ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 797
6 Ιουλίου, 2009
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΛΕΥΚΟ ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
ΑΝΔΡΕΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ (ΑΡ. 2)
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ (CERTIORARI),
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΑΡ. 43/04, ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ,
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30.05.2008 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΥΤΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗΣ ΑΥΤΟΥ ΤΗΝ 5.6.2008.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 6/2009)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση του πορίσματος θανατικού ανακριτή, για τον λόγο ότι δεν επιτράπηκε η αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις παρουσιάστηκαν κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί αρνητικά η επάρκειά της ― Δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε λόγος για αποδοχή της αίτησης.
Θανατική ανάκριση ― Η επάρκεια της θανατικής ανάκρισης δεν εξετάζεται in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.
Ο αιτητής, πατέρας του θανόντος Λεύκου Επιφανείου από την Αργάκα της Πάφου ο οποίος απεβίωσε μετά από εμπλοκή του σε τροχαίο ατύχημα, καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση του πορίσματος του θανατικού ανακριτή σε σχέση με τα αίτια και τις συνθήκες της πρόκλησης του θανάτου του γιού του. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι το σχετικό πόρισμα πρέπει να ακυρωθεί επειδή η θανατικός ανακριτής οδηγήθηκε στην έκδοσή του, χωρίς να επιτρέψει την αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της θανατικής ανάκρισης, χωρίς αυτοί να κληθούν, με ενδεχόμενο να έχει επηρεαστεί η επάρκειά της. Ο αιτητής είχε υποψίες ότι ο θάνατος του γιού του οφειλόταν σε εγκληματική ενέργεια, οπόταν ο αποκλεισμός της αντεξέτασης των μαρτύρων δεν ικανοποιούσε την ανάγκη που ένοιωθε για παρουσίαση κάθε στοιχείου που ενδεχομένως να ήταν σχετικό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν επηρεάστηκε η επάρκεια της θανατικής ανάκρισης από την άρνηση του δικαιώματος αντεξέτασης. Ο ιατροδικαστής ο οποίος διενήργησε τη νεκροψία και απέκλεισε την εγκληματική ενέργεια, αντεξετάστηκε επιμόνως και ως προς το αν η νεκροψία διεξήχθη σε συνάρτηση με την υποψία ότι ο θάνατος προήλθε από πυροβολισμό και ως προς την επάρκειά της για το σκοπό αυτό. Η αξιοπιστία του μάρτυρα δεν ελέγχεται ούτε και επεσημάνθη οτιδήποτε που να την καθιστά τρωτή. Η παράλειψη αντεξέτασης άλλων μαρτύρων δεν θα μπορούσε να προωθήσει τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο θάνατος επήλθε από πυροβολισμό.
2. Η θανατικός ανακριτής ήταν διατεθειμένη να ακούσει όποιους μάρτυρες ήθελε να παρουσιάσει ο αιτητής, αυτός όμως δεν παρουσίασε οποιοδήποτε μάρτυρα.
3. Το θέμα της επάρκειας της θανατικής ανάκρισης δεν εξετάζεται in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τα δεδομένα της περίπτωσης, που δεν αποκαλύπτουν, στην προκειμένη περίπτωση, ανεπάρκεια.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αίτηση.
Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η αίτηση αυτή επιδιώκει την έκδοση εντάλματος certiorari με σκοπό την ακύρωση του πορίσματος θανατικού ανακριτή. Αιτητής είναι ο πατέρας του θανόντος ο οποίος και είχε αμφισβητήσει στη θανατική ανάκριση την προκύπτουσα από τη μαρτυρία εικόνα ότι ο υιός του, έχοντας καταναλώσει αλκοολούχα ποτά, ενεπλάκη στη συνέχεια σε δυστύχημα όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε εξετράπη του δρόμου και, συγκρουσθέν με δένδρα, ανετράπη με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του, με διαπιστωμένη αιτία θανάτου την κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Ο ιατροδικαστής απέκλεισε εγκληματική ενέργεια από πυροβολισμό ή άλλως πως, με αναφορά σε υποψίες των συγγενών, βασισμένες σε φήμες που κυκλοφόρησαν, οι οποίες και προωθήθησαν κατά τη θανατική ανάκριση, ότι ο θανών κατεδιώκετο από περιπολικό της αστυνομίας με αποτέλεσμα την εκτροπή του αυτοκινήτου του και, επιζήσας του δυστυχήματος, πυροβολήθηκε επί τόπου στη συνέχεια.
