ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 500
17 Μαρτίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΤΑΜΕΙΟY ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΑΪΜΑΚΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 197/2008)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Ταμείο Προνοίας ― Τερματισμός της απασχόλησης στο Άρθρο 21(2)(δ) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν.44/81) ― Ερμηνεία του όρου «τερματισμός της απασχόλησης».
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Ταμείο Προνοίας ― Καταστατικό ― Ποία η έννοια του καταστατικού, σύμφωνα με το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν. 44/81) ― Νομοθετικές πρόνοιες δια των οποίων καθορίζονται σε καταστατικό Ταμείου Προνοίας τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών καθώς και τα ωφελήματα τα οποία καταβάλλονται εκ Ταμείου Προνοίας στα μέλη.
Η εφεσείουσα ήταν μέλος των εφεσιβλήτων από την 1.7.2003. Στις 20.7.2006 παραιτήθηκε οικειοθελώς από υπάλληλος των εφεσιβλήτων και έπαυσε να είναι μέλος του Ταμείου Προνοίας τους. Με την αποχώρησή της οι εφεσίβλητοι της κατέβαλαν το ποσό των £1.051 το οποίο αποτελούσε το ποσό των δικών της εισφορών στο λογαριασμό Α του Ταμείου αλλά δεν της καταβλήθηκε το ποσό των £1.881 το οποίο ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β του Ταμείου.
Η εφεσείουσα διεκδίκησε το ποσό των £1.881 δικαστικώς, όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωσή της.
Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση η οποία περιορίστηκε σε ένα μόνο νομικό σημείο. Το σημείο αυτό αφορά στην ερμηνεία του όρου τερματισμός της απασχόλησης, που αναφέρεται στο Άρθρο 21(2)(δ) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν. 44/81).
Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τον όρο «τερματισμός της απασχόλησης» στο προαναφερόμενο άρθρο ως υπονοούντα τον μονομερή τερματισμό της απασχόλησης, με πρωτοβουλία του εργοδότη. Κατά την εφεσείουσα ο προαναφερόμενος όρος υπονοεί τον τερματισμό της απασχόλησης που επέρχεται είτε από πρωτοβουλία του εργοδότη, είτε από πρωτοβουλία του εργοδοτουμένου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο όρος τερματισμός της απασχόλησης στον προαναφερθέντα νόμο περιλαμβάνει τόσο τον τερματισμό με πρωτοβουλία του εργοδότη όσο και την παραίτηση του εργοδοτούμενου.
2. Η αξίωση της εφεσείουσας σε σχέση με το ποσό των £1.881 το οποίο ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β του Ταμείου δεν μπορούσε να έχει επιτυχή έκβαση, ενόψει του περιορισμού στο καταστατικό, ο οποίος συνίστατο στο ότι, σε περίπτωση που μέλος αποχωρεί από την υπηρεσία της εταιρείας (των εφεσιβλήτων) οικειοθελώς, πριν από το 60ο έτος της ηλικίας του, όπως ήταν η περίπτωση της εφεσείουσας, δικαιούται από το λογαριασμό Β τα 5/8 αν έχει συνεχή υπηρεσία 5 ετών. Στην προκείμενη περίπτωση ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσείουσα, κατά την οικειοθελή παραίτησή της δεν είχε συμπληρώσει συνεχή υπηρεσία 5 ετών και γι' αυτό οι εφεσίβλητοι δικαίως αρνήθηκαν να της καταβάλουν το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β.
Η έφεση απορρίφθηκε, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών Λευκωσίας (Zαμπακίδου - Mουρτουβάνη, Π.), (Aίτηση Aρ. 517/2006), ημερ. 7/4/2008.
Στ. Ν. Χριστοφόρου, για την Εφεσείουσα.
Ρ. Ιάσωνος (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Παρόλον που στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρονται έξι αλληλένδετοι λόγοι εντούτοις με το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας η έφεση περιορίστηκε σε ένα μόνο νομικό σημείο. Το σημείο αυτό αφορά στην ερμηνεία του όρου τερματισμός της απασχόλησης, που αναφέρεται στο Αρθρο 21(2)(δ) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν. 44/81).
