ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 532
18 Μαρτίου, 2011
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΑΔΕΛΦΟΙ ΛΑΝΙΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ.,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2008)
Δικαστική απόφαση ― Τροποποίηση δικαστικής απόφασης ― Διάσταση μεταξύ εκ συμφώνου απόφασης και συνταχθείσας απόφασης ως προς τον τόκο ― Αίτηση για τροποποίηση της συνταχθείσας δικαστικής απόφασης δυνάμει των προνοιών της Δ.25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να διαγραφεί από αυτή η αναφορά για τόκο προς 8% ετησίως, από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) ― Κατά πόσο ορθά στη συνταγμένη απόφαση έτυχαν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 33 (2) του Νόμου 14/60 ― Κατά πόσο η αίτηση τροποποίησης αφορούσε στη διόρθωση γραμματικού λάθους ώστε αυτή να ενέπιπτε εντός της εμβέλειας της Δ.25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και των επί του προκειμένου συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Τόκος ― Νόμιμος τόκος ― Επιβάλλεται αυτόματα δυνάμει του Άρθρου 33(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), όπως τροποποιήθηκε.
Αποφάσεις και διατάγματα ― Δικαστική απόφαση ― Απόφαση εκ συμφώνου ― Έχει την ίδια νομική εμβέλεια και βαρύτητα ως εάν να ήταν αποτέλεσμα δικαστικής κρίσης.
Ο εφεσείων και οι εφεσίβλητοι κατέληξαν σε εκ συμφώνου απόφαση για επιδίκαση ποσού €153.774,00 προς όφελος του εφεσείοντος στα πλαίσια αγωγής που ήγειρε ο πρώτος εναντίον των δεύτερων, επικαλούμενος παράνομο τερματισμό της εργοδότησής του. Το Πρωτοκολλητείο, στη συνταχθείσα απόφασή του, περιέλαβε όρο ότι το ποσό των €153.774,00 θα έφερε τόκο προς 8% ετησίως από 12.2.2007, δηλαδή από την ημέρα καταχώρισης της αγωγής.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο με βάση τις πρόνοιες της Δ.25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όπως και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, για διόρθωση της συνταχθείσας απόφασης, ζητώντας τη διαγραφή της αναφοράς για τόκο 8% ετησίως από 12.2.2007 μέχρι εξοφλήσεως επί του προαναφερθέντος ποσού της απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα των εφεσιβλήτων, υιοθετώντας τις αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση Μελά v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2004) 1(B) Α.Α.Δ. 1384.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μέσα από το λεκτικό της απόφασης, όπως και μέσα από το περιεχόμενο των δηλώσεων των δύο συνηγόρων, «αναδύεται ξεκάθαρα ότι ήταν αυτονόητο ότι το ποσό που δηλώθηκε δεν θα έφερε τόκο στη βάση οποιασδήποτε προγενέστερης ημερομηνίας» δεν βρίσκει σύμφωνο το Εφετείο. Το ζήτημα δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε, το λιγότερο που θα αναμενόταν θα ήταν, οι μεν διάδικοι να καταστήσουν γνωστή τη συγκεκριμένη πρόθεσή τους στο Δικαστήριο, το δε Δικαστήριο με το λεκτικό της εκ συμφώνου απόφασης, να αποδώσει πιστά τη συγκεκριμένη πρόθεση των διαδίκων, πράγμα όμως που δεν έγινε. Αντίθετα, εξέταση τόσο του κειμένου της δήλωσης, όσο και αυτού της εκ συμφώνου απόφασης, δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη οποιασδήποτε εξ αντικειμένου πρόθεσης του Δικαστηρίου.
2. Το επίδικο λάθος δεν εμπίπτει είτε εντός της εμβέλειας της Δ.25, θ.6, είτε εντός της εμβέλειας των επί του προκειμένου συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου. Εδώ υπάρχει μια εκ συμφώνου απόφαση η οποία δεν περιλαμβάνει πρόνοια για τόκο. Ορθά στη συνταγμένη απόφαση έτυχαν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60. Το άρθρο αυτό προνοεί ότι κάθε απόφαση θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ή εν σχέσει με εκκρεμούσες αγωγές, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, μέχρι τελικής αποπληρωμής του χρέους.
3. Η επίδικη αίτηση στην ουσία είχε ως στόχο την τροποποίηση της εκ συμφώνου εκδοθείσας απόφασης, έτσι ώστε να διαβάζεται ως περιέχουσα πρόβλεψη για μη καταβολή τόκου από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, ως οι πρόνοιες του εδαφίου (2) του Άρθρου 33 του Νόμου 14/60 προβλέπουν, αλλά από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, πράγμα ανέφικτο.