Κατά την ακρόαση της αίτησης για άδεια υπήρξαν δύο βασικά παράπονα, πρώτον ότι δεν ενεκρίθη αίτημα για εκταφή και νέα νεκροψία, και δεύτερον ότι δεν υπήρξε πλήρης παρουσίαση της μαρτυρίας. Η αίτηση απερρίφθη ως προς το πρώτο. Ως προς το δεύτερο, το παράπονο του Αιτητή είχε δύο πτυχές - ότι δεν του επετράπη να παρουσιάσει δικούς του μάρτυρες και ότι δεν του επετράπη να αντεξετάσει μάρτυρες. Η αίτηση απερρίφθη και πάλι ως προς το πρώτο, ενεκρίθη δε μόνο ως προς το δεύτερο. Προέκυψε από τα πρακτικά ότι η θανατικός ανακριτής κάλεσε μόνο τέσσερις μάρτυρες (τον αστυνομικό εξεταστή του δυστυχήματος, τον ιατροδικαστή, ένα χημικό και ένα άλλο οδηγό), ενώ οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων παρουσιάσθησαν χωρίς αυτοί να κληθούν. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή όμως είχε θέσει εξ αρχής θέμα αντεξέτασης άλλων μαρτύρων και η θανατικός ανακριτής, κατά το πέρας της παρουσιασθείσας μαρτυρίας, απεφάσισε ότι, εφ' όσον η ίδια ήταν ικανοποιημένη από τα όσα είχε ακούσει (και τα οποία ουσιαστικά περιορίζοντο στα όσα αφορούσαν τους τέσσερις μάρτυρες), ώστε να μπορούσε να εκδώσει το πόρισμα της, δεν θα καλούσε άλλους μάρτυρες. Εδέχθη όμως να παρουσιασθούν οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων. Η άδεια για καταχώρηση της αίτησης αυτής εδόθη με βάση ότι η αρνητική τοποθέτηση της θανατικού ανακριτή ως προς την αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις παρουσιάσθησαν ενδέχεται να επηρέασε την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης.
Ο θάνατος επεσυνέβη την 28.2.2004 και η διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία συμπληρώθηκε την 30.9.2004. Μετά όμως από συνάντηση του Αιτητή με τη Γενική Εισαγγελία, κατά την οποία ο Αιτητής επανέλαβε τις υποψίες και τους ισχυρισμούς του για εγκληματική ενέργεια, η Γενική Εισαγγελία διέταξε νέα έρευνα.
Η νέα έρευνα ολοκληρώθηκε την 2.10.2006 και η θανατική ανάκριση ορίσθηκε την 2.3.2007 για να αρχίσει τελικά την 27.2.2008. Κατά την ακρόαση παρουσιάσθησαν πάρα πολλές καταθέσεις μαρτύρων που δεν είχαν κληθεί και οι οποίες είχαν ληφθεί στα πλαίσια της διερεύνησης όλων των πτυχών της υπόθεσης. Ο Αιτητής είχε εξ αρχής διατυπώσει τις υποψίες και τους ισχυρισμούς του, εξ ου και η νέα έρευνα. Θα αναμένετο, εν όψει της σημασίας που ορθώς εδόθη από την ίδια τη Γενική Εισαγγελία στην ανάγκη για πλήρη και διάφανη διερεύνηση των συνθηκών του θανάτου σε συνάρτηση με τα όσα επιμόνως είχε θέσει ο Αιτητής, να εδίδετο πλήρης ευχέρεια στον Αιτητή κατά τη θανατική ανάκριση να διερευνούσε, μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων των οποίων ελήφθησαν καταθέσεις, όλα όσα αφορούσαν τις υποψίες και τους ισχυρισμούς του ώστε, αν μη τι άλλο, να ικανοποιείτο η ανάγκη που ένοιωθε για παρουσίαση κάθε στοιχείου που ενδεχομένως να ήταν σχετικό. Υπήρξε λοιπόν παράλειψη εκ μέρους του θανατικού ανακριτή να επιτρέψει την αντεξέταση των μαρτύρων των οποίων οι καταθέσεις είχαν παρουσιασθεί χωρίς αυτοί να κληθούν.
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι κατά πόσο η άρνηση του δικαιώματος αντεξέτασης των εν λόγω μαρτύρων επηρέασε την επάρκεια της θανατικής ανάκρισης. Η κατάληξή μου είναι ότι δεν την επηρέασε. Καταλυτικό προς τούτο είναι το γεγονός ότι η βασική υποψία του Αιτητή ότι ο θάνατος επήλθε λόγω πυροβολισμού απεκλείσθη εντελώς από το μόνο μάρτυρα που μπορούσε να αποφανθεί ως ειδικός επί του θέματος, τον ιατροδικαστή ο οποίος διενήργησε τη νεκροψία. Αυτός εξ άλλου ήταν και ο λόγος που απερρίφθη από τη θανατικό ανακριτή και το αίτημα για εκταφή και νέα νεκροψία όπως και η αίτηση για άδεια στο βαθμό που αφορούσε την απόρριψη του αιτήματος εκείνου. Ο ιατροδικαστής εξέτασε ενδελεχώς το σώμα του θανόντος ως προς τέτοια περίπτωση και ήταν θετικότατος ότι δεν υπήρχε στοιχείο πυροβολισμού. Όπως δε παρατήρησα στην απόφαση επί της αίτησης για άδεια, ο ιατροδικαστής αντεξετάσθηκε επιμόνως και ως προς το αν η νεκροψία διεξήχθη σε συνάρτηση με την υποψία του πυροβολισμού και ως προς την επάρκεια της για το σκοπό αυτό. Ούτε βεβαίως ελέγχεται η αξιοπιστία του μάρτυρα αλλά ούτε και επεσημάνθη οτιδήποτε που να την καθιστά προδήλως τρωτή. Με δεδομένη λοιπόν τη βέβαια κατάληξη του ιατροδικαστή, τον οποίο ο Αιτητής είχε υποβάλει σε πλήρη αντεξέταση, είναι δύσκολο να δω πώς η παράλειψη αντεξέτασης άλλων μαρτύρων θα μπορούσε να προωθούσε τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι ο θάνατος επήλθε από πυροβολισμό. Και μάλιστα αφού ο ίδιος ο Αιτητής δεν έχει επισημάνει ποία θα ήταν η μαρτυρία εκείνη που, αν επιτρέπετο η αντεξέταση, θα μπορούσε να προωθούσε τις αμφισβητήσεις του.
Επίσης σημαντικό για την κατάληξή μου είναι το γεγονός ότι, όπως διαπιστώθηκε και στην απόφαση επί της αίτησης για άδεια, δεν υπήρξε παράλειψη της θανατικού ανακριτή να επιτρέψει την προσκόμιση μαρτυρίας από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, εξ ου και απερρίφθη η αίτηση για άδεια στο βαθμό που αφορούσε το θέμα αυτό. Ήταν σαφής η θέση της θανατικού ανακριτή ότι ήταν διατεθειμένη να ακούσει όποιους μάρτυρες ήθελε να παρουσιάσει ο Αιτητής, αυτός όμως δεν παρουσίασε οποιοδήποτε μάρτυρα. Αν ο Αιτητής ήθελε να παρουσιάσει μάρτυρες σε στήριξη των υποψιών και των ισχυρισμών του, μπορούσε λοιπόν να το έπραττε (όπως εξ άλλου και παρουσίασε τρεις γραπτές εκθέσεις).
Οι εισηγήσεις του Αιτητή, πέραν των αναφορών που αφορούν την τοποθέτηση της θανατικού ανακριτή επί του αιτήματος για αντεξέταση, παραπέμπουν σε νομολογία του ΕΔΑΔ και άλλες αυθεντίες ως προς το θέμα της επάρκειας της θανατικής ανάκρισης. Οι υποθέσεις αφορούν περιπτώσεις θανάτου προσώπου υπό κράτηση ή ως προς το θάνατο του οποίου υπήρχε άμεση εμπλοκή του κράτους. Δεν ήταν η περίπτωση εδώ. Περαιτέρω, το θέμα της επάρκειας της θανατικής ανάκρισης δεν εξετάζεται in abstracto αλλά σε συνάρτηση με τα δεδομένα της περίπτωσης, που όπως ήδη έχω αναφέρει δεν αποκαλύπτουν, στην προκειμένη περίπτωση, ανεπάρκεια.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.