ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 142
8 Φεβρουαρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 40 ΘΕΣΜΟΣ 8 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ Ή/ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 02/12/2008 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 3991/2000 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ 40 ΘΕΣΜΟΣ 8 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 8/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση certiorari για την ακύρωση απόφασης με την οποία διατάχθηκε η ανανέωση απόφασης η οποία είχε εκδοθεί ― Απόρριψη αίτησης λόγω απουσίας στοιχείων που να κατεδείκνυαν την παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, και ύπαρξη έκδηλης πλάνης που επικαλείτο ο αιτητής.
Προνομιακά εντάλματα ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση certiorari ― Προϋπόθεση ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης ― Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος, παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης κ.ά.
Ο Αιτητής με τη μονομερή αίτησή του, επιδίωξε άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, προς ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με το οποίο διατάχθηκε η ανανέωση της απόφασης που είχε εκδοθεί.
Ζητείτο επίσης διάταγμα του Δικαστηρίου για αναστολή διαδικασίας σε ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μέχρι εκδίκασης της εν λόγω αίτησης.
Η σχετική ανανεωθείσα απόφαση αφορούσε σε εξ' αποφάσεως χρέος του πρωτοφειλέτη πατέρα του αιτητή, με εγγυητές τον ίδιο, τη μητέρα του και άλλο πρόσωπο.
Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν του επιδόθηκε ούτε η αίτηση, ούτε και το σχετικό διάταγμα με το οποίο εξασφάλισαν οι αιτητές δυνάμει της Δ.40 θ.8, άδεια για εκτέλεση της απόφασης μετά την παρέλευση 6 ετών από την ημερομηνία που εκδόθηκε.
Προέβαλε ότι η έκδοση του σχετικού διατάγματος ήταν παράνομη, επειδή:
(α) Παραβίαζε τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, καθότι ο ίδιος δεν κλήθηκε να λάβει μέρος στη δικαστική διαδικασία και ούτε του επιδόθηκε ποτέ το σχετικό διάταγμα.
(β) Δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της Δ.40 θ.8 και συγκεκριμένα, δεν αναφερόταν από τον εξ αποφάσεως πιστωτή σε ποια μέτρα εκτέλεσης προέβη, ώστε να ήταν αναγκαία η ανανέωση της απόφασης.
(γ) Δεν επισυνάφθηκε στη μονομερή αίτηση, αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού, ώστε να φαινόταν το υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους. Όλα τα πιο πάνω, κατά τον Αιτητή, συνιστούσαν όχι μόνο παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και έκδηλη πλάνη περί το νόμο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν επρόκειτο για περίπτωση όπου θα έπρεπε να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari, ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους.
2. Η επιχειρηματολογία του αιτητή επικεντρώθηκε στους πυλώνες της κατ' ισχυρισμό παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και στην ύπαρξη έκδηλης πλάνης περί το νόμο. Από τα εν λόγω στοιχεία στα οποία έκανε αναφορά, δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε οποιονδήποτε από τους δύο πυλώνες.
3. Σύμφωνα με τη συνδυασμένη ανάγνωση της Δ.40 θ.8 και Δ.48 θ.8(1), δεν υπάρχει υποχρέωση επίδοσης μιας τέτοιας αίτησης και στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται να υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να διατάξει το Δικαστήριο επίδοση.
4. Δεν ευσταθούσε η θέση ότι θα έπρεπε να τεθούν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου πρόσθετα στοιχεία που να εξειδίκευαν τα μέτρα εκτέλεσης που είχαν ληφθεί μέχρι τότε. Το γεγονός ότι το εξ αποφάσεως χρέος δεν είχε ακόμα εξοφληθεί, ήταν αρκετό για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα, δίδοντας άδεια για τη λήψη μέτρων εκτέλεσης. Δεν ευσταθούσε η θέση ότι ο διάδικος που υπέβαλε την αίτηση, έπρεπε να επισυνάψει στην αίτηση του κατάσταση λογαριασμού. Δεν διαπιστωνόταν οποιαδήποτε παραβίαση των προϋποθέσεων της Δ.40 θ.8 ή οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή άλλη παρανομία παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ή του Συντάγματος.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιαννόπουλου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1650,
Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 692.
Αίτηση.
Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με τη μονομερή αίτησή του, ζητά:- (Α) Άδεια για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, για ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 2.12.2008 (προφανώς εννοεί 16.12.2008) στην υπόθεση 3991/2000, με το οποίο διατάχθηκε η ανανέωση της απόφασης που είχε εκδοθεί στις 18.10.2000 και (Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου για αναστολή της διαδικασίας στην ποινική υπόθεση 20327/11 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μέχρι εκδίκασης της παρούσας αίτησης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που αναφέρονται στην Έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Ακανθούς με την Αγωγή 3991/00, ενήγαγε τον πρωτοφειλέτη πατέρα του, την πρώην σύζυγό του και μητέρα του Αιτητή, τον ίδιο τον Αιτητή και τον αδελφό του πατέρα του, ως εγγυητές.
Στις 18.10.2000 εκδόθηκε απόφαση εναντίον των πιο πάνω. Το 2001 λήφθηκαν μέτρα εναντίον του Αιτητή και της μητέρας του, οι οποίοι διατάχθηκαν να πληρώνουν έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, το ποσό των £20 μηνιαίως. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι περί το 2004 ο πατέρας του εγκατέλειψε τη συζυγική εστία, ενώ τόσο πριν όσο και μετά το γεγονός αυτό, υποσχέθηκε τόσο του ιδίου όσο και της μητέρας του, ότι θα διευθετούσε το εξ αποφάσεως χρέος.
Περί το τέλος Δεκεμβρίου του 2011, επιδόθηκε στον Αιτητή κατηγορητήριο, στην ποινική υπόθεση 20327/11. Με αυτό, αντιμετωπίζει 13 κατηγορίες για παράλειψη καταβολής προς τους εξ αποφάσεως πιστωτές, δόσεων κατά την ημερομηνία πληρωμής. Οι δόσεις φαίνεται να αφορούν την περίοδο 1.8.2008 μέχρι 1.11.2011. Όλα τα αδικήματα, στηρίζονται στον περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμο του 2008 (Ν. 60(Ι)/2008).
Ο Αιτητής εξεπλάγη όταν παρέλαβε το κατηγορητήριο, γιατί ήταν με την εντύπωση ότι το εξ αποφάσεως χρέος είχε εξοφληθεί, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο πατέρας του. Ο δικηγόρος του προέβη σε έρευνα και διακρίβωσε ότι το χρέος δεν είχε εξοφληθεί και ότι οι εξ αποφάσεως πιστωτές, μετά από μονομερή αίτησή τους, εξασφάλισαν στις 16.12.2008 διάταγμα με το οποίο δίδετο δυνάμει της Δ.40 θ.8, άδεια για εκτέλεση της απόφασης, μετά την παρέλευση 6 ετών από την ημερομηνία που εκδόθηκε. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν του επιδόθηκε ούτε η αίτηση, ούτε και το σχετικό διάταγμα.
Μέσω του δικηγόρου του, προβάλλει ότι η έκδοση του πιο πάνω διατάγματος ήταν παράνομη, αφού:- (1) Παραβιάζει τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, καθότι ο ίδιος δεν κλήθηκε να λάβει μέρος στη δικαστική διαδικασία για ανανέωση της απόφασης και ούτε του επιδόθηκε ποτέ το σχετικό διάταγμα ημερ. 16.12.2008, (2) δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της Δ.40 θ.8 και συγκεκριμένα, δεν αναφέρεται από τον εξ αποφάσεως πιστωτή σε ποια μέτρα εκτέλεσης προέβη, ώστε να είναι αναγκαία η ανανέωση της απόφασης, (3) δεν επισυνάφθηκε στη μονομερή αίτηση, αντίγραφο της κατάστασης λογαριασμού, ώστε να φαίνεται το υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους. Όλα τα πιο πάνω, κατά το δικηγόρο του Αιτητή, συνιστούν όχι μόνο παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και έκδηλη πλάνη περί το νόμο.
Ο δικηγόρος του Αιτητή υποστήριξε επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο. Όμως σε περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρήσει διαφορετικά, εισηγήθηκε ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, κατά παρέκκλιση του κανόνα. Προσδιόρισε τις εξαιρετικές περιστάσεις στο ότι:- (α) ο Αιτητής έλαβε γνώση του διατάγματος για ανανέωση της απόφασης, 3 χρόνια μετά την έκδοσή του, (β) στο ενδιάμεσο διάστημα θεσπίστηκε ο Ν. 60(Ι)/08 που δημιούργησε επιπτώσεις στον Αιτητή, (γ) στη μη τήρηση των προϋποθέσεων για έκδοση του διατάγματος και (δ) στη διαπιστούμενη αδράνεια των πιστωτών στη λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον του Αιτητή και στη μη επίδοση του διατάγματος ανανέωσης της απόφασης. Τέλος, ο κ. Πολυχρόνης εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει και ex debito justitiae.
Έχω μελετήσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, καθώς και τα όσα ανέφερε ο δικηγόρος του Αιτητή στην προφορική του αγόρευση, αλλά δεν έχω ικανοποιηθεί ότι πρόκειται για περίπτωση που θα πρέπει να χορηγήσω την αιτούμενη άδεια. Κατ' αρχάς, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari, ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους. Για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης Certiorari, ο αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η διαπίστωση θα πρέπει να γίνει από το πρακτικό του δικαστηρίου. Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος, παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και άλλα (βλ. Αίτηση του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου για άδεια καταχώρησης εντάλματος Certiorari (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1650 και Αναφορικά με τον Τζενάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο δικηγόρος του Αιτητή επικεντρώνει την επιχειρηματολογία του σε δύο πυλώνες:- (α) την κατ' ισχυρισμό παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, και (β) στην ύπαρξη έκδηλης πλάνης περί το νόμο.
Από το σύνολο των στοιχείων στα οποία έκαμε αναφορά, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε οποιονδήποτε από τους δύο πυλώνες.
Σύμφωνα με τη Δ.40 θ.8, όπως ίσχυε πριν αυτή τροποποιηθεί, όταν παρέλθουν έξι έτη από την ημερομηνία έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης ή όταν υπάρξει αλλαγή στα μέρη, ο διάδικος ο οποίος δικαιούται σε εκτέλεση, μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο και αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει σχετικό διάταγμα. Η Δ.48 θ.8(1)(λθ) ή (kk), προβλέπει ότι η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μονομερώς. Μάλιστα, η Δ.48 θ.8(2) δίδει το δικαίωμα στον Αιτητή να μη συνοδεύσει τη μονομερή αίτηση του με ένορκη δήλωση, εκτός αν κάτι τέτοιο ζητηθεί από το Δικαστήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε εκ πρώτη όψεως δεν διαπιστώνεται ότι υπήρξε παραβίαση των πιο πάνω δικονομικών προνοιών. Σύμφωνα με τη συνδυασμένη ανάγνωση της Δ.40 θ.8 και Δ.48 θ.8(1), δεν υπάρχει υποχρέωση επίδοσης μιας τέτοιας αίτησης και στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται να υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να διατάξει το Δικαστήριο επίδοση. Ούτε έχω πειστεί ότι υπήρχε υποχρέωση για να επιδοθεί το σχετικό διάταγμα που εξασφαλίστηκε από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, φαίνεται ότι τηρήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.40 θ.8, όπως αυτή ίσχυε προτού τροποποιηθεί, ήτοι είχαν παρέλθει 6 χρόνια από την απόφαση και ο διάδικος έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία που αποδείκνυαν ότι εδικαιούτο σε εκτέλεση. Τα στοιχεία αυτά φαίνονται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση και από τα οποία προέκυπτε ότι το εξ αποφάσεως χρέος δεν είχε ακόμη εξοφληθεί, παρά την πληρωμή κάποιων ποσών. Δεν συμφωνώ με το δικηγόρο του Αιτητή ότι θα έπρεπε να τεθούν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου πρόσθετα στοιχεία που να εξειδικεύουν τα μέτρα εκτέλεσης που είχαν ληφθεί μέχρι τότε. Το γεγονός ότι το εξ αποφάσεως χρέος δεν είχε ακόμα εξοφληθεί, κατά την άποψή μου, ήταν αρκετό για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εκδώσει το διάταγμα, δίδοντας άδεια για τη λήψη μέτρων εκτέλεσης. Δεν βλέπω γιατί ο διάδικος που υπέβαλε την αίτηση, θα έπρεπε να επισυνάψει στην αίτηση του κατάσταση λογαριασμού, όπως εισηγήθηκε ο κ. Πολυχρόνης. Το γεγονός ότι ενόρκως δηλωνόταν ότι το χρέος δεν είχε εξοφληθεί, ήταν κατά την κρίση μου αρκετό. Δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παραβίαση των προϋποθέσεων της Δ.40 θ.8 ή οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή άλλη παρανομία. Ούτε βέβαια διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ή του Συντάγματος, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος του Αιτητή.
Η αίτηση για άδεια δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.