ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 730
24 Μαρτίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 113.2 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν.14/60)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 4961/95 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
UNITICA ENTERPRISES LIMITED,
Ενάγουσας,
v.
THE SLOVAK REPUBLIC,
Εναγομένης.
(Αίτηση Αρ. 23/99)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 113 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64),
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 4961/95 ΤΟΥ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
UNITICA ENTERPRISES LIMITED,
Ενάγουσας,
ν.
THE SLOVAK REPUBLIC,
Εναγομένης.
(Αίτηση Αρ. 38/00)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
UNITICA ENTERPRISES LIMITED,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11170)
(Σχετ. με την 11172)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Κλητήριο ένταλμα σε αγωγή ημεδαπής εταιρείας κατά της Δημοκρατίας της Σλοβακίας το οποίο δεν είχε σφραγισθεί προτού καταχωρηθεί με προηγούμενη άδεια προς τούτο του Δικαστηρίου, συμφώνως προς τη Δ.2, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Ακυρώθηκε κατ' έφεση ως εξ υπαρχής άκυρο.
Πολιτική Δικονομία ― Παρατυπία ― Κατά πόσο ζωτική δικονομική διάταξη που αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, μπορεί να θεραπευθεί κατ' εφαρμογήν της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Διεθνείς σχέσεις ― Κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας νομιμοποιείται να παρέμβει με Certiorari σε υποθέσεις που αφορούν διεθνείς σχέσεις.
Η εταιρεία Unitica Enterprises Ltd (η εταιρεία), συμφώνησε εγγράφως να αγοράσει από τη Δημοκρατία της Σλοβακίας ένα οικόπεδο στη Λευκωσία έναντι του ποσού των £630.000. Η Δημοκρατία της Σλοβακίας αρνήθηκε να μεταβιβάσει το κτήμα στην εταιρεία, η εταιρεία καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 1.6.95 και στις 12.11.96 εξασφάλισε, ερήμην της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, απόφαση για αποζημιώσεις λόγω παράβασης της μεταξύ τους γραπτής συμφωνίας. Η αγωγή είχε καταχωρηθεί με το συνήθη τρόπο που καταχωρείται μια αγωγή όταν ο εναγόμενος είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Όταν ο Πρέσβης της Σλοβακίας αρνήθηκε να παραλάβει το κλητήριο ένταλμα, ο αρμόδιος επιδότης το άφησε στα γραφεία της Πρεσβείας της Σλοβακίας στην Κύπρο.
Η εταιρεία εξασφάλισε διάταγμα για την εκποίηση της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας προς ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους.
Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση με αρ. 15/99, με την οποία ζήτησε άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari για ακύρωση όχι μόνο του κλητηρίου εντάλματος αλλά και του διατάγματος πώλησης και επίσης κάθε διαδικαστικού μέτρου που λήφθηκε στην αγωγή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 5.3.99, έδωσε άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari αναφορικά μόνο με το διάταγμα πώλησης. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε στη συνέχεια την αίτηση με αρ. 23/99. Επίσης εφεσίβαλε την απόφαση ημερομηνίας 5.3.99, με την οποία είχε δοθεί περιορισμένη άδεια. Η έφεση επιτράπηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο παραχώρησε άδεια "και για τα θέματα που εγέρθηκαν πρωτόδικα και απορρίφθηκαν". Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε, μετά την επιτυχία της έφεσης, τη μεταγενέστερη αίτηση με αρ. 38/00. Με την εν λόγω αίτηση εζητείτο η ακύρωση: (α) του κλητηρίου εντάλματος (β) του προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος αναφορικά με την αποξένωση της επίδικης περιουσίας (γ) της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και προσωρινού διατάγματος (δ) της επίδοσης της αίτησης ημερομηνίας 14.5.96 και της έκθεσης απαίτησης (ε) της απόφασης κατά της Σλοβακίας ημερ. 12.11.96 και (στ) της επίδοσης της αίτησης για την έκδοση του διατάγματος πώλησης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία ακύρωσε με Certiorari την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και επίσης όλες τις διαδικασίες που ακολούθησαν, περιλαμβανομένης και της διαδικασίας εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο απέφυγε να προβεί στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και απέφυγε επίσης να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε μέχρι τη λήψη μέτρων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για την ακύρωση των πιο πάνω διαδικασιών και της επιδίωξης θεραπείας με άλλο εναλλακτικό ένδικο μέσο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, με την έφεση 11170, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε:
1) Στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος,
2) Στη μη έκδοση διατάγματος καταβολής των εξόδων από την εφεσίβλητη εταιρεία.
Η εταιρεία, με την έφεση 11172 ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο
1) Λανθασμένα δεν εξέτασε την καθυστέρηση που είχε παρατηρηθεί στη λήψη μέτρων από το Γενικό Εισαγγελέα,
2) Λανθασμένα αποφάσισε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν νόμιμη, αφού αυτή έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 40/68.
3) Λανθασμένα δεν αποφάσισε ότι η συναλλαγή δεν προστατευόταν με την αρχή της απόλυτης ασυλίας.
4) Λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εκωλύετο να εγείρει θέμα επίδοσης, λόγω προηγούμενης γνωμάτευσης του και οδηγιών προς το Υπουργείο Εξωτερικών.
5) Λανθασμένα δεν αντιμετώπισε το θέμα της επίδοσης ως θέμα απλής παρατυπίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 64.
6) Λανθασμένα δεν αποφάσισε αν συνέτρεχαν εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούσαν στην καταφυγή του εντάλματος Certiorari εφόσον υπήρχαν άλλες υπαλλακτικές ένδικες διαδικασίες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Γενικός Εισαγγελέας προέβη στην καταχώρηση της υπ' αρ. 15/99 αίτησης λίγες μέρες μετά την επίσημη πληροφόρηση ότι θα εκτελείτο διάταγμα εκποίησης της ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας. Έπεται ότι η εισήγηση για καθυστέρηση δεν ευσταθεί.
2. Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα αναφερόταν στην επίδοση της αγωγής και όχι στη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος. Εφόσον δεν υπήρξε νόμιμη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, το ένταλμα ήταν εξ υπαρχής άκυρο και οι μετέπειτα διαδικασίες που ακολουθούν την έλλειψη της νομιμότητας θεωρούνται και αυτές ως παράνομες.
3. Δεν υποβλήθηκαν εκ μέρους της εταιρείας συγκεκριμένες υπαλλακτικές θεραπείες και η διασύνδεση του διατάγματος πώλησης με όσα προηγήθηκαν, δικαιολογούσε την καταφυγή στο ένδικο μέσο του προνομιακού εντάλματος Certiorari.
4. Η προϋπόθεση ότι για την καταχώρηση και σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος θα έπρεπε να ληφθεί πρώτα η άδεια του Δικαστηρίου είναι επιτακτική και η μη σφράγιση που έπρεπε να προηγηθεί της καταχώρησης του κλητηρίο υ εντάλματος, συμπαρασύρει όλες τις μεταγενέστερες διαδικασίες και τις καθιστά άκυρες.
Η παράλειψη λήψης άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι ζωτική δικονομική διάταξη που αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και δεν θα μπορούσε να θεραπευθεί με την επίκληση των προνοιών της Δ.64.
5. Η παράλειψη της σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος το έχει καταστήσει άκυρο. Η ακυρότητα επιφέρει και τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος.
Ενόψει των ιδιαζόντων περιστατικών της υπόθεσης, η πρωτόδικη απόφαση για τη μη έκδοση διατάγματος εξόδων, είναι ορθή.
Η έφεση 11170 επιτράπηκε μερικώς. Επιδικάσθηκαν τα μισά έξοδα προς όφελος του Γενικού Εισαγγελέα. Η έφεση 11172 απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας εταιρείας.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Duff Development Co. v. Kelantan Government a.o. [1924] All E.R. Rep. 1,
R. v. Amendt [1915] 2 KB 276,
Adams v. Adams (Attorney-General Intervening) [1970] 3 All E.R. 527,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 802,
Philippou v. Philippou a.o. (1986) 1 C.L.R. 689.
Έφεση.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα (Έφεση Αρ. 11170) προς ακύρωση μέρους της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του αναφορικά με θέματα τα οποία εγέρθηκαν από αυτόν στις συνεκδικασθείσες αιτήσεις 23/99 και στην αίτηση Certiorari 38/2000 και έφεση της εφεσείουσας εταιρείας (Έφεση 11172) αναφορικά με τις δοθείσες στο Γενικό Εισαγγελέα θεραπείες στις πιο πάνω αιτήσεις, εφέσεις οι οποίες αντεξετάστηκαν σε όση έκταση αφορούσαν τα αμφισβητηθέντα εκατέρωθεν θέματα της πρωτόδικης απόφασης.
Κ. Βελάρης με Μαίρη-Άνν Σταυρινίδου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11170 και για τον Εφεσίβλητο στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11172.
Ν. Παπαευσταθίου, για τους Εφεσίβλητους στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11170 και για τους Εφεσείοντες στην Πολιτική Έφεση Αρ. 11172.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Η εφεσίβλητη εταιρεία (στην Πολιτική Έφεση 11170) συμφώνησε εγγράφως στις 4/10/94 να αγοράσει από τη Δημοκρατία της Σλοβακίας ένα οικόπεδο έκτασης 7 σκαλών (που βρισκόταν στην οδό Γλάδστωνος στη Λευκωσία, πίσω από την Ελληνική Πρεσβεία), έναντι του ποσού των £630.000. Το έγγραφο πώλησης προέβλεπε ότι η συμφωνία θα έπρεπε να επικυρωθεί από τις αρχές της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και η μεταβίβαση του κτήματος θα ελάμβανε χώρα μέσα στο Νοέμβριο του 1994 εφόσο θα δινόταν προς τούτο ειδοποίηση τριών ημερών από τον αγοραστή στον πωλητή. Όταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας αρνήθηκε να μεταβιβάσει το κτήμα στην εφεσείουσα γιατί η συμφωνία δεν έτυχε της σχετικής έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, η εφεσείουσα καταχώρησε την υπ' αρ. 4961/95 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ζητώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, όπως επίσης και ειδική εκτέλεση της γραπτής συμφωνίας. Η αγωγή καταχωρήθηκε με το συνήθη τρόπο που καταχωρείται μια αγωγή όταν ο εναγόμενος είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Στην παρούσα περίπτωση ως εναγομένη ονομαζόταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας (The Slovak Republic). Όταν ο Πρέσβης της Σλοβακίας αρνήθηκε να παραλάβει το κλητήριο ένταλμα, ο αρμόδιος επιδότης το άφησε στα γραφεία της Πρεσβείας της Σλοβακίας στη Λευκωσία. Η Δημοκρατία της Σλοβακίας δεν εμφανίστηκε στη δικαστική διαδικασία που επακολούθησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και στις 12/11/96 εκδόθηκε απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η Δημοκρατία της Σλοβακίας καταδικάστηκε όπως καταβάλει στην εφεσίβλητη £420.000 με τόκο 6% από 12/11/96 και έξοδα. Όταν η εφεσείουσα εταιρεία προέβηκε στη λήψη μέτρων για την εκποίηση της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, ο Πρέσβης της Σλοβακίας επέδωσε ρηματική διακοίνωση στο Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, το άμεσο αποτέλεσμα της οποίας ήταν η λήψη μέτρων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα προς ακύρωση της απόφασης και της διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης. Η μη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, ο τρόπος επίδοσης της αγωγής, η έκδοση της απόφασης και η προσπάθεια εκτέλεσης της απόφασης αποτέλεσαν το αντικείμενο διάφορων δικαστικών διαδικασιών, που οδήγησαν τελικά στην καταχώριση των δύο υπό εξέταση εφέσεων, που αποφασίστηκε ότι λόγω των κοινών τους ερωτημάτων θα εκδικαστούν από κοινού. Μια σύντομη αναφορά στις πιο πάνω διαδικασίες κρίνεται ότι είναι αναγκαία.
(β) Η α΄ αίτηση 15/99.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε στις 3/2/99 την υπ' αρ. 15/99 αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με την οποία θα ζητούσε
(i) Την ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 4961/95,
(ii) Την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος της 8/6/95,
(iii) Την ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και του προσωρινού διατάγματος της αγωγής 4961/95,
(iv) Την ακύρωση της επίδοσης της αίτησης της 14/5/96 και της Έκθεσης Απαίτησης της εφεσίβλητης που έγινε στην Πρεσβεία της Σλοβακίας,
(v) Την ακύρωση της δικαστικής απόφασης της 12/11/96,
(vi) Την ακύρωση της αίτησης της εφεσίβλητης για την έκδοση του Διατάγματος πώλησης της ακίνητης ιδιοκτησίας της Σλοβακικής Δημοκρατίας και
(vii) Την ακύρωση του διατάγματος πώλησης.
Το Δικαστήριο παραχώρησε στις 5/3/99 άδεια για την καταχώριση αίτησης Certiorari για δύο μόνο από τα θέματα που προβλήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα δόθηκε άδεια καταχώρισης αίτησης για
(i) Την εξέταση της νομιμότητας έκδοσης του διατάγματος πώλησης και
(ii) Την ακύρωση του διατάγματος πώλησης.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα η αίτηση 23/99 για την ακύρωση της αίτησης και του διατάγματος της πώλησης.
Λόγω του ότι η απόφαση της 5/3/99 περιορίστηκε στην έκδοση άδειας μόνο για δύο από τα αιτούμενα θέματα, ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε με την υπ' αρ. 10470 Πολιτική Έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης περιορισμού των θεμάτων σε μόνο δύο. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 17/2/2000 αποφάνθηκε ότι η παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα κατ' εντολή της Κυπριακής Κυβέρνησης εδικαιολογείτο από τη σχετική νομολογία και ότι η άδεια έπρεπε να είχε δοθεί "και για θέματα που εγέρθηκαν πρωτόδικα και απορρίφθηκαν".
(γ) Η β΄αίτηση 38/2000.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης της Ολομέλειας ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε στις 29/2/2000 την υπ' αρ. 38/2000 νέα αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση
(i) Του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 4961/95,
(ii) Του προσωρινού διατάγματος της 8/6/95 στην πιο πάνω αγωγή για τη μη αποξένωση της ακίνητης περιουσίας,
(iii) Της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και του προσωρινού διατάγματος,
(iv) Της επίδοσης της αίτησης ημερομηνίας 14/5/96 και της Έκθεσης Απαίτησης,
(v) Της δικαστικής απόφασης της 12/11/96,
(vi) Της επίδοσης της αίτησης για την έκδοση διατάγματος πώλησης της ακίνητης περιουσίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας.
Η αίτηση 38/2000 ορίσθηκε και αυτή προς εκδίκαση μαζί με την αίτηση 23/99.
(δ) Η πρωτόδικη απόφαση στις πιο πάνω αιτήσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αφού αποφάνθηκε ότι η μη εξασφάλιση άδειας για τη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν απλή παρατυπία που μπορούσε να θεραπευθεί με τη Δ.64 και ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και των άλλων δικαστικών εγγράφων στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας δεν ήταν έγκυρη, προέβηκε στον παραμερισμό με διάταγμα Certiorari της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, όπως επίσης και όλων των διαδικασιών που επακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης. Όμως το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία με την πιο πάνω απόφαση απέφυγε να προβεί στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και απέφυγε επίσης να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε μέχρι τη λήψη μέτρων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για την ακύρωση των πιο πάνω διαδικασιών και της επιδίωξης θεραπείας με άλλο εναλλακτικό ένδικο μέσο.
(ε) Οι εφέσεις 11170 και 11172.
Με την έφεση 11170 ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε
(i) Στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος,
(ii) Στη μη έκδοση διατάγματος καταβολής των εξόδων από την εφεσίβλητη εταιρεία.
Με την έφεση 11172 η εφεσείουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο
(i) Λανθασμένα δεν εξέτασε την καθυστέρηση που είχε παρατηρηθεί στη λήψη μέτρων από το Γενικό Εισαγγελέα,
(ii) Λανθασμένα αποφάσισε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος δεν ήταν νόμιμη, αφού αυτή έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 40/68,
(iii) Λανθασμένα δεν αποφάσισε ότι η συναλλαγή δεν προστατευόταν με την αρχή της απόλυτης ασυλίας,
(iv) Λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εκωλύετο να εγείρει θέμα επίδοσης, λόγω προηγούμενης γνωμάτευσης του και οδηγιών προς το Υπουργείο Εξωτερικών,
(v) Λανθασμένα δεν αντιμετώπισε το θέμα της επίδοσης ως θέμα απλής παρατυπίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 64,
(vi) Λανθασμένα δεν αποφάσισε αν συνέτρεχαν εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούσαν στην καταφυγή του εντάλματος Certiorari εφόσον υπήρχαν άλλες υπαλλακτικές ένδικες διαδικασίες.
(στ) Η εξέταση των λόγων των δύο εφέσεων.
Οι λόγοι που έχουν προβληθεί και στις δύο εφέσεις που αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης συνδέονται μεταξύ τους, σε βαθμό που η συνεξέταση τους, όπως αυτή ακολουθεί, καθίσταται επιβεβλημένη. Για πρακτικούς λόγους στην ταυτόχρονη εξέταση των δύο εφέσεων ο εφεσείων (στην έφεση 11170) θα αποκαλείται ως ο Γενικός Εισαγγελέας και η εφεσείουσα εταιρεία (στην έφεση 11172) θα αποκαλείται ως η εφεσίβλητη.
(i) Η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων από το Γενικό Εισαγγελέα.
Η καταχώριση της αγωγής έγινε την 1/6/95 και η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στις 12/12/95. Η αίτηση για απόφαση καταχωρήθηκε στις 20/5/96 και η απόφαση εκδόθηκε στις 12/11/96. Στις 20/11/96 καταχωρήθηκε επιβάρυνση (memo) και στις 24/6/97 αίτηση για καταναγκαστική πώληση. Στις 8/7/97 εκδόθηκε διάταγμα καταναγκαστικής πώλησης. Όταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας πληροφορήθηκε για τα μέτρα εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης υπέβαλε στις 12/1/99 ρηματική διακοίνωση προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ευθύς αμέσως ο Γενικός Εισαγγελέας προέβηκε στη λήψη νομικών μέτρων για την αναστολή της διαδικασίας πώλησης και την ακύρωση της δικαστικής απόφασης και των διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί.
Η νομιμοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα για τη συμμετοχή του στην παρούσα περίπτωση εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Πολιτική Έφεση 10470 και σύμφωνα με τη σχετική απόφαση που δόθηκε στις 17/2/2000, κρίθηκε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε δικαίωμα να παρέμβει και να καταχωρίσει την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος Certiorari. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε ενεργήσει κατόπιν εντολής της Κυπριακής Κυβέρνησης, αφού έχει το δικαίωμα σε περιπτώσεις περιφρούρησης διεθνών σχέσεων που σχετίζονται με δικαστικές διαδικασίες να παρεμβαίνει, έστω και αν δεν έχει την ιδιότητα του διαδίκου. (Duff Development Co. v. Kelantan Government and another [1924] All ER Rep. 1).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, Τόμος 8, 4η Έκδοση, παραγρ. 1276, σ. 791,
"The Attorney General has a right of intervention at the invitation or with the permission of the courts in a private suit whenever it may affect the prerogatives of the Crown, including its relations with foreign states, or raises any question of public policy on which the executive may have a view which it may desire to bring to the notice of the courts."
(Βλ. επίσης R. v. Amendt [1915] 2 K.B. 276, Adams v. Adams (Attorney- General Intervening) [1970] 3 All ER 527.)
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ήταν προφανές ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε κατόπιν εντολών της Κυπριακής Κυβέρνησης και ότι η επέμβαση του ήταν δικαιολογημένη, σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων R. v. Amendt [1915] 2 K.B. 276 και Adams v. Adams (Attorney-General Intervening) [1970] 3 All E.R. 527.
Είναι η θέση της εφεσίβλητης εταιρείας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποφάσισε το θέμα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε μέχρι την καταχώριση της αίτησης για την έκδοση του προνομιακού εντάλματος. Δεν είχε δοθεί προς τούτο καμιά εξήγηση για την καθυστέρηση που σημειώθηκε για μερικά χρόνια και η μη λήψη μέτρων τόσο από τη Δημοκρατία της Σλοβακίας όσο και από το Γενικό Εισαγγελέα είναι αδικαιολόγητη.
Το ερώτημα που εγείρεται δεν είναι κατά πόσο η Δημοκρατία της Σλοβακίας (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα διαδικασία) καθυστέρησε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα, αλλά αν ο Γενικός Εισαγγελέας, που εμφανίζεται ως διάδικος στην παρούσα διαδικασία, ήταν ένοχος της ισχυριζόμενης καθυστέρησης. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι, μετά τη ρηματική διακοίνωση της Δημοκρατίας της Σλοβακίας της 12/1/99, ο Γενικός Εισαγγελέας προέβηκε στην καταχώριση της υπ' αρ. 15/99 αίτησης στις 3/2/99, λίγες δηλαδή μέρες μετά την επίσημη πληροφόρηση ότι θα εκτελείτο διάταγμα εκποίησης της ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας. Έπεται ότι η σχετική εισήγηση για καθυστέρηση δεν ευσταθεί γιατί δεν υπήρξε καθυστέρηση. Ενόψει τούτου δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει περαιτέρω το θέμα λόγω και της φύσης της υπόθεσης.
(ii) Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εκωλύετο να εγείρει θέμα επίδοσης.
Η εφεσίβλητη εταιρεία υπέβαλε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εκωλύετο να εγείρει το θέμα της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος λόγω προηγούμενης γνωμάτευσης του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, με αντίγραφο προς τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, είναι λανθασμένο.
Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί, κατόπιν παράκλησης του Υπουργείου Εξωτερικών προς το Γενικό Εισαγγελέα για γνωμάτευση αν μπορούσε να γίνει επίδοση της αγωγής στην Πρεσβεία της Σλοβακίας (μετά το διαχωρισμό της Τσεχοσλοβακίας την 1/6/82 σε Τσεχία και Σλοβακία), ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε τη γνωμάτευση του στις 24/11/95 με αντίγραφο προς τον Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι "μπορεί να γίνει η επίδοση στην Πρεσβεία της Σλοβακίας, ο δε υπεύθυνος της Πρεσβείας οφείλει να παραλάβει τα σχετικά έγγραφα".
Η εφεσίβλητη υποστήριξε πρωτόδικα ότι η αρχική αυτή θέση του Γενικού Εισαγγελέα δεν του επέτρεπε να υιοθετήσει αργότερα αντίθετη τοποθέτηση. Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα υποβλήθηκε η εισήγηση ότι η γνώμη που περιεχόταν στην επιστολή της 24/11/95 ήταν λανθασμένη, αφού συγκρουόταν με τις πρόνοιες του άρθρου 2 της Συμβάσεως περί της εν τη Αλλοδαπή επιδόσεως Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικού) Νόμου αρ. 40/82) και ότι θα μπορούσε να διαφοροποιήσει αργότερα τη θέση του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν εδημιουργείτο αυτοδέσμευση του Γενικού Εισαγγελέα εφόσο διαπιστώθηκε αργότερα ότι τέτοια γνώμη δεν μπορούσε να υποστηριχθεί. Όπως τονίστηκε πρωτόδικα η επικράτηση ενός τέτοιου κωλύματος θα αποτελούσε εμπόδιο στη ροή της δικαιοσύνης και θα αντιστρατευόταν την εξεύρεση της αλήθειας.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα αναφερόταν στην επίδοση της αγωγής και όχι στη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος. Εφόσο δεν υπήρξε νόμιμη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος, το ένταλμα ήταν εξ υπαρχής άκυρο και οι μετέπειτα διαδικασίες που ακολουθούν την έλλειψη της νομιμότητας δεν μπορούν παρά να θεωρούνται και αυτές ως παράνομες.
(iii) Άλλες υπαλλακτικές διαδικασίες.
Η εφεσίβλητη εταιρεία είχε επίσης υποβάλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποφάσισε κατά πόσο συνέτρεχαν εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούσαν την καταφυγή στο ένδικο μέσο του Certiorari, ενώ υπήρχαν προς τούτο άλλες υπαλλακτικές ένδικες διαδικασίες, όπως π.χ. η εμφάνιση υπό διαμαρτυρία, υποβολή αίτησης για ακύρωση της απόφασης και άλλα.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Όταν η Δημοκρατία της Σλοβακίας προέβηκε επίσημα στη ρηματική διακοίνωση προς την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, στο στάδιο της εκτέλεσης του διατάγματος πώλησης, ο Γενικός Εισαγγελέας προέβηκε στην άμεση λήψη μέτρων για την ακύρωση της επίδοσης και της έκδοσης απόφασης και της διαδικασίας πώλησης του ακινήτου. Επαναλαμβάνουμε ό,τι έχουμε αναφέρει προηγουμένως για τη νομιμοποίηση της συμμετοχής του Γενικού Εισαγγελέα στην παρούσα διαδικασία. Σε εκείνο το καθυστερημένο στάδιο ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε τη δυνατότητα της εκλογής των μέτρων που εισηγείται η εφεσίβλητη εταιρεία. Δεν υποβλήθηκαν εκ μέρους της εφεσίβλητης συγκεκριμένες υπαλλακτικές θεραπείες και η διασύνδεση του διατάγματος πώλησης με όσα είχαν προηγηθεί, δικαιολογούσε την καταφυγή στο ένδικο μέσο του προνομιακού εντάλματος Certiorari.
(iv) Η μη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος.
Η πρεσβεία της Σλοβακίας αποτελεί όργανο της Δημοκρατίας της Σλοβακίας και αντιπροσωπεύεται νομικά από την κυβέρνηση της χώρας. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (1997) 1(Β�) Α.Α.Δ. 802,
"Οι πρεσβείες είναι δευτερεύοντα όργανα του κράτους και αποτελούν μέρος του Υπουργείου Εξωτερικών του διαπιστεύοντος κράτους."
Εφόσον η Πρεσβεία της Δημοκρατίας της Σλοβακίας αποτελεί μέρος ξένου κράτους και το στοιχείο αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί από την εφεσίβλητη εταιρεία, το κλητήριο ένταλμα θα έπρεπε να σφραγισθεί προτού καταχωρηθεί με προηγούμενη άδεια προς τούτο του Δικαστηρίου.
Η Διαταγή 2, θεσμός 2 προνοεί ότι,
"No writ of summons for service out of Cyprus, or of which notice is to be given out of Cyprus, shall be sealed without the leave of the Court or a Judge."
Στην υπόθεση Philippou v. Maria Philippou alias Maroulla Philippou, for herself and her three infant children - Elena, Panayiota and Christos Philippou (1986) 1 C.L.R. 689, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την καταχώριση αίτησης εκ μέρους της εφεσίβλητης εναντίον του εφεσείοντος, που διέμενε μόνιμα στην Αυστραλία για την καταβολή διατροφής, δέχθηκε την καταχώριση μονομερούς αίτησης για άδεια του δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση της αίτησης διατροφής με διπλοσυστημένη επιστολή, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 5, θεσμός 9. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος όταν ο εναγόμενος βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου καθορίζεται με τις πρόνοιες της Διαταγής 5 και όταν ο εναγόμενος βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας με τις πρόνοιες της Διαταγής 6, αποφάνθηκε ότι εφόσον δεν είχε ζητηθεί και δεν είχε δοθεί πριν από την καταχώριση της αίτησης για υποκατάστατη επίδοση, άδεια για την καταχώριση της αίτησης διατροφής σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 6, το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά,
"The Court can exercise jurisdiction only when the writ or summons is served on the defendant within the jurisdiction or by the "assumed" jurisdiction which gave the Courts a discretionary circumscribed power to summon absent defendants whether Cypriots or foreign. The service of the writ or summons was something equivalent thereto. The summons is essential as the foundation of the Court's jurisdiction. When a writ cannot legally be served upon a defendant, the Court can exercise no jurisdiction over him. Jurisdiction, according to the English Law and the system of law obtaining in this country, is based on the act of personal service. It is far otherwise in other systems where service is in no sense a foundation of jurisdiction, but merely a sine qua non before effective action is allowed. Now service being the foundation of jurisdiction, it follows that that service naturally and normally would be service within the jurisdiction. But there is an exception to this normal rule, and that is service out of the jurisdiction. This, however, is not allowed as a right but is granted in the discretion of the Judge as a privilege, and the rule in question here prescribes the limits within which that discretion should be exercised - See Johnson v. Taylor Bras. and Company Ltd., [1920] A.C. 144."
Στην παρούσα περίπτωση η προϋπόθεση ότι για την καταχώριση και σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος θα έπρεπε να ληφθεί πρώτα η άδεια του Δικαστηρίου είναι επιτακτική και η μη σφράγιση που έπρεπε να προηγηθεί της καταχώρισης του κλητηρίου εντάλματος, συμπαρασύρει όλες τις μεταγενέστερες διαδικασίες και τις καθιστά άκυρες. Έπεται ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Γενικού Εισαγγελέα ότι η μη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος καθιστά το κλητήριο ένταλμα εξ υπαρχής άκυρο, είναι ορθή.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και δεν αντιμετώπισε το θέμα ως θέμα απλής παρατυπίας που θα μπορούσε να θεραπευθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 64. Και τούτο γιατί, μεταξύ άλλων, παραγνώρισε το γεγονός ότι η Πρεσβεία της Σλοβακίας έλαβε γνώση της δικαστικής διαδικασίας που καταχωρήθηκε εναντίον της και λανθασμένα συνέδεσε το θέμα της επίδοσης με το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών της Διαταγής 64, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, που βασίστηκε σε περικοπή του Αγγλικού συγγράμματος The Annual Practice 1997 ότι η παράλειψη λήψης άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι μια παρατυπία που μπορεί να θεραπευθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της Αγγλικής Δ.2, θ.1, σημείωσε ότι δεν μπορούσε να παρακαμφθεί από Κυπριακά Δικαστήρια ζωτική δικονομική διάταξη που αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και ότι το θέμα της δικαιοδοσίας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως τεχνικό θέμα (technicality) που θα μπορούσε να διορθωθεί με την επίκληση των προνοιών της Δ.64.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Από τις Αγγλικές διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτές επεξηγούνται στο Αγγλικό σύγγραμμα The Annual Practice 1997, φαίνεται ότι στην Αγγλία για την επίδοση ενός κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας δεν απαιτείται η προηγούμενη σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος από το Δικαστήριο. Αντίθετα επιτρέπεται η καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος και ακολούθως καταχωρείται σχετική αίτηση για την επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας. Άδεια για την καταχώριση κλητηρίου εντάλματος χρειάζεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές καθορίζονται με τη Διαταγή 11, θ.1.
(v) Παραμερισμός του κλητηρίου εντάλματος.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα η εισήγηση στην Έφεση 11170 ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει των διαπιστώσεων του, δεν προέβηκε στον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος.
Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι η παράλειψη της σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος το έχει καταστήσει άκυρο, όπως και όλα τα διαβήματα που επακολούθησαν. Σημειώνουμε και την αναγνώριση στο τέλος από την εφεσίβλητη εταιρεία πως κάτω από τέτοιο πρίσμα το κλητήριο θα πρέπει να ακυρωθεί. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι η πιο πάνω ακυρότητα επιφέρει και τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος.
Έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση για τη μη έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος για έξοδα ήταν ορθή.
Η Έφεση 11170 επιτυγχάνει μερικώς ως ανωτέρω. Επιδικάζονται τα μισά έξοδα προς όφελος του Γενικού Εισαγγελέα.
Η Έφεση 11172 απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας εταιρείας.
Η έφεση 11170 επιτρέπεται μερικώς. Επιδικάζονται τα μισά έξοδα προς όφελος του Γενικού Εισαγγελέα. Η έφεση 11172 απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας εταιρείας.