ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 687
19 Μαΐου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
LAIKI CYPRIALIFE LTD,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2008)
Διαιτησία ― Διαιτητική απόφαση ― Νομική εμβέλεια του Άρθρου 20 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4 και ιδιαίτερα της φράσης «ανάρμοστη συμπεριφορά» («misconduct») εκ μέρους του διαιτητή ― Τι συνιστά «ανάρμοστη συμπεριφορά» και πως ο όρος «misconduct» ερμηνεύεται στην αγγλική και κυπριακή νομολογία ― Κατά πόσο η μέχρι τούδε νομική θεώρηση των προνοιών του Άρθρου 20(2) έχει συμπεριλάβει και την ενδεχομένως λανθασμένη νομική ερμηνεία ενός εγγράφου ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.
Λέξεις και Φράσεις ― «Ανάρμοστη συμπεριφορά» («misconduct»), ως προϋπόθεση για παραμερισμό διαιτητικής απόφασης στο Arbitration Act 1950, στον Russell on Arbitration 16η έκδοση και στη σχετική νομολογία.
Στις 14.11.2000, ο εφεσείων, μόνιμος επιλοχίας στην Εθνική Φρουρά, τραυματίστηκε σοβαρά στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια ασκήσεων σε στρατιωτική μονάδα στο χωριό Μονή στη Λεμεσό, με αποτέλεσμα την απώλεια της αίσθησης της όσφρησης λόγω νέκρωσης του υποκόγχιου νεύρου, ζωτικού οργάνου που σχετίζεται με την αίσθηση αυτή.
Στις 20.11.2000 ο εφεσείων υπέβαλε στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, η οποία του παρείχε κάλυψη, μεταξύ άλλων, και για μόνιμη ολική ανικανότητα από ατύχημα, καθώς και για μόνιμη μερική ανικανότητα από ατύχημα, σχετική έκθεση με συνημμένο ιατρικό πιστοποιητικό που πιστοποιούσε την εν λόγω απώλεια όσφρησης. Η ασφαλιστική εταιρεία απέρριψε το αίτημα για αποζημίωση ως μη καλυπτόμενο από τον όρο 2 του προσαρτήματος περί μόνιμης μερικής ανικανότητας, εφόσον δεν υπήρχε πλήρης απώλεια οργάνου ή μέρους, αλλά ούτε και με βάση το Αρθρο 3 του προσαρτήματος περί μόνιμης ή ολικής ανικανότητας από ατύχημα.
Η διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτησία, όπως προνοούσε το ασφαλιστικό συμβόλαιο, κατά την οποία, μετά την αποδοχή της προσφερθείσας ιατρικής μαρτυρίας ότι όντως ο εφεσείων απώλεσε την αίσθηση της όσφρησης, το αντικείμενο προς επίλυση περιορίστηκε στο κατά πόσο η εν λόγω απώλεια ενέπιπτε στις πρόνοιες του προσαρτήματος SB.3.0 του ασφαλιστηρίου εγγράφου. Στην περίπτωση δε καταφατικής απάντησης, ποιο το ύψος της αποζημίωσης στο οποίο θα δικαιούτο ο εφεσείων. Διαιτητής ορίστηκε ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δ. Στυλιανίδης, ανταλλάγησαν δικόγραφα κατόπιν οδηγιών του και εξετάστηκε η απαίτηση του εφεσείοντος για ποσό £40.000 δυνάμει της παρ. 5 του πίνακα του ασφαλιστηρίου, τόκους και έξοδα. Ο εφεσείων αξίωσε διαζευκτικά, £16.000 ως ποσοστό επί του ποσού των £40.000 που εν γένει κάλυπτε το συμβόλαιο.
Ο διαιτητής απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντος επειδή αυτός δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία ως προς την «.... ισόβια ή γενική μείωση ή οποιαδήποτε μείωση της ικανότητάς του .... για οποιαδήποτε εργασία», ο ίδιος ο εφεσείων δεν κατέθεσε, δεν ήταν δε νομικά ορθό για τον διαιτητή να ενεργήσει ως εμπειρογνώμονας σε οποιοδήποτε βαθμό χωρίς τέτοια συγκεκριμένη μαρτυρία. Η απώλεια όσφρησης δεν θα ήταν δυνατό να παραλληλιστεί με απώλεια άλλης αίσθησης, όπως την απώλεια ακοής, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα προσδιορισθέντα στο προσάρτημα του συμβολαίου αντίστοιχα ποσά.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε Γενική Αίτηση που καταχωρήθηκε με βάση τα Άρθρα 20(1) και (2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, ως τροποποιήθηκε, για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή εφόσον κρίθηκε ότι καμία από τις περιπτώσεις που προδιαγράφονται στο πάνω άρθρο, όπως αυτό έτυχε ερμηνείας από την Αγγλική και Κυπριακή νομολογία, δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα μπορούσε, ενόψει της τεκμηριωμένης απόφασης του διαιτητή, τον οποίο χαρακτήρισε ως «.. πρόσωπο με πολυετή δικαστική πείρα (που) καταξιώθηκε να ανελιχθεί μέχρι την υψηλότερη βαθμίδα της δικαστικής εξουσίας», να παρέμβει στην απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που να δημιουργούσε το υπόβαθρο για προκατάληψη ή ανάρμοστη συμπεριφορά ή διαγωγή που ήταν άλλως επιλήψιμη εκ μέρους του διαιτητή.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Με τους λόγους έφεσης εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του ότι ο διαιτητής έλαβε εύλογα την σχετική διαιτητική απόφαση ενόψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του. Επίσης, ότι λανθασμένα κατέληξε ότι η έννοια και ερμηνεία του όρου «misconduct» δεν εφαρμοζόταν στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο διαιτητής την ενώπιόν του διαιτησία ή ότι αποκλειόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο από την υποχρέωση να ελέγξει κατά πόσο ορθά ο διαιτητής έκρινε κατά νόμο και στη βάση των γεγονότων που είχε ενώπιόν του την όλη υπόθεση. Στόχος των περαιτέρω εισηγήσεων του εφεσείοντος αποτελούσε η κρίση περί ανεπαρκούς ιατρικής μαρτυρίας και η μη αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε πως η παρερμηνεία του ασφαλιστικού συμβολαίου από πλευράς του διαιτητή επεδείκνυε κατά νόμο «..... κακό χειρισμό και/ή ανάρμοστη συμπεριφορά (misconduct) .....» εντός της έννοιας αυτής κατά το Άρθρο 20 του Κεφ. 4. Επομένως, πρωτοδίκως, λανθασμένα και αντινομικά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε υποχρέωση να ελέγξει την ορθή εφαρμογή του Νόμου και την υπαγωγή των γεγονότων σ' αυτό, θεωρώντας ότι ο διαιτητής ως άτομο με πολυετή δικαστική πείρα δίκαια και εύλογα κατέληξε στα συμπεράσματά του. Ο συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
A. Υπό Ναθαναήλ Δ., συμφωνούντος και του Αρτέμη Π.:
1. Ο όρος που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 23(1) του Arbitration Act 1950 από όπου λήφθηκε το Κεφ. 4, είναι «misconduct», και έχει πλειστάκις ερμηνευτεί να περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του διαιτητή ή τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας («.... has misconducted himself or the proceedings ....».
2. Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιόν του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, ή η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας.
3. Όμως η μέχρι τούδε νομική θεώρηση των προνοιών του Άρθρου 20(2) δεν έχει συμπεριλάβει, (στην απουσία παραβιάσεων των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης), και την ενδεχομένως λανθασμένη ερμηνεία εγγράφου. Η παραδοσιακή αντίληψη περί του σκοπού της παραπομπής μιας διαφοράς σε διαιτησία, είναι ακριβώς η ταχεία και τελεσίδικη επίλυσή της. Τα Δικαστήρια ήταν πάντοτε απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου η νομοθεσία παρείχε ειδικά τέτοια δυνατότητα, οι δε αποφάσεις των διαιτητών γενικώς δεν ήταν δεκτικές αναθεώρησης από το Δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο πασιφανή εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
4. Η θέση του εφεσείοντος ότι η ερμηνεία του διαιτητή σε επίμαχο συμβόλαιο, όπως εν προκειμένω, εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει «misconduct», δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.