4. Η υπόθεση Μελά (ανωτέρω) διαφοροποιείται ουσιωδώς από την παρούσα περίπτωση. Σε εκείνη την υπόθεση, το θέμα των τόκων ουδέποτε κρίθηκε είτε πρωτόδικα είτε κατ' έφεση και συνεπώς δεν ήταν επίδικο και, όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε, δεν μπορούσε να κριθεί στα πλαίσια της αίτησης που καταχωρήθηκε για τροποποίηση της συντεταγμένης απόφασης.
Η έφεση επιτράπηκε. Τα έξοδα της έφεσης, όπως και αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάσθηκαν υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μελά v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2004) 1(B) Α.Α.Δ. 1384,
Εταιρεία «Ο Φιλελεύθερος Λτδ» κ.ά. v. Σοφοκλέους (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 549,
Σιβιτανίδης v. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179,
Γεωργίου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1043,
Contramar Companhia De Transportes Maritimos S.A. κ.ά. v. Dicgreen Limited (1994) 1 Α.Α.Δ. 281.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Xριστοδούλου, Π.E.Δ.), (Aγωγή Aρ. 1008/2007), ημερ. 4/7/2008.
Στ. Παναγίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ηλιάδης, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ως αποτέλεσμα διευθέτησης που επιτεύχθηκε στα πλαίσια της Αγωγής Aρ. 1008/07, την οποία ο εφεσείων ήγειρε εναντίον των εφεσιβλήτων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του εφεσείοντα, για €153.774,00. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό πρακτικό του δικαστηρίου:
"Ηλιάδης: Στο παρόν στάδιο η εναγόμενη δέχεται να εκδοθεί εναντίον της απόφαση για €153.774,00 προς πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του ενάγοντα και αυτό χωρίς να αποδέχεται οποιαδήποτε ευθύνη αλλά χαριστικά. Συμφωνήσαμε, επίσης, όπως κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδά της.
κ. Παναγίδης: Συμφωνώ.
Δικαστήριο: Εκ συμφώνου εκδίδεται προς όφελος του ενάγοντα και εναντίον της εναγόμενης απόφαση για €153.774,00 προς πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του ενάγοντα.
Κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της."
Με την πιο πάνω αγωγή του ο εφεσείων αξίωνε ειδικές, γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις εναντίον των εφεσιβλήτων, επικαλούμενος παράνομο τερματισμό εργοδότησης. Οι ειδικές αποζημιώσεις καθορίζοντο από τον εφεσείοντα σε Λ.Κ.788.250,00.
Δημιουργήθηκε πρόβλημα όταν στη συνταχθείσα από το Πρωτοκολλητείο απόφαση, περιλήφθηκε όρος ότι το ποσό των €153.774,00 θα έφερε τόκο προς 8% ετησίως από 12/2/2007, δηλαδή από την ημέρα καταχώρισης της αγωγής.
Με στόχο τη θεραπεία του προβλήματος, υποβλήθηκε από τους εφεσίβλητους στο Επαρχιακό Δικαστήριο, αίτηση με βάση τις πρόνοιες της Δ.25, θ.6, όπως και τις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, για διόρθωση της συνταχθείσας απόφασης. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό αίτημα, όπως αυτό καταγράφεται στην παράγραφο Α της αίτησης:
"Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διορθώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 18/3/08 με την διαγραφή της αναφοράς για τόκο 8% ετησίως από 12/2/07 μέχρι εξοφλήσεως επί του ποσού των €153.774,00."
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς. Το Επαρχιακό Δικαστήριο με απόφασή του, την εκκαλούμενη απόφαση, που εκδόθηκε στις 4/7/2008, έκαμε δεκτό το αίτημα των εφεσιβλήτων. Παραθέτουμε αυτούσιο το σκεπτικό, κεντρικό άξονα του οποίου συνιστά η απόφαση στην υπόθεση Μελά v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2004) 1(B) Α.Α.Δ. 1384, με το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη κατάληξή του:
"Είναι πολύ καλά γνωστό (βλ. και Ο Φιλελεύθερος Λτδ κ.ά. (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1729) ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι η συνταγμένη απόφαση (drawn up judgment) αλλά η απόφαση όπως καταγράφηκε από το ίδιο. Επομένως το αν στη συνταγμένη απόφαση εντοπίζεται οτιδήποτε που δεν συνάδει με την απόφαση του Δικαστηρίου το λάθος θα πρέπει να διορθωθεί (βλ. Μελά v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1384).