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τον όρο «τερματισμός της απασχόλησης» στο προαναφερόμενο άρθρο ως υπονοούντα τον μονομερή τερματισμό της απασχόλησης, με πρωτοβουλία του εργοδότη. Κατά την εφεσείουσα ο προαναφερόμενος όρος υπονοεί τον τερματισμό της απασχόλησης που επέρχεται είτε από πρωτοβουλία του εργοδότη, είτε από πρωτοβουλία του εργοδοτουμένου. Τερματισμός της απασχόλησης δεν μπορεί να σημαίνει και να περιορίζεται μόνο στον τερματισμό με πρωτοβουλία του εργοδότη αλλά πρέπει να επεκτείνεται γενικότερα στον τερματισμό της σχέσης απασχόλησης, ανεξαρτήτως του κατά πόσον ο τερματισμός επήλθε με πρωτοβουλία του εργοδότη ή του εργοδοτούμενου.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν παραδεκτό γεγονός ότι η εφεσείουσα ήταν μέλος των εφεσιβλήτων από την 1.7.2003. Στις 20.7.2006 παραιτήθηκε οικειοθελώς από υπάλληλος των εφεσιβλήτων και έπαυσε να είναι μέλος του Ταμείου Προνοίας τους. Με την αποχώρηση της οι εφεσίβλητοι της κατέβαλαν το ποσό των £1.051,- το οποίο αποτελούσε το ποσό των δικών της εισφορών στο λογαριασμό Α του Ταμείου αλλά δεν της καταβλήθηκε το ποσό των £1.881,- το οποίο ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β του Ταμείου.
Εκτός από τα προαναφερόμενα παραδεκτά γεγονότα, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία λειτουργού του Εφόρου Ταμείων Προνοίας, αναφορικά με το καταστατικό των εφεσιβλήτων και με την παρούσα έφεση δεν αμφισβητείται η αποδοχή της μαρτυρίας του προαναφερόμενου λειτουργού από το πρωτόδικο δικαστήριο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία εκείνη, υπάρχει περιορισμός στο καταστατικό, αναφορικά με την πληρωμή του ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β. Ο περιορισμός συνίσταται στο ότι, σε περίπτωση που μέλος αποχωρεί από την υπηρεσία της εταιρείας (των εφεσιβλήτων) οικειοθελώς, πριν από το 60ο έτος της ηλικίας του, όπως ήταν η περίπτωση της εφεσείουσας, δικαιούται εις ολόκληρο το ποσό που βρίσκεται εις πίστη του λογαριασμού του Α, αλλά από τον προσωπικό του λογαριασμό Β, δικαιούται τα 5/8 αν έχει συνεχή υπηρεσία 5 ετών, τα 6/8 αν έχει συνεχή υπηρεσία 6 ετών, τα 7/8 αν έχει συνεχή υπηρεσία 7 ετών και τα 8/8 αν έχει συνεχή υπηρεσία 8 ετών.
Στην προκείμενη περίπτωση ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εφεσείουσα, κατά την οικειοθελή παραίτησή της δεν είχε συμπληρώσει συνεχή υπηρεσία 5 ετών και γι' αυτό οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να της καταβάλουν το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στον περί Ταμείων Προνοίας Νόμο του 1981 (Ν. 44/81) και συγκεκριμένα στα Αρθρα 2, 8 και 21. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό Αρθρο 2, καταστατικό σημαίνει τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία Ταμείου Προνοίας. Σύμφωνα με το Αρθρο 8(1) «τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, παν Ταμείον Προνοίας διέπεται υπό του καταστατικού αυτού». Στο Αρθρο 8(2)(γ) προνοείται ότι το καταστατικό Ταμείου Προνοίας θα πρέπει να καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών. Το Αρθρο 21(1) προνοεί ότι «τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα ωφελήματα τα οποία καταβάλλονται εκ Ταμείου Προνοίας καθορίζονται δια του καταστατικού αυτού».
