ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2011) 1 ΑΑΔ 75
24 Ιανουαρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΦΟΡΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,
Εφεσείων-Καθ' ου η αίτηση,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 91/2008)
Συνεργατικές Εταιρείες ― Αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας ότι δεν είχε δικαιοδοσία να προβεί σε εξέταση ιεραρχικής προσφυγής κατ' επίκληση του Άρθρου 56 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν.22/85), όπως τροποποιήθηκε και συνακολούθως, δήλωση πως είχε δικαιοδοσία / αρμοδιότητα να την εξετάσει ― Κρίθηκε πρωτοδίκως πως, πράγματι, ο Υπουργός είχε τέτοια δικαιοδοσία ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση.
Ο Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών (ο Έφορος) εξέδωσε προσωρινή διαταγή επιβάρυνσης του χρηματικού ποσού των £115.000 το οποίο ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό επ' ονόματι του αιτητή - εφεσίβλητου (ο εφεσίβλητος) στην Alpha Bank. Το γεγονός αυτό, ο εφεσίβλητος, το πληροφορήθηκε τυχαία. Η περίοδος επιβάρυνσης του πιο πάνω ποσού θα διαρκούσε μέχρι την επίλυση διαφοράς του εφεσίβλητου με τη ΣΠΕ Πολεμιδιών, την οποία ο Έφορος είχε προηγουμένως παραπέμψει σε διαιτησία, δυνάμει του Άρθρου 51 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν. 22/85 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας (ο Υπουργός) κατ' επίκληση του Άρθρου 56 του Νόμου. Πληροφορήθηκε όμως πως ο Υπουργός «δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα». Στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση για άδεια για Certiorari προς ακύρωση της προσωρινής διαταγής του Εφόρου, η οποία απορρίφθηκε στις 21.10.2007, λόγω της ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου, το οποίο συνίστατο στην δυνατότητα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής προς τον Υπουργό δυνάμει του Άρθρου 56(1) του Νόμου και, στη συνέχεια, στη δυνατότητα προσφυγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Υπουργού, δυνάμει του Άρθρου 56(5) του Νόμου.
Ο εφεσίβλητος προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο και εξασφάλισε την έκδοση απόφασης πως ο Υπουργός είχε δικαιοδοσία / αρμοδιότητα να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή.
Ο Έφορος εφεσίβαλε την απόφαση, προβάλλοντας ουσιαστικά όσα απασχόλησαν πρωτοδίκως. Η επιχειρηματολογία του αφορά στη θεώρηση πως η προσωρινή διαταγή δεν είναι «απόφαση» με την έννοια του Άρθρου 56(5) του Νόμου, ώστε να ήταν δυνατό, κατά τις πρόνοιές του, να υπόκειται σε αναθεώρηση με ιεραρχική προσφυγή. Κατά την εισήγησή του, αφού το ίδιο το Άρθρο 51(1) τη χαρακτηρίζει ως «προσωρινή διαταγή» έχουμε εξ αρχής ενέργεια διαφορετική από την «απόφαση». Αυτή δε η ρητή διάκριση μεταξύ των όρων εναρμονίζεται προς το σύνολο της ρύθμισης και από την άποψη του επιδιωκόμενου σκοπού. Η «προσωρινή διαταγή» του Άρθρου 51 δεν προορίζεται να είναι «οριστική», όπως εσφαλμένα εκλήφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ενυπάρχει στο Άρθρο 51 ίδιος μηχανισμός αναθεώρησής της από τον ίδιο τον Έφορο, αφού, κατά τις πρόνοιες του εν λόγω Άρθρου, όπως ο ίδιος τις ερμηνεύει, ο Έφορος μπορεί να ακυρώσει την προσωρινή διαταγή όταν το επηρεαζόμενο πρόσωπο παράσχει επαρκή ασφάλεια.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αλλά και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι θέσεις του Εφόρου σημαίνουν, βεβαίως, και πως λανθασμένη πρέπει να θεωρηθεί και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για άδεια για Certiorari, όσο και αν δεν αναφέρθηκε ρητά σ' αυτή.
2. Αποδοχή της άποψης του Εφόρου θα σήμαινε πως δεν υπάρχει, κατά το Νόμο, δικονομικό διάβημα ή εν γένει διαδικαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ήταν δυνατό να εξεταστεί η ορθότητα των ενστάσεων του εφεσίβλητου, όπως τις προσδιόρισε στην ιεραρχική προσφυγή που άσκησε. Συναφώς η άποψη πως ενυπάρχει στο Άρθρο 51 η δυνατότητα αναθεώρησης, παραγνωρίζει τις ρητές νομοθετικές πρόνοιες. Δεν αναφέρεται το Άρθρο 51 σε δυνατότητα αναθεώρησης, πολύ λιγότερο σε δυνατότητα υποβολής επιχειρημάτων και κρίσης ως προς αυτά σε σχέση με την καθόλου ή την στην περίπτωση δυνατότητα έκδοσης της προσωρινής διαταγής.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά το Νόμο. Το Άρθρο 56(5) αναφέρεται σε «απόφαση» και ασφαλώς η προσωρινή διαταγή είναι απόφαση του Εφόρου. Δεν υπάρχει στο Νόμο κάποιας μορφής ερμηνευτική διάταξη και δεν δικαιολογείται η ένταξη στο Άρθρο 56(5) διακρίσεων με αναφορά στο κατά πόσο η απόφαση είναι προσωρινή, έστω με την πιο πάνω έννοια ή ενδιάμεση ή τελική. Εάν πράγματι ο Νόμος θέλησε να μην υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή η έκδοση τέτοιας προσωρινής διαταγής με συνακόλουθη την τελική δυνατότητα προσφυγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα έχουμε το αποτέλεσμα της δέσμευσης του επηρεαζόμενου, χωρίς αυτός να έχει οποιαδήποτε δυνατότητα να ακουστεί για να πείσει πως η έκδοσή της ήταν παράνομη.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mεττούρης, A.Ε.Δ.), (Γενική Aίτηση Αρ. 330/07), ημερομ. 29.2.2008.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα.
Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη για τον εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είχε κατατεθειμένο, σε λογαριασμό του στην Alpha Bank, το ποσό των £115.000. Στις 12.6.2007 τυχαία πληροφορήθηκε από υπάλληλο της τράπεζας πως είχε επιδοθεί στην τράπεζα προσωρινή διαταγή του Εφόρου Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών (ο Έφορος) για επιβάρυνση αυτού του ποσού μέχρι την επίλυση διαφοράς του εφεσίβλητου με τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία (ΣΠΕ) Πολεμιδιών, την οποία ο Έφορος είχε προηγουμένως παραπέμψει σε διαιτησία, δυνάμει του άρθρου 51 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν. 22/85 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος).
Ο εφεσίβλητος εξασφάλισε τα αναγκαία στοιχεία και άσκησε ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας (ο Υπουργός) κατ' επίκληση του άρθρου 56 του Νόμου, για να πληροφορηθεί όμως, με το έγγραφο ημερομηνίας 21.9.07, πως ο Υπουργός «δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα». Υπέβαλε τότε αίτηση για άδεια για certiorari προς ακύρωση της προσωρινής διαταγής του Εφόρου. Όμως, εκείνη η αίτηση (αρ. 61/07) απορρίφθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 2.10.07. Όπως εξηγήθηκε, υπήρχε εναλλακτική θεραπεία. Αυτή συνίστατο στην προβλεπόμενη δυνατότητα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής προς τον Υπουργό δυνάμει του άρθρου 56(1) του Νόμου και, στη συνέχεια, στη δυνατότητα προσφυγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά της απόφασης του Υπουργού, δυνάμει του άρθρου 56(5) του Νόμου. Όπως καταλήγει ο συνάδελφός μας, «θεωρώ ότι ο ίδιος ο Νόμος ορίζει ότι το επόμενο διάβημα που έχει στη διάθεσή του ο αιτητής είναι η προσφυγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο».
Προσέφυγε, επομένως, ο εφεσίβλητος στο Επαρχιακό Δικαστήριο και με την αίτησή του ζήτησε την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού πως δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή. Συνακολούθως, ζήτησε δήλωση πως είχε δικαιοδοσία/αρμοδιότητα να την εξετάσει. Η έφεση αφορά στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου πως, πράγματι, ο Υπουργός είχε τέτοια δικαιοδοσία.
Με τους λόγους έφεσης επαναφέρονται ουσιαστικά όσα απασχόλησαν και πρωτοδίκως. Το κεντρικό στην επιχειρηματολογία για τον εφεσείοντα αφορά στη θεώρηση πως η προσωρινή διαταγή δεν είναι «απόφαση» με την έννοια του άρθρου 56(5) του Νόμου, ώστε να ήταν δυνατό, κατά τις πρόνοιες του, να υπόκειται σε αναθεώρηση με ιεραρχική προσφυγή. Κατά την εισήγησή του, αφού το ίδιο το άρθρο 51(1) τη χαρακτηρίζει ως «προσωρινή διαταγή» έχουμε εξ αρχής ενέργεια διαφορετική από την «απόφαση». Αυτή δε η ρητή διάκριση μεταξύ των όρων εναρμονίζεται προς το σύνολο της ρύθμισης και από την άποψη του επιδιωκόμενου σκοπού. Η «προσωρινή διαταγή» του άρθρου 51 δεν προορίζεται να είναι «οριστική», όπως εσφαλμένα εκλήφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ενυπάρχει στο άρθρο 51 ίδιος μηχανισμός αναθεώρησης της από τον ίδιο τον Έφορο, συνεχούς μάλιστα. Αυτό, εφόσον κατά τις πρόνοιες του άρθρου 51, όπως τις ερμηνεύει ο εφεσείων, ο Έφορος μπορεί να ακυρώσει την προσωρινή διαταγή όταν το επηρεαζόμενο πρόσωπο παράσχει επαρκή ασφάλεια. Αυτή η δυνατότητα, εγγενής στο άρθρο 51, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, απαντά και στην πρωτόδικη αντίληψη πως χωρίς δυνατότητα ιεραρχικής προσφυγής θα δεσμευόταν η περιουσία του επηρεαζόμενου χωρίς αυτός να είχε, με οποιονδήποτε τρόπο, τη δυνατότητα να ακουστεί. Δέχτηκε και ο εφεσείων πως αναμφιβόλως θα ήταν ανεπίτρεπτη αυτής της μορφής η δέσμευση, έστω και προσωρινή, δηλαδή για όσο θα εκκρεμούσε η διαιτησία, χωρίς να είχε ο επηρεαζόμενος τη δυνατότητα να ακουστεί και να αντιδράσει. Όμως, όπως υποστήριξε, η πρόνοια για απαλλαγή από τη δέσμευση εφόσον παρέχεται επαρκής ασφάλεια, δίδει τη δυνατότητα αναθεώρησης ασφαλώς με τη συμμετοχή, πλέον, και του ίδιου του επηρεαζόμενου. Διαφορετικά, όπως καταλήγει ο εφεσείων, ενόψει του άρθρου 56(5) θα είχαμε ουσιαστικά αυτοαναίρεση της δυνατότητας δέσμευσης περιουσίας προς εξασφάλιση, αποτέλεσμα παράλογο. Η προσωρινή διαταγή είναι ασφαλιστικό μέτρο και αφού, κατά το άρθρο 56(5) η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής καθιστά την απόφαση του Εφόρου μη εκτελεστή μέχρι την εκδίκασή της, ο επηρεαζόμενος θα είχε τη δυνατότητα απόσυρσης των χρημάτων από τον τραπεζικό του λογαριασμό. Αυτές οι θέσεις του εφεσείοντα σημαίνουν, βεβαίως, και πως λανθασμένη πρέπει να θεωρηθεί και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για άδεια για certiorari, όσο και αν δεν αναφέρθηκε ρητά σ' αυτή.
Εξετάσαμε τα δεδομένα και, συμφωνώντας με την επιχειρηματολογία του εφεσίβλητου, ο οποίος υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αλλά και της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταλήγουμε πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Το άρθρο 51 προβλέπει ως ακολούθως:
«51. Οσάκις ο Έφορος πεισθή ότι οιονδήποτε πρόσωπον με σκοπόν να ματαιώση ή καθυστερήση την εκτέλεσιν οιασδήποτε διαταγής η οποία δυνατόν να εξεδόθη εναντίον αυτού δυνάμει του άρθρου 45 ή 50, ή εις την περίπτωσιν διαιτησίας μέχρι της επιλύσεως της διαφοράς, το πρόσωπο αυτό πρόκειται να διαθέσει όλη την περιουσία του ή μέρος της ο Έφορος δύναται, εκτός εάν δοθεί επαρκής ασφάλεια προς τούτο, να προβή εις την έκδοσιν προσωρινής διαταγής απαγορευούσης την αποξένωσιν της τοιαύτης περιουσίας.
Νοείται ότι ο Έφορος δύναται να ακυρώνει, κατά την κρίση του, μερικώς το διάταγμα πριν αυτό εκπνεύσει.».
Το άρθρο 56 προβλέπει ως ακολούθως:
«56.-(1) Οποιοσδήποτε δεν ικανοποιείται από απόφαση του Εφόρου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκτός εάν αυτή αφορά ή σχετίζεται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων ή της εξουσίας του που προβλέπεται στα Μέρη VIA και VΙB, δύναται εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, να την προσβάλει στον Υπουργό με έγγραφη αίτησή του, στην οποία να εκθέτει τους λόγους που την υποστηρίζουν.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την εις αυτόν γενομένην προσφυγήν άνευ υπαιτίου βραδύτητας, αποφασίζει επί ταύτης και κοινοποιεί αμελλητί την απόφασιν αυτού εις τον προσφεύγοντα.
(3) Ο Υπουργός, πριν ή εκδώση την απόφασιν αυτού, δύναται κατά την κρίσιν του να ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξη τους λόγους εφ' ων στηρίζεται η προσφυγή.
(4) Ο Υπουργός δύναται να αναθέση εις λειτουργόν ή επιτροπήν λειτουργών του Υπουργείου του όπως εξετάση ωρισμένα θέματα αναφυόμενα εν τη προσφυγή και υποβάλη εις αυτόν το πόρισμα της τοιαύτης εξετάσεως προ της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού επί της προσφυγής.
(5) Ο μη ικανοποιηθείς εκ της αποφάσεως του Υπουργού δύναται να προσφύγη εις το Δικαστήριον, αλλά μέχρι της υπό του Υπουργού εκδόσεως της αποφάσεως αυτού, εν περιπτώσει προσφυγής εις αυτόν, ή, εν περιπτώσει μη προσφυγής εις αυτόν, μέχρι της παρελεύσεως της εις το εδάφιον (1) προβλεπομένης προθεσμίας διά την καταχώρισιν προσφυγής, η απόφασις του Εφόρου δεν καθίσταται εκτελεστή.
(6) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω διαλαμβανομένων επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπον οιανδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου εκκρεμούσαν κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόμου υπόθεσιν.».
Είναι σαφές πως, κατά το άρθρο 51, η προσωρινή διαταγή εκδίδεται μονομερώς. Χωρίς δηλαδή να παρέχεται στον επηρεαζόμενο η δυνατότητα να ακουστεί. Σημειώνουμε, μάλιστα, πως, εν προκειμένω, αυτή εκδόθηκε μετά από απλή επιστολή του Γραμματέα της ΣΠΕ Πολεμιδιών προς τον Έφορο, ημερομηνίας 22.5.07. Γίνεται σ' αυτήν αναφορά σε απόφαση της Επιτροπής της Εταιρείας για την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία και ζητείται ο διορισμός διαιτητή για την εκδίκαση της υπόθεσης. Με την ακόλουθη κατάληξη: «Έχει επίσης αποφασίσει (η Επιτροπή δηλαδή) την εγγραφή Προσωρινού Συντηρητικού Διατάγματος επί της κινητής περιουσίας του όπως πιο κάτω:». Ακολούθησε, στις 25.5.07, η έκδοση της προσωρινής διαταγής επειδή, όπως αναφέρεται σ' αυτή, ο Έφορος πείστηκε ότι ο εφεσίβλητος πρόκειται να διαθέσει χρηματικό ποσό με σκοπό τη ματαίωση ή καθυστέρηση της απόφασης η οποία δυνατό να εκδοθεί «μετά την παραπομπή από εμένα της διαφοράς σε διαιτησία ...».
Με την ιεραρχική προσφυγή που ασκήθηκε τίθενται ευθέως ζητήματα ως προς τη δυνατότητα κατά νόμο έκδοσης τέτοιας διαταγής στην περίπτωση αλλά, περαιτέρω, και σε σχέση με τη συνύπαρξη των προϋποθέσεων για την έκδοσή της ακόμα και στην περίπτωση που αυτή θα ήταν, κατά τα άλλα, δυνατή. Αυτά, με αναφορά και στο γεγονός της έκδοσης της χωρίς να είχε ο εφεσίβλητος τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη διαδικασία, ώστε να είχε τη δυνατότητα να ακουστεί, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Αποδοχή της άποψης του εφεσείοντα θα σήμαινε πως δεν υπάρχει, κατά το Νόμο, δικονομικό διάβημα ή εν γένει διαδικαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ήταν δυνατό να εξεταστεί η ορθότητα των ενστάσεων του εφεσίβλητου, όπως τις προσδιόρισε στην ιεραρχική προσφυγή που άσκησε. Συναφώς η άποψη πως ενυπάρχει στο άρθρο 51 η δυνατότητα αναθεώρησης, παραγνωρίζει τις ρητές νομοθετικές πρόνοιες. Δεν αναφέρεται το άρθρο 51 σε δυνατότητα αναθεώρησης, πολύ λιγότερο σε δυνατότητα υποβολής επιχειρημάτων και κρίσης ως προς αυτά σε σχέση με την καθόλου ή την στην περίπτωση δυνατότητα έκδοσης της προσωρινής διαταγής. Το άρθρο 51 αναφέρεται στη δυνατότητα μη δέσμευσης όλης ή μέρους της περιουσίας του επηρεαζομένου, στην περίπτωση παροχής από αυτόν «επαρκούς ασφάλειας». Δηλαδή, ούτως ή άλλως, θα υπάρχει βάρος, ασφαλώς με οικονομικής φύσης αντίκρυσμα, στους ώμους του επηρεαζομένου. Αυτό δε το βάρος, η επαρκής ασφάλεια, θα είναι και πάλιν «οριστική», με την έννοια πως θα ισχύει για όσο θα εκκρεμεί η διαιτησία. Γι' αυτό το χρονικό διάστημα, ο επηρεαζόμενος, χωρίς να είχε τη δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητας της προσωρινής διαταγής, αν δεν πρόκειται να έχει δεσμευμένη την περιουσία που καθορίστηκε σ' αυτή, θα πρέπει να έχει δώσει επαρκή ασφάλεια. Να έχει ενεργήσει δηλαδή μέσα στη λογική της κατ' ανάγκη δέσμευσής του.
Κάτω από αυτό το πρίσμα δεν διακρίνουμε λάθος στην ερμηνεία του Νόμου, όπως την περιλαμβάνει η πρωτόδικη απόφαση. Το άρθρο 56(5) αναφέρεται σε «απόφαση» και ασφαλώς η προσωρινή διαταγή είναι απόφαση του Εφόρου. Δεν υπάρχει στο Νόμο κάποιας μορφής ερμηνευτική διάταξη και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δικαιολογείται να εντάξουμε στο άρθρο 56(5) διακρίσεις με αναφορά στο κατά πόσο η απόφαση είναι προσωρινή, έστω με την πιο πάνω έννοια ή ενδιάμεση ή τελική. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 56(1) έστρεψε την προσοχή του προς αποφάσεις σε σχέση με τις οποίες δεν παρέχεται δυνατότητα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, οι οποίες, βεβαίως, δεν αφορούν στην περίπτωση, αφού το άρθρο 51 είναι ενταγμένο στο μέρος ΧΙΙ. Είναι γεγονός πως με την πρόνοια ως προς τη μη εκτελεστότητα της απόφασης του Εφόρου πριν την παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ή μέχρι την εκδίκαση της δημιουργείται το πρόβλημα που επεσήμανε ο εφεσείων. Αυτό, όμως, που θα πρέπει να το δει ο νομοθέτης, δεν θεωρούμε ότι είναι αρκετό προς στήριξη της ερμηνευτικής προσέγγισης του εφεσείοντα όταν, έναντι του, έχουμε τις ίδιες τις νομοθετικές διατάξεις και το αναπόφευκτο πως, αν πράγματι ο Νόμος θέλησε να μην υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή η έκδοση τέτοιας προσωρινής διαταγής με συνακόλουθη την τελική δυνατότητα προσφυγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα έχουμε το αποτέλεσμα της δέσμευσης του επηρεαζομένου, χωρίς αυτός να έχει οποιαδήποτε δυνατότητα να ακουστεί για να πείσει πως η έκδοσή της ήταν παράνομη.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.