ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1924
23 Δεκεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
ν.
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΛΤΔ.,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11231)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Τερματισμός απασχολήσεως ― Αγωγή για παράνομο τερματισμό εργοδότησης, ενώ ο εργοδοτούμενος είχε αποχωρήσει από την εργασία του οικειοθελώς ― Εργοδοτούμενος εισηγήθηκε την κήρυξή του ως πλεονάζοντος προσωπικού ― Κατά πόσο ο τερματισμός εργοδότησής του ήταν παράνομος.
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Ταμείο Προνοίας ― Κατά πόσο οι εργοδότες ήταν υπόλογοι για τις υποχρεώσεις του Ταμείου Προνοίας έναντι εργοδοτουμένου τους μέλους του Ταμείου Προνοίας ― Ποίο είναι το αρμόδιο Δικαστήριο προς εκδίκαση διαφορών μεταξύ μέλους και Ταμείου Προνοίας ― Άρθρο 7.1 του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν.44/81).
Μαρτυρία ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Έγγραφα τα οποία αποκλείονται ως εξ ακοής μαρτυρία μπορεί να γίνουν αποδεκτά ως πρωτογενής μαρτυρία (original evidence) σηματοδοτούσα το γεγονός της έκδοσής τους ― Το Δικαστήριο πρέπει να διευκρινίζει το θέμα αυτό κατά τον χρόνο αποδοχής τους ως τεκμηρίων.
Ο εφεσείων εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους ως Γενικός Διευθυντής της εταιρείας βάσει γραπτής σύμβασης πενταετούς διάρκειας που συνομολογήθηκε στις 26.10.1992 με ισχύ από 1.1.1993 μέχρι 31.12.1997. Στις 4.1.1995 η Π. Χριστοφορίδου, μία των διευθυντών της εταιρείας απηύθυνε επιστολή στον εφεσείοντα στην οποία εξέθετε την κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας λήγουσας ως ακολούθως «Επομένως βρίσκω τον εαυτό μου στη δύσκολη θέση να χρησιμοποιήσω την εισήγησή σας, και να σας καταστήσω πλεονάζοντα το νωρίτερο δυνατό και παράλληλα να προχωρήσω με περαιτέρω περικοπές ως και όταν κρίνονται αναγκαίες». Ο εφεσείων απάντησε την επομένη με επιστολή δίδοντας εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας και παραπέμποντας σε εισηγήσεις που είχε κάνει κατά καιρούς, η υιοθέτηση των οποίων θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την οικονομική δραστηριότητα των εφεσιβλήτων. Αρνείται ότι εισηγήθηκε την κήρυξή του ως πλεονάζοντος προσωπικού. Η επιστολή καταλήγει ως εξής: «Σε περίπτωση που αισθάνεστε ότι επιθυμείτε τον πλεονασμό μου τότε δεν υπάρχει τίποτε άλλο το οποίο μπορώ να σχολιάσω εκτός από το να επιφυλάξω τα δικαιώματά μου».
Στις 9.1.1995 ο εφεσείων αποχώρησε από την εργασία του. Ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας τον κάλεσε να συζητήσουν το θέμα που τέθηκε με την επιστολή της 4.1.1995 εξηγώντας του ότι «δεν εννοούσαν πως έπρεπε να φύγει».
Στις 13.1.1995 ο εφεσείων απηύθυνε επιστολή στους εφεσίβλητους μέσω του δικηγόρου του αξιώνοντας: (α) καταβολή οφειλόμενων μισθών για τα έτη 1993, 1994, 1995, συν την επιστροφή της συνεισφοράς του στο Ταμείο Προνοίας της εταιρείας, και (β) τους μισθούς του για τα επόμενα τρία έτη μέχρι τη λήξη της σύμβασης εργοδότησης του, (Τεκμήριο 2). Οι εφεσίβλητοι του απάντησαν την επομένη υποστηρίζοντας ότι δεν προέβησαν σε τερματισμό της εργοδότησής του και επισημαίνοντας ότι η αποχώρηση του από την εργασία του στις 9.1.1995 ήταν αντίθετη προς τους όρους εργασίας του.
Ο εφεσείων δεν επανήλθε στην εργασία του. Με επιστολή ημερ. 17.1.1995, (Τεκμήριο 4) πληροφόρησε τους εφεσίβλητους ότι η αποχώρηση ήταν αποκλειστικά και μόνο το αποτέλεσμα της μονομερούς παραβίασης της σύμβασης εργοδότησης εκ μέρους τους και τους κάλεσε να καταβάλουν τα ποσά που διεκδικούσε με την επιστολή της 13.1.1995. Η απαίτηση του δεν ικανοποιήθηκε οπόταν στις 17.3.1995 ήγειρε αγωγή αξιώνοντας τα ποσά που αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή για παράνομο τερματισμό των υπηρεσιών του.
Οι εφεσίβλητοι στην υπεράσπισή τους, απέδωσαν την αποχώρηση του εφεσείοντος από την εργασία του σε αυτόβουλη πράξη. Παράλληλα ήγειραν ανταπαίτηση για ζημία την οποία κατ' ισχυρισμό υπέστησαν λόγω παραβιάσεων των όρων εργοδότησης από τον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν τερμάτισαν τις υπηρεσίες του εφεσείοντος και απέρριψε την αγωγή του. Το Δικαστήριο απέδωσε την αποχώρηση του από την εργασία του σε δική του οικειοθελή απόφαση και έκρινε ότι η επιστολή των εφεσιβλήτων προς τον εφεσείοντα της 4.1.1995 δεν γνωστοποιούσε απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του. Παράλληλα επισήμανε ότι και ο ίδιος ο εφεσείων δεν εξέλαβε την εν λόγω επιστολή ως επαγόμενη τον τερματισμό της υπηρεσίας του ως διαφαίνεται από την απάντησή του της 5ης Ιανουαρίου 1995. Οποιαδήποτε δε αμφιβολία για τις προθέσεις του εφεσείοντος δεν μπορούσε παρά να αρθεί με την πρόσκληση που περιέχεται στην επιστολή των εφεσιβλήτων της 16ης Ιανουαρίου 1995, να προσέλθει στα καθήκοντά του και να συνεχίσει την εργασία του.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι δεν ήταν υπόλογοι για το Ταμείο Προνοίας και υπέδειξε ότι οι διαφορές μεταξύ μέλους και Ταμείου Προνοίας ανάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
Αναφορικά με την ανταπαίτηση, το Δικαστήριο την έκρινε καθ' όλα αβάσιμη.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος ισχυρίσθηκε κατ' έφεση ότι οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν τερμάτισαν τις υπηρεσίες του ήταν εσφαλμένες και η απόφαση αναφορικά με τις αξιώσεις του για την καταβολή πρόσθετης μισθοδοσίας για τα έτη 1993 και 1994 δεν ήταν αιτιολογημένη.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αντέφεση. Πρόβαλαν δύο λόγους προς υποστήριξη της:
α) Εσφαλμένα η μαρτυρία της κας Χριστοφορίδου για πλημμελείς πράξεις του εφεσείοντος κρίθηκε ως αντανακλούσα μόνο την υποκειμενική της κρίση και ότι αναγκαία προς απόδειξη των γεγονότων ήταν ανεξάρτητη μαρτυρία.
β) Εσφαλμένα θεωρήθηκε το περιεχόμενο ορισμένων τεκμηρίων ως εξ ακοής μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Έφεση.
1. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εισήγηση για πλεονασμό προήλθε από τον ίδιο τον εφεσείοντα, το οποίο δεν προσβάλλεται, αίρει οποιαδήποτε πιθανή παρερμηνεία του περιεχομένου της επιστολής της 4.1.1995.
2. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αποχώρηση του εφεσείοντος από την εργασία του ήταν δική του πρωτοβουλία, είναι ορθή ενόψει της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή.
Β. Αντέφεση.
1. Το Δικαστήριο δεν απέρριψε την ανταπαίτηση επειδή στηρίχθηκε μόνο στη μαρτυρία της κας Χριστοφορίδου, αλλά λόγω έλλειψης μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί αμέλεια ή αδιαφορία εκ μέρους του εφεσείοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
2. Όντως τα έγγραφα δεν κατατέθηκαν από το πρόσωπο που τα συνέταξε και συνεπώς το περιεχόμενό τους ως προς την αλήθεια των γραφομένων συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία. Κατατιθέμενα από την κα Χριστοφορίδου η σημασία τους περιορίστηκε σ' εκείνη της πρωτογενούς μαρτυρίας (original evidence), σηματοδοτούσα το γεγονός της έκδοσης τους, διευκρίνιση την οποία το Δικαστήριο έπρεπε να είχε κάμει κατά το χρόνο αποδοχής τους ως τεκμηρίων.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 14/11/01 (Αρ. Αγωγής 2474/95) με την οποία απέρριψε την αγωγή του για μισθούς και άλλα δικαιώματά του λόγω του παράνομου τερματισμού της εργοδότησής του ως Γενικού Διευθυντή της εναγόμενης εταιρείας.
Αντέφεση.
Αντέφεση από τους εφεσίβλητους κατά της απόρριψης της ανταπαίτησής τους για ζημιά που κατ' ισχυρισμό υπέστησαν, λόγω της ανικανότητος του εφεσείοντος να φέρει σε πέρας τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή της εταιρείας και του αμελούς τρόπου διεκπεραίωσης της εργασίας του.
Δ. Μιχαηλίδης, για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος εναντίον των εφεσιβλήτων, για παράνομο τερματισμό της εργοδότησής του ως Γενικού Διευθυντή της εταιρείας. Στη θέση αυτή προσλήφθηκε για πενταετή περίοδο, την 1 Ιανουαρίου 1993, λήγουσα την 31 Δεκεμβρίου 1997, βάσει γραπτής σύμβασης που συνομολογήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1992. Στις 4 Ιανουαρίου 1995, η κα Πόλα Χριστοφορίδου, μία των διευθυντών της εταιρείας απηύθυνε επιστολή στον εφεσείοντα, στην οποία εξέθεσε την κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας λήγουσα ως ακολούθως:
«Therefore, I am in the difficult situation to use up your suggestion, and make you redundant at the earliest possible, as well as to proceed with further other cuts as and when necessary.
Further on, Andreas* is ready to discuss the whole matter with you and all the staff in order to explain in detail the whole situation, if you consider it necessary. Kindly let me have your comments at your earliest possible.
Thanks, Paula. »
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)
«Επομένως βρίσκω τον εαυτό μου στη δύσκολη θέση να χρησιμοποιήσω την εισήγησή σας, και να σας καταστήσω πλεονάζοντα το νωρίτερο δυνατό, και παράλληλα να προχωρήσω με περαιτέρω περικοπές ως και όταν κρίνονται αναγκαίες.
Περαιτέρω ο Ανδρέας είναι έτοιμος να συζητήσει το όλο θέμα μαζί σας και με όλο το προσωπικό για να επεξηγήσει σε λεπτομέρεια την όλη κατάσταση εάν το θεωρείτε αναγκαίο.
Ευγενικά παρακαλώ όπως έχω τις παρατηρήσεις σας το συντομότερο δυνατό.
Ευχαριστώ, Πάολα.»
Την επαύριο με επιστολή του (χειρόγραφη όπως ήταν και η επιστολή της κας Χριστοφορίδου), o εφεσείων απάντησε στην επιστολή των εφεσιβλήτων. Σ' αυτή έδωσε τις δικές του εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, την εξέλιξή της μετά την απώλεια της εκπροσώπησης της εταιρείας Johnson από τους εφεσίβλητους, παραπέμποντας σε εισηγήσεις που είχε κάμει κατά καιρούς, η υιοθέτηση των οποίων θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την οικονομική δραστηριότητα των εφεσιβλήτων. Αρνείται ότι εισηγήθηκε την κήρυξη του ως πλεονάζοντος προσωπικού επισημαίνοντας προς τούτο, ότι την προτεραία συζητούσε με άλλο διευθυντή της εταιρείας τον κ. Πογιατζή, τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για την επαύξηση του ύψους των συναλλαγών (τζίρου), της εταιρείας. Η επιστολή καταλήγει ως εξής:
«In case you feel you request my redundancy then there is nothing else I can comment on except that I reserve my rights.»
(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)
«Σε περίπτωση που αισθάνεστε ότι επιθυμείτε τον πλεονασμό μου τότε δεν υπάρχει τίποτε άλλο το οποίο μπορώ να σχολιάσω εκτός από το να επιφυλάξω τα δικαιώματά μου.»
Στις 9 Ιανουαρίου 1995, ο εφεσείων αποχώρησε από την εργασία του. Ένας των διευθυντών της εταιρείας ο κ. Πογιατζής, κάλεσε τον εφεσείοντα να συζητήσουν το τεθέν με την επιστολή της 4ης Ιανουαρίου 1995, θέμα, εξηγώντας του, όπως το θέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι «δεν εννοούσαν πως έπρεπε να φύγει».
Στις 13 Ιανουαρίου 1995, ο εφεσείων απηύθυνε στους εφεσίβλητους επιστολή, μέσω του δικηγόρου του αξιώνοντας: (α) καταβολή οφειλόμενων μισθών για τα έτη 1993, 1994, 1995, συν την επιστροφή της συνεισφοράς του στο Ταμείο Προνοίας της εταιρείας, και (β) τους μισθούς του για τα επόμενα τρία έτη μέχρι τη λήξη της σύμβασης εργοδότησης του, (Τεκμήριο 2). Σε απάντηση που δόθηκε την επαύριο 16 Ιανουαρίου 1995, (Τεκμήριο 3), οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι δεν προέβησαν σε τερματισμό της εργοδότησης του εφεσείοντος επεξηγώντας, ότι η αναφορά στο ενδεχόμενο κήρυξης του ως πλεονάζοντος προσωπικού είχε αφετηρία δική του εισήγηση. Η αποχώρησή του από την εργασία του στις 9 Ιανουαρίου 1995, επισημαίνεται ως γεγονός αντινομικό προς τους όρους της εργασίας του. Η επιστολή καταλήγει ως εξής:
«Υπό τις περιστάσεις, θα θεωρηθεί ότι ο πελάτης σας θα έχει παραβεί εκ νέου τους όρους σύμβασης εργοδότησης ημερομηνίας 26ης Οκτωβρίου 1992 αν δεν αναλάβει τα καθήκοντα του, και ως εκ τούτου απορρίπτεται ως ανεδαφική και αδικαιολόγητη η απαίτηση του.
Επιφυλάσσομε όλα τα δικαιώματα της εταιρείας οιασδήποτε φύσεως εναντίον του πελάτη σας.»
Ο εφεσείων δεν επανήλθε στην εργασία του. Με επιστολή του δικηγόρου της 17ης Ιανουαρίου 1995, (Τεκμήριο 4), πληροφόρησε τους εφεσίβλητους ότι η αποχώρηση ήταν «... αποκλειστικά και μόνο το αποτέλεσμα της μονομερούς εκ μέρους σας παραβίασης της μεταξύ σας σύμβασης εργοδότησης ημερομηνίας 26/10/1992. Ο πελάτης μου απεδέχθη την ρηθείσα παραβίαση εξ ου και σας απέστειλε την 13/1/1995 μέσω μου την σχετική επιστολή.». Κάλεσε παράλληλα τους εφεσίβλητους να καταβάλουν σ' αυτόν τα ποσά που διεκδικούσε με την επιστολή της 13ης Ιανουαρίου 1995 μέχρι της 20ης Ιανουαρίου 1995, προειδοποιώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον τους.
Η απαίτηση του δεν ικανοποιήθηκε οπόταν στις 17 Μαρτίου 1995, ήγειρε την αγωγή, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης, στην οποία πρόβαλε τις αξιώσεις που περιέχονται στην επιστολή του δικηγόρου του της 13ης Ιανουαρίου 1995. Το αγώγιμο δικαίωμα στοιχειοθετείται στην παράγραφο 5, της έκθεσης απαιτήσεως η οποία ορίζει:
«Κατά/ή περί την 9/1/1995 οι Εναγόμενοι παρανόμως και/ή αυθαιρέτως και/ή μονομερώς προέβησαν εις το τερματισμό των υπηρεσιών του Ενάγοντος και/ή συμπεριφέρθησαν κατά τοιούτο τρόπο ώστε ο Ενάγων να αναγκασθή να αποχωρήση εκ της εργασίας του.»
Συναρτάται, το αγώγιμο δικαίωμα με την υπαίτια διάρρηξη της μεταξύ των μερών σύμβασης από τους εφεσίβλητους. Άξιο λόγου είναι ότι ως ημερομηνία τερματισμού της εργοδότησής του παρατίθεται η 9η Ιανουαρίου 1995, και όχι η 4η Ιανουαρίου 1995.
Στην υπεράσπισή τους οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν διάρρηξη της σύμβασης με τον εφεσείοντα. Η αποχώρησή του από την εργασία υπήρξε, ως ισχυρίστηκαν, αυτόβουλη πράξη. Παράλληλα ήγειραν ανταπαίτηση για ζημία την οποία κατ' ισχυρισμό υπέστησαν λόγω παραβιάσεων από τον εφεσείοντα των όρων της σύμβασης σε σχέση με την εκτέλεση της εργασίας του. Οι παραβάσεις αποδίδονται στην ανικανότητα του εφεσείοντος να φέρει σε πέρας το έργο του γενικού διευθυντή της εταιρείας και σε αμελείς πράξεις κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Με αυτά ως έρεισμα πρόβαλαν ανταπαίτηση για το ποσό των £145,800.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εφεσείων πρόβαλε άμεσα ή έμμεσα δύο λόγους για τον τερματισμό της υπηρεσίας του από τους εφεσίβλητους. Πρώτο, την άρνηση των εφεσίβλητων να του καταβάλουν τα οφειλόμενα σ' αυτόν, βάσει της ισχύουσας μεταξύ των μερών σύμβασης, εκτός αν συναινούσε την 9η Ιανουαρίου 1995, στην απαλλαγή των εφεσιβλήτων από κάθε άλλη απαίτηση. Σ' αυτό το λόγο φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να επικεντρώνεται και η έκθεση απαιτήσεως στο βαθμό που συναρτά την αποχώρησή του από την εταιρεία με τη συμπεριφορά των εφεσίβλητων στις 9 Ιανουαρίου 1995, κατατείνουσα στον πειθαναγκασμό του να αποχωρήσει. Συμπλέκεται όμως η παραίτησή του και με το δεύτερο λόγο, που έχει ως βάθρο την επιστολή των εφεσίβλητων της 4ης Ιανουαρίου 1995. Σχετικό με την ερμηνεία της επιστολής αυτής και τις προεκτάσεις της είναι και το κατά πόσο ο εφεσείων πράγματι είχε εισηγηθεί το ενδεχόμενο της κήρυξής του ως πλεονάζοντος προσωπικού. Ο ίδιος αρνήθηκε ότι εισηγήθηκε κάτι τέτοιο. Διιστάμενη υπήρξε η μαρτυρία του εφεσείοντος και της κας Χριστοφορίδου επί του θέματος. Το Δικαστήριο αποδέχτηκε την εκδοχή της δεύτερης και συνακόλουθα, ότι η εισήγηση περί πλεονασμού προήλθε από τον εφεσείοντα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιστολή των εφεσίβλητων προς τον εφεσείοντα της 4ης Ιανουαρίου 1995, δεν γνωστοποιούσε απόφαση ή πράξη τους (των εφεσιβλήτων) για τερματισμό των υπηρεσιών του. Παράλληλα επισήμανε ότι και ο ίδιος ο εφεσείων δεν εξέλαβε την επιστολή της 4ης Ιανουαρίου 1995, ως επαγόμενη τον τερματισμό της υπηρεσίας του ως διαφαίνεται από την απάντησή του της 5ης Ιανουαρίου 1995. Οποιαδήποτε δε αμφιβολία για τις προθέσεις του εφεσείοντος δεν μπορούσε παρά να αρθεί με την πρόσκληση που περιέχεται στην επιστολή των εφεσιβλήτων της 16ης Ιανουαρίου 1995, να προσέλθει στα καθήκοντά του και να συνεχίσει την εργασία του.
Ασαφής υπήρξε η θέση του εφεσείοντος ως προς την πράξη των εφεσιβλήτων που επέφερε τον τερματισμό των υπηρεσιών του. Ενώ στην επιστολή του της 13ης Ιανουαρίου 1995, προβάλλει ως μόνο λόγο την επιστολή της 4ης Ιανουαρίου 1995, στην αγωγή του και στη μαρτυρία του πρόβαλε ως κύριο λόγο την άρνηση των εφεσιβλήτων στις 9 Ιανουαρίου 1995, να του καταβάλουν τα οφειλόμενα σ' αυτό μέχρι την ημέρα εκείνη.
Οι απαιτήσεις του αφορούσαν:
(α) Συμπληρωματικό μισθό £7,000 για το έτος 1993 που ήταν πληρωτέος στις 30 Ιουνίου 1994.
(β) Συμπληρωματικό μισθό £7,900 πληρωτέο την 30η Ιουνίου, 1995.
(γ) Τα δικαιώματα από το Ταμείο Προνοίας της εταιρείας.
(δ) Την αναλογία του μισθού του μέχρι την 9 Ιανουαρίου 1995 και,
(ε) Το ανάλογο μερίδιο του στο 13ο μισθό καταβλητέο στο τέλος του έτους.
Η άρνηση των εφεσιβλήτων να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του, εκτός αν ο εφεσείων συμφωνούσε να τους απαλλάξει από κάθε άλλη απαίτηση, χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως πράξη εκβιαστική επαγόμενη τον τερματισμό των υπηρεσιών του.
Ο εφεσείων πρόβαλε τις απαιτήσεις αυτές και στην αγωγή του ως προκύπτουσες από τη διάρρηξη της σύμβασης από τους εφεσίβλητους με τον τερματισμό των υπηρεσιών του, ενώ πρόκειται για οφειλές που ανάγονται στη σύμβαση εργοδότησής του. Εξήγησε (ο εφεσείων) στη μαρτυρία του ότι έναντι της συνολικής του απαίτησης του καταβλήθηκαν πριν την έγερση της αγωγής του δύο ποσά, (α) £543,36 και (β) £6.326,45, χωρίς να διευκρινίζει ότι το πρώτο ποσό του καταβλήθηκε από το Ταμείο Προνοίας των υπαλλήλων της εταιρείας Michalis Poyiadjis & Co., Ltd., Provident Fund, και το δεύτερο για την αποπληρωμή του πρόσθετου μισθού του £7,000 για το έτος 1993, την αναλογία του μισθού του μέχρι την 9η Ιανουαρίου 1995 και το αναλογούν μερίδιο των ημερών που εργάστηκε, στο 13ο μισθό μείον £1.141,35 παρατραβήγματα, πέραν του μισθού του.
Ο εφεσείων αναγνώρισε στη μαρτυρία του ότι έτσι έχουν τα πράγματα πλην ισχυρίστηκε, ότι λόγω λάθους η οφειλή του προς την εταιρεία διογκώθηκε κατά £600. Χρεώθηκε με ποσά £764,41 αντί £164,41 που ήταν η επιταγή που παρέλαβε.
Το ποσό των £7,900 που αντιπροσώπευε τον πρόσθετο μισθό του εφεσείοντος για το έτος 1994, ήταν καταβλητέο, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, την 30η Ιουνίου 1995 και όχι νωρίτερα. Επομένως, οποιαδήποτε αξίωση για την καταβολή του πριν την ημερομηνία εκείνη ήταν πρόωρη· το ποσό δεν ήταν απαιτητό. Κατά συνέπεια δεν ήταν εφικτή η διεκδίκησή του με την αγωγή του εφεσείοντος που ηγέρθη στις 17 Μαρτίου 1995. Η κα. Χριστοφορίδου στη μαρτυρία της κατέθεσε ότι οι εφεσίβλητοι δεν αναγνωρίζουν ότι έχουν τέτοια υποχρέωση προς τον εφεσείοντα, εφόσον η σύμβαση εργοδότησης καθιστά προϋπόθεση για τη γένεση της υποχρέωσης αυτής την παραμονή του εφεσείοντος στην εργασία κατά το χρόνο που το ποσό καθίσταται απαιτητό, δηλαδή την 30η Ιουνίου 1995· οπόταν η αποχώρηση του προηγουμένως αναίρεσε την οφειλή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Ταμείο Προνοίας αποτελεί αυτοτελή νομική οντότητα για τις υποχρεώσεις του οποίου οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν υπόλογοι. Πέραν τούτου, υπέδειξε ότι βάσει των ρητών διατάξεων (Άρθρο 7.1) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου του 1981 (Ν.44/81), διαφορές μεταξύ μέλους και Ταμείου Προνοίας ανάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Και οι δύο διαπιστώσεις του Δικαστηρίου είναι ορθές.