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, το καταστατικό των Ταμείων Προνοίας, περιλαμβανομένου και εκείνου των εφεσιβλήτων, πρέπει να συνάδει με τις πρόνοιες του Νόμου. Τέτοιο καταστατικό μπορεί όμως να περικλείει και να περιλαμβάνει συμφωνίες και όρους εφόσον αυτοί δεν αντίκεινται στις πρόνοιες του Νόμου. Όπου δηλαδή ο Νόμος δεν το περιορίζει, μπορεί να περιλαμβάνεται στο καταστατικό οποιονδήποτε σχετικό θέμα το οποίο αποτελεί συμφωνία, βασικά, των μελών με το Ταμείο. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο ο τερματισμός απασχόλησης, όπως αναφέρεται στο Αρθρο 21(2) (δ), δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο πλην αυτού που γίνεται με μονομερή απόφαση του εργοδότη. Επιπρόσθετα όμως έκρινε ότι η συμπερίληψη του τρόπου εισφορών, οι λογαριασμοί και οι πληρωμές σε μέλη, από τους εφεσίβλητους, διέπονται από το καταστατικό τους. Επομένως ορθά οι εφεσίβλητοι δεν κατέβαλαν στην εφεσείουσα το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β εφόσον, σύμφωνα με τις πρόνοιες του καταστατικού, αυτή δεν δικαιούτο εις πληρωμή οποιουδήποτε μέρους του ποσού του λογαριασμού εκείνου δεδομένου ότι δεν είχε συμπληρώσει πενταετή συνεχή υπηρεσία. Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε σε ερμηνείες λεξικών αναφορικά με τον όρο «τερματισμός της απασχόλησης» καθώς επίσης και σε συγγράμματα. Στο σύγγραμμα The Law of Unfair Dismissal, Third Edition, του Steven D. Anderman, στη σελ. 26 αναγράφεται ότι, κανονικά, μια σχέση εργοδότησης μεταξύ εργοδοτούμενου και εργοδότη τερματίζεται, είτε με παραίτηση είτε με απόλυση, και αυτό έχει ως συνέπεια τη ρήξη της συνέχισης της υπηρεσίας του εργοδοτούμενου. Τείνουμε να συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι στον όρο τερματισμός της απασχόλησης στον προαναφερόμενο νόμο περιλαμβάνεται τόσο ο τερματισμός με πρωτοβουλία του εργοδότη όσο και η παραίτηση εκ μέρους του εργοδοτούμενου.
Όμως το ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση δεν τελειώνει εδώ. Το κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούται στο ποσό που είναι κατατεθειμένο στο λογαριασμό Β με τους εφεσίβλητους, υπόκειται και εξαρτάται από τις σχετικές πρόνοιες του καταστατικού των εφεσιβλήτων, οι οποίες δεν αμφισβητείται ότι δεν αντίκεινται προς τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και επομένως είναι νομικά έγκυρες. Σύμφωνα λοιπόν με τις πρόνοιες του καταστατικού των εφεσιβλήτων, η εφεσείουσα δεν δικαιούται σε οιονδήποτε ποσό του λογαριασμού Β, καθότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται από το καταστατικό. Για να επληρούσε τις προϋποθέσεις αυτές θα έπρεπε να είχε συνεχή υπηρεσία 5 ετών, την οποία, κατά το ουσιώδη χρόνο, δεν είχε. Δεν είναι νοητό, δηλαδή, η εφεσείουσα να αξιώνει ωφελήματα πέραν εκείνων που δικαιούται δυνάμει των προνοιών του καταστατικού των εφεσιβλήτων εφόσον το καταστατικό δεν είναι παράνομο και είναι δεσμευτικό τόσο για το Ταμείο Προνοίας όσο και για τα μέλη του, όπως ήταν η εφεσείουσα.
Επομένως, παρόλο που συμφωνούμε με την εφεσείουσα ως προς την έννοια του όρου τερματισμός απασχόλησης, διαφωνούμε με αυτήν ως προς το κατ' ισχυρισμό δικαίωμα της στο ποσό του λογαριασμού Β με τους εφεσίβλητους. Στο θέμα αυτό συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και κατά συνέπεια την απορρίπτουμε, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.