό του σε απόλυση».
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρούμε τον πρώτο λόγο έφεσης ως αβάσιμο και απορρίπτεται.
H επιδικασθείσα αποζημίωση, θεωρήθηκε, από πλευράς εφεσείοντα, ανεπαρκής. Αρχικώς πρέπει να σημειώσουμε επί του προκειμένου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, έστρεψε ορθώς την προσοχή του στα κριτήρια που τίθενται, για σκοπούς υπολογισμού της καταβληθείσας αποζημίωσης, όπως καθορίζεται από τον Πρώτο Πίνακα του Νόμου.
Από το περιεχόμενο της παραγράφου 4 του Πίνακα, σημειώνουμε την «απόλυτον διακριτικήν ευχέρειαν» του δικαστηρίου ως προς το ύψος της αποζημίωσης. Λαμβάνονται όμως υπόψη διάφορα κριτήρια μεταξύ άλλων, υποπαράγραφος (δ) της παραγράφου 4.
«(δ) τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτούμενου».
Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδικάζοντας αποζημίωση που αντιστοιχεί σε απολαβές 48.5 εβδομάδων, υπολόγισε τη διάρκεια της υπηρεσίας του εφεσείοντα, στους εφεσίβλητους, που ήταν 18 χρόνια, με μισθό €579,81 εβδομαδιαίως, την περίοδο που έμενε άνεργος, το ποσό που λαμβάνει από τη νέα του εργασία και την οικογενειακή του κατάσταση, προχώρησε και ασχολήθηκε και με το «συντρέχον πταίσμα», όπως το αποκαλεί. Εξηγεί με επάρκεια, κατά την άποψη μας πως τα γεγονότα που χαρακτηρίστηκαν ως ανεπίτρεπτη συμπεριφορά εκ μέρους του εφεσείοντα, επηρέασαν την εργατική σχέση και συνακόλουθα την τελική κρίση του δικαστηρίου και δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στην εισήγηση για επέμβαση μας.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.