ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 593
25 Μαΐου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
AMERICAN LIFE INSURANCE COMPANY LTD.,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
v.
1. ΤΖΒΕΤΑ ΜΙΧΑΛΗ ΜΙΧΑΗΛ,
2. ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΑΤΣΑΓΚΟΥ, ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΛΗ (ΜΙΧΑΛΑΚΗ)
ΚΥΡΙΑΚΟΥ (ΚΑΛΛΗ) ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2005)
Ασφάλιση ? Ασφαλιστικό συμβόλαιο ζωής ? Κατά πόσο το ασφαλιστικό συμβόλαιο ήταν εξ υπαρχής άκυρο (void ab initio) λόγω απόκρυψης στοιχείων ? Κατά πόσο η ασφαλιστική εταιρεία είχε το δικαίωμα να θεωρήσει το ασφαλιστικό συμβόλαιο εξ υπαρχής άκυρο όταν δεν προέβη σε έρευνα για να διαπιστώσει την πραγματική κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος πριν προχωρήσει στην έκδοση του σχετικού ασφαλιστικού συμβολαίου.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ? Κατά τόπον δικαιοδοσία ? Αγωγή για καταβολή οφειλομένου ποσού ? Απουσία ρητής ή εξυπακουόμενης συμφωνίας αναφορικά με τον τόπο πληρωμής ? Καθήκον εναγομένων, να αναζητήσουν, για σκοπούς πληρωμής, τους ενάγοντες στον τόπο διαμονής του?.
Η εφεσείουσα, ασφαλιστική εταιρεία, εξέδωσε συμβόλαιο ζωής του αποβιώσαντος για το ποσό των £70.000. Το γεγονός της έκδοσης του συμβολαίου κοινοποιήθηκε στον αποβιώσαντα με επιστολή, ημερομηνίας 20/9/2002.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 29/9/2002 ενώ ο αποβιώσας, ηλικίας 33 χρονών, μετείχε σε ποδοσφαιρικό αγώνα της ομάδας του «Ονήσιλλος», υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου «επί εδάφους παλαιού» με αποτέλεσμα να αποβιώσει.
Οι εφεσίβλητοι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος, αξίωσαν το ποσό των £70.000, υποστηρίζοντας ότι αυτό κατέστη πληρωτέο με το θάνατο του στις 29/9/2002. Η εφεσείουσα αρνήθηκε να καταβάλει το πιο πάνω ποσό προβάλλοντας τη θέση ότι το ασφαλιστήριο έγγραφο ήταν άκυρο εξ υπαρχής γιατί ήταν το αποτέλεσμα απόκρυψης από τον αποβιώσαντα ουσιωδών γεγονότων αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για ασφάλιση. Με βάση ουσιώδη όρο του, το συμβόλαιο καθιστούσε την απόλυτη αλήθεια των δηλώσεων του αποβιώσαντος σαν προϋπόθεση για την εγκυρότητα της ασφάλισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου τελικά κατέληξε η υπόθεση, ανέφερε πως στην περίπτωση που η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης, δεν χρειάζεται να εξετασθεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος (εδώ ο αποβιώσας) γνώριζε ή όχι την αλήθεια. Παρέχεται στον ασφαλιστή η επιλογή να θεωρήσει τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής (void ab initio).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, εν όψει των αντιφατικών στοιχείων αναφορικά με την κατάσταση του αποβιώσαντος, η εφεσείουσα έπρεπε να προβεί σε έρευνα η οποία και θα οδηγούσε στην αποκρυστάλλωση της πραγματικής εικόνας και στα ορθά στοιχεία. Αντί της περαιτέρω έρευνας, επέλεξε να προχωρήσει στην έγκριση της αίτηση? και στην έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Αποτέλεσμα αυτού είναι πως η εφεσείουσα, με τη συγκεκριμένη επιλογή της, έχει παραιτηθεί του δικαιώματ?ς της να θεωρήσει τη σύμβαση εξ υπαρχής άκυρη (void ab initio) και να την ακυρώσει, αρνούμενη να καταβάλει στους εφεσίβλητους το επίδικο ποσό.
Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αγωγή και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων.
Με τέσσερις λόγους έφεσης η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στην κατά τόπο δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Λάρνακας. Οι άλλοι τρεις λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και αναφέρονται στο λανθασμένο, κατά την εφεσείουσα, συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο δεν ήταν εξ υπαρχής άκυρο και ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να εντοπίσει τις αντιφατικές δηλώσεις του αποβιώσαντος, να «θορυβηθεί» ως προς την κατάσταση της υγείας του και να προβεί σε περαιτέρω έρευνα.
Ήταν ο ισχυρισμός της εφεσείουσας τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον και ενώπιον του Εφετείου ότι κατά τόπο αρμοδιότητα είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπου εκδόθηκε και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή αφορούσε θέμα πληρωμής οφειλομένου ποσού οπότε ετύγχανε εφαρμογής η αυθεντία Κ. Πούγιουκα κ.ά ν. Ε. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν καθορίστηκε ούτε ρητά ούτε εξυπακουόμενα ο τόπος πληρωμής του επίδικου ποσού. Η αξίωση των εφεσιβλήτων είναι για καταβολή οφειλόμενου ποσού. Κατά συνέπεια η εφεσείουσα είχε καθήκον να αναζητήσει τους εφεσίβλητους για σκοπούς πληρωμής στον τόπο διαμονής τους, στο χωριό Ορμήδεια της Επαρχίας Λάρνακας. Ορθά λοιπόν η αγωγή καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.
2. Η εξέταση της αίτησης για ασφάλιση πρέπει να γίνεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά. Όμως, στην εξεταζόμενη υπόθεση, η εφεσείουσα, αν και είχε ενώπιόν της τεκμήρια με αντιφατικό περιεχόμενο σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος, προχώρησε στην έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αντί να προβεί σε περαιτέρω έρευνα για να ξεκαθαρίσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες της. Έπεται ότι η εφεσείουσα, με τη συγκεκριμένη επιλογή της, είχε παραιτηθεί του δικαιώματος να θεωρήσει τη σύμβαση εξ υπαρχής άκυρη.
Η έφεση απορρίφθηκε με £1.500 έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Eretria Leisure Cruises Ltd. (1998) 1(B) A.Α.Δ. 1072,
Condogiannis v. Guardian Assurance Co., 90 L.J.P.C. 168,
Πούγιουκα κ.ά. ν. Θρασυβούλου (1998) 1(?) Α.Α.Δ. 2014,
Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Προδρόμου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 600.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 433/03), ημερομ. 30.6.05.
Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες-Εναγομένους.
Α. Κουμής, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχάλη Κυριάκου Καλλή (ο αποβιώσας).
Δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής, ημερομηνίας 2.9.2002, μεταξύ της εφεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας και του αποβιώσαντος, ο τελευταίος ήταν ασφαλισμένος για το ποσό των £70.000. Το ποσό αυτό κατέστη πληρωτέο, κατά τους εφεσίβλητους, με το θάνατο του Μιχάλη Κυριάκου Καλλή που συνέβηκε στις 29.9.2002.
Ο αποβιώσας ηλικίας 33 χρόνων, υπηρετούσε στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς σαν Ε.Π.Υ.. Παράλληλα ήταν και ποδοσφαιριστής στην ομάδα «Ονήσιλλος» του χωριού Σωτήρα, ομάδα Β' κατηγορίας, εντεταγμένης στη δύναμη της Κ.Ο.Π..
Η αίτηση για ασφάλιση, ημερομηνίας 30.8.2002, υποβλήθηκε από τον αποβιώσαντα σε αντιπρόσωπο των εναγομένων στη Λάρνακα, ο οποίος την διαβίβασε στα κεντρικά γραφεία της εφεσείουσας στη Λευκωσία για σκοπούς αξιολόγησης.
Στην αίτηση αναφέρεται ρητά το όνομα του προσωπικού γιατρού του αποβιώσαντα καθώς και το γεγονός ότι ο πατέρας του πέθανε σε ηλικία 50 χρόνων από καρδιακή προσβολή. Περαιτέρω στην αίτηση αναφέρεται ότι ο αποβιώσας είναι ποδοσφαιριστής σε συγκεκριμένη ομάδα Β' κατηγορίας και ένεκα τούτου υποβαλλόταν κάθε χρόνο σε ιατρικές εξετάσεις τα αποτελέσματα των οποίων χαρακτηρίζονται, στην αίτηση, σαν φυσιολογικά.
Στο έντυπο της αίτησης στην ακόλουθη ερώτηση: «Έχετε εσείς .. κάνει ποτέ ακτινογραφίες ή ηλεκτροκαρδιογράφημα ή άλλες διαγνωστικές εξετάσεις, νοσηλευθεί ή υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση ..» ο αποβιώσας απάντησε καταφατικά.
Για σκοπούς αξιολόγησης ο αποβιώσας παραπέμφθηκε από την εφεσείουσα σε γιατρό της εκλογής της καθώς σε κλινικό εργαστήριο για αναλύσεις αίματος.
Κατά την επίσκεψη του αποβιώσαντα στο γιατρό της εκλογής της εφεσείουσας, ο τελευταίος συμπλήρωσε ειδικό έντυπο στο οποίο υπήρχαν διάφορες ερωτήσεις στις οποίες απάντησε ο αποβιώσας. Οι ερωτήσεις για το όνομα και την διεύθυνση του προσωπικού γιατρού, την ημερομηνία και το λόγο της τελευταίας επίσκεψης στο γιατρό και την θεραπεία και τη φαρμακευτική αγωγή που του συστήθηκε διεγράφησαν με διαγώνια γραμμή. Οι ερωτήσεις αν κατά τα τελευταία πέντε χρόνια υποβλήθηκε σε διαγνωστικό έλεγχο (checkup) ή διαπιστώθηκε ασθένεια, τραυματισμός ή εγχείρηση όπως επίσης εάν υποβλήθηκε σε ηλεκτροκαρδιογράφημα, ακτινογραφίες ή άλλο διαγνωστικό έλεγχο απαντήθηκαν αρνητικά.
Ο γιατρός της ασφάλειας, έχοντας υπόψη τις απαντήσεις του αποβιώσαντα καθώς και τα αποτελέσματα των κλινικών εξετάσεων που τον υπέβαλε εισηγήθηκε στην εφεσείουσα την ασφάλιση του αποβιώσαντα. Η τελευταία αφού αξιολόγησε τα ενώπιον της στοιχεία εξέδωσε το επίδικο συμβόλαιο ζωής. Το γεγονός της έκδοσης του συμβολαίου κοινοποιήθηκε στον αποβιώσαντα με επιστολή, ημερομηνίας 20.9.2002.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 29.9.2002 ενώ ο αποβιώσας μετείχε σε ποδοσφαιρικό αγώνα της ομάδας του, υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου «επί εδάφους παλαιού» σαν αποτέλεσμα του οποίου απεβίωσε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιατρού της εκλογής της εφεσείουσας που έδωσε μαρτυρία εκ μέρους των εφεσιβλήτων, με τον όρο «επί εδάφους παλαιού» εννοείται ότι ο αποβιώσας είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου και στο παρελθόν, γεγονός όμως, το οποίο ο αποβιώσας ενδεχομένως να μην είχε αντιληφθεί.
Η εφεσείουσα εταιρεία, σαν αποτέλεσμα πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση της μετά τον θάνατο αρνήθηκε να καταβάλει στους εφεσίβλητους το ασφαλισμένο ποσό των £70.000. Με επιστολή της, ημερομηνίας 4.7.2003, ισχυρίστηκε ότι ο αποβιώσας της απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία, τα οποία «αν εγνωστοποιούντο στην εταιρεία κατά το χρόνο της αίτησης, όπως οφείλετο να γίνει, ΔΕΝ θα προχωρούσε σε αποδοχή της αίτησης έκδοσης συμβολαίου και το καθιστά ακυρώσιμο». Ένεκα τούτου η εφεσείουσα προέβηκε σε ακύρωση του συμβολαίου και επέστρεψε στους εφεσίβλητους και το ποσό των ασφαλίστρων που ο αποβιώσας κατέβαλε.
Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι το επίδικο ασφαλιστήριο έγγραφο ήταν εξ υπαρχής άκυρο και άνευ αποτελέσματος γιατί ήταν το αποτέλεσμα απόκρυψης από πλευράς του αποβιώσαντα ουσιωδών στοιχείων αναφορικά με την πραγματική κατάσταση της υγείας του κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης γι' ασφάλιση. Με βάση ουσιώδη όρο του συμβολαίου καθιστούσε την απόλυτη αλήθεια των δηλώσεων του αποβιώσαντα σαν προϋπόθεση για την εγκυρότητα της ασφάλισης. Την θέση αυτή η εφεσείουσα τη στηρίζει στο πιο κάτω περιεχόμενο της Δήλωσης στην αίτηση του αποβιώσαντα που υπέγραψε:-
«ΔΗΛΩΣΗ: Με την παρούσα δηλώνω ότι από ό,τι ξέρω και πιστεύω, οι πληροφορίες που δόθηκαν σε αυτή την αίτηση είναι αληθινές και ότι εκτός από αντίθετες πληροφορίες που αναφέρονται πιο πάνω, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση υγείας. Συμφωνώ ότι οι δηλώσεις που έγιναν σε αυτή την αίτηση μαζί με άλλες έγγραφες δηλώσεις που έγιναν προς την εταιρεία ή τον εξεταστή της εταιρείας, θα αποτελούν τη βάση της σύμβασης μεταξύ εμένα και της εταιρείας.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δέχτηκε ότι η αλήθεια των δηλώσεων του αποβιώσαντα είχε καταστεί η βάση της σύμβασης. Αναφέρονται τα εξής στην πρωτόδικη απόφαση:-
«Έχοντας παραθέσει τις θέσεις της υπεράσπισης, προχωρώ να εξετάσω το πρώτο ερώτημα που αναπόφευκτα εγείρεται, δηλαδή, κατά πόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, η ακρίβεια των δηλώσεων του αποθανόντα έχει καταστεί η βάση της σύμβασης και κατ' επέκταση προϋπόθεση (conditions precedent) για την εγκυρότητα της, και σε περίπτωση που η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι καταφατική, ποιο το νομικό πλαίσιο που το διέπει.
Μια ματιά στη «δήλωση» που περιέχεται στο Τεκμ. 2 και συγκεκριμένα στην παρ. 1 της εν λόγω «δήλωσης», είναι πιστεύω αρκετή για να διαπιστώσει ένας, διαπίστωση στην οποία και καταλήγω, ότι η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα δεν μπορεί να είναι παρά καταφατική. Ως εκ τούτου κάμνω ανάλογο εύρημα.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην επίδικη απόφαση του, ορθά περιγράφει το νομικό πλαίσιο που διέπει το θέμα προβαίνοντας σε αναφορά στα συγγράμματα General Principles of Insurance Law, 4η Έκδοση του H. Ivamy, σελ. 250-292 και MacGillivray & Parkington on "Insurance Law", 6η έκδοση, σελ. 342. Πράγματι, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, στην περίπτωση που η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης, δεν χρειάζεται να εξετασθεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος (εδώ ο αποβιώσας) γνώριζε ή όχι την αλήθεια. Παρέχεται στον ασφαλιστή η επιλογή να θεωρήσει τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής (void ab initio).
Στην υπόθεση Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Eretria Leisure Cruises Ltd. (1998) 1(B) A.Α.Δ. 1072, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελ. 1080 αναφέρονται τα εξής που συνάδουν με την πιο πάνω θέση:-
«Το ασφαλιστήριο δυνατό να περιέχει ρητή συμφωνία που να καθορίζει την υποχρέωση αποκάλυψης και να περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα πραγματοποιείται. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής καθίσταται έτσι συμβατική (Anderson v. Fitzgerald [1853] 4 H.L. Cas. 484). Αν δεν τηρηθεί έχουμε αθέτηση της σύμβασης ασφάλισης και όχι αθέτηση της υποχρέωσης επίδειξης καλής πίστης.
Η διατύπωση και ευρύτητα των διάφορων σχετικών συμβατικών όρων ποικίλει. Έτσι όρος μπορεί να καθιστά την ακρίβεια όλων των δηλώσεων που γίνονται κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ουσιώδη όρο της σύμβασης. Σ' αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών δηλώσεων, εκτός αν ο όρος ρητά αναφέρεται σε ουσιώδεις μόνο δηλώσεις (Dawsons Ltd. v. Bonnin [1922] 2 A.C. 413 και Re Universal Non-Tariff Insurance Fire Co., Forbes & Co's Claim [1875] L.R. 19 Eq. 485).
Όπου η ακρίβεια των δηλώσεων καθίσταται η βάση της σύμβασης δεν χρειάζεται να εξεταστεί κατά πόσο το ανακριβές γεγονός είναι ουσιώδες ή όχι, ή κατά πόσο ο ασφαλισμένος εγνώριζε ή όχι, την αλήθεια (Condogiannis v. Guardian Assurance Co., 90 L.J.P.C. 168).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του, εξέτασε με πολλή προσοχή τη θέση της εφεσείουσας ότι το ασφαλιστήριο έγγραφο ήταν εξ υπαρχής άκυρο γιατί ήταν το αποτέλεσμα απόκρυψης από τον αποβιώσαντα ουσιωδών στοιχείων αναφορικά με την πραγματική κατάσταση της υγείας του κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για ασφάλιση.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας οι ανακριβείς δηλώσεις του αποβιώσαντα περιέχονται στην αίτηση για ασφάλιση (Τεκμ. 2) και του συμπληρωμένου από το γιατρό της Ασφαλιστικής Εταιρείας (εφεσείουσας) ειδικού εντύπου-ερωτηματολογίου (Τεκμ. 3).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μελέτησε το περιεχόμενο των πιο πάνω τεκμηρίων 2 και 3. Διαπίστωσε ότι υπήρχαν αντιφατικές αναφορές του αποβιώσαντα στα δύο τεκμήρια. Ενώ αρνείτο ένα γεγονός στη μια περίπτωση το παραδέχετο στην άλλη περίπτωση. Οι διαπιστώσεις αυτές αναφέρονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την επίδικη απόφαση:-
«Ναι μεν ο αποθανόντας στην ερώτηση 1(α) του Τεκμ. 3 έχει απαντήσει αρνητικά, σε αντίστοιχη όμως ερώτηση του Τεκμ. 2 (Ερώτηση 1), ο αποθανόντας παρέχει στοιχεία του προσωπικού του γιατρού και συγκεκριμένα το ονοματεπώνυμο του. Ναι μεν ο αποθανόντας στις ερωτήσεις 1(b) και 1(c), 5(b) και 5(d), του Τεκμ. 3, όπως και στην ερώτηση 5 του Τεκμ. 2, έχει απαντήσει αρνητικά, στην παρόμοιου, όμως, περιεχομένου ερώτηση 7 του Τεκμ. 2, απαντά καταφατικά ως προς το κατά πόσο έχει ποτέ κάμει ακτινογραφίες ή ηλεκτροκαρδιογράφημα ή διαγνωστικές εξετάσεις και στην ιδιόχειρη μάλιστα σημείωση υπό στοιχείο 7, επίσης του Τεκμ. 2, αναφέρει ότι, όντας αθλητής, υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις κάθε χρόνο. Και το ερώτημα που αναπόφευκτα εγείρεται είναι κατά πόσο, υπό το φως των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου και γενικά των συγκεκριμένων περιστάσεων, δικαιολογείται στην υπό κρίση υπόθεση παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο εκεί όπου η ακρίβεια των δηλώσεων έχει καταστεί η βάση του συμβολαίου και συνεπώς προϋπόθεση για την εγκυρότητα του, η σύμβαση είναι άκυρη εξ υπαρχής, άσχετα αν ο ασφαλισμένος γνώριζε ή όχι την αλήθεια.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει στην απόφαση του τη νομική θέση, η οποία συνάγεται από το σύγγραμμα General Principles of Insurance Law (πιο πάνω) όσον αφορά τις αντιφατικές δηλώσεις καταλήγει ότι η εφεσείουσα αμέλησε να εντοπίσει την αντιφατικότητα και την ασυνέπεια των δηλώσεων του αποβιώσαντα και να ερευνήσει περαιτέρω την υπόθεση ως προς την πραγματική κατάσταση της υγείας του. Ως εκ τούτου η εφεσείουσα, με την επιλογή της αυτή, παραιτήθηκε του δικαιώματος της να θεωρήσει τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εκτεταμένο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-
«Είναι φανερό από τα πιο πάνω πως οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν θα πρέπει, ενώ από τη μια δέχονται την αίτηση για ασφάλιση, από την άλλη να οχυρώνονται πίσω από την εν λόγω αρχή για να δικαιολογήσουν αδράνεια τους, είτε αυτή είναι εσκεμμένη είτε όχι, να λάβουν μέτρα με στόχο τον εντοπισμό των πραγματικών στοιχείων εκεί όπου η αίτηση που έχουν κάμει δεκτή, περιέχει στοιχεία ή παραλείψεις τα οποία ένας εύλογα θα ανέμενε να τις θορυβήσει. Στην προκειμένη περίπτωση, για σκοπούς αξιολόγησης της αίτησης για ασφάλιση, λήφθηκαν υπόψη τόσο τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση για ασφάλιση, Τεκμ. 2, όσο και τα στοιχεία που περιέχονται στο έντυπο, Τεκμ. 3. Υπενθυμίζω ότι κατά το χρόνο αξιολόγησης ενώπιον της Μ.Υ. 1 βρίσκονταν και τα δύο εν λόγω τεκμήρια. Μια απλή ανάγνωση των ερωτήσεων που περιέχονται στα δύο έντυπα και των αντίστοιχων απαντήσεων του αποθανόντα, το λιγότερο που μπορεί να καταδείξει είναι την ασυνέπεια που προκύπτει μεταξύ της δήλωσης/απάντησης στο έντυπο Τεκμ. 3, ότι ο αποθανόντας δεν έχει προσωπικό γιατρό και της αντίστοιχης δήλωσης/απάντησης στο Τεκμ. 2 σύμφωνα με την οποία, ο αποθανόντας έχει προσωπικό γιατρό, το ονοματεπώνυμο του οποίου μάλιστα παραθέτει, όπως και την ασυνέπεια που προκύπτει μεταξύ των αρνητικών δηλώσεων/απαντήσεων του αποθανόντα στις ερωτήσεις υπό στοιχεία 5, του Τεκμ. 2 και 5(b) και 5(d) του Τεκμ. 3 από τη μια, και των καταφατικών δηλώσεων/απαντήσεων του αποθανόντα στην υπό στοιχείο 7 ερώτηση του Τεκμ. 2, όπως και στην υπό στοιχείο 7 χειρόγραφη δήλωση/απάντηση, επίσης του Τεκμ. 2.
Είναι φανερό από τα αμέσως πιο πάνω, πως η εικόνα την οποία συνέθεταν τα ενώπιον της Μ.Υ.1, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή κατά το χρόνο αξιολόγησης της αίτησης, στοιχεία, ήταν σε τέτοιο βαθμό αντιφατική, που λογικά η Μ.Υ.1 θα έπρεπε, λαμβανομένης υπόψη της πολυετούς πείρας της σε θέματα αξιολόγησης στοιχείων / κινδύνων για σκοπούς ασφάλισης, να εντοπίσει την ασυνέπεια και να θορυβηθεί, τουλάχιστον, ως προς την πραγματική κατάσταση της υγείας του αποθανόντα. Ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι όφειλαν υπό τις περιστάσεις, συμπέρασμα στο οποίο και καταλήγω, όπως προτού εγκρίνουν την αίτηση, προβούν σε περαιτέρω έρευνα με στόχο την διακρίβωση της πραγματικής κατάστασης της υγείας του αποθανόντα και γενικά την πλήρη διαλεύκανση των υπό εξέταση αντιφατικών στοιχείων. Και μια ορθή έρευνα, σε περίπτωση που η Μ.Υ. 1 επέλεγε να προβεί σε τέτοια έρευνα, πιστεύω πως, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, θα οδηγούσε στην αποκρυστάλλωση της πραγματικής εικόνας αναφορικά με την κατάσταση του αποθανόντα και στα ορθά στοιχεία. Ας μη ξεχνούμε πως ο Μ.Ε.1 στον οποίο παραπέμφθηκε ο αποθανόντας από τους εναγόμενους για σκοπούς της επίδικης ασφάλισης, ήταν και ο γιατρός στον οποίο παραπέμφθηκε ο αποθανόντας στις 12.11.1998 και 27.8.2001 από συναδέλφους του μάρτυρα, για σκοπούς εξειδικευμένων εξετάσεων. Αντί της περαιτέρω έρευνας, όμως, η Μ.Υ.1 και κατ' επέκταση οι εναγόμενοι, επέλεξαν να προχωρήσουν στην έγκριση της αίτησης και στην έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, παρά την αντιφατική εικόνα που παρουσίαζαν τα ενώπιον τους στοιχεία. Σαν αποτέλεσμα, βρίσκω πως οι εναγόμενοι, με τη συγκεκριμένη επιλογή τους, έχουν παραιτηθεί του δικαιώματος τους να θεωρήσουν τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής (void ab initio) και να την ακυρώσουν, αρνούμενοι να καταβάλουν στους ενάγοντες το επίδικο ποσό.»
Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων.
Με τέσσερις λόγους έφεσης η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στην κατά τόπο δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Λάρνακας. Οι άλλοι τρεις λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και αναφέρονται στο λανθασμένο, κατά την εφεσείουσα, συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο δεν ήταν εξ υπαρχής άκυρο και ότι η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να εντοπίσει τις αντιφατικές δηλώσεις του αποβιώσαντα, να «θορυβηθεί» ως προς την κατάσταση της υγείας του και να προβεί σε περαιτέρω έρευνα.
Ήταν ο ισχυρισμός της εφεσείουσας τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον και ενώπιον μας ότι κατά τόπο αρμοδιότητα είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπου εκδόθηκε και το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Η εφεσείουσα θεωρεί λανθασμένη τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή αφορούσε θέμα πληρωμής οφειλομένου ποσού οπότε ετύγχανε εφαρμογής η αυθεντία Κ. Πούγιουκα κ.ά. ν. Ε. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επισημαίνει το άρθρο 21(1)(α) του Νόμου 14/60 καταλήγει ως εξής:-
«Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη στην απουσία ρητής ή εξυπακουόμενης συμφωνίας αναφορικά με τον όρο πληρωμής, ο οφειλέτης έχει καθήκον να αναζητήσει το δανειστή με σκοπό να τον πληρώσει, είτε στον τόπο διαμονής είτε στον τόπο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, νοουμένου βεβαίως ότι οι τόποι αυτοί είναι στην Κύπρο (βλ. Κωστάκη Πούγιουκα κ.ά. ν. Ευαγόρα Θρασυβούλου (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2014 και οι αυθεντίες που η απόφαση του Δικαστή Νικολαΐδη παραπέμπει).
Αυτό που προκύπτει στην παρούσα υπόθεση, είναι πως ούτε ρητά ούτε εξυπακουόμενα έχει ορισθεί τόπος πληρωμής του επίδικου ποσού. Αυτό που επίσης προκύπτει, είναι πως η αξίωση των εναγόντων είναι για καταβολή οφειλόμενου, σύμφωνα με τους ίδιους, ποσού. Κατά συνέπεια, ήταν καθήκον των εναγομένων, να αναζητήσουν, για σκοπούς πληρωμής, τους ενάγοντες στον τόπο της διαμονής τους, στο χωριό Ορμήδεια στην Επαρχία Λάρνακας. Σημειώνεται πως ο τόπος διαμονής των εναγόντων αναφέρεται στο δικόγραφο τους, όπου επίσης γίνεται αναφορά στο γεγονός του διορισμού τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, σαν διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντα, ιδιότητα με την οποία εγείρουν την παρούσα αγωγή.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω πως ορθά η αγωγή καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και κατά συνέπεια η σχετική θέση των εναγόντων απορρίπτεται.»
Υιοθετούμε το πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης. Με το θάνατο του ασφαλισμένου η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να καταβάλει το ποσό της ασφάλειας στους δικαιούχους που δεν ήταν άλλοι από τους διαχειριστές της περιουσίας του και στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι, κάτοικοι Λάρνακας.
Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός της έφεσης απορρίπτεται.
Στο σύγγραμμα General Principles of Insurance Law (πιο πάνω) επισημαίνεται η ανάγκη εξέτασης της αίτησης για ασφάλιση στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά. Στις σελίδες 191 και 192 του συγγράμματος αναφέρονται τα εξής:-
«In the considering the accuracy of the answers, regard must be had not only to the statements contained in the answer itself, but also to any other information in the possession of the insurers. An answer, which when taken by itself is insufficient, may not be inaccurate when read with other answers in the proposal. Consequently, the whole of the proposal must be taken into account; and where the assured submits at the same time a number of proposals relating to different properties, but referring to each other, they are all to be read together, and the accuracy of the answers determined accordingly.» και
«When the answers which the proposer gives are inconsistent or unsatisfactory, and no further inquiries are made by the insurance company, and a policy is issued, the company cannot repudiate liability on the ground that there has not been a full disclosure, for it will be held to have waived its rights. If his answer if hesitating or unsatisfactory, the insurers are put upon their guard, and have the option of declining the assurance, or seeking information from other sources, or of charging a higher premium.»
Παραθέτουμε τη μετάφραση των πιο πάνω αγγλικών περικοπών, όπως έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο:-
«Στην εξέταση ως προς την ακρίβεια των απαντήσεων σημασία πρέπει να δίδεται όχι μόνο στις δηλώσεις που περιέχονται στην ίδια την απάντηση αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη πληροφορία βρίσκεται στην κατοχή των ασφαλιστών. Απάντηση, η οποία όταν ληφθεί από μόνη της είναι ανεπαρκής, ενδεχομένως να μην είναι ανακριβής όταν διαβαστεί μαζί με άλλες απαντήσεις στην πρόταση για ασφάλιση. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο της πρότασης· και όπου ο ασφαλιζόμενος υποβάλλει ταυτόχρονα αριθμό αιτήσεων, οι οποίες αφορούν σε διαφορετικές περιουσίες αλλά αλληλοαναφερόμενες, θα πρέπει να διαβαστούν όλες μαζί και η ακρίβεια των απαντήσεων να διευκρινιστεί ανάλογα.» και
«Όταν οι απαντήσεις τις οποίες δίνει ο αιτητής είναι αντιφατικές ή μη ικανοποιητικές και η Ασφαλιστική εταιρεία δεν προβαίνει σε περαιτέρω διερεύνηση και εκδίδεται ασφαλιστική κάλυψη, η εταιρεία δεν μπορεί να αποποιηθεί ευθύνης πάνω στη βάση ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, γιατί θα θεωρηθεί ότι έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων της. Αν η απάντηση του είναι αβέβαιη ή μη ικανοποιητική, οι ασφαλιστές τίθενται σε εγρήγορση και έχουν την επιλογή να απορρίψουν την ασφάλιση ή να επιδιώξουν πληροφορίες από άλλες πηγές ή να χρεώσουν ψηλότερο ασφάλιστρο.»
Από την αντιπαραβολή του περιεχομένου των Τεκμηρίων 2 και 3 προκύπτει αβίαστα ότι όλες οι πληροφορίες που αναζητούσε η εφεσείουσα είχαν δοθεί από τον αποβιώσαντα. Είναι γεγονός όμως ότι αποσπασματικά η κάθε απάντηση του αποβιώσαντα δημιουργούσε την εντύπωση μη αποκάλυψης της πραγματικής κατάστασης της υγείας του. Εκείνο που αρνείτο στο ένα τεκμήριο το ανέφερε ευθέως στο άλλο τεκμήριο. Όπως π.χ. ο αποβιώσας αρνήθηκε την ύπαρξη προσωπικού ιατρού του σε σχετική ερώτηση στο Τεκμήριο 3 σε αντίστοιχη όμως ερώτηση στο Τεκμήριο 2 ο αποβιώσας παρέχει στοιχεία του προσωπικού του γιατρού και συγκεκριμένα δίδοντας το ονοματεπώνυμο του.
Τα δύο αυτά Τεκμήρια ήταν ενώπιον της εφεσείουσας και ενόψει του περιεχομένου τους προχώρησε στην έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Εάν η εφεσείουσα είχε οποιαδήποτε αμφιβολία είχε την υποχρέωση να προβεί σε περαιτέρω έρευνα. Ο αποβιώσας και το ονοματεπώνυμο του προσωπικού του γιατρού αποκάλυψε στην εφεσείουσα και επίσης αποκάλυψε ότι υποβλήθηκε σε ακτινογραφίες, διαγνωστικές εξετάσεις και καρδιογραφήματα αφού ανέφερε ότι ως ποδοσφαιριστής υποβάλλεται κάθε χρόνο στις πιο πάνω δοκιμασίες.
Στην πρόσφατη αυθεντία Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν. Ανδρέα Προδρόμου (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 600 τα γεγονότα προσομοιάζουν κατ' αναλογία με αυτά της παρούσας υπόθεσης. Είχε ασφαλιστεί ένα αυτοκίνητο BMW και σε γραπτή ερώτηση εάν το όχημα είχε αγοραστεί ή εισαχθεί μεταχειρισμένο απαντήθηκε αρνητικά ενώ αυτό δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα. Η ασφαλιστική όμως εταιρεία είχε στην κατοχή της τον τίτλο εγγραφής του αυτοκινήτου από τον οποίο μπορούσε να απαντηθεί το ερώτημα. Επίσης σε άλλη ερώτηση ως προς την αξία του αυτοκινήτου δηλώθηκε προφανώς χαμηλότερη αξία. Με αυτά τα γεγονότα το Εφετείο στην απόφαση του στις σελίδες 603, 604 και 605, ανέφερε τα εξής:-
«Το Δικαστήριο επεσήμανε πάντως πως εν προκειμένω προέκυπτε από το ίδιο το περιεχόμενο της πρότασης ασυνέπεια μεταξύ της δήλωσης ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε αγοράσει το αυτοκίνητο μεταχειρισμένο, όταν το αγόρασε το 1992 ενώ το αυτοκίνητο ενεγράφη το 1989 έχοντας το μάλιστα αγοράσει σε τιμή που προδήλως δεν μπορούσε να ήταν η τιμή καινούργιου. Κατέληξε, επομένως, ότι αν το καινούργιο ή μεταχειρισμένο ή κατ' επέκταση το εισηγμένο μεταχειρισμένο είχαν για την εφεσείουσα σημασία, η εφεσείουσα όφειλε να διερευνούσε αυτή την πτυχή και το ότι δεν το έπραξε σήμαινε αποποίηση του σχετικού δικαιώματός της.»
.............................................................................................................
Η ουσία όμως του ζητήματος είναι, καθώς μας φαίνεται, το ότι σε σχέση με το ιστορικό του αυτοκινήτου εδημιουργείτο από την ίδια την πρόταση ερωτηματικό. Και αν γενικότερα σε σχέση με το ιστορικό η εφεσείουσα απέδιδε σημασία, θα έπρεπε να το διερευνούσε οπότε εύκολα και γρήγορα - το πιστοποιητικό εγγραφής ο εφεσίβλητος το είχε ήδη διαθέσει στον πράκτορα - θα είχε πλήρη και σαφή εικόνα. Αλλά δεν το ηθέλησε. Δεν διαπιστώνουμε νομικό σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα ούτε και θεωρούμε ότι το συμπέρασμα στο οποίο ήχθη ήταν εν προκειμένω ανέφικτο ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.»
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα με τη συγκεκριμένη επιλογή της, έχει παραιτηθεί του δικαιώματος να θεωρήσει τη σύμβαση άκυρη εξ υπαρχής.
Η έφεση απορρίπτεται με £1.500 έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με £1.500 έξοδα.