Έχω την άποψη ότι έκδηλα η συνταγμένη απόφαση, σ' ότι αφορά το θέμα του τόκου, δεν συνάδει ούτε με τις δηλώσεις των δικηγόρων ούτε με την απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε ως αποτέλεσμα των δηλώσεων αυτών. Με τις αναφερθείσες δηλώσεις, αλλά και με την ίδια την απόφαση, είναι ξεκάθαρο ότι η αιτήτρια δέχθηκε να εκδοθεί απόφαση εναντίον της για το ποσό των €153.774,00 - κι αυτό χαριστικά - για πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του καθ' ου η αίτηση συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για τόκους. Είναι αλήθεια ότι τόσο οι δηλώσεις των συνηγόρων όσο και η απόφαση του Δικαστηρίου, που δόθηκε με βάση αυτές, δεν προνοεί οτιδήποτε για το θέμα των τόκων. Αναδύεται όμως ξεκάθαρα ότι ήταν αυτονόητο ότι το ποσό που δηλώθηκε δεν θα έφερε τόκο στη βάση οποιασδήποτε προγενέστερης ημερομηνίας. Έπεται ότι το Αρθρο 33(2) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 δεν εφαρμόζεται, γιατί, έστω κι αν δεν έγινε ρητή πρόβλεψη ότι το εν λόγω ποσό δεν θα έφερε τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής αυτό ήταν αυτονόητο.
Ενόψει των πιο πάνω, το λάθος που περιέχει η συνταγμένη απόφαση πρέπει να διορθωθεί έτσι ώστε το ποσό των €153.774,00 να φέρει τόκο 8% από τις 18/3/2008 που εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση, όπως έγινε και στην υπόθεση Μελά (πιο πάνω)."
Την ορθότητα της απόφασης που εκδόθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω αίτησης, ο εφεσείων αμφισβητεί με τέσσερις λόγους έφεσης, ο τελευταίος των οποίων (τέταρτος λόγος έφεσης) δεν έχει προωθηθεί και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει. Σημειώνουμε ότι παρά την εκφρασθείσα αρχικά πρόθεση από πλευράς εφεσιβλήτων να αμφισβητήσουν τους λόγους έφεσης, στην πορεία οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να μην καταχωρίσουν περίγραμμα, αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο στον εφεσείοντα να προωθήσει τους λόγους έφεσης του.
Κατ' αρχή θα πρέπει να λεχθεί ότι απόφαση εκ συμφώνου ενέχει τις ίδιες συνέπειες και υποδηλώνει τα ίδια πράγματα, ως εάν να ήταν αποτέλεσμα δικαστικής κρίσης (Εταιρεία «Ο Φιλελεύθερος Λτδ» και Άλλοι v. Σοφοκλέους (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 549).
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, στην παρούσα περίπτωση, η αίτηση στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εδραζόταν στις πρόνοιες της Δ.25, θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.25, θ.6, «γραμματικά λάθη σε αποφάσεις ή διατάγματα ή λάθη που εμφανίζονται σε αυτές λόγω τυχαίας απροσεξίας ή παράλειψης μπορούν σε οποιοδήποτε στάδιο να διορθωθούν από το Δικαστήριο ή τον Δικαστή με αίτηση, χωρίς έφεση». Δεν παρέχει όμως τη δυνατότητα διόρθωσης νομικού σφάλματος που εντοπίζεται στην απόφαση ή όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, τη δυνατότητα προσδιορισμού της ουσίας της πρότασης στην οποία περιέχεται το κατ' ισχυρισμό γραμματικό λάθος (Σιβιτανίδης v. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 179, Γεωργίου v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1043). Στο Annual Practice του 1970, κάτω από τον τίτλο "Application of Rule", διαβάζουμε και τα εξής σε σχέση με τις πρόνοιες του Ο.20, r.11, οι οποίες να σημειωθεί είναι πανομοιότυπες με τις πρόνοιες της Δ.25, θ.6:
"Application of Rule.- ....................................
This rule therefore applies only in cases where there is a clerical mistake in a judgment or order or an error arising from an accidental slip or omission. Apart from the rule, the Court has an inherent power to vary its own orders so as to carry out its own meaning and to make its meaning plain (Thynne v. Thynne [1955] P. 272, C.A.; Pearlman (Veneers) S.A. (Pty.) v. Bernhard Bartels [1954] 1 W.L.R. 1457; [1954] 3 All E. R. 659, C.A.; Lawrie v. Lees, 7 App. Cas. pp. 34, 35; Milson v. Carter [1893] A. C. 640; Kay & Lovell [1941] Ch. 420); City Housing Trust [1942] Ch. 262. ..........................................
The error or omission must be an error in expressing the manifest intention of the Court; the Court cannot correct a mistake of its own in law or otherwise, even though apparent on the face of the order (Bright v. Sellar [1904] 1 K.B. 6; Re Gist [1904] 1 Ch. p. 408), such as a mistake due to a misunderstanding of a Rule or statute (Bentley v. O΄Sullivan [1925] W.N. 95)."
Σε μετάφραση:
"Εφαρμογή Κανόνα.- .............................................................
Ως εκ τούτου, αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει γραμματικό λάθος σε απόφαση ή διάταγμα ή λάθος που προκύπτει από τυχαία απροσεξία ή παράλειψη. Εκτός από τον κανόνα, το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να διαφοροποιεί τα διατάγματα του έτσι ώστε να εκδηλώνει τη δική του πρόθεση και να καθιστά την πρόθεση του σαφή (Thynne v. Thynne [1955] P. 272, C. A· Pearlman (Veneers) S. A. (Pty.) v. Bernhard Bartels [1954] 1 W. L.R. 1457· [1954] 3 All E. R. 659, C.A· Lawrie v. Lees, 7 App. Cas. pp. 34, 35· Milson v. Carter [1893] A.C. 640· Kay & Lovell [1941] Ch. 420)· City Housing Trust [1942] Ch. 262. ......................................
Το λάθος ή η παράλειψη πρέπει να αφορά σε λάθος στην έκφραση της προφανούς πρόθεσης του Δικαστηρίου·∙ το Δικαστήριο δεν μπορεί να διορθώνει δικό του νομικό λάθος ή άλλως πως έστω ακόμα και καταφανές στην όψη του διατάγματος (Bright v. Sellar [1904] 1 K.B. 6· Re Gist [1904] 1 Ch. p. 408), όπως λάθος οφειλόμενο σε λανθασμένη κατανόηση κανόνα ή νομοθετήματος (Bentley v. O΄Sullivan [1925] W.N. 95)."
Επανερχόμενοι στην υπό έφεση περίπτωση παρατηρούμε τα πιο κάτω:
Οι κατά τον ουσιώδη χρόνο ισχύουσες νομοθετικές πρόνοιες ήταν αυτές του Άρθρου 33(1) και (2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, οι οποίες, στο βαθμό και την έκταση που μας αφορούν έχουν ως εξής:
"33.-(1) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου διαδικασίαν, διά την είσπραξιν οιουδήποτε χρέους διά το οποίον τόκος είναι πληρωτέος είτε δυνάμει συμφωνίας ή άλλως ως διά νόμου προβλέπεται, το δικαστήριον θα επιδικάζη τόκον συμφώνως προς το συμφωνηθέν ή άλλως διά νόμου προβλεπόμενον επιτόκιον διά την περίοδον την αρχομένην από της ημέρας καθ' ην τοιούτος τόκος κατέστη απαιτητός μέχρι τελικής αποπληρωμής:
Νοείται ότι το τοιούτον επιτόκιον δεν θα υπερβαίνη το ανώτατον όριον του εκάστοτε υπό του νόμου επιτρεπομένου επιτοκίου.
(2) Εκάστη απόφασις περιλαμβανομένου του μέρους αυτής το οποίον αφορά εις τα δικηγορικά έξοδα, εκτός εάν άλλη πρόβλεψις εγένετο εν τη αποφάσει δυνάμει του εδαφίου (1), θα φέρη τόκον προς οχτώ επί τοις εκατόν ετησίως από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ή εν σχέσει με εκκρεμούσες αγωγές, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, μέχρι τελικής αποπληρωμής του χρέους."
Με δοσμένο το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, το ζητούμενο είναι κατά πόσο η επίδικη διόρθωση της απόφασης εμπίπτει εντός της εμβέλειας του συγκεκριμένου θεσμού και συγκεκριμένα κατά πόσο επρόκειτο για λάθος το οποίο προκύπτει από παράλειψη του δικαστηρίου να δώσει πιστή λεκτική έκφραση στην εξ αντικειμένου αναντίλεκτη πρόθεση του.
Κλασσικό παράδειγμα διόρθωσης γραμματικού λάθους συνιστά η υπόθεση Contramar Companhia De Transportes Maritimos S.A. κ.ά. v. Dicgreen Limited (1994) 1 Α.Α.Δ. 281, στην οποία το δικαστήριο εκ παραδρομής επιδίκασε τα ποσά που αναφέρονταν στο κλητήριο ένταλμα αντί τα ποσά που αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης και για τα οποία δόθηκε μαρτυρία. Διατάχθηκε διόρθωση της απόφασης.
Έχουμε την άποψη πως η ανίχνευση της «εξ αντικειμένου αναντίλεκτης πρόθεσης», συνιστά ζήτημα που αποφασίζεται στη βάση του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου - στην περίπτωσή μας, τις δηλώσεις των δύο συνηγόρων και της εκ συμφώνου απόφασης.
Στην προκείμενη περίπτωση η μεν εκ συμφώνου απόφαση, σε αντίθεση με τη συνταχθείσα απόφαση, δεν προέβλεπε την καταβολή τόκου και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, πρόβλεψη περί τόκου δεν περιέχεται στην εν λόγω απόφαση, η δε αγωγή, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση, δεν αφορούσε σε αξιώσεις για την είσπραξη χρέους για το οποίο είτε δυνάμει συμφωνίας είτε δυνάμει νόμου, καθίστατο πληρωτέος τόκος. Είναι φανερό ότι η συμπερίληψη τόκου στη συνταχθείσα απόφαση είναι φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60.
Με την αίτησή του, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο εφεσείων, αιτούμενος την τροποποίηση της συνταχθείσας απόφασης δια της απαλήψεως της αναφοράς σε τόκο, στην ουσία επεδίωκε την τροποποίηση της εκ συμφώνου εκδοθείσας απόφασης, έτσι ώστε να διαβάζεται ως περιέχουσα πρόβλεψη για μη καταβολή τόκου από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, ως οι πρόνοιες του εδαφίου (2) του Άρθρου 33 του Νόμου 14/60 προβλέπουν, αλλά από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, πράγμα ανέφικτο.
Ήταν βέβαια η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μέσα από το λεκτικό της απόφασης, όπως και μέσα από το περιεχόμενο των δηλώσεων των δύο συνηγόρων, «αναδύεται ξεκάθαρα ότι ήταν αυτονόητο ότι το ποσό που δηλώθηκε δεν θα έφερε τόκο στη βάση οποιασδήποτε προγενέστερης ημερομηνίας». Με όλο το σέβας προς τον ευπαίδευτο Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Καθόλου αυτονόητο δεν ήταν το ζήτημα. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε, το λιγότερο που θα αναμενόταν θα ήταν, οι μεν διάδικοι να καταστήσουν γνωστή τη συγκεκριμένη πρόθεση τους στο δικαστήριο, το δε δικαστήριο με το λεκτικό της εκ συμφώνου απόφασης, να αποδώσει πιστά τη συγκεκριμένη πρόθεση των διαδίκων, πράγμα όμως που δεν έγινε. Αντίθετα, εξέταση τόσο του κειμένου της δήλωσης, όσο και αυτού της εκ συμφώνου απόφασης, δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη οποιασδήποτε εξ αντικειμένου πρόθεσης του δικαστηρίου.
Είναι λοιπόν η κατάληξή μας ότι το επίδικο λάθος δεν εμπίπτει είτε εντός της εμβέλειας της Δ.25, θ. 6, είτε εντός της εμβέλειας των επί του προκειμένου συμφυών εξουσιών του δικαστηρίου. Ενώπιόν μας έχουμε μια εκ συμφώνου απόφαση η οποία δεν περιλαμβάνει πρόνοια για τόκο. Ορθά στη συνταγμένη απόφαση έτυχαν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 33(2) του Νόμου 14/60.
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εστίασε το σκεπτικό της απόφασης του στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μελά (πιο πάνω). Έχουμε την άποψη ότι η εν λόγω υπόθεση διαφοροποιείται ουσιωδώς από την παρούσα περίπτωση. Σε εκείνη την υπόθεση, το θέμα των τόκων ουδέποτε κρίθηκε είτε πρωτόδικα είτε κατ' έφεση και συνεπώς δεν ήταν επίδικο και, όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε, δεν μπορούσε να κριθεί στα πλαίσια της αίτησης που καταχωρήθηκε για τροποποίηση της συντεταγμένης απόφασης.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της απόφασης σε σχέση με τα έξοδα, παραμερίζεται. Τα έξοδα της έφεσης, όπως και αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Η έφεση επιτρέπεται. Τα έξοδα της έφεσης, όπως και αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων.