ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 1 ΑΑΔ 394
9 Φεβρουαρίου, 2004
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΑΝΔΡΕΑ ΦΙΛΗ,
Εφεσείουσα,
ν.
MIKAEL MAJARIAN,
Εφεσιβλήτου.
(Έφεση Αρ. 165)
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Έκδοση συμπληρωματικού διατάγματος για καθορισμό του χρόνου συμμόρφωσης προς ήδη εκδοθέν διάταγμα φύλαξης ανηλίκου ― Το Δικαστήριο είχε σύμφυτη εξουσία να διατάξει την έκδοση του εν λόγω συμπληρωματικού διατάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της συμφυούς δικαιοδοσίας του, εξέδωσε συμπληρωματικό διάταγμα καθορισμού του χρόνου συμμόρφωσης προς ήδη υφιστάμενο διάταγμα φύλαξης του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης του εφεσίβλητου, πατέρα του ανηλίκου. Το αρχικό διάταγμα είχε εκδοθεί στις 26.10.1998 και με αυτό ανατίθετο η φύλαξη του ανηλίκου στην εφεσείουσα την μητέρα του, και καθορίζετο το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα του ανηλίκου, με αυτό. Η εφεσείουσα είχε υποβάλει ένσταση, αμφισβητώντας ουσιαστικά την εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα. Πριν την ακρόαση της αίτησης, επιχείρησε με ενδιάμεση αίτησή της, να τροποποιήσει την ένσταση, ώστε να περιλάμβανε αναφορά σε γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ της έκδοσης του διατάγματος και της ακρόασης της αίτησης, η οποία όμως απορρίφθηκε.
Η εφεσείουσα άσκησε έφεση υποστηρίζοντας ότι τα μεσολαβήσαντα γεγονότα από την έκδοση του διατάγματος μέχρι την ακρόαση της αίτησης, τρία χρόνια μετά, καθιστούσαν ανεπιθύμητη την ενεργοποίηση ή τουλάχιστον την άμεση ενεργοποίηση του διατάγματος με τον καθορισμό χρόνου συμμόρφωσης. Με την έφεση προσβάλλεται και η απόφαση για απόρριψη της πιο πάνω ενδιάμεσης αίτησης της εφεσείουσας.
Αποφασίστηκε ότι:
Η συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου να καθορίσει το χρόνο συμμόρφωσης με συμπληρωματικό διάταγμα ήταν δεδομένη και συναρτάτο προς την αρχική παράλειψη προσδιορισμού του χρόνου συμμόρφωσης. Η παράλειψη δε αυτή παρείχε όχι μόνο τη βάση αλλά και την αιτιολογία για έκδοση του συμπληρωματικού διατάγματος. Τα γεγονότα που μεσολάβησαν από την έκδοση του διατάγματος ήταν άσχετα με το εξεταζόμενο θέμα, ορθώς δε είχε απορριφθεί και η αίτηση της εφεσείουσας για τροποποίηση της ένστασής της η οποία εστόχευε στην εισαγωγή σε αυτή των εν λόγω γεγονότων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα κατά της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας που δόθηκε στις 21/1/02 (Αρ. Αγωγής 38/98) με την οποία αποδέχθηκε την αίτηση του εφεσίβλητου για συμπλήρωση του ήδη εκδοθέντος στις 26/10/98 διατάγματος καθορισμού του τρόπου επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων με τον καθορισμό του χρόνου εφαρμογής του εν λόγω διατάγματος και απέρριψε ενδιάμεση αίτηση της εφεσείουσας για τροποποίηση της ένστασής της κατά της αίτησης.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσίβλητο-Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χατζηχαμπής, Δ..
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 26.10.1998 εξεδόθη διάταγμα με το οποίο η φύλαξη του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων ανατέθηκε στην Εφεσείουσα και καθορίζοντο οι μέρες και ώρες όπως και ο τρόπος επικοινωνίας του Εφεσίβλητου με αυτό. Αίτηση του Εφεσίβλητου για τιμωρία της Εφεσείουσας για καταφρόνηση του εν λόγω διατάγματος απερρίφθη, μεταξύ άλλων, για το λόγο ότι το διάταγμα δεν καθόριζε, όπως απαιτείται στην Δ.34, θ. 5 και στη Δ. 42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που τυγχάνουν εφαρμογής, το χρόνο εντός του οποίου η Εφεσείουσα όφειλε να συμμορφωθεί προς το διάταγμα. Ως εκ τούτου, ο Εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση για συμπλήρωση του διατάγματος με καθορισμό του χρόνου συμμόρφωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε τέτοια εξουσία όχι στα πλαίσια των κανόνων που διέπουν την τροποποίηση διατάγματος αλλά στα πλαίσια της συμφυούς δικαιοδοσίας του να εκδώσει συμπληρωματικό διάταγμα καθορισμού του χρόνου συμμόρφωσης. Βασίστηκε προς τούτο στην προηγούμενη αγγλική νομολογία (το θέμα τώρα στην Αγγλία ρυθμίζεται πλέον με δικονομική πρόνοια) που ακολουθήθηκε από την κυπριακή νομολογία, στην οποία και αναφέρθηκε. Κρίνοντας δε ότι το διάταγμα ήταν τέτοιας φύσεως που ο καθορισμός του χρόνου συμμόρφωσης να ήταν απαραίτητος, απεφάσισε ότι δικαιολογείτο η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και εξέδωσε συμπληρωματικό διάταγμα με το οποίο καθορίζετο ως χρόνος εφαρμογής του διατάγματος η δεύτερη Κυριακή μετά την ημερομηνία επίδοσης του συμπληρωματικού διατάγματος.
Η εισήγηση που γίνεται με την έφεση είναι ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής εξουσία του να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, όφειλε να λάβει υπ΄ όψη του τα γεγονότα που είχαν μεσολαβήσει από την έκδοση του διατάγματος μέχρι της ακρόασης της αίτησης, τρία χρόνια μετά, και που καθιστούσαν, σύμφωνα με την εισήγηση της Εφεσείουσας, ανεπιθύμητη την ενεργοποίηση ή τουλάχιστον την άμεση ενεργοποίηση του διατάγματος με τον καθορισμό χρόνου συμμόρφωσης. Με την ένσταση της στην αίτηση, η Εφεσείουσα είχε ουσιαστικά αμφισβητήσει την εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και δεν είχε θέσει το εγειρόμενο ενώπιον μας θέμα το οποίο έθεσε κατά την ακρόαση (μη αμφισβητώντας πλέον την εξουσία του Δικαστηρίου). Είχε επιχειρήσει να θέσει το θέμα πριν από την ακρόαση της αίτησης με ενδιάμεση αίτηση της για τροποποίηση της ένστασης της ώστε να περιλάμβανε αναφορά στα μεσολαβήσαντα, η αίτηση της όμως εκείνη απερρίφθη. Με την έφεση προσβάλλεται και η απόφαση για απόρριψη της εν λόγω ενδιάμεσης αίτησης.
Η έφεση παρεξηγεί κατ' αρχή τη νομική βάση στην οποία ενήργησε το Δικαστήριο. Όπως και πρωτοδίκως, έτσι και ενώπιόν μας, εκλαμβάνεται ότι η εξουσία του Δικαστηρίου συναρτάτο προς τη Δ.25, θ. 6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για διόρθωση γραμματικού λάθους ή παράλειψης ή και προς ευρύτερη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιεί διάταγμα του ώστε να δώσει έμφαση στην πραγματική του πρόθεση. Όπως υπεδείχθη όμως και πρωτοδίκως, δεν ήταν αυτή η διάσταση της αιτούμενης θεραπείας που αφορούσε την ευρύτερη εξουσία του Δικαστηρίου στα πλαίσια που αυτό ενήργησε προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Αυτό μας οδηγεί στην ουσία του πράγματος, που αφορά την εμβέλεια της έρευνας που αφορούσε η έκδοση συμπληρωματικού διατάγματος. Βάση για την ανάγκη έκδοσης του ήταν η αρχική παράλειψη προσδιορισμού του χρόνου συμμόρφωσης. Δεν θα εξετάσουμε εδώ αν, όπως εκρίθη πρωτοδίκως, το διάταγμα ήταν τέτοιας φύσης που καθιστούσε απαραίτητο τον καθορισμό επ΄ αυτού χρόνου συμμόρφωσης. Όπως και να είχε το πράγμα, η συμφυής εξουσία του Δικαστηρίου να καθορίσει το χρόνο συμμόρφωσης με συμπληρωματικό διάταγμα ήταν δεδομένη και συναρτάτο προς την αρχική παράλειψη προσδιορισμού του χρόνου συμμόρφωσης. Η παράλειψη δε αυτή παρείχε όχι μόνο τη βάση αλλά και την αιτιολογία για έκδοση του συμπληρωματικού διατάγματος. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που το Δικαστήριο είχε να εξετάσει για να ασκήσει μια εξουσία που αφορούσε όχι την ουσία του διατάγματος αλλά τη συμπλήρωση του από αυτή την άποψη και μόνο. Η έκδοση του διατάγματος όσο και το περιεχόμενο του ήσαν δεδομένα και το Δικαστήριο δεν μπορούσε να υπεισέλθει στο επιθυμητό της ισχύος του διατάγματος σε συνάρτηση με τα όσα η Εφεσείουσα επεχείρησε να εισάξει. Αυτό θα ισοδυναμούσε με επανεξέταση του, που μόνο στα πλαίσια αίτησης για τροποποίηση ή ακύρωση του θα μπορούσε να επιτευχθεί. Τα όσα λοιπόν μεσολάβησαν από της έκδοσης του διατάγματος δεν μπορούσαν να ήσαν σχετικά με το υπό εξέταση θέμα, ορθώς δε είχε απορριφθεί και η αίτηση της Εφεσείουσας για τροποποίηση της ένστασης της με την οποία επεδιώκετο να εισάγοντο σε αυτή τα εν λόγω γεγονότα. Ο αποκλεισμός των γεγονότων εκείνων στα πλαίσια της εξεταζόμενης αίτησης δεν περιορίζετο δε στα γεγονότα που είχαν ήδη κριθεί στα πλαίσια της αναφερθείσας αίτησης για καταφρόνηση του διατάγματος αφού δεν επήγαζε από το δεδικασμένο αλλά από το άσχετο τους προς την εξεταζόμενη αίτηση.
Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.