ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 1936
3 Νοεμβρίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΡΙΣΣΗ,
Εφεσείων,
v.
1. ΘΕΟΧΑΡΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
2. ΓΙΩΡΓΙΟΥ ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 407/2008)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτημα αναβολής Ακρόασης ― Διάταξη 33, θ.6 ― Ακύρωση πρωτόδικης απόφασης απόρριψης αιτήματος αναβολής και αγωγής ― Επαναφορά αγωγής ― Νομολογιακή επισκόπηση και υπόμνηση Εφετείου περί της δυνατότητας και συνάμα υποχρέωσης του να αναθεωρεί τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην χορήγηση ή άρνηση της αναβολής, εάν ικανοποιηθεί ότι η ευχέρεια ασκήθηκε κατά τρόπο που απέληξε σε αδικία για ένα από τους διαδίκους.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτημα αναβολής Ακρόασης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Εάν η άρνηση της αναβολής θα προκαλέσει σοβαρή αδικία στο διάδικο που την επιδιώκει, τότε το Δικαστήριο θα πρέπει να αρνηθεί την αναβολή, μόνο εάν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποδοθεί δικαιοσύνη στον αντίδικο ― Το κάθε αίτημα αναβολής εξετάζεται με τα δεδομένα που υπάρχουν την ημέρα του αιτήματος, και δεν μπορούν να προσμετρήσουν εναντίον του αιτήματος, εάν κατά τα άλλα αυτό είναι αιτιολογημένο, οι προηγουμένως δοθείσες αναβολές που έχουν κριθεί αιτιολογημένες.
Δικαιώματα διαδίκου ― Πότε δεν δικαιολογείται το δραστικό μέτρο απόρριψης της αγωγής συνεπεία άρνησης του Δικαστηρίου να εγκρίνει αίτημα αναβολής της ακρόασης.
Δικαιώματα διαδίκου ― Εύλογος χρόνος εκδίκασης ― Ο χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες και τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης ― Ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν συναρτάται μόνο προς το συμφέρον του διαδίκου ή του δικηγόρου αυτού, εφόσον οι Δικαστές ασκούν ένα δημόσιο καθήκον έναντι ολόκληρης της κοινωνίας ― Παρελκυστική τακτική από δικηγόρους και διαδίκους δεν θα πρέπει να παρασύρει το Δικαστήριο στο να μην ασκεί αποτελεσματικά και αποφασιστικά το καθήκον του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε κατά την ημερομηνία που αγωγή ήταν ορισμένη για Ακρόαση, αίτημα αναβολής του συνηγόρου του Ενάγοντα. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε προς υποστήριξη του αιτήματος του, ο Ενάγων βρισκόταν στο Λονδίνο για σκοπούς θεραπείας μετά από εγχείριση διάνοιξης αρτηρίας που είχε λάβει χώραν ένα περίπου χρόνο προγενέστερα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος αναβολής, αποφαινόμενο ότι δεν ήταν δυνατό κάθε φορά που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση να γινόταν επίκληση της υγείας του εφεσείοντος με σκοπό την εξασφάλιση αναβολής.
Έκρινε μεταξύ άλλων ότι η υπόθεση ήταν παλαιά, ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ζητείτο αναβολή για λόγους υγείας αφού υπεβλήθη παρόμοιο αίτημα σε προηγούμενη ημερομηνία, ενώ υπέδειξε ότι δεν έγινε καμία αναφορά ως προς το είδος της θεραπείας που ακολουθείτο και πώς αυτή εμπόδιζε τον εφεσείοντα να μεταβεί στην Κύπρο, εφόσον δεν βρισκόταν στα πρώτα μετεγχειρητικά στάδια. Απεφάνθη περαιτέρω μεταξύ άλλων ότι η υποστήριξη του αιτήματος αναβολής με την επιστολή η οποία απεστάλη από τον θεράποντα ιατρό προς τον εφεσείοντα ανακοινώνοντας του την ημερομηνίας της επόμενης εξέτασης, δεν επαρκούσε ως αιτιολογικό της αναβολής, διότι ο εφεσείων ενόψει του ιστορικού της υπόθεσης όφειλε να εξασφαλίσει βεβαίωση από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του.
Μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής ο συνήγορος του Ενάγοντα δήλωσε ότι δεν είχε άλλο μάρτυρα. Ακολούθως ο δικηγόρος των Εναγομένων ζήτησε την απόρριψη της αγωγής με έξοδα και το Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση σχετικής απορριπτικής απόφασης και επί της αγωγής.
Ασκήθηκε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης με την οποία υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων από τον εφεσείοντα ότι:
α) η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα διότι, παρά την προσκόμιση επιστολής του θεράποντος ιατρού και παρά το ότι ήταν σε γνώση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων υπέστη χειρουργική επέμβαση διάνοιξης αρτηρίας προ ενός έτους, το Δικαστήριο χωρίς να αναζητήσει περαιτέρω αποδείξεις προέβη στο δραστικό μέτρο της απόρριψης της αίτησης και ακολούθως της αγωγής·
β) το Δικαστήριο επελήφθη της υπόθεσης μόλις στις 13.35, εκδίδοντας την ex-tempore απόφαση του στις 14.05, χωρίς να υπήρχε ουσιαστικά ωφέλιμος χρόνος για ακρόαση της υπόθεσης·
γ) η ακρόαση της αγωγής καθυστέρησε υπέρμετρα για λόγους που δεν αφορούσαν τον ίδιο και εμφαίνονταν στο φάκελο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το ιστορικό της υπόθεσης, κατεδείκνυε δύο τουλάχιστον κατακριτέους χειρισμούς από το πρωτόδικο Δικαστήριο που θα έπρεπε να προσμετρήσουν στην κρίση του αποφασίζοντας το αίτημα αναβολής. Κατά πρώτον, χρειάστηκαν 15 μήνες για έκδοση ενδιάμεσης απόφασης επί αιτήσεως που καταχωρήθηκε από τους εφεσίβλητους που αφορούσε στην επίδοση ειδοποίησης διεύθυνσης, ένα απαράδεκτα υπερβολικό χρονικό διάστημα. Ο δεύτερος λανθασμένος χειρισμός πρωτοδίκως, αφορούσε στην κατ' επανάληψη αναβολή της υπόθεσης λόγω ελλείψεως χρόνου του Δικαστηρίου σε έξι διαφορετικές ημερομηνίες. Αυτό παρουσίαζε εικόνα κακού προγραμματισμού στο ημερολόγιο του Δικαστηρίου εφόσον οι αναβολές δόθηκαν λόγω έλλειψης χρόνου, χωρίς το Δικαστήριο να είχε τη σπουδή ύστερα από μια ή δύο δικαιολογημένες ίσως αναβολές, λόγω άλλων υποθέσεων, να προγραμματίσει και να αρχίσει την εκδίκαση της υπόθεσης.
2. Δεν δικαιολογείτο η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή με δεδομένο ότι το Δικαστήριο είχε ενώπιον του την επιστολή του θεράποντος ιατρού προς τον εφεσείοντα, για τον καθορισμό της παρακολούθησης του τελευταίου. Σ' αυτό το τελευταίο στοιχείο, δεν δόθηκε οποιαδήποτε σημασία.
3. Ήταν επίσης λανθασμένη η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως πρόσθετο αιτιολογικό προς απόρριψη του αιτήματος, ότι παρόμοιο αίτημα που αφορούσε στην κατάσταση υγείας του εφεσείοντος είχε υποβληθεί προηγουμένως.
4. Στα πιο πάνω πλαίσια, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, έχοντας επίγνωση όχι απλώς του παλαιού της υπόθεσης, γεγονός που ορθά επισήμανε, αλλά και του ιστορικού της, που έδειχνε ότι ο εφεσείων ήταν ίσως ο έσχατος που είχε ευθύνη για την επιμήκυνση της όλης υπόθεσης, το αίτημα του δε, παρουσιαζόταν γνήσιο και όχι παρελκυστικό της όλης διαδικασίας.
5. Η άρνηση της χορήγησης της αναβολής για ιατρικούς λόγους στον εφεσείοντα, είχε ως αποτέλεσμα αυτός να απωλέσει το δικαίωμα του να ακουστεί σε πλήρη ακροαματική διαδικασία και την πρόκληση αδικίας. Όπως είχε διαφανεί, ο εφεσείων ήταν στην ουσία έτοιμος να καταθέσει τη μαρτυρία του, ιατρικοί όμως λόγοι τον εμπόδισαν την τελευταία στιγμή από το να είναι παρών στο Δικαστήριο.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Kier (Cyprus) Ltd v. Trenco Constructions Ltd (1981) 1 C.L.R. 30,
Kranidiotis ν. The Ship M/V Amor (1980) 1 C.L.R. 297,
Fatsita v. Fatsita a.o. (1988) 1 C.L.R. 210,
Ροζάριο v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1032,
Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ κ.ά. v. Στυλιανού κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 349,
Στυλιανού, ανήλικος διά του πατρός και πλησιεστέρου φίλου του Σωτήρη Στυλιανού v. Χαραλάμπους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1969,
Walker v. Walker [1967] 1 All E.R. 411,
Maxwell v. Keun [1928] 1 Κ.Β. 645.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Mιχαηλίδης, E.Δ.), (Αγωγή Aρ. 1602/04), ημερομ. 28.11.2008.
Κ. Κυριακόπουλος, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Κορακίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε στις 28.11.2008, αίτημα αναβολής εκ μέρους του εφεσείοντος-ενάγοντος ο οποίος, με βάση τη δήλωση του συνηγόρου του, βρισκόταν στο Λονδίνο για σκοπούς θεραπείας μετά από εγχείριση διάνοιξης αρτηρίας που είχε λάβει χώραν ένα περίπου χρόνο προγενέστερα.
Ο εφεσείων, σύμφωνα πάντοτε με τη δήλωση του συνηγόρου του, βρισκόταν στο Λονδίνο από τον Σεπτέμβριο του 2008, παρακολουθούμενος από ιατρό, ενώ είχε καθοριστεί συνάντηση περαιτέρω παρακολούθησης με τον ιατρό στις 27.11.2008, την προτεραία δηλαδή της ημερομηνίας ακρόασης στις 28.11.2008. Αυτό, στη βάση επιστολής ημερ. 24.11.2008, που είχε αποσταλεί από τον θεράποντα ιατρό προς τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος πληροφόρησε τον συνήγορο την προτεραία και πάλιν της ακρόασης ότι η θεραπεία θα συνεχιζόταν και η άφιξη του στην Κύπρο υπολογιζόταν στις αρχές Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου.
Ο συνήγορος περαιτέρω δήλωσε, αιτούμενος την αναβολή της ακρόασης, ότι ο εφεσείων είχε έτοιμη τη γραπτή μαρτυρία του, η οποία θα χρησιμοποιείτο στην υπόθεση στην οποία μαρτυρία επισυναπτόταν και η εκτίμηση αρχιτέκτονα και γεωπόνου για τις ζημιές που επιδιώκονταν με την αγωγή, ανάλογα δε με την πορεία της αντεξέτασης δυνατόν να είχε και άλλο μάρτυρα. Ο συνήγορος ανέφερε επίσης ότι ήταν πρόθυμος να παραδώσει εκ των προτέρων τη γραπτή αυτή μαρτυρία στο συνάδελφο του ώστε να μην σπαταληθεί χρόνος του Δικαστηρίου για την κυρίως εξέταση.
Η πλευρά των εφεσιβλήτων-εναγομένων διά του συνηγόρου τους ενέστη στο αίτημα αναβολής, θεωρώντας ότι υπήρχε πρόβλημα στο να δοθεί μαρτυρία εμπειρογνώμονος με εξ ακοής τρόπο διότι αυτό που επιχειρείτο από τον εφεσείοντα ήτο να κατατεθεί η εμπειρογνώμονη μαρτυρία μέσω της γραπτής δήλωσης του εφεσείοντος, ώστε να εναπόκειτο στην πλευρά των εφεσιβλήτων να κλήτευαν τον ή τους εμπειρογνώμονες για σκοπούς αντεξέτασης. Ο συνήγορος εισηγήθηκε περαιτέρω ότι θα μπορούσε να καλείτο ο εκτιμητής να δώσει μαρτυρία την ημέρα της ακρόασης ώστε να μην χρειαζόταν να κλητευόταν αργότερα από τους εφεσίβλητους για αντεξέταση. Σε παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπόθεση ενός διαδίκου παρουσιάζεται κατά τον τρόπο που ο ίδιος ή ο συνήγορος του κρίνει ορθό υπό τις περιστάσεις, ο κ. Κορακίδης πρόβαλε τη θέση ότι θα μπορούσε να κλητευόταν ο μάρτυρας ώστε να αποφεύγετο και το αίτημα αναβολής. Σε αυτό το τελευταίο, ο κ. Κυριακόπουλος απάντησε ότι η δήλωση του μάρτυρα είχε ήδη ετοιμαστεί, στη βάση αναγκαίας μετάφρασης από τις 9.10.2007 και επομένως η μαρτυρία είχε ήδη τροχιοδρομηθεί με τον τρόπο αυτό, πλην όμως όταν αντιλήφθηκε στις 24.11.2008 ότι ο εφεσείων δεν πρόκειτο να ήταν παρών στο Δικαστήριο, δεν είχε το χρόνο να κλητεύσει άλλο μάρτυρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από σχετικό διάλειμμα εξέδωσε απορριπτική επί του αιτήματος αναβολής απόφαση, κρίνοντας ότι δεν ήταν δυνατό κάθε φορά που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση να γινόταν επίκληση της υγείας του εφεσείοντος με σκοπό την εξασφάλιση αναβολής. Ως ανέφερε, η υπόθεση ήταν παλαιά, εφόσον καταχωρήθη από τον Ιούνιο του 2004, ενώ δεν ήταν η πρώτη φορά που ζητείτο αναβολή για λόγους υγείας επικαλούμενο παρόμοιο αίτημα που υπεβλήθη στις 18.9.2008, όταν το Δικαστήριο αν και είχε χρόνο να επιληφθεί της υπόθεσης, ως σημειώθηκε, ενέκρινε το αίτημα και ανέβαλε την ακρόαση. Αναφορικά με την αδυναμία του εφεσείοντος να επιστρέψει στην Κύπρο βρισκόμενος στο Λονδίνο για σκοπούς θεραπείας, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν έγινε καμία αναφορά ως προς το είδος της θεραπείας που ακολουθείτο και πώς αυτή εμπόδιζε τον εφεσείοντα να μεταβεί στην Κύπρο. Ιδιαίτερα εφόσον ο εφεσείων δεν βρισκόταν στα πρώτα μετεγχειρητικά στάδια. Ούτε παρουσιάστηκε επιστολή ή βεβαίωση από τον θεράποντα ιατρό, που να επιβεβαιώνει ότι ο εφεσείων ήταν αδύνατο να ταξιδέψει στην Κύπρο για λόγους υγείας. Η υποστήριξη του αιτήματος αναβολής με την επιστολή ημερ. 21.11.2008, η οποία απεστάλη από τον θεράποντα ιατρό προς τον εφεσείοντα ανακοινώνοντας του ότι η επόμενη εξέταση καθορίστηκε στις 27.11.2008, δεν επαρκούσε ως αιτιολογικό της αναβολής, διότι ο εφεσείων ενόψει του ιστορικού της υπόθεσης όφειλε να εξασφαλίσει βεβαίωση από τον θεράποντα ιατρό για την κατάσταση της υγείας του. Ο εφεσείων όφειλε περαιτέρω να διευθετούσε την κάθοδο του στην Κύπρο για σκοπούς ακρόασης της υπόθεσης, η αναβολή της οποίας δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, θα έπληττε δε και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των εφεσιβλήτων για εκδίκαση της υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου, εφόσον με βάση τη δήλωση του κ. Κυριακόπουλου, πιθανόν ούτε τον Φεβρουάριο του 2009 να ήταν δυνατόν για τον εφεσείοντα να ταξιδέψει στην Κύπρο.
Μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής ο κ. Κυριακόπουλος δήλωσε ότι δεν είχε άλλο μάρτυρα εφόσον είχε ετοιμάσει γραπτή δήλωση του εφεσείοντος που περιείχε όλη τη μαρτυρία του, ενώ ο κ. Κορακίδης ζήτησε την απόρριψη της αγωγής με έξοδα. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή καταδικάζοντας τον εφεσείοντα στα έξοδα όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίνονταν από το Δικαστήριο.
Στη βάση του πιο πάνω ιστορικού, ο εφεσείων εισηγείται ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα διότι παρά την προσκόμιση επιστολής του θεράποντος καρδιολόγου ιατρού και παρά το ότι ήταν σε γνώση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων υπέστη χειρουργική επέμβαση διάνοιξης αρτηρίας προ ενός έτους, το Δικαστήριο χωρίς να αναζητήσει περαιτέρω αποδείξεις προέβηκε στο δραστικό μέτρο της απόρριψης της αίτησης και ακολούθως της αγωγής. Παραπονείται δε ο εφεσείων ότι το Δικαστήριο επελήφθη της υπόθεσης μόλις στις 13.35 ώρα της 28.11.2008, εκδίδοντας την ex-tempore απόφαση του στις 14.05 ώρα, χωρίς να υπήρχε ουσιαστικά ωφέλιμος χρόνος για ακρόαση της υπόθεσης. Ως προς το καθυστερημένο της όλης υπόθεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ακρόαση της αγωγής καθυστέρησε υπέρμετρα για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο, αλλά σε λάθος του Πρωτοκολλητείου αναφορικά με την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης των εφεσιβλήτων χωρίς διεύθυνση επίδοσης, σε λανθασμένο χειρισμό από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη λήψη ενδιάμεσης απόφασης επί του θέματος της άκυρης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, καθώς και στο βεβαρυμένο πρόγραμμα του Δικαστηρίου, το οποίο ανέβαλε πολλές φορές την ακρόαση λόγω έλλειψης χρόνου.
Αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι θεωρούν ότι το Δικαστήριο άσκησε ορθά και για τους λόγους που ανέφερε τη διακριτική του ευχέρεια, ο δε εφεσείων λανθασμένα δεν έδωσε ή δεν ήταν έτοιμος να δώσει κατά την ημέρα της ακρόασης πλήρη στοιχεία για την αδυναμία του να είναι έτοιμος με την προώθηση της υπόθεσης του. Δεν καταδεικνυόταν η αναγκαιότητα της ιατρικής συνάντησης στις 27.11.2008, ενώ δεν είναι ορθό για τον εφεσείοντα να επικαλείται την προηγούμενη έλλειψη χρόνου του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της υπόθεσης.
Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η απόφαση για αναβολή ακρόασης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου, η οποία ασκείται βέβαια δικαστικά και ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο σε περίπτωση αμφισβήτησης της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο τρόπος ενάσκησης αυτής της διακριτικής ευχέρειας σε αίτηση αναβολής έχει εξεταστεί σε σωρεία υποθέσεων, μεταξύ των οποίων και στην Kier (Cyprus) Ltd v. Trenco Constructions Ltd (1981) 1 C.L.R. 30, στην οποία αναφέρθηκαν με επιδοκιμασία τα όσα λέχθηκαν στην Kranidiotis v. The Ship M/V Amor (1980) 1 C.L.R. 297, ήτοι, ότι η αναβολή της ακρόασης μιας υπόθεσης είναι ιδιαίτερα ανεπιθύμητη και ότι οι αναβολές θα πρέπει να αποφεύγονται όσο το δυνατόν και μόνο σε ασυνήθιστες περιπτώσεις πρέπει να εγκρίνονται. Ο λόγος είναι ότι το Δικαστήριο πρέπει να διασφαλίζει την τελεσιδικία της διαφοράς των διαδίκων, μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος ενός διαδίκου να έχει δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Στην υπόθεση Fatsita v. Fatsita a.o. (1988) 1 C.L.R. 210, επαναβεβαιώθηκε με αναφορά στη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ., ότι ο χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες και τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Τονίστηκε ότι ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν συναρτάται μόνο προς το συμφέρον του διαδίκου ή του δικηγόρου αυτού, εφόσον οι Δικαστές ασκούν ένα δημόσιο καθήκον έναντι ολόκληρης της κοινωνίας. Παρελκυστική τακτική από δικηγόρους και διαδίκους δεν θα πρέπει να παρασύρει το Δικαστήριο στο να μην ασκεί αποτελεσματικά και αποφασιστικά το καθήκον του (Ροζάριο v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1032).
Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης, όπως απορρέει από τον χρονολογικό πίνακα που με επιμέλεια επισύναψε ο κ. Κυριακόπουλος στο περίγραμμα αγόρευσης του, δείχνει δύο τουλάχιστον κατακριτέους χειρισμούς από το πρωτόδικο Δικαστήριο που θα έπρεπε να προσμετρήσουν στην κρίση του αποφασίζοντας το αίτημα αναβολής. Κατά πρώτον, χρειάστηκαν 15 μήνες για έκδοση ενδιάμεσης απόφασης επί αιτήσεως που κατεχωρήθη από τους εφεσίβλητους που αφορούσε την επίδοση ειδοποίησης διεύθυνσης, ένα απαράδεκτα υπερβολικό χρονικό διάστημα. Η αίτηση είχε καταχωρηθεί στις 18.3.2005 και μετά από την καταχώρηση σχετικής ένστασης, επιφυλάχθηκε η απόφαση στις 16.5.2005, για να εκδοθεί στις 30.6.2006. Ο δεύτερος λανθασμένος χειρισμός πρωτοδίκως αφορά την κατ' επανάληψη αναβολή της υπόθεσης λόγω ελλείψεως χρόνου του Δικαστηρίου σε έξι διαφορετικές ημερομηνίες που καθυστέρησε έτι περαιτέρω την όλη υπόθεση από τις 8.12.2006 μέχρι τις 18.9.2008. Αυτό παρουσιάζει εικόνα κακού προγραμματισμού στο ημερολόγιο του Δικαστηρίου εφόσον οι αναβολές δόθηκαν λόγω έλλειψης χρόνου, χωρίς το Δικαστήριο να είχε την σπουδή μετά από μια ή δύο δικαιολογημένες ίσως αναβολές, λόγω άλλων υποθέσεων, να προγραμματίσει και να αρχίσει την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνεται ότι δεν δικαιολογείτο η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή με δεδομένο ότι το Δικαστήριο είχε ενώπιον του την επιστολή του θεράποντος ιατρού προς τον εφεσείοντα, για τον καθορισμό της παρακολούθησης του τελευταίου στις 27.11.2008, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων βρισκόταν ήδη στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Λονδίνο από το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Σ' αυτό το τελευταίο στοιχείο, που προτάθηκε στο Δικαστήριο από το συνήγορο του εφεσείοντος, στα πλαίσια του δεδομένου ότι ο εφεσείων είχε υποστεί εγχείριση διάνοιξης αρτηρίας δεν δόθηκε οποιαδήποτε σημασία. Ήταν επίσης λανθασμένη η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως πρόσθετο αιτιολογικό προς απόρριψη του αιτήματος, ότι παρόμοιο αίτημα που αφορούσε την κατάσταση υγείας του εφεσείοντος είχε υποβληθεί και στις 18.9.2008. Το κάθε αίτημα αναβολής εξετάζεται με τα δεδομένα που υπάρχουν την ημέρα του αιτήματος, και δεν μπορούν να προσμετρήσουν εναντίον του αιτήματος, εάν κατά τα άλλα αυτό είναι αιτιολογημένο, οι προηγουμένως δοθείσες αναβολές που επίσης είχαν τότε κριθεί αιτιολογημένες. Στα πιο πάνω πλαίσια, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, έχοντας επίγνωση όχι απλώς του παλαιού της υπόθεσης, γεγονός που ορθά επισήμανε, αλλά και του ιστορικού της, που έδειχνε ότι ο εφεσείων ήταν ίσως ο έσχατος που είχε ευθύνη για την επιμήκυνση της όλης υπόθεσης, το αίτημα του δε παρουσιαζόταν γνήσιο και όχι παρελκυστικό της όλης διαδικασίας. Όπως σημειώθηκε και στις υποθέσεις Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ κ.ά. v. Στυλιανού κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 349, «..... η πάροδος χρόνου, αφ' εαυτής, δεν σημαίνει αναπόφευκτα και υπαιτιότητα.» Τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης πολύ διαφέρουν από τα γεγονότα της υπόθεσης Στυλιανού, ανήλικος διά του πατρός και πλησιεστέρου φίλου του Σωτήρη Στυλιανού v. Χαραλάμπους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1969, που επικαλέστηκε ο συνήγορος των εφεσιβλήτων στο δικό του περίγραμμα.
Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Walker v. Walker [1967] 1 All E.R. 411 με αναφορά στην υπόθεση Maxwell v. Keun [1928] 1 Κ.Β. 645, εάν η άρνηση της αναβολής θα προκαλέσει σοβαρή αδικία στο διάδικο που την επιδιώκει, τότε το Δικαστήριο θα πρέπει να αρνηθεί την αναβολή, μόνο εάν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποδοθεί δικαιοσύνη στον αντίδικο. Και περαιτέρω, ότι αν και η χορήγηση ή η άρνηση της αναβολής αποτελεί θέμα ευχέρειας, ένα Εφετείο έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να αναθεωρήσει τον τρόπο άσκησης αυτής της ευχέρειας εάν ικανοποιηθεί ότι η ευχέρεια ασκήθηκε κατά τρόπο που απέληξε σε αδικία για ένα από τους διαδίκους.
Τέτοια αδικία έχει διαφανεί ότι ήταν το αποτέλεσμα της άρνησης της χορήγησης της αναβολής για ιατρικούς λόγους στον εφεσείοντα, με αποτέλεσμα αυτός να απωλέσει του δικαιώματος του να ακουστεί σε πλήρη ακροαματική διαδικασία. Όπως έχει διαφανεί, ο εφεσείων ήταν στην ουσία έτοιμος να καταθέσει τη μαρτυρία του, ιατρικοί όμως λόγοι τον εμπόδισαν την τελευταία στιγμή από του να είναι παρών στο Δικαστήριο.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης και της διαταγής εξόδων, παραμερίζεται. Νοείται ότι η κατάσταση ως προς τα προηγηθέντα έξοδα παραμένει ως να μην είχε εκδοθεί η παραμεριζομένη διαταγή εξόδων.
Η αγωγή επαναφέρεται στον κατάλογο των εκκρεμουσών υποθέσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, αναμένεται δε η εκδίκαση της το συντομότερο δυνατόν από άλλο Δικαστή.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος.