ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1266
16 Οκτωβρίου, 2009
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 16 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27-29 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155,
ΤΟ ΑΡΘΡΟ 29 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥ 29/77
(ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ
ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ,
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ
ΤΟΥ Ε. Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26/09/08 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 1 ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΓΓΑΡΗ ΣΤΗΝ ΜΕΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ, ΛΕΜΕΣΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 86/2008)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari για ακύρωση εντάλματος έρευνας ― Ισχυρισμός για απουσία δικαστικής διαπίστωσης εύλογης υπόνοιας ότι στην οικία, τα υποστατικά και τα οχήματα φυλάσσονταν ναρκωτικά, όπως απαιτείται από τα Άρθρα 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και το Άρθρο 29 (3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν.29/77), (όπως έχει τροποποιηθεί), αλλά εύλογη υπόνοια Αστυνομικού, η οποία δεν είναι αρκετή ― Απόρριψη αίτησης, ο προβληθείς ισχυρισμός δεν τεκμηριώθηκε.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari ― Καθυστέρηση στην καταχώρηση αίτησης για άδεια ― Εάν είναι αναιτιολόγητη, αποτελεί λόγο για άρνηση χορήγησης της αιτούμενης άδειας ― Χρονικά πλαίσια καθορισμένα από τους Θεσμούς δεν υπάρχουν στην Κύπρο ― Ακολουθείται η γενική αρχή που ισχύει στην Αγγλία.
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari με στόχο την ακύρωση του εντάλματος έρευνας της οικίας, των υποστατικών και των οχημάτων του, το οποίο εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 26.9.2008. Το ένταλμα ζητήθηκε δυνάμει του Άρθρου 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν.29/77), (όπως έχει τροποποιηθεί).
Ο αιτητής υποστήριξε ότι το ένταλμα έρευνας ήταν παράνομο, αφού δεν υπάρχει δικαστική διαπίστωση εύλογης υπόνοιας ότι στην οικία, τα υποστατικά και τα οχήματά του φυλάσσονταν ναρκωτικά.
Η δικηγόρος η οποία εκπροσώπησε τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι σημειώθηκε ανεξήγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης. Υπέβαλε ότι απαιτείτο να δοθεί μαρτυρία και ικανοποιητικός λόγος για την καθυστέρηση του ενάμιση μηνός στην καταχώρηση της αίτησης, κάτι το οποίο δεν έγινε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το θέμα ως προς το κατά πόσο υπάρχει αναιτιολόγητη καθυστέρηση από πλευράς του αιτητή να ζητήσει την έκδοση προνομιακού εντάλματος, επαφίεται στην διακριτική εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση τέτοιων ενταλμάτων. Στην Κύπρο, χρονικά πλαίσια, καθορισμένα από τους Θεσμούς, δεν υπάρχουν, το Δικαστήριο, όμως, κατά τη λήψη της απόφασής του, σταθμίζει όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. Ακολουθείται η γενική αρχή που ισχύει στην Αγγλία. Εκεί, ο χρονικός περιορισμός, όταν είχε εισαχθεί με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, ήταν έξι μήνες, μειώθηκε, όμως, στη συνέχεια, σε τρεις μήνες.
2. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, δεν έχει σημειωθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ενόψει του χρόνου που παρήλθε αφότου ο αιτητής έλαβε γνώση για την ύπαρξη του εντάλματος. Εν πάση περιπτώσει, και καθυστέρηση να θεωρηθεί ότι υπάρχει, αυτή δεν είναι τέτοιας έκτασης, που να αποκλείει την εξέταση της αίτησης στην ουσία της.
3. Το ένταλμα παραπέμπει στην ένορκη καταγγελία του Αστυνομικού, με την οποία αποκαλύπτεται μαρτυρία, και όχι στην εύλογη υποψία που δημιουργήθηκε στον Αστυνομικό, όπως εισηγείται ο αιτητής. Συνεπώς, η κατάληξη ότι ο Δικαστής ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος υποδηλοί τη δική του κρίση για το εύλογο της υποψίας, στη βάση όλων όσα τέθηκαν ενώπιόν του.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,
Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014,
Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας Ε.Δ. Λ/σού, ημερ. 13/10/2000 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571,
Αδαμίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 760,
Μήλιος (2002) 1 Α.Α.Δ. 787.
Aίτηση.
Α. Χαραλάμπους, για τον Αιτητή.
Έλ. Κλεόπα, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 26/9/2008, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα έρευνας, (το «ένταλμα»), της οικίας του αιτητή, η οποία βρίσκεται στην οδό Σωτήρη Τσαγγάρη, στη Μέσα Γειτονιά, στη Λεμεσό, καθώς και των υποστατικών και των οχημάτων του, με σκοπό την ανεύρεση ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α και Β. Το ένταλμα εκτελέστηκε αυθημερόν και οδήγησε στην ανεύρεση απαγορευμένων ουσιών.
Ο αιτητής, στις 11/11/2008, καταχώρισε μονομερή αίτηση, με την οποία ζητούσε την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώριση αίτησης για έκδοση διατάγματος certiorari εναντίον της πιο πάνω απόφασης.
Θεώρησα ορθό, ενόψει του γεγονότος ότι το ένταλμα είχε εκτελεστεί, όπως δοθούν οδηγίες η αίτηση να επιδοθεί. Από πλευράς της Δημοκρατίας, καταχωρήθηκε ένσταση και η αίτηση ακούστηκε ως αίτηση διά κλήσεως.
Ο αιτητής, με την αίτησή του, ζητά όπως το ένταλμα ακυρωθεί, για τους πιο κάτω λόγους:-
«(α) Το επίδικο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε από τον Δικαστή του Ε. Δ. Λεμεσού χωρίς επαρκή και/ή τη δέουσα αιτιολογία και/ή
(β) Το επίδικο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Νόμο 39/62 μεταξύ άλλων γιατί δεν ήταν δυνατό να εκδίδετο ένταλμα έρευνας για την οικία του Αιτητή επειδή αναφερόταν στην ένορκη δήλωση του Αστ. Χρ. Πογιατζή πως τρίτο άτομο 'ανέφερε προσωπικά στην αστυνομία' ότι ο Αιτητής διέπραξε τα επίδικα αδικήματα και/ή του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 (όπως τροποποιήθηκε) δεδομένου ότι η μαρτυρία του τρίτου ατόμου δεν παρουσιάστηκε καν ενώπιον του Δικαστή.
(γ) Το επίδικο ένταλμα έρευνας εκδόθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 27-29 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 και του Αρθρου 29 γιατί από την ένορκη δήλωση του Αστ.1450 Χρ. Πογιατζή δεν στοιχειοθετείτο η αναγκαία εύλογη υπόνοια διάπραξης των αδικημάτων ενώ ούτε από το ίδιο το ένταλμα προέκυπτε κάτι τέτοιο, αφού ο Δικαστής φαίνεται να βασίστηκε στην μαρτυρία (γνώμη) του Αστ.1450 Χρ. Πογιατζή προκειμένου να εκδώσει το ένταλμα έρευνας ενώ ούτε καν η φράση 'εύλογη υποψία' δεν αναφέρεται στο επίδικο ένταλμα έρευνας και/ή
(δ) Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Ε.Δ. Λεμεσού δεν δικαιολογούσε και/ή δεν στοιχειοθετούσε την έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας. Επιπρόσθετα δεν προκύπτει ότι τέθηκε ενώπιον του Δικαστή η πληροφορία που λήφθηκε από την Αστυνομία με βάση την οποία ζητήθηκε η έκδοση του εντάλματος έρευνας έτσι ώστε να δικαιολογείται το συμπέρασμα του Δικαστή για την ύπαρξη αναγκαιότητας στην έκδοση του εντάλματος έρευνας και/ή
(ε) Η έκδοση του επίδικου εντάλματος έρευνας είναι νομικά εσφαλμένη και/ή συνιστά υπέρβαση εξουσίας και/ή
(στ) Το λεκτικό του εντάλματος έρευνας είχε ετοιμαστεί από τρίτο άτομο από πριν και δεν ετοιμάστηκε από τον ίδιο τον Δικαστή που το εξέδωσε με αποτέλεσμα να μην προκύπτει από το ένταλμα πως ήταν ο ίδιος ο Δικαστής που αποφάσισε, εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα, για την ύπαρξη της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας και της αναγκαιότητας στην έκδοση του εντάλματος έρευνας. Γι' αυτό το λόγο η ώρα που αναφέρεται τόσο στην ένορκη δήλωση όσο και στο ένταλμα έρευνας είναι η ίδια ακριβώς δηλαδή η 15:50.
(ζ) Το συγκεκριμένο λεκτικό της ένορκης δήλωσης χρησιμοποιείται κατ' επανάληψη από τα μέλη της ΥΚΑΝ για να εξασφαλίσουν εντάλματα έρευνας και συνεπώς ο Αστ. 1450 Χρ. Πογιατζής παρέλειψε να βεβαιωθεί ο ίδιος για την αναγκαία ύπαρξη εύλογης υπόνοιας και ορκίστηκε την ένορκη δήλωση τυπικά ή μηχανικά. Δεν είναι δυνατό το λεκτικό αυτό τυχαία ή συμπτωματικά να έχει χρησιμοποιηθεί ξανά από τα μέλη της ΥΚΑΝ μεταξύ άλλων και στην περίπτωση του Αιτητή για την εξασφάλιση εντάλματος έρευνας της οικίας του ένα μήνα μετά από τις 25/09/08 δηλαδή στις 24/10/08.»
Είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι το ένταλμα ζητήθηκε δυνάμει του Άρθρου 29(3) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/77), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»), το οποίο προβλέπει ότι:-
«(3) Εφ' όσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία-
(α) ότι οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα ευρίσκονται κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών εν τη κατοχή προσώπου τινός εν οιωδήποτε υποστατικώ· ή
(β) ότι έγγραφον όπερ αμέσως ή εμμέσως αφορά ή έχει σχέσιν προς συναλλαγήν ή πράξιν ήτις αποτελεί αδίκημα συμφώνως τω παρόντι Νόμω ή σκοπουμένην συναλλαγήν ή πράξιν ήτις διενεργουμένη θα απετέλει αδίκημα εναντίον του παρόντος Νόμου ή εν τη περιπτώσει συναλλαγής ή πράξεως διενεργηθείσης ή διενεργηθησομένης εν οιωδήποτε τόπω εκτός της Δημοκρατίας, ήτις αποτελεί ή θα απετέλει αδίκημα εναντίον των διατάξεων του εν τω τόπω τούτω τελούντος εν ισχύϊ αντιστοίχου Νόμου, ευρίσκεται εν τη κατοχή προσώπου τινός,
ούτος δύναται να εκδώση ένταλμα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλματι καθοριζόμενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του εντάλματος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλματι καθοριζόμενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικοίς· εάν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκημά τι εναντίον του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των μνημονευομένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρμακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως, έγγραφα.»
Ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδώσει προνομιακό ένταλμα σε σχέση με ένταλμα έρευνας δεν αμφισβητήθηκε από τη συνήγορο της Δημοκρατίας, ενόψει των αποφασισθέντων στις Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207 και Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1014.
Προτού εξετάσω την επιχειρηματολογία, η οποία με εκτενή αναφορά σε νομολογία αναπτύχθηκε από τους συνηγόρους, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το ένταλμα με την αιτιολογία του, ως και την ένορκο δήλωση, στη βάση της οποίας αυτό εκδόθηκε, ενόψει του γεγονότος ότι, σύμφωνα με τον αιτητή, από το συνδυασμό των δύο διαπιστώνεται το παράνομο του εντάλματος:-
Ένταλμα:-
«Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία του Α/Αστ.1450 Χρ. ΠΟΓΙΑΤΖΗ από την Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού, ότι στην οικία αρ.1, που βρίσκεται στην οδό Σωτήρη Τσαγγάρη στην Μ. Γειτονιά στην Λεμεσό, όπου διαμένει ο Ανδρέας ΜΑΡΑΓΚΟΣ καθώς επίσης τα υποστατικά και οχήματα του, παράνομα χρησιμοποιούνται για την φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ & Β΄.
Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια, να μπείτε στην πιο πάνω οικία, υποστατικά και οχήματα του πιο πάνω προσώπου οποιαδήποτε ώρα και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευνα, να φέρετε τα πράγματα που θα βρεθούν έτσι, ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχ. Δικαστηρίου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.
Δικ.:- Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος.»
Ένορκη Δήλωση:-
«υπάρχει εύλογη υποψία βασισμένη σε μαρτυρία ότι στην οικία αρ. 1, που βρίσκεται στην οδό Σωτήρη Τσαγγάρη στην Μ. Γειτονιά στην Λεμεσό, όπου διαμένει ο Ανδρέας ΜΑΡΑΓΚΟΣ καθώς επίσης τα υποστατικά και οχήματα του, παράνομα χρησιμοποιούνται για την φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α΄ & Β΄.
Πρόσωπο ανέφερε προσωπικά στην Αστυνομία ότι στο πιο πάνω διαμέρισμα, υποστατικά και οχήματα, ο ΜΑΡΑΓΚΟΣ φυλάττει ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α΄ & Β΄, το οποίο προμηθεύει σε ύποπτα πρόσωπα που τον επισκέπτονται εκεί. Το πιο πάνω πρόσωπο κινείται σε ακατάλληλες ώρες και επιστρέφει στην οικία του αργά το βράδυ.
Ενόψει των πιο πάνω και σύμφωνα με το Άρθρο 29(3) του Περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 - 2003 όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα, αιτούμαι από το Σεβαστό Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας της πιο πάνω οικίας, υποστατικών και οχημάτων για την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων για διερεύνηση και εξιχνίαση της πιο πάνω υπόθεσης.»
Η κ. Κλεόπα, για τη Δημοκρατία, με αναφορά σε νομολογία*, εισηγήθηκε ότι η ανεξήγητη καθυστέρηση καταχώρισης της αίτησης, αφότου ο αιτητής γνώριζε για το ένταλμα, είναι καταλυτική για το παραδεκτό της. Απαιτείτο, υπέβαλε, να δοθεί μαρτυρία και ικανοποιητικός λόγος για την καθυστέρηση του ενάμιση μηνός στην καταχώριση της αίτησης, κάτι το οποίο δεν έγινε.
Το θέμα της καθυστέρησης καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για έκδοση τέτοιων ενταλμάτων, λαμβάνει υπόψη του και το κατά πόσο υπάρχει αναιτιολόγητη καθυστέρηση από την πλευρά του αιτητή να ζητήσει το ένταλμα. Στην Κύπρο, χρονικά πλαίσια, καθορισμένα από τους Θεσμούς, δεν υπάρχουν, το Δικαστήριο, όμως, κατά τη λήψη της απόφασής του, σταθμίζει όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. Ακολουθείται η γενική αρχή που ισχύει στην Αγγλία. Εκεί, ο χρονικός περιορισμός, όταν είχε εισαχθεί με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, ήταν έξι μήνες, μειώθηκε, όμως, στη συνέχεια, σε τρεις μήνες (βλ. Αναφαφορικά με το Ένταλμα Έρευνας Ε.Δ. Λ/σού (πιο πάνω)).
Εξετάζοντας τα γεγονότα της παρούσης και έχοντας υπόψη το χρόνο που παρήλθε αφότου ο αιτητής έλαβε γνώση για την ύπαρξη του εντάλματος - δεν είναι άλλος από την ημερομηνία εκτέλεσής του στην παρουσία του - θεωρώ ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να απαιτείται, από μέρους του αιτητή, εξήγηση γι' αυτή. Εν πάση περιπτώσει, και καθυστέρηση να θεωρηθεί ότι υπάρχει, αυτή δεν είναι τέτοιας έκτασης, που να αποκλείει την εξέταση της αίτησης στην ουσία της. Για την πιο πάνω κατάληξή μου έλαβα υπόψη το γεγονός ότι σε όλες τις αποφάσεις, στις οποίες η κ. Κλεόπα με παρέπεμψε, η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, η έλλειψη εξήγησης της οποίας οδήγησε σε απόρριψη του αιτήματος, ήταν μεγαλύτερη των τριών μηνών, χρονικό όριο θεσμικά προβλεπόμενο για την καταχώριση αίτησης στην Αγγλία.
Ενόψει των πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω την αίτηση στην ουσία της. Υποστηρίζει ο αιτητής ότι στο ένταλμα δεν υπάρχει δικαστική διαπίστωση εύλογης υπόνοιας ότι στην οικία, τα υποστατικά και τα οχήματά του φυλάσσονταν ελεγχόμενα φάρμακα, τάξεως Α και Β΄, όπως απαιτείται από τα Άρθρα 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και το Άρθρο 29(3) του Νόμου, αλλά εύλογη υπόνοια του Αστυνομικού, η οποία δεν είναι αρκετή. Το υλικό, υπέβαλε, το οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση του Αστυνομικού, δεν επέτρεπε σ' αυτό να διαμορφώσει δική του κρίση και να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία σε σχέση με το εύλογο της υπόνοιας. Η καταγραφή στο τέλος του εντάλματος της φράσης: «Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του Εντάλματος.», φράση που προβλέπεται στο Άρθρο 28 του Κεφ. 155, δε συμπληρώνει, με οποιοδήποτε τρόπο, το κενό στην αιτιολογία του.
Μελέτη της ένορκης δήλωσης, το περιεχόμενο της οποίας έχω ήδη παραθέσει, παραπέμπει στην υπάρχουσα μαρτυρία και στην προέλευσή της, επεξηγεί δε, περαιτέρω, με λεπτομέρεια τις συνθήκες που επικρατούσαν στην οικία του αιτητή - αυτήν επισκέπτονταν διάφορα πρόσωπα, ο αιτητής κινείτο σε ακατάλληλες ώρες. Από τη στιγμή που το περιεχόμενο της μαρτυρίας που υπήρχε αποκαλύφθηκε στο Δικαστήριο με την ένορκη δήλωση, ό,τι υπολειπόταν ήταν η εκτίμηση από το Δικαστήριο κατά πόσο, με αυτή, το ίδιο ικανοποιείτο ότι εγειρόταν η εύλογη υποψία ότι η συγκεκριμένη οικία, τα υποστατικά και τα οχήματα του αιτητή χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α & Β. Το ίδιο το ένταλμα παραπέμπει στην ένορκη καταγγελία του Αστυνομικού, με την οποία αποκαλύπτεται μαρτυρία, και όχι στην εύλογη υποψία που δημιουργήθηκε στον Αστυνομικό, όπως εισηγείται ο αιτητής. Συνεπώς, η κατάληξη ότι ο Δικαστής ικανοποιήθηκε λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος υποδηλοί τη δική του κρίση για το εύλογο της υποψίας, στη βάση όλων όσα τέθηκαν ενώπιόν του.
Η αίτηση απορρίπτεται.
H αίτηση απορρίπτεται.
* Αναφορικά με το Ένταλμα Έρευνας Ε.Δ. Λ/σού, ημερ. 13/10/2000 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571· Αδαμίδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 760 και Μήλιος (2002) 1 Α.Α.Δ. 787.