5. Η Αγγλική νομολογία έχει σταδιακά (με οδηγό τη νέα νομοθεσία στην Αγγλία, και συγκεκριμένα το Arbitration Act 1996, s.68) περιορίσει, αντί να επεκτείνει, τις περιστάσεις που θα αποτελούσαν «misconduct».
6. Τα αποφασισθέντα ανωτέρω ως προς το ότι η νομική εμβέλεια της έννοιας της ανάρμοστης συμπεριφοράς δεν περιλαμβάνει και τη νομική ερμηνεία εγγράφου, σφραγίζει και την τύχη της έφεσης. Εν πάση δε περιπτώσει η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή ως προς το ότι δεν υπήρχε έδαφος για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή. Όχι βέβαια διότι ο διαιτητής ήταν πρώην δικαστικός με πολυετή πείρα, αλλά διότι η ερμηνεία που αυτός έδωσε στον επίμαχο όρο του ασφαλιστικού συμβολαίου ήταν εύλογη και συνήδε με τους γνωστούς ερμηνευτικούς κανόνες.
Β. Υπό Χατζηχαμπή Δ.:
1. Στην προκείμενη περίπτωση όπου η διαιτησία εκάλυπτε τόσο την «πραγματική» διαφορά - κατά πόσο υπήρχε απώλεια όσφρησης - όσο και τη «νομική» διαφορά - κατά πόσο αν υπήρχε απώλεια όσφρησης, αυτή εκαλύπτετο από το ασφαλιστικό συμβόλαιο - με τη νομική διαφορά να παραμένει στο τέλος της ημέρας ως η μόνη διαφορά αφού η εφεσίβλητη στην πορεία δέχθηκε ότι υπήρχε απώλεια της όσφρησης ως μόνιμη νομική ανικανότητα, το ερώτημα που προκύπτει είναι βεβαίως αν η νομική κρίση του διαιτητή ως θέμα ερμηνείας των όρων του συμβολαίου μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη ή όχι. Η απάντηση είναι όχι. Έχει ήδη επισημανθεί ότι η νομολογία αναγνωρίζει ότι η κρίση του διαιτητή δεν είναι ανεξέλεγκτη σε περίπτωση λανθασμένης εισαγωγής μαρτυρίας. Ανάλογη πρέπει να είναι η αρχή και στην περίπτωση νομικής παρερμηνείας εφ' όσον αυτή είναι τόσο θεμελιακή ως προς το ζητούμενο ώστε να επηρεάζει το αποτέλεσμα της διαιτησίας και εφ' όσον η κρίση του διαιτητή μπορεί να κριθεί αντικειμενικώς και όχι σε συνάρτηση με την κρίση που αυτός αντλεί από το γνωσιολογικό και εμπειρικό υπόβαθρο του.
2. Ο διαιτητής ενήργησε υπό πλάνη ως προς τη νομική βάση του κριτηρίου για τον υπολογισμό του ποσοστού όπως καθορίζεται στο άρθρο 6 του προσαρτήματος το οποίο αφορά το ωφέλημα σε περιπτώσεις μόνιμης μερικής ανικανότητας από ατύχημα, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι «εχειρίσθη κακώς την υπόθεση» με αποτέλεσμα η απόφασή του να υπόκειται σε ακύρωση.
Η έφεση απορρίφθηκε, κατά πλειοψηφία, με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
K/S Norjarl A/S v. Hyundai Heavy Industries Co. Ltd [1991] 3 W.L.R. 1025,
Paniccos Harakis Ltd v. Official Receiver (1978) 1 C.L.R. 15,
ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ v. Lakis Georghiou Constructions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 223,
David Taylor & Son v. Barnett [1953] 1 W.L.R. 562,
A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006,
Modern Engineering (Bristol) Ltd v. C. Miskin & Son Ltd [1981] 1 Lloyd's Rep. 135,
Re London Dock Co and Shadwell [1862] 32 LJ QB 30,
Petroships Pte Ltd v. Petec Trading and Investment Corp (The "Petro Ranger") [2001] 2 Lloyd's Rep. 348,
Losotho Highlands Development Authority v. Impregilo SpA [2005] 3 All E.R. 789.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, A.E.Δ.), (Γενική Aίτηση Aρ. 672/03), ημερομ. 12.3.2008.
Α. Κυπρίζογλου για Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ηλιάδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
APTEMHΣ, Π.: H απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Tην απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δώσει ο Nαθαναήλ, Δ. O Xατζηχαμπής, Δ., θα δώσει απόφαση μειοψηφίας.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αποτελεί κοινό τόπο ότι ο εφεσείων, μόνιμος επιλοχίας στην Εθνική Φρουρά, είχε στις 31.10.2000 αποσπασθεί για περίοδο ενός μηνός ως εκπαιδευτής σε στρατιωτική μονάδα στο χωριό Μονή στη Λεμεσό. Κατά τη διάρκεια ασκήσεων στις 14.11.2000 και ώρα 01.30 π.μ., ο εφεσείων υπέστη ατύχημα με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές σωματικές βλάβες στο πρόσωπο, με ιδιαίτερη προέκταση την απώλεια της αίσθησης της όσφρησης λόγω νέκρωσης του υποκόγχιου νεύρου, ζωτικού οργάνου που σχετίζεται με την αίσθηση αυτή.
Προηγουμένως, ασφαλιστικό συμβόλαιο που είχε συνομολογηθεί, ως θα αναφερθεί κατωτέρω, με την εφεσίβλητη εταιρεία με έναρξη ισχύος από 30.4.2000, παρείχε κάλυψη στον εφεσείοντα, μεταξύ άλλων, και για μόνιμη ολική ανικανότητα από ατύχημα, καθώς και για μόνιμη μερική ανικανότητα από ατύχημα. Ο εφεσείων υπέβαλε στις 20.11.2000 σχετική έκθεση με συνημμένο ιατρικό πιστοποιητικό που πιστοποιούσε την εν λόγω απώλεια όσφρησης. Η ασφαλιστική εταιρεία δεν απεδέχθη το αίτημα για αποζημίωση ως μη καλυπτόμενο από τον όρο 2 του προσαρτήματος περί μόνιμης μερικής ανικανότητας, εφόσον δεν υπήρχε πλήρης απώλεια οργάνου ή μέρους, αλλά ούτε και με βάση το άρθρο 3 του προσαρτήματος περί μόνιμης ή ολικής ανικανότητας από ατύχημα.
Με βάση τις πρόνοιες του ασφαλιστικού εγγράφου, η διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτησία με περιορισθέν πλέον το αντικείμενο προς επίλυση, μετά την αποδοχή της προσφερθείσας ιατρικής μαρτυρίας κατά τη διάρκεια της διαιτησίας, ότι όντως ο εφεσείων είχε απώλεια της αίσθησης της όσφρησης, κατά πόσο η απώλεια αυτή ενέπιπτε στις πρόνοιες του προσαρτήματος SB.3.0 του ασφαλιστηρίου εγγράφου, αν δε η απάντηση ήταν καταφατική, ποιο το ύψος της αποζημίωσης που ο εφεσείων θα δικαιούτο. Διαιτητής ορίστηκε ο Δ. Στυλιανίδης, πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με οδηγίες του οποίου ανταλλάγησαν δικόγραφα και εξετάστηκε η απαίτηση του εφεσείοντος για ποσό £40.000 δυνάμει της παρ. 5 του πίνακα του ασφαλιστηρίου, τόκους και έξοδα. Ο εφεσείων αξίωσε διαζευκτικά, £16.000 ως ποσοστό επί του ποσού των £40.000 που εν γένει κάλυπτε το συμβόλαιο.
Ο διαιτητής, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, κατέληξε στις 10.10.03 σε απορριπτική απόφαση, στη βάση του ότι ο εφεσείων δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία ως προς την «..... ισόβια ή γενική μείωση ή οποιαδήποτε μείωση της ικανότητας του ..... για οποιαδήποτε εργασία», ο ίδιος ο εφεσείων δεν κατέθεσε, δεν ήταν δε νομικά ορθό για τον διαιτητή να ενεργήσει ως εμπειρογνώμονας σε οποιοδήποτε βαθμό χωρίς τέτοια συγκεκριμένη μαρτυρία. Η απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας ως προς τη μείωση της ικανότητας του εφεσείοντος για οποιαδήποτε εργασία, λόγω απώλειας της όσφρησης, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει, καθώς έκρινε, κοινή γνώση, ούτε θα ήταν δυνατό η απώλεια όσφρησης να παραλληριστεί με απώλεια άλλης αίσθησης, όπως την απώλεια ακοής, ώστε να έχουν εφαρμογή τα προσδιορισθέντα στο προσάρτημα του συμβολαίου αντίστοιχα ποσά.
Γενική αίτηση που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με βάση τα Αρθρα 20(1) και (2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, ως τροποποιήθηκε, για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή, απορρίφθηκε στις 12.3.08, εφόσον κρίθηκε ότι καμία από τις περιπτώσεις που προδιαγράφονται στο πάνω Αρθρο, όπως αυτό έτυχε ερμηνείας από την Αγγλική και Κυπριακή νομολογία, δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα μπορούσε, ενόψει της τεκμηριωμένης απόφασης του διαιτητή, τον οποίο χαρακτήρισε ως «..... πρόσωπο με πολυετή δικαστική πείρα (που) καταξιώθηκε να ανελιχθεί μέχρι την υψηλότερη βαθμίδα της δικαστικής εξουσίας», να παρέμβει στην απουσία οποιουδήποτε στοιχείου που να δημιουργούσε το υπόβαθρο για προκατάληψη ή ανάρμοστη συμπεριφορά ή διαγωγή που ήταν άλλως επιλήψιμη εκ μέρους του διαιτητή.
Είναι αναγκαίο να γίνει λεπτομερής αναφορά στα προνοούμενα από το ασφαλιστικό συμβόλαιο ώστε να γίνει αφενός κατανοητό το όλο πλέγμα της υπόθεσης και αφετέρου η κρίση τόσο του διαιτητή, όσο και του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το συμβόλαιο είχε ως δικαιούχο το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Μελών Κυπριακού Στρατού Λιμιτεδ, μέλος του οποίου ήταν ως εκ της ιδιότητας του και ο εφεσείων. Κάλυπτε στο ποσό των £40.000, θάνατο από οποιαδήποτε αιτία, θάνατο από ατύχημα, μόνιμη ολική ανικανότητα από ατύχημα και μόνιμη μερική ανικανότητα από ατύχημα. Με βάση το προσάρτημα που τιτλοφορείται «Ωφέλημα μόνιμης μερικής ανικανότητας από ατύχημα», η εφεσίβλητη εταιρεία οφείλει να καταβάλει στον ασφαλιζόμενο το ποσό που αναφέρεται στον πίνακα του συμβολαίου:
«.... αφού προσκομιστούν στα κεντρικά γραφεία, αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία θα προκύπτει πλήρως, ότι η απώλεια ικανότητας του ασφαλισμένου προήλθε άμεσα, αυτοτελώς και ανεξάρτητα από κάθε άλλη αιτία, από ατύχημα το οποίο συνέβηκε κατά τη διάρκεια της κάλυψης του και με την προϋπόθεση ότι η απώλεια επήλθε μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ημέρα του ατυχήματος.»
Το άρθρο 2 του προσαρτήματος καθορίζει, σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο, ότι «σε περίπτωση μόνιμης ή ολικής απώλειας, δηλαδή ότι η χρήση του βλαβέντος οργάνου ή μέλους μερικώς μόνο παρακωλύεται, η αποζημίωση συνίσταται σε ποσοστό του ποσού που προβλέπεται για την περίπτωση ολικής απώλειας ....».
Με βάση τον πίνακα του άρθρου 4, καθορίζονται ποσοστά αποζημιώσεων για συγκεκριμένες περιπτώσεις που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πλήρη απώλεια ακοής και στα δύο αυτιά, πλήρη απώλεια ακοής στο ένα αυτί και διάφορες άλλες απώλειες, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση της απώλειας της όσφρησης. Το άρθρο 5, καθορίζει ότι μετά την «προσκόμιση όλων των αποδεικτικών στοιχείων» σε σχέση με το γεγονός ότι ο ασφαλιζόμενος υπέστη ατύχημα και στη βάση του ότι από το ατύχημα έχει υποστεί οποιαδήποτε από τις απώλειες που καθορίζονται στον πίνακα, τότε η εφεσίβλητη εταιρεία θα καταβάλει «.... σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς του παρόντος το προβλεπόμενο ασφαλισμένο ποσό το οποίο αναγράφεται στον πίνακα επισυναπτόμενου συμβολαίου.».
Το άρθρο 6 προνοεί για εξαιρέσεις, η παρουσία των οποίων αποκλείει τον ασφαλισμένο από την καταβολή οποιουδήποτε ωφελήματος. Ενδιαφέρει το λεκτικό που ακολουθεί τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 και που έχει, verbatim, ως εξής:
«Όλες οι παροχές που προβλέπονται από το παρόν καταβάλλονται μετά από την υποβολή στην Εταιρεία όλων των αποδεικτικών στοιχείων που θεμελιώνουν το σχετικό δικαίωμα.
Σε κάθε περίπτωση ατυχήματος το οποίο συνεπάγεται μόνιμη μερική ανικανότητα που δεν αναφέρεται ειδικά στο πίνακα των λοιπών σωματικών βλαβών όπως ορίζονται πιο πάνω στο επισυναπτόμενο Συμβόλαιο, το ποσό της αποζημίωσης συνίσταται σε ποσοστό επί του ποσού που αναφέρεται για το άρθρο (4), ίσο προς το ποσοστό της ισόβιας ή γενικής μείωσης της ικανότητας του παθόντος για οποιανδήποτε εργασία, για τον προσδιορισμό αυτού του ποσοστού λαμβάνονται υπόψιν γενικά κριτήρια και όχι οι ειδικοί όροι βάσει των οποίων διατελούσε αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την άσκηση της εργασίας του πριν από το ατύχημα. Εν πάση περιπτώσει το εν λόγω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβεί αυτό που προβλέπεται στον προαναφερόμενο πίνακα για σωματική βλάβη αντίστοιχης σοβαρότητας και βαρύτητας.»
Αποτελεί την εισήγηση του εφεσείοντος με τέσσερεις λόγους έφεσης, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του ότι ο διαιτητής εύλογα έλαβε τη σχετική διαιτητική απόφαση ενόψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του. Λανθασμένα, επίσης, κατέληξε ότι η έννοια και ερμηνεία του όρου «misconduct» δεν εφαρμοζόταν στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο διαιτητής την ενώπιον του διαιτησία ή ότι αποκλειόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο από την υποχρέωση να ελέγξει κατά πόσο ορθά ο διαιτητής έκρινε κατά νόμο και στη βάση των γεγονότων που είχε ενώπιον του την όλη υπόθεση. Περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η ιατρική μαρτυρία με το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Πούγιουρου, δεν ήταν αρκετή για να αποδείξει τη βλάβη στην όσφρηση, ενώ η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι και αναιτιολόγητη, εφόσον παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να καταλήξει σε αναγκαία ευρήματα. Αυτό, διότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει στην ουσία την απόφαση του διαιτητή θεωρώντας ότι λόγω της προηγούμενης δικαστικής του ιδιότητας, ο διαιτητής κατέληξε σε τεκμηριωμένη, εύλογη και δίκαιη απόφαση υπό τις περιστάσεις.
Ο κ. Κυπρίζογλου, προωθώντας την έφεση, εισηγήθηκε ότι η απόφαση του διαιτητή μπορούσε να ελεγχθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την ορθότητα της νομικής του προσέγγισης και της ερμηνείας που έδωσε στο άρθρο 4 του προσαρτήματος, σε συνδυασμό με την ανικανότητα του εφεσείοντος να εργαστεί. Η παρερμηνεία του ασφαλιστικού συμβολαίου επεδείκνυε κατά νόμο «.... κακό χειρισμό και/ή ανάρμοστη συμπεριφορά (misconduct) ....» εντός της έννοιας αυτής κατά το Αρθρο 20 του Κεφ. 4. Επομένως, πρωτοδίκως, λανθασμένα και αντινομικά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε υποχρέωση να ελέγξει την ορθή εφαρμογή του Νόμου και την υπαγωγή των γεγονότων σ' αυτό, θεωρώντας ότι ο διαιτητής ως άτομο με πολυετή δικαστική πείρα δίκαια και εύλογα κατέληξε στα συμπεράσματά του.
Η αντίθετη θέση του κ. Ηλιάδη, ήταν ότι η νομολογία έχει αποσαφηνίσει τις περιπτώσεις επέμβασης των Δικαστηρίων προς παραμερισμό διαιτητικών αποφάσεων διαιτητών. Δεν έχει αποδειχθεί στην περίπτωση οποιοσδήποτε λόγος παραμερισμού της διαιτητικής απόφασης, εφόσον το έργο του Δικαστηρίου ορθά εξαντλήθηκε στην εξέταση του κατά πόσο ο διαιτητής επέδειξε κατά νόμο «ανάρμοστη συμπεριφορά», τέτοια δε συμπεριφορά δεν έχει αποδειχθεί εφόσον ο διαιτητής ήταν το αρμόδιο πρόσωπο να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία, την οποία ελεύθερα ο εφεσείων προσκόμισε ενώπιον του, στη βάση της οποίας ο διαιτητής, ερμηνεύοντας ορθά το ασφαλιστικό συμβόλαιο, απέρριψε την αξίωση.
Εγείρεται προς απάντηση θεμελιακό ερώτημα ως προς τη νομική εμβέλεια του Αρθρου 20 και ιδιαίτερα της φράσης «ανάρμοστη συμπεριφορά» («misconduct»).
Το Αρθρο 20 έχει ως εξής:
«1. Όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επιδεικνύει κακή συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση, το δικαστήριο δύναται να τον απομακρύνει.
2. Όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση ή όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.»
Ενδιαφέρει εδώ το εδάφιο (2), εφόσον είχε επιδιωχθεί πρωτοδίκως η ακύρωση ή παραμερισμός της διαιτητικής απόφασης. Στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο, ο όρος που χρησιμοποιείται στο Αρθρο 23(1) του Arbitration Act 1950 απ' όπου λήφθηκε το Κεφ. 4, είναι «misconduct», και έχει πλειστάκις ερμηνευτεί να περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του διαιτητή ή τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας («.... has misconducted himself or the proceedings ....». Στον Russell on Arbitration 16η έκδ. σελ. 307, θεωρείται λανθασμένη συμπεριφορά η εκ μέρους του διαιτητή ακρόαση μαρτύρων ή εξέταση εγγράφων στην απουσία των διαδίκων, η απόδοση στον εαυτόν του ενός συνολικού ποσού για τα έξοδα του, ώστε να αποκλείει τους διαδίκους από του να ενστούν στις χρεώσεις του, (δέστε την απόφαση K/S Norjarl A/S v. Hyundai Heavy Industries Co. Ltd [1991] 3 W.L.R. 1025, για κατεύθυνση ως προς τον τρόπο χρέωσης αμοιβής από ένα διαιτητή), η εκ μέρους του παράλειψη να εξασκήσει όλες τις εξουσίες του ή η λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Στη δε σελ. 309, αναφέρεται σε σχέση με τη διεξαγωγή της διαιτησίας, ότι οι κύριοι άξονες επί των οποίων μπορεί να υποβληθεί επιτυχώς αίτηση για παραμερισμό, είναι η εκ μέρους του διαιτητή διεξαγωγή της διαιτησίας ex parte χωρίς ουσιώδη λόγο, ο αποκλεισμός ατόμων που έχουν δικαίωμα να είναι παρόντα, η λανθασμένη απόρριψη ή αποδοχή μαρτυρίας και η λανθασμένη μετακύλιση καθηκόντων.
Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, (Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver as administrator of the estate of the bankrupt Takis Vryonides (1978) 1 C.L.R. 15, σελ. 23, τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, καθώς και την πρόσφατη απόφαση στη ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ v. Lakis Georghiou Constructions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 223, ή, η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας (David Taylor & Son v. Barnett [1953] 1 W.L.R. 562). Όπως έχει αποφασιστεί και στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006), (που αφορούσε περίπτωση παραπομπής τεχνικών θεμάτων σε διαιτησία, εν μέσω δικαστικής αγωγής), «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος» ενώ «.... παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα .... κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας» (εκεί ο διαιτητής είχε λανθασμένα υιοθετήσει, έξω από τους όρους εντολής του, τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί στο Δικαστήριο).
Πουθενά, όμως, η μέχρι τούδε νομική θεώρηση των προνοιών του Αρθρου 20(2), δεν έχει συμπεριλάβει, (στην απουσία βεβαίως παραβιάσεων των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης), και, την ενδεχομένως λανθασμένη νομική ερμηνεία ενός εγγράφου. Η παραδοσιακή αντίληψη περί του σκοπού της παραπομπής μιας διαφοράς σε διαιτησία, είναι ακριβώς η ταχεία και τελεσίδικη επίλυσή της. Όπως εξηγείται στο Russell - πιο πάνω - σελ. 289, υπήρχε στο κοινοδίκαιο σύμφυτη εξουσία παραμερισμού απόφασης, η δε νομοθετική χρήση της λέξης «misconduct» γενικά, που ήταν νέα στο Arbitration Act 1889 και η μετέπειτα χρήση του «misconduct of the proceedings» στο μεταγενέστερο Arbitration Act 1934, που διατηρήθηκε και στο Arbitration Act 1950, είχε στην ουσία χαρακτήρα δηλωτικό της προηγούμενης νομολογίας. Όπως δε εξηγείται και στη μεταγενέστερη 23η έκδοση του Russel on Arbitration (2007), σελ. 375 παρ. 7-056, τα Δικαστήρια ήταν πάντοτε απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου η νομοθεσία παρείχε ειδικά τέτοια δυνατότητα, οι δε αποφάσεις των διαιτητών γενικώς δεν ήταν δεκτικές αναθεώρησης από το Δικαστήριο, εκτός στο βαθμό που ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο πασιφανή εναντίον των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Παρά την προσπάθεια του συνηγόρου του εφεσείοντος να πείσει ότι η ερμηνεία σε επίμαχο συμβόλαιο που δίνει ένας διαιτητής, όπως και εδώ, εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει «misconduct», η θέση του δεν έχει έρεισμα στη νομολογία. Η υπόθεση Modern Engineering (Bristol) Ltd v. C. Miskin & Son Ltd [1981] 1 Lloyd's Rep. 135, δεν αποφάσισε οτιδήποτε το διαφορετικό, ούτε αποτελεί αυθεντία για τον ισχυρισμό του συνηγόρου. Η υπόθεση αφορούσε μια κλασσική στην ουσία περίπτωση, όπου ο διαιτητής, ενώ γνώριζε, ότι οι δικηγόροι της Miskin ενημέρωσαν το διαιτητή ότι ήθελαν να εγείρουν νομικό ζήτημα ως προς τη σημασία ενός πιστοποιητικού που είχε εκδώσει ο αρχιτέκτονας, με πιθανότητα να το επανανοίξουν ως προς την αποτελεσματικότητά του, θα έπρεπε δε να ακουστούν εκατέρωθεν επιχειρήματα επ' αυτού, εντούτοις προχώρησε να εκδώσει «interim award» όπου αποφάσισε ότι η Miskin μπορούσε να επανανοίξει το πιστοποιητικό, χωρίς να ακούσει τους δικηγόρους της Modern Engineering.
Κρίθηκε ότι η ενέργεια του διαιτητή ισοδυναμούσε με καθαρή παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, εφόσον αποφάσισε υπέρ ενός των διαδίκων, χωρίς να ακούσει τον άλλο.
Σύμφωνα με τον Russell - πιο πάνω - σελ. 285, η έννοια του «misconduct» περιλαμβάνει στην ευρεία της σημασία «..... even including mistake (in law or fact) admitted by the arbitrator», στη δε σελ. 306, εξηγείται, ως προς το λάθος περί το νόμο, ότι αυτό πρέπει να είναι παραδεκτό από το διαιτητή. Ακόμη όμως και όπου ο διαιτητής λανθασμένα αναφέρθηκε στο νόμο, αυτό δεν ισοδυναμεί με υπέρβαση της δικαιοδοσίας του. (Re London Dock Co and Shadwell [1862] 32 LJ QB 30).
Ακόμη και στην εξέλιξη της νομοθεσίας στην Αγγλία με την εισαγωγή του Arbitration Act 1996, όπου με το s. 68 εισήχθηκε ο γενικότερος όρος του «serious irregularity», ως προϋπόθεση για τον παραμερισμό διαιτητικής απόφασης, έχει αποσαφηνιστεί ότι πρέπει η περίπτωση να εμπίπτει σε μια από τις έννοιες που αποδίδει στον όρο το εδάφιο (2)(a)-(i). Έχει δε ερμηνευτεί στην Petroships Pte Ltd v. Petec Trading and Investment Corp. (The "Petro Ranger") [2001] 2 Lloyd's Rep. 348, ότι οι καθορισθείσες παρατυπίες στο εδάφιο (2), δεν μπορούν να επεκταθούν από το Δικαστήριο, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να οδηγούν και σε «substantial injustice», που να δικαιολογούν την επέμβαση του Δικαστηρίου. Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε στην Losotho Highlands Development Authority v. Impregilo SpA [2005] 3 All E.R. 789, η επέμβαση του Δικαστηρίου καθίσταται αναγκαία μόνο στην περίπτωση όπου ο διαιτητής έχει υπερβεί τις εξουσίες του κάτω από τη συμφωνία διαιτησίας. Όπως λέχθηκε στις σκέψεις 29 και 31:
«But nowhere in section 68 is there any hint that a failure by the tribunal to arrive at the 'correct decision' could afford a ground for challenge under section 68 ...... Section 68(2)(b) does not permit a challenge on the ground that the tribunal arrived at a wrong conclusion as a matter of law or fact. It is not apt to cover a mere error of law. The view is reinforced if one takes into account that a mistake in interpreting the contract is the paradigm of a 'question of law' which may in the circumstances specified in section 69 be appealed unless the parties have excluded that right by agreement.»
Σε μετάφραση:
«Πουθενά στο Αρθρο 68 δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι η αποτυχία του διαιτητή να καταλήξει στην 'ορθή απόφαση' θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο προς ακύρωση κάτω από το Αρθρο 68 ..... Το Αρθρο 68(2)(b) δεν επιτρέπει αμφισβήτηση για το λόγο ότι ο διαιτητής λανθασμένα κατέληξε ως προς τα γεγονότα ή το νόμο. Δεν επαρκεί για να καλύψει ένα απλό λάθος περί το νόμο. Η άποψη αυτή ενισχύεται αν κάποιος αναλογιστεί ότι μια λανθασμένη ερμηνεία συμβολαίου είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμα ενός 'νομικού ερωτήματος' το οποίο μπορεί στις συνθήκες που καθορίζει το Αρθρο 69 να εφεσιβληθεί εκτός αν οι διάδικοι έχουν εξαιρέσει αυτό το δικαίωμα με συμφωνία.»
Είναι επομένως πρόδηλο, ότι η νομολογία έχει σταδιακά (με οδηγό βέβαια τη νέα νομοθεσία στην Αγγλία), περιορίσει, αντί να επεκτείνει, τις περιστάσεις που θα αποτελούσαν «misconduct». (Δέστε Russel on Arbitration 23η έκδ. σελ. 375, παρ. 7-056). Όπως δε αναφέρεται στο Civil Procedure Vol. 2: The White Book Service 2006, στη σελ. 470 στην παρ. 2Ε-78:
«The Act further specifies the grounds on which an award may be set aside or remitted or an arbitration removed thus removing the general discretion available under 'the old law'.»
Σε μετάφραση:
«Ο Νόμος καθορίζει περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους μια διαιτητική απόφαση δύναται να παραμεριστεί ή αποσταλεί πίσω ή ο διαιτητής να απομακρυνθεί, αφαιρώντας έτσι τη γενική διακριτική ευχέρεια που υπήρχε κάτω από τον 'προηγούμενο νόμο'.»
Τα αποφασισθέντα ανωτέρω ως προς το ότι η νομική εμβέλεια της έννοιας της ανάρμοστης συμπεριφοράς δεν περιλαμβάνει και τη νομική ερμηνεία εγγράφου, σφραγίζει και την τύχη της έφεσης. Χάριν όμως ολοκλήρωσης του σκεπτικού μπορεί συνοπτικά να λεχθεί ότι εν πάση περιπτώσει η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή ως προς το ότι δεν υπήρχε έδαφος για παραμερισμό της απόφασης του διαιτητή. Όχι βέβαια διότι ο διαιτητής ήταν πρώην δικαστικός με πολυετή πείρα, αλλά διότι η ερμηνεία που αυτός έδωσε στον επίμαχο όρο του ασφαλιστικού συμβολαίου ήταν εύλογη και συνήδε με τους γνωστούς ερμηνευτικούς κανόνες.
Το άρθρο 6 που καταγράφηκε προηγουμένως προϋποθέτει ότι ο παθών θα πρέπει να περάσει τρία στάδια για να πάρει αποζημίωση από την εφεσίβλητη εταιρεία. Το πρώτο είναι το ατύχημα που έχει υποστεί να μην καλύπτεται από τον πίνακα των «λοιπών σωματικών βλαβών», όπως τιτλοφορείται ο πλαγιότιτλος του άρθρου 4. Δεύτερο, πρέπει η πάθηση να έχει επηρεάσει το άτομο ως προς την ικανότητα του να εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία, οπότε και λαμβάνει ποσοστό του ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 4, για αντίστοιχη πάθηση ή απώλεια. Τρίτο, για τον προσδιορισμό αυτού του ποσοστού λαμβάνονται υπόψη γενικά κριτήρια τα οποία προφανώς καθορίζει η εφεσίβλητη εταιρεία, ή σε περίπτωση διαιτησίας, ο διαιτητής.
Η πιο πάνω ερμηνεία συνάδει και με το ότι οι παθήσεις που καθορίζονται ρητά στο άρθρο 4, είτε συμφωνημένα επιφέρουν την ορισθείσα απώλεια, είτε θεωρούνται αρκούντως σοβαρές ώστε, ανεξάρτητα από το εάν επηρεάζεται ή όχι κάποιος στην εργασία του, να δικαιούται στο ποσοστό αποζημίωσης που εκεί καθορίζεται, ήτοι, ποσοστό επί των £40.000 που δίνονται εξ ολοκλήρου στις περιπτώσεις απώλειας όρασης και στα δύο μάτια ή ολικής παράλυσης.
Απώλεια όμως που δεν καταγράφεται στον πίνακα, συναρτάται προς την ικανότητα για οποιαδήποτε εργασία, ακριβώς γιατί θα πρέπει να αποδειχθεί από τον παθόντα ότι η απώλεια είναι τέτοιας μορφής που του προκαλεί πρόβλημα να εργαστεί οπουδήποτε, οπότε και λαμβάνονται υπόψη γενικά κριτήρια για τον καθορισμό της αποζημίωσης, όπως, για παράδειγμα, η ηλικία κατά την ημέρα του ατυχήματος, το είδος της εργασίας που ασκούσε προηγουμένως ο παθών, καθώς και οι εν γένει συνθήκες για άσκηση εργασίας συμπεριλαμβανομένων και τυχόν ιδιαιτέρων δεξιοτήτων του παθόντος. Δεν λαμβάνονται υπόψη οι ειδικοί όροι βάσει των οποίων ο παθών διατελούσε κατά την άσκηση της εργασίας του πριν το ατύχημα, όπως ρητά αναφέρει το άρθρο 6, αποκλειομένων έτσι οποιωνδήποτε ειδικών συνθηκών εργασίας ή όρων σε συμβόλαιο εργασίας, περιλαμβανομένων ενδεχομένως του μισθού του παθόντος, του ωραρίου, διαφόρων προνοιών για ταμεία υγείας ή άλλων ωφελημάτων κλπ.
Η ως άνω εύλογη από τον διαιτητή ερμηνεία του άρθρου 6, οδηγούσε ταυτόχρονα στο συμπέρασμα ότι στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από τον εφεσείοντα ως προς την «ισόβια ή γενική μείωση της ικανότητας .... για οποιαδήποτε εργασία» του εφεσείοντος, δεν ήταν δυνατή η απόδοση αποζημίωσης, ο δε παραλληλισμός με την απώλεια ακοής, ως πάθησης ρητά αναφερόμενης στον Πίνακα του άρθρου 4, δεν ήταν βοηθητική ελλείψει σχετικής ιατρικής μαρτυρίας, ούτε μπορούσε να συναχθεί αυθαιρέτως, ή, να θεωρηθεί κοινή γνώση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι δεν ενδιέτριψε στην απόφαση του διαιτητή με την αναμενόμενη διεισδυτικότητα, όμως ορθά ανέφερε ότι η ερμηνεία του επιδίκου εγγράφου από μέρους του διαιτητή, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επιλήψιμη ή ανάρμοστη συμπεριφορά που να δικαιολογεί ακύρωση της απόφασής του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Τον Απρίλιο του 2000 ο Εφεσείων συνήψε με την Εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία συμβόλαιο το οποίο εκάλυπτε, μεταξύ άλλων, και μόνιμη μερική ανικανότητα από ατύχημα. Λίγους μήνες μετά, ο Εφεσείων είχε ατύχημα το οποίο είχε, όπως διατείνετο, ως αποτέλεσμα την απώλεια της αίσθησης της όσφρησής του. Υπέβαλε τότε απαίτηση προς την Εφεσίβλητη η οποία την απέρριψε ως μη αποδεικνυόμενη και εν πάση περιπτώσει ως μη καλυπτόμενη από τους όρους του συμβολαίου, οπότε η διαφορά, σύμφωνα με όρο του συμβολαίου, παρεπέμφθη σε διαιτησία. Στα δικόγραφα του ο Εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι η απώλεια του ενέπιπτε στους όρους του συμβολαίου, ενώ η Εφεσίβλητη στο δικό της δικόγραφο ισχυρίσθηκε ότι, και αν αποδεικνύετο η απώλεια της όσφρησης, αυτή δεν εκαλύπτετο από τους όρους του συμβολαίου. Το αντικείμενο της διαφοράς, όπως καθορίσθηκε από τα μέρη, ήταν:
«1. Κατά πόσον ο ασφαλιζόμενος υπέστει μόνιμη μερική ανικανότητα από ατύχημα με ολική απώλεια της όσφρησής του.
2. Κατά πόσον η απώλεια της όσφρησης εμπίπτει στις πρόνοιες του Προσαρτήματος (SB 3.0) του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου και εάν ναι, κατά πόσον η απώλεια είναι πλήρης και αθεράπευτη ή μόνιμη μερική σύμφωνα με το άρθρο 2 του Προσαρτήματος (SB 3.0).
3. Ποίον θα είναι το ύψος των αποζημιώσεων που θα δικαιούται ο ασφαλιζόμενος ανάλογα με την απόφαση στα σημεία που εγείρονται στην παράγραφο αρ. 2 πιο πάνω.»
Με παραδεκτή κατόπιν της προσκομισθείσας κατά τη διαιτησία ιατρικής μαρτυρίας, αν και αρχικώς αμφισβητηθείσα, την απώλεια της αίσθησης της όσφρησης, ο Διαιτητής επεσήμανε ότι:
«Η διαφορά επικεντρώθηκε στο ζήτημα αν η απώλεια της όσφρησης από μόνη της, ως η μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση, εμπίπτει στις πρόνοιες του Προσαρτήματος SB.3.0 του Ασφαλιστηρίου και αν ναι, ποιό το ύψος της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ασφαλιζόμενος αιτητής»
Τούτο με αναφορά στο ότι δεν προσκομίσθηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει μείωση της ικανότητας του Εφεσείοντα για εργασία, δεδομένου ότι η μεν Εφεσίβλητη εισηγείτο ότι ήταν αναγκαία η απόδειξη μείωσης της ικανότητας για εργασία ο δε Εφεσείων εισηγείτο ότι αυτή δεν ήταν αναγκαία. Και αυτά με επίκεντρο το άρθρο 6 του προσαρτήματος το οποίο αφορά το ωφέλημα της Μόνιμης Μερικής Ανικανότητας από Ατύχημα και το οποίο ορίζει ότι:
«Σε κάθε περίπτωση ατυχήματος το οποίο συνεπάγεται μόνιμη μερική ανικανότητα που δεν αναφέρεται ειδικά στον πίνακα των λοιπών σωματικών βλαβών όπως ορίζονται πιο πάνω στο επισυναπτόμενο Συμβόλαιο, το ποσό της αποζημίωσης συνίσταται σε ποσοστόν επί του ποσού που αναφέρεται για το άρθρο (4), ίσο προς το ποσοστό της ισόβιας ή γενικής μείωσης της ικανότητας του παθόντος για οποιανδήποτε εργασία, για τον προσδιορισμό αυτού του ποσοστού λαμβάνονται υπόψιν γενικά κριτήρια και όχι οι ειδικοί όροι βάσει των οποίων διατελούσε αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την άσκηση της εργασίας του πριν από το ατύχημα. Εν πάσει περιπτώσει το εν λόγω ποσοστόν δεν μπορεί να υπερβεί αυτό που προβλέπεται στον προαναφερόμενο πίνακα για σωματική βλάβη αντίστοιχης σοβαρότητας και βαρύτητας.»
Ο Διαιτητής, αφού παρέθεσε σε έκταση τις πρόνοιες του συμβολαίου περιλαμβανομένου του Αρθρου 6, θεώρησε ότι «Η γλώσσα του Συμβολαίου και των Προσαρτημάτων είναι καθαρή και δεν υπάρχει ασάφεια» και ότι η μόνιμη μερική ανικανότητα πρέπει «στις περιπτώσεις που δεν αναφέρονται ειδικά στα Αρθρα 3 και 4, να συνεπάγεται ισόβια ή γενική μείωση της ικανότητας του παθόντος για οποιαδήποτε εργασία». Παρατηρώντας δε ότι καμιά μαρτυρία δεν προσκομίσθηκε ως προς τούτο, απέρριψε την απαίτηση.
Αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για ακύρωση της απόφασης του Διαιτητή ήταν ανεπιτυχής. Το Δικαστήριο, παραθέτοντας το νόμο και τη νομολογία αναφορικά με τον παραμερισμό διαιτητικής απόφασης, είπε:
«Δεν θα ενδιατρίψω στην απόφαση του Διαιτητή και στους λόγους που αξιολογώντας τη μαρτυρία κατέληξε στα συμπεράσματα του. Δεν είναι θέμα του δικαστηρίου τούτου να κρίνει την απόφαση του Διαιτητή. Αυτό που το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει είναι εάν ενόψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του ο Διαιτητής (στη συγκεκριμένη περίπτωση της μαρτυρίας του αιτητή μόνο και των ιατρικών πιστοποιητικών όπως επίσης και του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου) θα μπορούσε εύλογα και δίκαια να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε δικαιολογώντας πλήρως την απόφασή του. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό βεβαίως είναι θετική. Ο Διαιτητής είναι πρόσωπο με πολυετή δικαστική πείρα και καταξιώθηκε να ανελιχθεί μέχρι την υψηλότερη βαθμίδα της δικαστικής εξουσίας. Η απόφαση του είναι όπως έχω ήδη προαναφέρει, τεκμηριωμένη και το δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να λειτουργεί ως Εφετείο για να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει.»
Δεν συνέτρεχε, κατέληξε το Δικαστήριο, οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να συνιστούσαν ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους του Διαιτητή ώστε να δικαιολογείτο παρέμβαση του Δικαστηρίου:
«Αυτό που καλείται να κάνει το δικαστήριο είναι να δει εάν συντρέχει μία από τις τρεις προϋποθέσεις που τέθηκαν στο Σύγγραμμα Handbook on Arbitration Practice του Ronald Bernstein, Derek Wood, ανωτέρω, η οποία συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά misconduct δηλαδή του διαιτητή στο πλαίσιο εκδίκασης της διαφοράς. Το δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του όμως κανένα στοιχείο που να συνηγορεί ή να καταδεικνύει ότι ο Διαιτητής επέδειξε προκατάληψη ή συμπεριφορά ή διαγωγή τέτοια από το επίπεδο συμπεριφοράς που οι διάδικοι ανέμεναν απ' αυτόν ούτε παρουσιάστηκε ενώπιον μου οτιδήποτε που θα απεδείκνυε σχέση του Διαιτητή με ένα από τα μέρη της διαφοράς το οποίο θα δημιουργούσε εμφανείς κινδύνους ως προς την εξ αντικειμένου δυνατότητα του Διαιτητή να ενεργεί αμερόληπτα.
Η επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή αφορά τη νομική πτυχή της υπόθεσης, την αποδοχή ή την απόρριψη μαρτυρίας, την ερμηνεία του επιδίκου εγγράφου κλπ. από μέρους του Διαιτητή, τα οποία δεν συνιστούν επιλήψιμη ή ανάρμοστη συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση και/ή την ακύρωση της απόφασης του από το δικαστήριο όπως προνοεί το Αρθρο 20 του Κεφ. 4 επί του οποίου η αίτηση βασίζεται.»
Η έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της θεώρησης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στο επίκεντρο των λόγων έφεσης, και ενδιαφέρουν περισσότερο οι λόγοι έφεσης 3 και 4, είναι η ερμηνεία της έννοιας «misconduct» αφού, σύμφωνα με το Αρθρο 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφάλαιο 4:
«Όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση ή όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.»
Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η έννοια «χειρίστηκε κακώς την υπόθεση» δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις προκατάληψης, σχέσης που να δημιουργεί κίνδυνο ως προς την εξ αντικειμένου δυνατότητα του διαιτητή, ή μη συμμόρφωσης με τους κανόνες της δίκαιης δίκης, αλλά επεκτείνεται και σε περιπτώσεις αντινομικής κρίσης του διαιτητή ως εκ της λανθασμένης αντίληψης του του νόμου ή των γεγονότων. Η Εφεσίβλητη εισηγείται την πιο περιορισμένη αντίληψη της έννοιας.
Είναι δεδομένο ότι η έννοια «χειρίστηκε κακώς την υπόθεση» έχει περιορισμένη εμβέλεια. Ορθώς παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, επί της γενικότερης διάστασης, ότι, όπως υπεδείχθη στην υπόθεση Αναφορικά με τη Διαιτησία μεταξύ της Τσιμεντοποιείας Βασιλικού Λτδ v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2001) 1(A) Α.Α.Δ. 23, σ.29:
«Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διαιτησίας είναι ο αποκλεισμός ή ακριβέστερα ο περιορισμός των ένδικων μέσων κατά της διαιτητικής απόφασης. Έτσι, ο περί Διαιτησίας Νόμος, Κεφ. 4, που έχει ως πρότυπο τον ομώνυμο αγγλικό νόμο του 1934, επιτρέπει την ακύρωση μιας τέτοιας απόφασης για τους περιορισμένους λόγους που εκθέτει το Αρθρ. 20(2).»
Και δεν είναι τυχαίο που η νομολογία, όπως συνοψίζεται και στις αρχές που διατυπώνονται στις αυθεντίες, αφορά κυρίως υποθέσεις όπου το ζητούμενο είναι η συμμόρφωση του διαιτητή με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης (ίδε Galatis v. Savvides a.a. (1966) 1 C.L.R. 87 και την αγγλική νομολογία που εξετάζεται εκεί). Οι υποχρεώσεις του διαιτητή όμως δεν σταματούν εκεί. Με δεδομένο ότι, όπως υπεδείχθη από τον Πική, Π., στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Dynacon Ltd κ.ά. (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 717, «Το έργο των διαιτητών είναι οιονεί δικαστικό», «Δικαστική είναι και η αποστολή τους.», βασική ευθύνη του διαιτητή είναι και η υποχρέωση να ενεργήσει στα πλαίσια των όρων εντολής του. Σχετική είναι η αναφορά του Lord Goddard στην υπόθεση Mediterranean & Eastern Export Co Ltd v. Fortress Fabrics (Manchester) Ltd [1948] 2 All E.R. 186, σ. 189, ότι:
«If an arbitrator has acted within the terms of his submission and has not violated any rules of what is so often called natural justice, the Courts should be slow indeed to set aside his award.»
Πέραν της υποχρέωσης αυτής όμως, ο διαιτητής υποχρεούται να συμμορφώνεται και με βασικές αρχές του δικαίου. Όπως υπεδείχθη από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην υπόθεση Panikos Harakis Ltd v. Official Receiver (1978) 1 C.L.R. 15, σ. 23:
«It is correct that wrongful admission of evidence may amount to legal misconduct by an arbitrator (see Russell, supra, at p. 235).»
Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν τη βάση για την απόφαση στην υπόθεση A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006.
Πίσω από την έκταση της δυνατότητας του δικαστηρίου να παρέμβει τα πλαίσια που η έννοια «χειρίστηκε κακώς την υπόθεση» επιτρέπει, είναι οι πραγματικότητες και οι εύλογες προσδοκίες των μερών. Συμφωνώντας να προσφύγουν σε διαιτησία αντί στη συνήθη δικαστική διαδικασία, τα μέρη δεν μπορούν να εκλαμβάνονται ότι αποδέχονται την όποια απόφαση του διαιτητή, έστω και αν αυτός ενεργούσε «αντιδικαστικά», ιδιαιτέρως αφού, πλην την πρόνοιας του Αρθρου 20, η απόφαση του διαιτητή δεν υπόκειται σε έφεση. Πολλά εξαρτώνται και από το σκοπό της διαιτησίας. Ασφαλώς, προκειμένου για διαιτησία όπου επιδιώκεται η χρήση των ειδικών γνώσεων και εμπειριών του διαιτητή, δεν μπορεί με ευκολία να γίνεται λόγος για «κακό χειρισμό» της υπόθεσης υπό τη μορφή λανθασμένης προσέγγισης του διαιτητή. Σε τέτοια περίπτωση τα μέρη εμπιστεύονται το διαιτητή ακριβώς διότι μπορεί να αντλήσει από το γνωσιολογικό και εμπειρικό υπόβαθρο του για να κρίνει ορθώς τη διαφορά (ίδε Mediterranean & Eastern Export Co. Ltd v. Fortress Fabrics (Manchester) Ltd (ανωτέρω). Η κρίση σε τέτοια περίπτωση εξαρτάται από την υποκειμενική προσέγγιση του διαιτητή στην οποία τα μέρη προσφεύγουν και δεν θα ήταν νοητό αυτή να υπόκειται σε αναθεώρηση. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη περίπτωση διαιτησίας. Συχνά παραπέμπεται σε διαιτησία όχι μόνο η «πραγματική» αλλά και η «νομική» πτυχή της διαφοράς. Τέτοια ήταν και η προκειμένη περίπτωση, εφ' όσον η διαιτησία εκάλυπτε όχι μόνο την «πραγματική» διαφορά - κατά πόσο υπήρχε απώλεια της όσφρησης - αλλά και τη «νομική» διαφορά - κατά πόσον, αν υπήρχε απώλεια της όσφρησης, αυτή εκαλύπτετο από το συμβόλαιο. Στο τέλος της ημέρας μάλιστα η νομική αυτή διαφορά παρέμεινε ως η μόνη διαφορά αφού στην πορεία η Εφεσίβλητη εδέχθη ότι υπήρχε απώλεια της όσφρησης ως μόνιμη νομική ανικανότητα. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι βεβαίως αν η νομική κρίση του διαιτητή ως θέμα ερμηνείας των όρων του συμβολαίου μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη ή όχι.
Φρονώ πως όχι. Έχει ήδη επισημανθεί ότι η νομολογία αναγνωρίζει ότι η κρίση του διαιτητή δεν είναι ανεξέλεγκτη σε περίπτωση λανθασμένης εισαγωγής μαρτυρίας. Σε τέτοια περίπτωση ο διαιτητής ενεργεί προφανώς θεμελιακώς πεπλανημένως εκλαμβάνοντας ότι μπορεί να βασισθεί σε μαρτυρία στην οποία στην πραγματικότητα δεν του επιτρέπεται να βασισθεί. Ανάλογη πρέπει να είναι η αρχή και προκειμένου περί νομικής παρερμηνείας εφ' όσον αυτή είναι τόσο θεμελιακή ως προς το ζητούμενο ώστε να επηρεάζει το αποτέλεσμα της διαιτησίας και εφ' όσον η κρίση του διαιτητή μπορεί να κριθεί αντικειμενικώς και όχι σε συνάρτηση με την κρίση που αυτός αντλεί από το γνωσιολογικό και εμπειρικό υπόβαθρο του. Τέτοια ήταν η περίπτωση εδώ, αφού το μόνο θέμα στη διαιτησία απέληξε να είναι η ερμηνεία του συμβολαίου επί παραδεκτού πραγματικού υποβάθρου και δη του Αρθρου 6. Σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να λέγεται ότι, επειδή «Ο Διαιτητής είναι πρόσωπο με πολυετή δικαστική πείρα και καταξιώθηκε να ανελιχθεί μέχρι την υψηλότερη βαθμίδα της δικαστικής εξουσίας» η καθαρώς νομική κρίση του δεν μπορεί να ελέγχεται. Το θέμα δεν αφορούσε κρίση επί γεγονότων, ως προς το οποίο τα λεχθέντα από το πρωτόδικο δικαστήριο θα μπορούσαν μάλλον να είχαν εφαρμογή («Αυτό που το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει είναι εάν ενόψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του ο Διαιτητής (στη συγκεκριμένη περίπτωση της μαρτυρίας του αιτητή μόνο και των ιατρικών πιστοποιητικών όπως επίσης και του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου) θα μπορούσε εύλογα και δίκαια να καταλήξει στα συμπεράσματα που κατέληξε δικαιολογώντας πλήρως την απόφασή του.»). Απεναντίας, καθ' όσον το θέμα ήταν ακριβώς αυτό τούτο το νομικώς εύλογο της κατάληξης του διαιτητή, το θέμα μπορούσε να κριθεί μόνο με αναφορά προς την ορθότητα της ερμηνείας που ο διαιτητής έδωσε στο συμβόλαιο. Ουσιαστικώς, όπως και στην περίπτωση λανθασμένης εισαγωγής μαρτυρίας, ο διαιτητής ο οποίος παρερμηνεύει τους όρους του συμβολαίου ενεργεί «αντιδικαστικώς» και «χειρίζεται κακώς» την υπόθεση εφ' όσον επιτρέπει τη δόμηση της κατάληξης του σε λανθασμένη και πεπλανημένη νομική βάση.
Το ερώτημα που απομένει βεβαίως είναι αν όντως ο διαιτητής εδώ παρερμήνευσε θεμελιακώς το συμβόλαιο. Ο Πίνακας του συμβολαίου καθορίζει ότι το πληρωτέο ποσό για μόνιμη μερική ανικανότητα είναι £40.000. Το άρθρο ορίζει τη μόνιμη μερική ανικανότητα ως η «πλήρης και αθεράπευτη απώλεια της ικανότητας λειτουργικής χρήσης ενός οργάνου ή ενός μέλους», ενώ σε περίπτωση μόνιμης μερικής απώλειας της εν λόγω ικανότητας του οργάνου ή μέλους η αποζημίωση είναι ποσοστό επί του καταβλητέου ποσού αναλόγως «με το βαθμό που παρακωλύεται η χρήση του οργάνου ή μέλους». Σε περίπτωση (1) απώλειας της όρασης και των δύο ματιών και (2) ολικής παράλυσης, το άρθρο 3 προνοεί ότι καταβάλλεται ολόκληρο το ποσό του Πίνακα (£40.000). Το άρθρο 4 τώρα προνοεί ειδικές περιπτώσεις απώλειας, ως προς τις οποίες η καταβλητέα αποζημίωση καθορίζεται ως αντίστοιχο ποσοστό επί του ποσού του Πίνακα. Η απώλεια της όσφρησης δεν περιλαμβάνεται είτε στο άρθρο 3 είτε στο άρθρο 4. Σχετικό ως προς αυτή είναι το άρθρο 6 το οποίο παραθέτω και πάλι:
«Σε κάθε περίπτωση ατυχήματος το οποίο συνεπάγεται μόνιμη μερική ανικανότητα που δεν αναφέρεται ειδικά στο πίνακα των λοιπών σωματικών βλαβών όπως ορίζονται πιο πάνω στο επισυναπτόμενο Συμβόλαιο, το ποσό της αποζημίωσης συνίσταται σε ποσοστόν επί του ποσού που αναφέρεται για το άρθρο (4), ίσο προς το ποσοστό της ισόβιας ή γενικής μείωσης της ικανότητας του παθόντος για οποιανδήποτε εργασία, για τον προσδιορισμό αυτού του ποσοστού λαμβάνονται υπόψιν γενικά κριτήρια και όχι οι ειδικοί όροι βάσει των οποίων διατελούσε αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την άσκηση της εργασίας του πριν από το ατύχημα. Εν πάσει περιπτώσει το εν λόγω ποσοστόν δεν μπορεί να υπερβεί αυτό που προβλέπεται στον προαναφερόμενο πίνακα για σωματική βλάβη αντίστοιχης σοβαρότητας και βαρύτητας.»
Προφανώς το άρθρο 6 αφορά περιπτώσεις μόνιμης μερικής ανικανότητας άλλες από εκείνες που αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 4, όπως είναι η προκειμένη. Σε τέτοια περίπτωση, και αντιθέτως με το άρθρο 4 το οποίο καθορίζει την αποζημίωση για κάθε ρητώς αναφερόμενη βλάβη ως ποσοστό επί του ποσού των £40.000 και ανεξαρτήτως προς οτιδήποτε άλλο, το άρθρο 6 καθορίζει την αποζημίωση ως το ποσοστό επί του ποσού των £40.000 κατά το οποίο η ικανότητα του ασφαλισμένου για οποιαδήποτε εργασία έχει μειωθεί. Προνοεί όμως επίσης το άρθρο 6 ότι για τον προσδιορισμό του ποσοστού αυτού «λαμβάνονται υπόψιν γενικά κριτήρια και όχι οι ειδικοί όροι βάσει των οποίων διατελούσε αυτός που υπέστη το ατύχημα κατά την άσκηση της εργασίας του πριν από το ατύχημα». Η ειδική αυτή πρόνοια του άρθρου 6 φαίνεται λοιπόν να συναρτά τον προσδιορισμό του ποσοστού ανικανότητας όχι προς οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία που να καταδεικνύει τον πραγματικό επηρεασμό του ασφαλισμένου σε σχέση με την εργασία που έκανε αλλά το γενικό επηρεασμό που, έχοντας υπ' όψη «γενικά κριτήρια», μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι η ικανότητα του για «οποιανδήποτε εργασία» έχει μειωθεί. Το ποσοστό αυτό προφανώς αναμένεται να προσδιορισθεί με αναφορά στη γενικότερη αντίληψη και κρίση του πράγματος και όχι στη βάση μαρτυρίας.
Ο Διαιτητής στην προκειμένη περίπτωση παρέθεσε το άρθρο 6 και υπέδειξε τους προαναφερθέντες όρους του ως προς τον υπολογισμό του ποσοστού, τονίζοντας μάλιστα ακολούθως ότι «Ο καθορισμός του ποσοστού ανικανότητας για εργασία σύμφωνα με το άρθρο 6.2 του Προσαρτήματος δεν συναρτάται με συγκεκριμένη εργασία ούτε την εργασία που ασκούσε κατά το χρόνο που υπέστη το ατύχημα. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη είναι γενικά.». Εν τούτοις στη συνέχεια προχώρησε να παρατηρήσει ότι, καθ' όσον «Καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε για ισόβια ή γενική μείωση ή οποιαδήποτε μείωση της ικανότητας του αιτητή για οποιαδήποτε εργασία.», καταλήγοντας ότι «Στην παρούσα υπόθεση καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον του Διαιτητή για μείωση - ισόβιας ή γενικής - της ικανότητας του αιτητή για οποιαδήποτε εργασία λόγω απώλειας της όσφρησης.». Ενήργησε λοιπόν υπό πλάνη ως προς τη νομική βάση του κριτηρίου ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι «εχειρίσθη κακώς την υπόθεση» με αποτέλεσμα η απόφαση του να υπόκειται σε ακύρωση.
Θα επέτρεπα λοιπόν την έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται, κατά πλειοψηφία, με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης.