ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 1 ΑΑΔ 800
15 Ιουνίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11744)
Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Οι Δικαστές δεν πρέπει να εκφράζουν γνώμη, ενεργώντας σαν εμπειρογνώμονες, αν δεν υπάρχει ενώπιόν τους σχετική μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονα.
Γύρω στις 9.30 π.μ. της 23.9.2000 ο εφεσείων ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα στην Λεωφόρο Αμαθούντος στη Λεμεσό, μεταβαίνοντας με το αυτοκίνητό του στο ξενοδοχείο Caravel όπου εργαζόταν. Το όχημα του εφεσίβλητου το οποίο ακολουθούσε, συγκρούστηκε με το όχημα του εφεσείοντα, όταν ο εφεσείων στην προσπάθειά του να στρίψει αριστερά στην πάροδο της οδού Προύσης που βρισκόταν σε μια απόσταση γύρω στα 10-15 μέτρα μπροστά του, για να μεταβεί στο Caravel, του ανέκοψε την πορεία. Οι εκδοχές των διαδίκων διίσταντο ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος στον εφεσείοντα.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση ισχυριζόμενος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα. Ισχυρίσθηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να βρεθεί ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί είχε καταλήξει σε συμπεράσματα τα οποία αποτελούσαν θέματα για τα οποία θα έπρεπε να παρουσιασθεί μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. H πρωτόδικη απόφαση βασίστηκε σε ανάλυση προεκτάσεων των ζημιών του οχήματος του εφεσείοντος για να καταλήξει ως προς το ποιος από τους δύο οδηγούς έφερε ευθύνη για τη σύγκρουση. Επιπρόσθετα προέβη σε διαπιστώσεις με βάση το μήκος που άφησαν τα ίχνη φρένων (όπως αυτά φαίνονται στο σχέδιο της αστυνομίας).
2. Οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Δικαστήριο, που υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια αποδοχής μαρτυρίας που βασίζεται στο στοιχείο της κοινής λογικής, αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων έφερε αποκλειστική ευθύνη για τη σύγκρουση.
3. Σε τροχαία ατυχήματα οι Δικαστές δεν μπορούν να βασίζονται στην πραγματική μαρτυρία όπως π.χ. το σχέδιο της σκηνής της σύγκρουσης που ετοιμάζεται από την Αστυνομία και να καταλήγουν σε δικά τους συμπεράσματα αναλαμβάνοντας το ρόλο του πραγματογνώμονα.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση θα αποτελέσουν έξοδα δίκης στην πορεία της επανεκδίκασης.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που δόθηκε στις 20/5/03 (Αρ. Αγωγής 6920/00) με την οποία βρέθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για τη σύγκρουση του οχήματός του με το όχημα το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος κατά μήκος της λεωφόρου Αμαθούντας στη Λεμεσό στις 23/9/00.
Κ. Μελάς, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε βρεθεί αποκλειστικά υπεύθυνος της σύγκρουσης του οχήματος που οδηγούσε με το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος. Τόσο οι γενικές όσο και οι ειδικές αποζημιώσεις είχαν συμφωνηθεί σε £1.300 και το ερώτημα το οποίο παρέμεινε προς εξέταση ήταν ο καταμερισμός της ευθύνης.
(α) Τα γεγονότα.
Γύρω στις 9.30 π.μ. της 23/9/2000 ο εφεσείων οδηγούσε το υπ' αρ. ΜΖ 212 όχημά του κατά μήκος της Λεωφόρου Αμαθούντος στη Λεμεσό κατευθυνόμενος ανατολικά, με σκοπό να στρίψει αριστερά στην οδό Προύσης για να μεταβεί στο ξενοδοχείο Caravel όπου εργαζόταν. Η Λεωφόρος Αμαθούντος είχε τέσσερις λωρίδες κυκλοφορίας, δύο σε κάθε κατεύθυνση. Ο εφεσίβλητος ακολουθούσε τον εφεσείοντα με το υπ' αρ. WP 650 όχημά του. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι αφού κοίταξε πίσω του και είδε το όχημα του εφεσιβλήτου πίσω του σε μακρινή απόσταση που θα του επέτρεπε να στρίψει αριστερά χωρίς κίνδυνο σύγκρουσης, έδειξε με το σηματοδότη του σε κάποιο σημείο του δρόμου παραπλεύρως του ξενοδοχείου Ποσειδώνια ότι θα έστριβε αριστερά στην πάροδο της οδού Προύσης που βρισκόταν σε μια απόσταση γύρω στα 10-15 μέτρα μπροστά του, για να μεταβεί στο ξενοδοχείο Caravel. Τη στιγμή εκείνη η ταχύτητα του κυμαινόταν μεταξύ 40-50 μαω. Το όχημα του εφεσίβλητου το οποίο τον ακολουθούσε οδηγούμενο στην αριστερή όχθη (παγκέτο) της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, κτύπησε στο αριστερό οπίσθιο μέρος του αυτοκινήτου του. Η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν ότι αυτός οδηγούσε το όχημά του στην αριστερή λωρίδα της Λεωφόρου Αμαθούντος, όταν ο εφεσείων οδήγησε απότομα το όχημά του από τη δεξιά λωρίδα της Λεωφόρου Αμαθούντος προς την αριστερή λωρίδα με σκοπό να στρίψει σε πάροδο προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα να αποκόψει την πορεία του. Ο εφεσίβλητος εφάρμοσε τα φρένα του αλλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων, ο οποίος οδηγούσε το όχημά του στη δεξιά λωρίδα της Λεωφόρου Αμαθούντος σε σχέση με την πορεία του, προχώρησε λοξώς αριστερά για να εισέλθει στην πάροδο της οδού Προύσης, αποκόπτοντας έτσι την πορεία του εφεσίβλητου, ο οποίος οδηγούσε το όχημά του στην ίδια κατεύθυνση στην αριστερή λωρίδα της Λεωφόρου Αμαθούντος. Ο εφεσίβλητος εφάρμοσε τα φρένα του αλλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα και απέρριψε την αγωγή.
(β) Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα και ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να είχε βρεθεί ένοχος συντρέχουσας αμέλειας.
Σύμφωνα με τον αστυνομικό ο οποίος εξέτασε τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, το MZ 212 όχημα του εφεσείοντος είχε ζημιές κοντά στον αριστερό οπίσθιο τροχό και στη δεξιά εμπρόσθια πλευρά του, ενώ το όχημα WP 650 του εφεσιβλήτου είχε ζημιές στη δεξιά εμπρόσθια πλευρά. Μεταξύ των τεκμηρίων τα οποία κατατέθηκαν περιλαμβάνεται μια φωτογραφία του οχήματος του εφεσείοντος υπ' αρ. εγγραφής MZ 212, η οποία δείχνει ότι η κυρίως ζημιά του οχήματος ήταν ένα βούλωμα πριν από τον αριστερό οπίσθιο τροχό και δύο άλλα μικρά κτυπήματα στην αριστερή εμπρόσθια πόρτα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα, αφού η απόφαση του αυτή βασίστηκε σε συμπεράσματα που δεν βασίζονταν σε μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να συμπεράνει ότι
(α) η ανατροπή προς τα δεξιά του οχήματος του εφεσείοντος συνήδε με την εκδοχή του εφεσιβλήτου και όχι με εκείνη του εφεσείοντος και ότι
(β) εφόσον η σύγκρουση είχε γίνει στο σημείο Χ αυτό σήμαινε ότι το όχημα του εφεσείοντος οδηγήθηκε από τη δεξιά λωρίδα της πορείας του προς την αριστερή λωρίδα του δρόμου, ακολουθούμενο από το όχημα του εφεσιβλήτου.
Όταν ένα επίδικο αμφισβητούμενο ερώτημα απαιτεί την παρουσίαση της γνώμης ενός πραγματογνώμονα, όπως π.χ. τα αίτια που οδήγησαν σε μια σύγκρουση οχημάτων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει από μόνο του από μια απλή περιγραφή των ζημιών των οχημάτων ή την παράθεση φωτογραφιών των ζημιών σε δικά του συμπεράσματα, τα οποία προϋποθέτουν την κατοχή ειδικών τεχνικών γνώσεων.
Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Eliasides v. Police (1978) 2 C.L.R. 114 στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τις δύο διϊστάμενες εκδοχές ως προς τα αίτια που οδήγησαν σε μια σύγκρουση δύο οχημάτων, αφού έλαβε υπόψη τις ζημιές που είχαν προκληθεί στον προφυλακτήρα του ενός οχήματος, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο αμελούς οδήγησης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη αφού δεν δόθηκε μαρτυρία πραγματογνώμονα ως προς τις προεκτάσεις των ζημιών του προφυλακτήρα, αφού οι ζημιές θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τις δύο προβληθείσες εκδοχές των οδηγών.
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην υπόθεση Siakos v. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333 στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού βασίστηκε στα ίχνη φρένων των δύο ενεχόμενων οχημάτων που είχαν σημειωθεί στο σχέδιο που είχε ετοιμάσει η Αστυνομία, κατέληξε σε συμπεράσματα ως προς το ποια ήταν η ταχύτητα των δύο οχημάτων. Στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκε ότι σε τροχαία ατυχήματα οι Δικαστές δεν μπορούν να βασίζονται στη πραγματική μαρτυρία, όπως π.χ. το σχέδιο της σκηνής της σύγκρουσης που ετοιμάζεται από την Αστυνομία και να καταλήγουν σε δικά τους συμπεράσματα αναλαμβάνοντας το ρόλο του πραγματογνώμονα. (Βλ. επίσης Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 713, Μαυρίδης ν. Dharaghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013 και Philippou v. Odysseos (1989) 1(A) C.L.R. 1).
Από τη νομολογία όπως έχει διαμορφωθεί μπορεί να λεχθεί ότι οι Δικαστές έχουν την ευχέρεια να καταφεύγουν σε κοινές γενικές γνώσεις, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα πιο πάνω πλαίσια και να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες.
Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος είναι ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί είχε καταλήξει σε συμπεράσματα τα οποία αποτελούσαν θέματα για τα οποία θα έπρεπε να παρουσιασθεί μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση βασίστηκε σε ανάλυση των προεκτάσεων των ζημιών του οχήματος του εφεσείοντος (όπως αυτές φαίνονται στη φωτογραφία τεκμήριο 3) για να καταλήξει στο συμπέρασμα ως προς το ποιος από τους δύο οδηγούς έφερε ευθύνη για τη σύγκρουση. Επιπρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην ύπαρξη 13.40 μ. ίχνη φρένων (όπως αυτά φαίνονται στο σχέδιο της σύγκρουσης που είχε ετοιμάσει η αστυνομία), αποφάνθηκε ότι με την απόσταση σκέψης (thinking distance) «εάν τώρα προσθέσουμε και άλλα τόσα μέτρα για την απόσταση σκέψεως του εναγομένου και το γεγονός ότι και το αυτοκίνητο του ενάγοντα εκινείτο, τότε λογικά δεν θα έπρεπε ο εναγόμενος να προλάβει το αυτοκίνητο του ενάγοντα σ' εκείνο το σημείο αλλά κανονικά θα έπρεπε ο ενάγων να είχε ήδη εισέλθει επί της παρόδου στ' αριστερά, χωρίς να γίνει καμιά σύγκρουση».
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις που υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια αποδοχής μαρτυρίας που βασίζεται στο στοιχείο της κοινής λογικής, αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος έφερε αποκλειστική ευθύνη για τη σύγκρουση.
Έχουμε προβληματιστεί ως προς τα επακόλουθα των πιο πάνω συμπερασμάτων και με βάση τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές ως προς τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από τη σύγκρουση, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να διατάξουμε τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και την επανεκδίκαση της από άλλο Δικαστήριο, με οδηγίες όπως η αγωγή εκδικαστεί το ταχύτερο δυνατό.
Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα κατ' έφεση θα αποτελέσουν έξοδα δίκης στην πορεία της επανεκδίκασης.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση αποτελούν έξοδα δίκης στην πορεία της επανεκδίκασης.