ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1
12 Ιανουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΓΑΠΙΟΥ ΠΑΝΑΓΗ (ΑΛΛΩΣ ΚΑΥΚΑΡΗΣ),
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 123/2008)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Έφεση εναντίον απορριπτικής απόφασης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για απελευθέρωση του αιτητή - εφεσείοντος, ο οποίος εξέτιε ποινή φυλάκισης δια βίου, προσδιορισθείσας ως φυλάκισης για το υπόλοιπο της ζωής του, ευρεθείς ένοχος σε τρεις κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης ― Κατά πόσο η κράτησή του ήταν αντίθετη με την απόφαση του ΕΔΑΔ, στο οποίο προσέφυγε ο εφεσείων, όπου κρίθηκε ότι σημειώθηκε παραβίαση του Άρθρου 7 της Σύμβασης και κατά πόσο παραβίαζε τις αρχικές του προσδοκίες για απόλυσή του την ημερομηνία που αναφέρετο στο έγγραφο των αρχών των φυλακών που του εδόθη σε σχέση με την ημερομηνία αποφυλάκισής του ― Κατά πόσο υπήρχε παραβίαση των Άρθρων 3, 5.4 και 14 της Σύμβασης.
Ισόβια φυλάκιση ― Ποία η έννοια της φράσης «ισόβια φυλάκιση» όπως καθορίστηκε το 2008 στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Καυκαρής v. Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεδικασμένο (Res judicata) ― Δημιουργία δεδικασμένου από αποφάσεις επί αιτήσεων για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ― Έκταση δεδικασμένου.
Ποινή ― Προεδρική χάρη ― Διακριτική ευχέρεια του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας για παραχώρηση προεδρικής χάρης για μείωση ποινής ― Κατά πόσο η άσκησή της, εγείρει θέμα το οποίο εμπίπτει κάτω από το Άρθρο 14 της Σύμβασης.
Ο εφεσείων, ο οποίος καταδικάστηκε το 1989 σε ποινή φυλάκισης δια βίου, αμφισβήτησε με αίτηση habeas corpus τη νομιμότητα της κράτησής του μετά τη λήξη της ημερομηνίας (16.7.2002), που του είχε δοθεί από τις αρχές των φυλακών ως η ημερομηνία αποφυλάκισής του. Η εν λόγω ημερομηνία προφανώς καθορίστηκε στη βάση της αντίληψης των κανονισμών των φυλακών ότι η φυλάκιση δια βίου ισοδυναμεί με 20 έτη φυλάκισης και λαμβανομένων υπόψη περαιτέρω προνοούμενων εκπτώσεων. Η αίτησή του για habeas corpus απορρίφθηκε, καθώς και η ακόλουθη έφεσή του. Τότε ο εφεσείων προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) το οποίο, με απόφαση εκδοθείσα το 2008, διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 7 της Σύμβασης, απορρίπτοντας όλες τις άλλες αιτιάσεις του εφεσείοντος. Ακολούθησε, αμέσως μετά, αμφισβήτηση της νομιμότητας κράτησής του, με νέο habeas corpus, ως αντίθετης με την απόφαση του ΕΔΑΔ για παραβίαση του Άρθρου 7 και ως παραβιάζουσας τις προσδοκίες για απόλυσή του, που του είχαν δοθεί από τις αρχές των φυλακών. Εισηγήθηκε επίσης ότι υπήρχε παραβίαση των Άρθρων 3, 5.4 και 14 της Σύμβασης και παρέπεμψε τόσο στη μη εισαγωγή νομοθεσίας για την καθιέρωση συμβουλίου αποφυλακίσεως ισοβιτών όσο και στο γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν άσκησε το προνόμιό του για απονομή χάριτος προς όφελός του. Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος εξέτασε πρωτοδίκως την υπόθεση αποφάνθηκε ότι (α) δεν μπορούσε να προχωρήσει στην εξέταση των Άρθρων 3, 14 και 5.4 της Σύμβασης λόγω δεδικασμένου και (β) η διαπίστωθείσα από το ΕΔΑΔ παραβίαση του Άρθρου 7 περιορίζετο στην αβεβαιότητα του νόμου κατά το σχετικό χρόνο, αβεβαιότητα που εξέλειπε μετά την τροποποίηση της περί φυλακών νομοθεσίας ώστε να συνάδει με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου,
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, υποστηρίζοντας ότι:
(α) κακώς απεκλείσθη εξέταση των Άρθρων 3 και 14, αφού η παρέλευση περαιτέρω χρόνου, συνιστούσε νέο στοιχείο που δικαιολογούσε την εξέτασή τους (β) ο απλός προγραμματισμός από το 2007 αλλαγών στη νομοθεσία για την καθιέρωση συμβουλίου αποφυλακίσεως δεν είναι επαρκής εφ' όσον δεν επετεύχθη ακόμα (γ) σημειώθηκε παραβίαση των Άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης καθόσον η παράλειψη εξέτασης των επιχειρημάτων του στέρησε τη δίκαιη δίκη και την αποτελεσματική προσφυγή στο δικαστήριο και (δ) η διαπίστωση του ΕΔΑΔ για παραβίαση του Άρθρου 7, δεν έτυχε τέτοιας διαχείρισης από το Δικαστήριο ώστε να αποκαθίστατο το παραβιασθέν δικαίωμα του εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ίδια η απόφαση του ΕΔΑΔ επί του Άρθρου 3, το οποίο αφορά την απάνθρωπη μεταχείριση, δεν αμφισβήτησε τη γενική επάρκεια του Κυπριακού συστήματος το οποίο περιλαμβάνει τη δυνατότητα προσδοκίας αποφυλάκισης με προεδρική χάρη έστω και αν η προσδοκία αυτή είναι περιορισμένη.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ εκδόθηκε μόλις το Φεβρουάριο του 2008 και τα στοιχεία της δεν διαφοροποιούνται, αφού εβασίσθη στα δεδομένα που επικρατούσαν κατά την έκδοσή της. Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με την απόφαση του ΕΔΑΔ, οι ελπίδες του εφεσείοντος για γρήγορη απόλυση πρέπει να είχαν μειωθεί, αφού, με τις αλλαγές στον οικείο νόμο (domestic law) που έλαβαν χώρα μεταξύ 1992 και 1996, ξεκαθαρίστηκε πως θα εξέτιε την ποινή φυλάκισης διά βίου, που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο.
2. Η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν αναγνωρίζει καν άμεση υποχρέωση της Δημοκρατίας για αλλαγή στη νομοθεσία για την καθιέρωση συμβουλίου αποφυλακίσεως. Όμως, η πρόθεση και προσπάθεια της Δημοκρατίας προς την κατεύθυνση της καθιέρωσης μιας πιο ανθρωπιστικής πολιτικής στη βάση θεσμικής διαδικασίας και αντικειμενικών κριτηρίων εφαρμοζόμενων από ειδικούς κατά τα αγγλικά πρότυπα, είναι άξια επαίνου. Η Δημοκρατία οφείλει να μην καθυστερήσει άλλο στον τομέα αυτό.
3. Σε σχέση με το Άρθρο 14, το ΕΔΑΔ, εξέτασε εξαντλητικά το παράπονο του εφεσείοντος σε συνάρτηση με το ότι ο ίδιος δεν έτυχε προεδρικής χάρης σε αντίθεση με άλλους, ισοβίτες και μη. Το ΕΔΑΔ σημείωσε συναφώς, πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Προέδρου της Δημοκρατίας για παραχώρηση προεδρικής χάρης δεν εγείρει θέμα το οποίο να εμπίπτει κάτω από το Άρθρο 14.
4. Το ΕΔΑΔ κατέληξε στο ότι η παραβίαση του Άρθρου 7 συνίστατο και περιορίζετο στην «ποιότητα» ("quality") του νόμου κατά το σχετικό χρόνο, δηλαδή της διάπραξης του αδικήματος. Ως εκ τούτου, δεν προέκυπτε θέμα περαιτέρω διαχείρισης εκ μέρους της Δημοκρατίας της διαπιστωθείσας παραβίασης (για την οποία το ίδιο το ΕΔΑΔ δεν επεδίκασε ούτε αποζημίωση), που να δικαιολογούσε περαιτέρω εξέταση από το Δικαστήριο. Η οριστική "θεραπεία" επήλθε με την ίδια την απόφαση του ΕΔΑΔ η οποία ανεγνώρισε τη σαφώς καθιερωθείσα πλέον αντίληψη του νόμου επί του θέματος, ότι δηλαδή η ισόβια φυλάκιση σημαίνει ισόβια φυλάκιση, η οποία, αν και αβέβαιη όταν ο εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα, μετέπειτα μορφοποιήθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1992 ως εκ της οποίας επήλθε και νομοθετική αλλαγή το 1996.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Carter (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Π.), (Αίτηση Αρ. 19/08), ημερομ. 24.4.2008.
Αχ. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το 1989 ο Εφεσείων, ευρεθείς ένοχος σε τρεις κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης, κατεδικάσθη σε φυλάκιση δια βίου. Το ίδιο το Κακουργιοδικείο διευκρίνισε ότι φυλάκιση δια βίου σήμαινε για ολόκληρο το υπόλοιπο της ζωής του Εφεσείοντα και όχι για περίοδο 20 ετών όπως προβλέπετο στους κανονισμούς των φυλακών. Παρά ταύτα, όταν ο Εφεσείων οδηγήθηκε στις φυλακές, οι αρχές τους του έδωσαν έγγραφη ειδοποίηση ότι θα απελύετο την 16.7.2002, προφανώς ημερομηνία που καθορίσθηκε στη βάση της αντίληψης των κανονισμών ότι η φυλάκιση δια βίου ισοδυναμεί με 20 έτη φυλάκισης και λαμβανομένων υπ' όψη περαιτέρω προνοούμενων εκπτώσεων. Οι κανονισμοί αυτοί κηρύχθησαν αντισυνταγματικοί από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1997 σε υπόθεση habeas corpus άλλου ισοβίτη, και ακολούθως καταργήθησαν, η ίδια δε η περί φυλακών νομοθεσία τροποποιήθηκε ώστε να εξαιρεί τους ισοβίτες από την άλλως προσφερόμενη δυνατότητα μείωσης της ποινής. Παρά ταύτα, ο Εφεσείων, με habeas corpus μετά τη λήξη της ημερομηνίας που του είχε δοθεί από τις αρχές των φυλακών, αμφισβήτησε τη νομιμότητα της μετά την ημερομηνία εκείνη κράτησής του. Η αίτηση του απερρίφθη, όπως απερρίφθη και ακόλουθη έφεση του. Προσέφυγε τότε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο, με απόφαση εκδοθείσα το 2008, διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 7 της Σύμβασης, απορρίπτοντας όλες τις άλλες αιτιάσεις του Εφεσείοντα. Αμέσως μετά ο Αιτητής, με νέο habeas corpus, αμφισβήτησε και πάλι τη νομιμότητα της κράτησής του ως αντίθετη με την απόφαση του ΕΔΑΔ για παραβίαση του Άρθρου 7 και ως παραβιάζουσα τις αρχικές του προσδοκίες για απόλυση του την ημερομηνία που αναφέρετο στο έγγραφο που του εδόθη. Εισηγήθηκε επίσης ότι υπήρχε παραβίαση των Άρθρων 3, 5.4 και 14 της Σύμβασης και παρέπεμψε τόσο στη μη εισαγωγή νομοθεσίας για την καθιέρωση συμβουλίου αποφυλακίσεως ισοβιτών όσο και στο γεγονός ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν άσκησε το προνόμιο του για απονομή χάριτος προς όφελός του.
Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της υπόθεσης πρωτοδίκως απεφάσισε, με αναφορά στην αρχή της Carter (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403, ως προς το δεδικασμένο σε διαδοχικά habeas corpus. Διαπίστωσε δε ότι εξέταση των Άρθρων 3 και 14 της Σύμβασης απεκλείετο ως εκ του ότι αυτά είχαν εγερθεί στην προηγούμενη αίτηση του Εφεσείοντα και εξετασθεί και απορριφθεί τόσο από το Ανώτατο Δικαστήριο όσο και από το ΕΔΑΔ. Ούτε και το Άρθρο 5.4 μπορούσε να εξετασθεί αφού και αυτό είχε εγερθεί στην προηγούμενη αίτηση αλλά δεν προωθήθηκε στο ΕΔΑΔ, το οποίο αποφάνθηκε ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να το εξετάσει στο επίπεδο του Grand Chamber αφού δεν εκαλύπτετο από την απόφαση για το αποδεκτό της προσφυγής. Όλα δε τα επιχειρήματα του Εφεσείοντα επί του Άρθρου 5.4 θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί στην προηγούμενη διαδικασία. Ως προς το Άρθρο 7, του οποίου και μόνον το ΕΔΑΔ είχε διαπιστώσει παραβίαση, ο αδελφός μας Δικαστής απεφάσισε ότι η διαπιστωθείσα από το ΕΔΑΔ παράβαση περιορίζετο στην αβεβαιότητα του νόμου κατά το σχετικό χρόνο, αβεβαιότητα που εξέλειπε μετά την τροποποίηση της περί φυλακών νομοθεσίας ώστε να συνάδει με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με την έφεση του ο Εφεσείων εγείρει θέμα παραβίασης των Άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης καθ' όσον, όπως εισηγείται, η παράλειψη εξέτασης των επιχειρημάτων του στέρησε τη δίκαιη δίκη και την αποτελεσματική προσφυγή στο δικαστήριο (πρώτος λόγος έφεσης). Το παράπονο αυτό συναρτάται βεβαίως προς τις ουσιαστικές εισηγήσεις του στους άλλους λόγους έφεσης και δεν έχει νόημα να εξετασθεί χωριστά από εκείνους.
Ο Εφεσείων παραπονείται ότι κακώς απεκλείσθη εξέταση των Άρθρων 3 και 14 καθ' όσον το γεγονός της παρέλευσης περαιτέρω χρόνου από το προηγούμενο habeas corpus αφ'εαυτού συνιστούσε νέο στοιχείο που δικαιολογούσε εξέταση τους (δεύτερος λόγος έφεσης). Δεν υπάρχει έρεισμα στην εισήγηση. Η ίδια η απόφαση του ΕΔΑΔ επί του Αρθρου 3, το οποίο αφορά την απάνθρωπη μεταχείριση, δεν αμφισβήτησε τη γενική επάρκεια του Κυπριακού συστήματος το οποίο περιλαμβάνει τη δυνατότητα προσδοκίας αποφυλάκισης με προεδρική χάρη (παρατήρησε μάλιστα ότι 9 ισοβίτες επωφελήθησαν μεταξύ 1993 και 2005), έστω και αν η προσδοκία αυτή είναι περιορισμένη. Είπε δε τα ακόλουθα ως προς τη μη εισαγωγή ακόμα συστήματος συμβουλίου αποφυλακίσεως, σημειώνοντας παράλληλα τις πρόσφατες ενέργειες της Δημοκρατίας για την επίτευξη αλλαγών στο σύστημα (§ 104):
"In his submissions, the applicant has placed great emphasis on the lack of a parole board system in Cyprus. However, the Court reiterates that matters relating to early release policies including the manner of their implementation fall within the power member States have in the sphere of criminal justice and penal policy (see, mutatis mutandis, Achour, cited above, § 44). In this connection, the Court observes that at the present time there is not yet a clear and commonly accepted standard amongst the member States of the Council of Europe concerning life sentences and, in particular, their review and method of adjustment. Moreover, no clear tendency can be ascertained with regard to the system and procedures implemented in respect of early release."
Αυτό απαντά και το παράπονο του Εφεσείοντα. (τέταρτος λόγος έφεσης) ότι ο απλός προγραμματισμός από το 2007 αλλαγών στη νομοθεσία για την καθιέρωση συμβουλίου αποφυλακίσεως δεν είναι επαρκής εφ' όσον δεν επετεύχθη ακόμα. Η απόφαση του ΕΔΑΔ δεν αναγνωρίζει καν άμεση υποχρέωση της Δημοκρατίας για τέτοια αλλαγή. Ενδεχομένως, με τη μελλοντική διαμόρφωση πιο κοινά αποδεκτών μεταξύ των χωρών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης επιπέδων και προτύπων ως προς τη δυνατότητα πρόωρης αποφυλάκισης και την ανάλογη διαμόρφωση πιο ενιαίας πολιτικής εκ μέρους του ΕΔΑΔ, αυτό που σήμερα δεν θεωρείται ανεπαρκές να καθίσταται ανεπαρκές στο μέλλον. Δεν έχουμε όμως ακόμα φθάσει στο σημείο εκείνο και το ΕΔΑΔ δεν επιβάλλει στα κράτη-μέλη επίπεδα και πρότυπα ως προς θέματα που εμπίπτουν στη δική τους αρμοδιότητα για διαμόρφωση της ποινικής πολιτικής τους, παρά μόνο αν η πολιτική εκείνη αφίσταται από τα γενικότερα κοινώς αποδεκτά και επιθυμητά επίπεδα. Επαινετή όμως είναι η πρόθεση και προσπάθεια της Δημοκρατίας προς την κατεύθυνση της καθιέρωσης μιας πιο ανθρωπιστικής πολιτικής στη βάση θεσμικής διαδικασίας και αντικειμενικών κριτηρίων εφαρμοζομένων από ειδικούς κατά τα αγγλικά πρότυπα, αντί της υφιστάμενης και, έστω επαρκούς όπως κρίθηκε από το ΕΔΑΔ, συνδεόμενης προς παρωχημένες εποχές διαδικασίας εδραζόμενης στην αντίληψη χάριτος προς τον πολίτη εκ μέρους του κράτους. Η Δημοκρατία, με τη διαχρονική προσήλωση της στα ανθρώπινα δικαιώματα, οφείλει να μην καθυστερήσει άλλο στον τομέα αυτό.
Η απόφαση του ΕΔΑΔ εκδόθηκε μόλις το Φεβρουάριο του 2008 και δεν βλέπουμε πώς τα στοιχεία της απόφασης μπορεί να διαφοροποιούνται αφού εβασίσθη στα δεδομένα που επικρατούσαν κατά την έκδοσή της. Το γεγονός που επικαλείται τώρα ο Εφεσείων, ότι ο ίδιος δεν περιελήφθη σε οποιοδήποτε κατάλογο που ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε στον Πρόεδρο για απονομή χάριτος, δεν αφαιρεί από τα ως άνω. Να σημειώσουμε μάλιστα και τα λεχθέντα από το ΕΔΑΔ αμέσως μετά τα ανωτέρω (§ 106):
"Furthermore, with regard to the applicant's second complaint, the Court finds that although the change in the applicable legislation and consequent frustration of his expectations of release must have caused him a certain anxiety, it does not consider that in the circumstances this attained the level of severity required to fall within the scope of Article 3. Bearing in mind the chronology of events and, in particular, the lapse of time between them, it cannot be said that the applicant could justifiably harbour genuine expectations that he would be released in November 2002. In this connection, the Court notes that apart from the clear sentence passed in the Assize Court in 1989, the relevant changes in the domestic law happened within a period of approximately four years, that is, between 1992 and 1996, thus about six years before the release date given by the prison authorities to the applicant came up. Therefore, any feelings of hope on the part of the applicant linked to the prospect of early release must have diminished as it became clear with the changes in domestic law that he would be serving the live sentence passed on him by the Assize Court."
Ως προς το Άρθρο 14, το οποίο αφορά την άνιση μεταχείριση, να παρατηρήσουμε μόνο ότι το ίδιο το ΕΔΑΔ εξέτασε εξαντλητικά το παράπονο του Εφεσείοντα σε συνάρτηση με το ότι ο ίδιος δεν έτυχε προεδρικής χάριτος σε αντίθεση με άλλους, ισοβίτες και μη, και δεν θα ήταν χρήσιμο να προσθέσουμε οτιδήποτε στα λεχθέντα στην απόφαση του παρά μόνο να τα παραθέσουμε (§ 163-165):
"As regards the applicant's first complaint, the Court observes that the life prisoners referred to were all released following the commutation and remission of their sentences by the President of the Republic in the exercise of his wide prerogative and discretionary power under Article 53(4) of the Constitution, which is applied on a case-to-case basis. In particular, the nine life prisoners who, like the applicant, had received their sentence within the period when the Prison Regulations were applicable and had been allocated a release date by the prison authorities, were not released on the basis of the Regulations of their sentence but by the President in the exercise of his discretionary Constitutional powers. Furthermore, as the Government have pointed out, in the applicant's case the Limassol Assize Court had expressly addressed the proper interpretation of a life sentence and passed a sentence of imprisonment for the remainder of the applicant's life.
164. In view of the above, and particularly bearing in mind the wide variety of factors taken into account in the exercise of the President's discretionary powers, such as the nature of the offence and the public's confidence in the criminal justice system (see paragraph 87 above), it cannot be said that the exercise of this discretion gives rise to an issue under Article 14.
165. With regard to the applicant's second complaint, the Court considers that the applicant cannot claim to be in an analogous or relevantly similar position to other prisoners who are not serving life sentences, given the nature of a life sentence."
Το τελευταίο παράπονο του Εφεσείοντα (τρίτος λόγος έφεσης) είναι ότι, δεδομένης της διαπίστωσης του ΕΔΑΔ για παραβίαση του Άρθρου 7, το οποίο αφορά τη μη επιβολή μεγαλύτερης της κατά το σχετικό χρόνο προβλεπόμενης τιμωρίας, ήταν αναγκαίο για το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπ'όψη και του Άρθρου 5.4, το οποίο αφορά τη δυνατότητα δικαστικών διαδικασιών για έλεγχο της νομιμότητας της κράτησης, επί του οποίου το ΕΔΑΔ δεν απεφάνθη, η διαπίστωση αυτή να ετύγχανε τέτοιας διαχείρισης από το Δικαστήριο ώστε να αποκαθίστατο το παραβιασθέν δικαίωμα του Εφεσείοντα. Ως προς το Άρθρο 5.4, να παρατηρήσουμε ότι αυτό, και αν είχε εφαρμογή πέραν της περίπτωσης κράτησης κατόπιν σύλληψης, δεν μπορεί να έχει παραβιασθεί αφού ο Εφεσείων έχει το δικαίωμα, το οποίο και άσκησε δύο φορές, πρωτοδίκως και κατ'έφεση μάλιστα, να αποταθεί στο Δικαστήριο με habeas corpus για διαπίστωση της νομιμότητας της κράτησής του. Η ουσία του παραπόνου του Εφεσείοντα είναι λοιπόν ως προς το Άρθρο 7 και το ζητούμενο είναι η ορθότητα της κατάληξης του αδελφού μας Δικαστή επ' αυτού.
Η ίδια η απόφαση του ΕΔΑΔ είναι και πάλι καθοριστικής σημασίας. Η διαπίστωση για παραβίαση του Άρθρου 7 δεν εβασίσθη σε αντίληψη αναδρομικής αλλαγής στο Κυπριακό δίκαιο, ως προς το μήκος της ποινής φυλάκισης σε περίπτωση φόνου εκ προμελέτης. Αυτό ελέχθη απεριφράστως και οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις του Εφεσείοντα απερρίφθησαν με όχι αβέβαιους όρους. Το ΕΔΑΔ μάλιστα παρατήρησε ότι ((§ 151):
". as regards the fact that as a consequence of the change in the prison law (see paragraph 58 above), the applicant, as a life prisoner, no longer has a right to have his sentence remitted, the Court notes that his matter relates to the execution of the sentence as opposed to the "penalty" imposed on him, which remains that of life imprisonment. Although the changes in the prison legislation and in the conditions of release may have rendered the applicant's imprisonment effectively harsher, these changes cannot be construed as imposing a heavier "penalty" than that imposed by the trial court."
Αυτό που διεπιστώθη ήταν ότι, λαμβανομένης υπ'όψη της αρχής ότι ο νόμος στο σύνολό του (περιλαμβανομένων των νομοθετικών προνοιών και των δικαστικών αποφάσεων) πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της πρόσβασης και της πρόβλεψης (accessibility and foreseeability), (§ 150):
". at the time the applicant committed the offence, the relevant Cypriot law taken as a whole was not formulated with sufficient precision as to enable the applicant to discern, even with appropriate advice, to a degree that was reasonable in the circumstances, the scope of the penalty of life imprisonment and the manner of its execution."
Αυτό είναι που οδήγησε το ΕΔΑΔ στην κατάληξη ότι η παραβίαση του Άρθρου 7 συνίστατο και περιορίζετο στην «ποιότητα» ("quality") του νόμου κατά το σχετικό χρόνο, δηλαδή της διάπραξης του αδικήματος. Ως εκ τούτου, δεν προέκυπτε θέμα περαιτέρω διαχείρισης εκ μέρους της Δημοκρατίας της διαπιστωθείσας παραβίασης (για την οποία το ίδιο το ΕΔΑΔ δεν επεδίκασε ούτε αποζημίωση), που να δικαιολογούσε περαιτέρω εξέταση από το Δικαστήριο. Η οριστική "θεραπεία" επήλθε με την ίδια την απόφαση του ΕΔΑΔ η οποία ανεγνώρισε τη σαφώς καθιερωθείσα πλέον αντίληψη του νόμου επί του θέματος, ότι δηλαδή η ισόβια φυλάκιση σημαίνει ισόβια φυλάκιση, η οποία, αν και αβέβαιη όταν ο Εφεσείων διέπραξε τα αδικήματα, μετέπειτα μορφοποιήθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1992 ως εκ της οποίας επήλθε και νομοθετική αλλαγή το 1996.
Εφ' όσον δεν διαπιστώνουμε έρεισμα σε οποιοδήποτε λόγο έφεσης, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.