ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 59
25 Ιανουαρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
LEELARATHNA MEEMANAGE,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
1. ΝΑΤΑΣΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
2. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΤΕΛΑΡΗΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ.,
3. ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 61/2005)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Αυτοκίνητο, στην προσπάθειά του να εισέλθει από πάροδο στα αριστερά στον κύριο δρόμο κατά τη διάρκεια της νύκτας, συγκρούστηκε με μοτοποδήλατο επί του κυρίου δρόμου, του οποίου δεν λειτουργούσε το μπροστινό φανάρι ― Ύπαρξη ορατότητας από το σημείο του αλτ απ' όπου βγήκε το αυτοκίνητο προς την κατεύθυνση που ερχόταν το μοτοποδήλατο πέραν των 30μ. ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης στον οδηγό του μοτοποδηλάτου ― Κατ' έφεση η ευθύνη επιμερίστηκε σε ποσοστό 75% στον οδηγό του μοτοποδηλάτου και σε ποσοστό 25% στον οδηγό του αυτοκινήτου.
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Νομολογιακή αρχή ότι οι οδηγοί επί του κυρίου δρόμου, έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους άλλους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από παρόδους.
Το βράδυ της 5.12.2000, ο εφεσείων - ενάγων οδηγούσε το μικρού κυβισμού μοτοποδήλατό του στον κύριο δρόμο. Η εφεσίβλητη - εναγόμενη 1 στην προσπάθειά της να εισέλθει με το αυτοκίνητό της στον κύριο δρόμο από αριστερή πάροδο σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος, συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του εφεσείοντος περίπου στο κέντρο του δρόμου, με αποτέλεσμα ο ίδιος να τραυματιστεί σοβαρά.
Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης.
Ο εξεταστής της υπόθεσης Μ.Ε.1. κατέθεσε πως κατά την ώρα του δυστυχήματος δεν λειτουργούσε το μπροστινό φανάρι του μοτοποδηλάτου, ότι η ορατότητα από το σημείο του αλτ, απ' όπου βγήκε η εφεσίβλητη, προς την κατεύθυνση που ερχόταν ο εφεσείων, ήταν πέραν των 30μ. και το αλτ ελεγχόταν από σχετική πινακίδα και άσπρη συνεχόμενη γραμμή επί του δρόμου. Το σημείο σύγκρουσης απείχε 3 μ. από τη γωνία της άσπρης γραμμής του αλτ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος. Σύμφωνα με τα ευρήματά του, κατά τον επίδικο χρόνο επικρατούσε σκοτάδι, αφού στο σημείο στο οποίο έγινε το δυστύχημα δεν υπήρχε οποιοσδήποτε οδικός φωτισμός και το μοτοποδήλατο οδηγείτο χωρίς να λειτουργεί το μπροστινό φως. Υπό αυτές τις συνθήκες έκρινε ότι το δυστύχημα δεν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα οποιασδήποτε παράλειψης της εφεσίβλητης να αντιληφθεί έγκαιρα τον οδηγό του μοτοποδηλάτου.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον των ακόλουθων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι: (α) δεν αποδείχθηκε αμέλεια εναντίον της εφεσίβλητης και (β) δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, σε σχέση με την ορατότητα της εφεσίβλητης, την οποία αν και χαρακτήρισε περιορισμένη, την καθόρισε ότι ήταν πέραν από 30 μ. Οι λόγοι που έδωσε το Δικαστήριο για να μην γίνει δεκτή αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, ο οποίος κατά τα άλλα κρίθηκε αξιόπιστος, δεν ήσαν πειστικοί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη το αξιόπιστο της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, θα έπρεπε να είχε προβεί σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη είχε ορατότητα περίπου 30 μ. και να εξάξει το λογικό και ασφαλές συμπέρασμα ότι από αυτή την απόσταση μπορούσε να αντιληφθεί τον εφεσείοντα.
2. Η γενική αρχή που προκύπτει από τη νομολογία, είναι ότι οι οδηγοί επί του κυρίου δρόμου έχουν προτεραιότητα στη χρήση του δρόμου. Η προτεραιότητα αυτή πρέπει να είναι σεβαστή από τους οδηγούς, που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από πάροδο.
3. Η μη απόδοση οποιασδήποτε ευθύνης στην εφεσίβλητη, ακόμη και με το δεδομένο ότι ο εφεσείων δεν είχε μπροστινό φως, είναι, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών γεγονότων, εσφαλμένη.
4. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη εισήλθε στον κύριο δρόμο χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντος, συνιστά αμέλεια εκ μέρους της. Όμως και ο εφεσείων, ο οποίος οδηγούσε χωρίς μπροστινό φως, είναι ένοχος μεγάλης συντρέχουσας αμέλειας, εφόσον και αυτός παρέβη το καθήκον του, να λάβει όλες τις προφυλάξεις ώστε να προστατεύσει τον εαυτό του.
5. Έχοντας υπόψη την υπαιτιότητα σε συνάρτηση με τα καθήκοντα του κάθε οδηγού και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειάς τους και της ζημιάς που προκλήθηκε, καταμερίζεται το 75% της ευθύνης στον εφεσείοντα και το 25% στην εφεσίβλητη.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιωαννίδου v. Γιάννη (1990) 1 Α.Α.Δ. 213,
Βλάσιος v. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815,
Dawrant v. Nutt [1961] 1 WLR 253,
Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 178.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Εφραίμ, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9498/01), ημερομ. 17.1.2005.
Ε. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Ιωάννου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το ατύχημα έγινε γύρω στις 5.45 το βράδυ της 5.12.2000. Ο εφεσείοντας-ενάγοντας, οδηγούσε το μικρού κυβισμού μοτοποδήλατο του στη Λεωφόρο Μεγ. Αλεξάνδρου στα Λατσιά, με κατεύθυνση τη διασταύρωση με την οδό Ιδαλίου. Η εφεσίβλητη-εναγομένη 1, οδηγούσε το αυτοκίνητο της, το οποίο ανήκε στους εργοδότες της, εφεσίβλητους 2, στην οδό Ιδαλίου η οποία αποτελεί αριστερή πάροδο σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα. Ενώ η εφεσίβλητη προσπάθησε να βγει από την πάροδο, συγκρούστηκε με το μοτοποδήλατο του εφεσείοντα περίπου στο κέντρο του δρόμου, με αποτέλεσμα ο ίδιος να τραυματιστεί σοβαρά. Για τον εφεσείοντα κατάθεσαν πλην του ιδίου και άλλοι 3 μάρτυρες, οι οποίοι ήταν αστυνομικοί που έλαβαν μέρος στα διάφορα στάδια διερεύνησης του δυστυχήματος.
Ο εξεταστής της υπόθεσης Αστυφ. 2520 Στ. Ορφανίδης, Μ.Ε.1, μεταξύ άλλων κατάθεσε ότι μετά το δυστύχημα εξέτασε το μπροστινό φανάρι του μοτοποδηλάτου και βρήκε ότι αυτό δεν λειτουργούσε, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα φώτα, τα οποία λειτουργούσαν κανονικά. Επίσης, ανέφερε ότι η ορατότητα από το σημείο του αλτ, απ' όπου βγήκε η εφεσίβλητη, προς την κατεύθυνση που ερχόταν ο εφεσείων, ήταν πέραν των 30 μ. και το αλτ ελεγχόταν από σχετική πινακίδα και άσπρη συνεχόμενη γραμμή επί του δρόμου. Το σημείο σύγκρουσης απείχε 3 μ. από τη γωνία της άσπρης γραμμής του αλτ. Επίσης, κατάθεσε σχετικά με τη δυνατότητα της εφεσίβλητης 1 να δει το μοτοποδήλατο, θέμα για το οποίο θα αναφερθούμε σε άλλο σημείο της απόφασής μας.
Για το μπροστινό φως του μοτοποδηλάτου, κατάθεσε και ο Αστυφ. Α. Σιακαλλή, Μ.Ε.3, ο οποίος μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι από έλεγχο του μοτοποδηλάτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μπροστινό φανάρι δεν πρέπει να εργαζόταν κατά την ώρα του δυστυχήματος, επειδή η συρμάτωσή του ήταν σκουριασμένη. Παρά την πιο πάνω μαρτυρία, ο εφεσείων κατάθεσε διαφορετικά από το μάρτυρα, τον οποίο ο ίδιος κάλεσε. Επέμενε ότι άναβαν τα φώτα του μοτοποδηλάτου του το βράδυ της σύγκρουσης.
Η πλευρά των εφεσιβλήτων δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία. Η ίδια η εφεσίβλητη 1, η οποία γνώριζε τα γεγονότα, δεν ανευρέθη για να καταθέσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια αχρείαστα μακροσκελή απόφαση, έκρινε ότι αδυνατούσε να προβεί σε εύρημα αμέλειας εναντίον της εφεσίβλητης και απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα. Σύμφωνα με τα ευρήματα του, κατά τον επίδικο χρόνο επικρατούσε σκοτάδι, αφού στο σημείο στο οποίο έγινε το δυστύχημα δεν υπήρχε οποιοσδήποτε οδικός φωτισμός. Επίσης, βρήκε ότι το μοτοποδήλατο οδηγείτο χωρίς να λειτουργεί το μπροστινό φως. Υπό αυτές τις συνθήκες έκρινε ότι το δυστύχημα δεν ήταν το άμεσο αποτέλεσμα οποιασδήποτε παράλειψης της εφεσίβλητης να αντιληφθεί έγκαιρα τον οδηγό του μοτοποδηλάτου.
Θα εξετάσουμε πρώτα το θέμα που ήγειρε με την αγόρευσή του ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον εφεσείοντα, αναφορικά με τα προβλήματα που προέκυψαν κατά την ετοιμασία των πρακτικών, και την εισήγηση του ότι η εκδίκαση της έφεσης με μόνο τις σημειώσεις του Δικαστηρίου, καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη. Το ιστορικό του θέματος είναι ότι η στενογράφος Α. Χαμάλη η οποία κράτησε τα πρακτικά της δίκης, αφυπηρέτησε και μετακόμισε στις ΗΠΑ, χωρίς να αποστενογραφήσει ένα μέρος των πρακτικών. Οι προσπάθειες που έγιναν για αποστενογράφηση των πρακτικών δεν έφεραν καρπούς με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών να συμπληρωθεί από τις σημειώσεις της Δικαστού που εκδίκασε την υπόθεση.
Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο από το 2006, κατά τη διάρκεια της προδικασίας της έφεσης, έφερε σε γνώση της πλευράς του εφεσείοντα το πρόβλημα που δημιουργήθηκε λόγω της αφυπηρέτησης της στενογράφου, ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν θεώρησε σκόπιμο να συμπεριλάβει οποιοδήποτε πρόσθετο λόγο έφεσης για το θέμα. Αντίθετα, μετά από επιθεώρηση του φακέλου, δέχθηκε εισήγηση του Δικαστηρίου, για ετοιμασία των πρακτικών της δίκης από τις σημειώσεις της Δικαστού που εκδίκασε την υπόθεση, προφανώς επειδή κρίθηκε ότι θα μπορούσαν να αποδώσουν ορθά, τη μαρτυρία που δόθηκε στο Δικαστήριο. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ενώπιον του Δικαστηρίου στις 23.3.07, δεχόταν ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι ο εφεσείων εμποδίζεται από του να εγείρει με την αγόρευση του δικηγόρου του θέμα πρακτικών, ενώ προηγουμένως συγκατατέθηκε στο να χρησιμοποιηθούν οι σημειώσεις του Δικαστηρίου. Όμως, ανεξαρτήτως τούτου, πέραν της απλής διατύπωσης του παραπόνου, ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν έχει υποδείξει σε ποια σημεία τα πρακτικά είναι ελλιπή. Μελετώντας το μέρος των πρακτικών που ετοιμάστηκαν από τις σημειώσεις της Δικαστού, διαπιστώνουμε ότι αυτό είναι αρκετά λεπτομερές με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο η εκδίκαση της έφεσης. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν εισηγήθηκε ότι με τον τρόπο που ετοιμάστηκαν τα πρακτικά από τις σημειώσεις της Δικαστού, επηρεάστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του πελάτη του κατά την διαδικασία της έφεσης. Ούτε βέβαια η πλευρά του εφεσείοντα έχει αμφισβητήσει οποιοδήποτε μέρος των πρακτικών ως ανακριβές και ούτε έχει εγείρει θέμα λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας οποιουδήποτε μάρτυρα, οπότε και τα πρακτικά υπό μορφή ερώτησης και απάντησης ενδεχομένως να είχαν κάποια περισσότερη σημασία.
Ερχόμαστε τώρα στον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίον ο εφεσείων προσβάλλει το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε αμέλεια εναντίον της εφεσίβλητης. Παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι: (α) η εφεσίβλητη εισήλθε στον κύριο δρόμο από πάροδο και ότι αν είχε την δέουσα παρατηρητικότητα θα έβλεπε τον εφεσείοντα έστω και χωρίς φως, (β) προτεραιότητα στον κύριο δρόμο είχε ο εφεσείων, (γ) η εφεσίβλητη από την περιμετρική εμβέλεια των φώτων της είχε ορατότητα περίπου 30 μ. προς την κατεύθυνση του εφεσείοντα και (δ) λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 για τη μέγιστη ταχύτητα του μοτοποδηλάτου του εφεσείοντα και τους υπολογισμούς του για την χρήση των φρένων. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλει ως λανθασμένο το εύρημα ότι το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος. Θεωρεί ότι ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε το σχεδιάγραμμα του δυστυχήματος, μαρτυρία για την περιμετρική ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης, την ορατότητα των δύο οδηγών και για τη μέγιστη ταχύτητα του μοτοποδηλάτου.
Από την άλλη, η δικηγόρος των εφεσιβλήτων, ανέφερε ότι το Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματα του με βάση τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Η δική της πλευρά δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία, αφού η εφεσίβλητη 1, οδηγός του οχήματος, δεν μπορούσε να εντοπιστεί. Σύμφωνα με την εισήγηση της, το δυστύχημα προκλήθηκε επειδή ο εφεσείων οδηγούσε χωρίς μπροστινά φώτα, με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατό να γίνει αντιληπτός από την εφεσίβλητη, μέσα στο σκοτάδι που επικρατούσε εκείνο το βράδυ στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου.
Ενώ ο εφεσείων με τους λόγους έφεσής του δεν προσβάλλει τα ευρήματα του Δικαστηρίου για το ότι ο ίδιος δεν κρίθηκε αξιόπιστος, το πράττει ο δικηγόρος του εμμέσως. Για παράδειγμα, ο εφεσείων κατάθεσε ότι η εφεσίβλητη δεν σταμάτησε στο αλτ, ότι το μοτοποδήλατό του είχε φως και ότι εν πάση περιπτώσει ο ίδιος φορούσε φωσφορούχο κράνος. Το Δικαστήριο για τους λόγους που έδωσε, θεώρησε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο. Αυτό το μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε με λόγο έφεσης, γι' αυτό και θα αγνοήσουμε τα όσα αντίθετα ανέφερε στην αγόρευσή του ο δικηγόρος του εφεσείοντα, τα οποία όχι μόνο εισάγουν νέους λόγους έφεσης, αλλά αντιστρατεύονται όχι μόνον τα ευρήματα του Δικαστηρίου για τα γεγονότα, αλλά και εκείνα που αφορούν στην αξιοπιστία του εφεσείοντα.
Κεντρικό σημείο των δύο λόγων έφεσης, είναι ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας των δύο αστυνομικών, τους οποίους έκρινε αξιόπιστους. Θα εξετάσουμε πρώτα την πτυχή που αφορά στον Αστυφ. Α. Σιακαλλή, Μ.Ε.3, αναφορικά με τη μέγιστη ταχύτητα του μοτοποδηλάτου του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής σχετικά στη σελίδα 21:-
«Η αναφορά του μάρτυρα στον υπολογισμό της μέγιστης ταχύτητας του μοτοποδηλάτου δεν είναι διαφωτιστική, εφόσον δεν υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία για τις υπόλοιπες συνθήκες που αφορούν το δυστύχημα, και εν πάση περιπτώσει πρέπει να συνεκτιμηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η αντίδραση του οδηγού. Οι υποθέσεις στις οποίες έκανε αναφορά δε μπορούν να ισχύουν για τα υπό κρίση δεδομένα, εφόσον οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν άγνωστοι προς το Δικαστήριο.»
Θεωρούμε ότι οι λόγοι που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν λογικοί και πειστικοί και δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης εκ μέρους μας, εφόσον η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Η δεύτερη πτυχή, αφορά στη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος, Μ.Ε.1, ο οποίος κατάθεσε για δύο θέματα. Το πρώτο αφορά στην περιμετρική ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου της εφεσίβλητης και το δεύτερο για την ορατότητά της.
Για το πρώτο δεν έχουμε να πούμε πολλά. Από τη στιγμή που ο εξεταστής δεν μέτρησε την ακτίνα των φώτων του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, αλλά άλλου όμοιου αυτοκινήτου, ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Δικαστήριο να μη στηριχθεί σ' αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας, εφόσον δεν μπορούσε με ασφάλεια να εξάξει τα ορθά συμπεράσματα σε σχέση με το αυτοκίνητο της εφεσίβλητης.
Για το δεύτερο θέμα, ο εξεταστής κατάθεσε ότι από το σημείο του αλτ, από όπου βγήκε η εφεσίβλητη, προς την κατεύθυνση του εφεσείοντα, ο δρόμος ήταν ευθύς, αλλά λόγω της νύχτας η ορατότητα, αν και περιορισμένη, ήταν πέραν των 30 μ.. Ο εξεταστής, τοποθέτησε το μοτοποδήλατο επί του κυρίου δρόμου και βρήκε ότι από τη θέση της εφεσίβλητης, το μοτοποδήλατο ήταν ορατό από 30 μ.. Το Δικαστήριο, ενώ δέχθηκε τον εξεταστή της υπόθεσης ως αξιόπιστο μάρτυρα, είχε επιφυλάξεις για να δεχθεί αυτή τη σημαντική πτυχή της μαρτυρίας του. Οι λόγοι ήταν ότι ο μάρτυρας δεν κατέγραψε στην κατάθεση που ετοίμασε τις πιο πάνω ενέργειες του και δεύτερο, επειδή απαντώντας σε υποβολή ότι τα όσα είπε αφορούσαν σε άλλο δυστύχημα, ανέφερε αόριστα ότι από το 2000 που έγινε το δυστύχημα, ήταν δύσκολο να θυμηθεί. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στις σελίδες 19-20 της απόφασής του:-
«Το Δικαστήριο διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις αναφορικά με τη θέση του μάρτυρα για την ακτίνα των φώτων του αυτοκινήτου που οδηγούσε η Εναγομένη 1 και τις διαστάσεις του. Ο Μ.Ε.1 ήταν σαφής ότι δεν έλεγξε την ακτίνα των φώτων του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, ούτε μέτρησε τις διαστάσεις του, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μην μπορεί να καταλήξει με ασφάλεια σε συμπέρασμα για την ακτίνα των φώτων του εν λόγω οχήματος.
Επίσης η ίδια διαπίστωση ισχύει και για την αναφορά του μάρτυρα ότι ο ίδιος τοποθέτησε το μοτοποδήλατο επί του κύριου δρόμου και βρήκε ότι υπήρχε ορατότητα 30 μ. από τη θέση της Εναγομένης 1 ως προς την πορεία του Ενάγοντα. Ο μάρτυρας δήλωσε σαφώς ότι κάτι τέτοιο δεν κατέγραψε στην κατάθεση του επειδή το έκανε 'για δικούς τους σκοπούς', και είναι αμφίβολο κατά πόσο η διαπίστωση του μάρτυρα ισχύει στα υπό κρίση δεδομένα, εφόσον το αυτοκίνητο που οδηγούσε η Εναγομένη 1 είχε τα μπροστινά φώτα αναμμένα (κάτι το οποίο αποτελεί παραδεκτό γεγονός) και χωρίς μαρτυρία για τη θέση των οχημάτων και την ταχύτητα και των δύο οδηγών. Ο μάρτυρας ακόμα δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι αυτή η διαπίστωση πράγματι έγινε στο πλαίσιο εξέτασης του επίδικου δυστυχήματος. Για το εν λόγω θέμα το Δικαστήριο θα ασχοληθεί εκτενέστερα και πιο κάτω κατά την αξιολόγηση και των υπολοίπων μαρτύρων για τον Ενάγοντα και στην κατάληξη των ευρημάτων του.»
Επανέρχεται στο θέμα στη σελίδα 29 της απόφασής του, όπου αναφέρει τα εξής:-
«Εφόσον παραμένουν πολλά στοιχεία αδιαφώτιστα και δεν έχει παρουσιασθεί αποδεκτή μαρτυρία που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ασφαλές εύρημα για την ορατότητα της Εναγομένης 1, την ταχύτητα της και κατά πόσο αυτή σταμάτησε στο ΑΛΤ και έλεγξε τον κύριο δρόμο πριν εισέλθει στη διασταύρωση, και τη συμπεριφορά του Εναγομένου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει αμέλεια εκ μέρους της Εναγομένης 1 με αυτά τα δεδομένα. Αντίθετα, η μόνη μαρτυρία που θα ήταν ικανή ενδεχόμενα να αποδώσει αμέλεια στον Ενάγοντα είναι η μη λειτουργία των μπροστινών φώτων και των μπροστινών φρένων του μοτοποδηλάτου, όπως επεσήμανε και η δικηγόρος του.»
Οι λόγοι που έδωσε το Δικαστήριο για να μην γίνει δεκτή αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του εξεταστή, ο οποίος κατά τα άλλα κρίθηκε αξιόπιστος, κατά την άποψή μας ήταν μη πειστικοί. Ανεξάρτητα αν ο εξεταστής της υπόθεσης σημείωσε ή όχι το συμβάν στην κατάθεσή του, τα όσα κατάθεσε από μνήμης ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου και θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, εφόσον ο μάρτυρας δεν κηρύχθηκε αναξιόπιστος. Η πρωτόδικη Δικαστής δεν έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα σ' αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, με αποτέλεσμα να εξάξει συμπεράσματα, άλλα από τα επιβαλλόμενα. Εάν το Δικαστήριο λάμβανε υπόψη και αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, τότε δε θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε «αποδεχτή μαρτυρία που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ασφαλές εύρημα για την ορατότητα» της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη το αξιόπιστο της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, θα έπρεπε να είχε προβεί σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη είχε ορατότητα περίπου 30 μ. και να εξάξει το λογικό και ασφαλές συμπέρασμα ότι από αυτή την απόσταση μπορούσε να αντιληφθεί τον εφεσείοντα.
Είναι καλά εδραιωμένη η νομολογιακή αρχή ότι οι οδηγοί επί του κυρίου δρόμου, έχουν προτεραιότητα για τη χρήση του δρόμου, η οποία πρέπει να γίνεται σεβαστή από τους άλλους οδηγούς που προσεγγίζουν τον κύριο δρόμο από παρόδους. Γι' αυτό, εάν το δυστύχημα γινόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας ή κάτω από συνθήκες που η εφεσίβλητη είχε απρόσκοπτη ορατότητα προς την κατεύθυνση του εφεσείοντα, τότε το ζήτημα της ευθύνης ενδεχομένως να μην παρουσίαζε οποιοδήποτε πρόβλημα, αφού το πιθανότερο είναι ότι θα βάρυνε την εφεσίβλητη. (Βλ. Ιωαννίδου ν. Γιάννη (1990) 1 Α.Α.Δ. 213, Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815). Όμως, όπου ο οδηγός του κυρίου δρόμου εξ αντικειμένου δεν διατηρεί δυνατότητα να αντιληφθεί άλλο όχημα, η νομολογία είναι επιφυλακτική προτού του αποδώσει ευθύνη.
Στην προκειμένη περίπτωση όντως τα δεδομένα του δρόμου δεν ήταν εύκολα. Ήταν νύχτα και υπήρχε στην πάροδο και στην γύρω περιοχή έλλειψη οδικού φωτισμού που έκαναν την ορατότητα δύσκολη. Το Δικαστήριο διαπίστωσε και κατ' έφεση ότι ο εφεσείων δεν είχε μπροστινό φως. Αυτό μείωνε ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα της εφεσίβλητης να δει τον εφεσείοντα. Όμως, ακόμη και με αυτό το δεδομένο υπόψη, η εφεσίβλητη είχε δυνατότητα να δει τον εφεσείοντα, έστω και αν το μοτοποδήλατο του δεν είχε φώτα. Το ότι εισήλθε, χωρίς να αντιληφθεί καθόλου την παρουσία του εφεσείοντα στον κύριο δρόμο, συνιστά αμέλεια εκ μέρους της. Όμως και ο εφεσείων ο οποίος οδηγούσε χωρίς μπροστινό φως, είναι ένοχος μεγάλης συντρέχουσας αμέλειας, εφόσον και αυτός παρέβη το καθήκον του, να λάβει όλες τις λογικές προφυλάξεις ώστε να προστατεύσει τον εαυτό του. Με αυτό τον τρόπο, συνέβαλε και ο ίδιος στη ζημιά του.
Όπως έχει επανειλημμένως λεχθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι σε εξίσου καλή θέση να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα από πρωτογενή γεγονότα. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε καταλήξει ότι επιβάλλεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης, και η αντικατάστασή της με κατανομή της ευθύνης μεταξύ των δύο οδηγών. Έχοντας υπόψη την υπαιτιότητα σε συνάρτηση με τα καθήκοντα του κάθε οδηγού και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειάς τους και της ζημιάς που προκλήθηκε, καταμερίζεται το 75% της ευθύνης στον εφεσείοντα και το 25% στην εφεσίβλητη. (Βλ. Dawrant v. Nutt [1961] 1 W.L.R. 253 και Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 178).
Η έφεση επιτρέπεται.
Η πρωτόδικη απόφαση στο θέμα της ευθύνης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με καταμερισμό ευθύνης μεταξύ των δύο οδηγών ως ανωτέρω. Το υπόλοιπο μέρος της απόφασης που αφορά στην ευθύνη των εφεσιβλήτων 2 και 3 και στο θέμα των αποζημιώσεων παραμένουν, εφόσον δεν έχουν εφεσιβληθεί.
Έχοντας υπόψη τον καταμερισμό της ευθύνης, επιδικάζουμε τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, στην κατάλληλη κλίμακα, υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ του εφεσείοντος.