Το Δικαστήριο δεν πραγματεύεται στην απόφασή του τις αξιώσεις του εφεσείοντος για την καταβολή της πρόσθετης μισθοδοσίας του για τα έτη 1993 και 1994. Καθίσταται, ως προβάλλει ο εφεσείων στην έφεσή του η απόφαση αναιτιολόγητη στο σημείο αυτό. Ως προς το έτος 1994, η απαίτηση του εφεσείοντος ήταν εκ προοιμίου απορριπτέα. Ανυπόστατη επίσης μπορεί να χαρακτηρισθεί και η απαίτησή του για το έτος 1993 εφόσον του καταβλήθηκε. Η επιφύλαξη, που διατύπωσε ο εφεσείων αφορά την ορθότητα των υπολογισμών των εφεσιβλήτων για τα ποσά που πήρε πέραν του τρέχοντος μισθού του, δεν αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής.
Διαπιστώνεται όμως και άλλος θεμελιακός λόγος για το ανυπόστατο των διεκδικήσεων του εφεσείοντος για τους πρόσθετους μισθούς των ετών 1993, 1994. Στην αγωγή του εγείρεται απαίτηση για την ανάκτηση τους ως απόρροια της διάρρηξης από τους εφεσίβλητους της σύμβασης εργοδότησης του εφεσείοντος, ενώ βάση των διεκδικήσεων του αποτελεί η εφαρμογή της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης.
Πριν επιληφθούμε του κυρίως μέρους της έφεσης, που στρέφεται κατά της απόρριψης της αγωγής του εφεσείοντος για αποζημιώσεις λόγω τερματισμού της σύμβασης εργοδότησης από τους εφεσίβλητους, θα εξετάσουμε την αντέφεση (Δ.35, θ.10), των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που υποβλήθηκε κατά της απόρριψης της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων για ζημιά που κατ' ισχυρισμό υπέστησαν, λόγω της ανικανότητας του εφεσείοντος να φέρει σε πέρας τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή της εταιρείας και του αμελούς τρόπου διεκπεραίωσης της εργασίας του· κατάσταση πραγμάτων συνιστώσα παραβίαση της μεταξύ των μερών σύμβασης. Το Δικαστήριο έκρινε την ανταπαίτηση καθ' όλα αβάσιμη. Δεν συνεδέθη η ζημιά την οποία πρόβαλαν, ως διαπιστώνει το Δικαστήριο, με οποιαδήποτε πλημμελή πράξη του εφεσείοντος. Υπογραμμίζει ότι οι εφεσίβλητοι σε κανένα στάδιο, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του εφεσείοντος, δεν παραπονέθηκαν για αμέλεια του εφεσείοντος κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε αμφισβήτησαν την ικανότητά του να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του. Ενυπάρχει στοιχείο αντινομίας στις θέσεις των εφεσιβλήτων. Αφενός θεωρούσαν τον εφεσείοντα ανίκανο να εκτελεί τα καθήκοντά του και αφετέρου προσέβλεπαν στη συνέχιση των υπηρεσιών του. Σημειωτέο ότι βάσει των προνοιών της παραγράφου 8Α της σύμβασης τόσο η ανικανότητα του εφεσείοντος να εκτελεί τα καθήκοντά του, όσο και ζημιογόνες πράξεις αμέλειας εκ μέρους του, παρείχαν στους εφεσίβλητους δικαίωμα τερματισμού της εργοδότησής του.
Στην αντέφεση τους οι εφεσίβλητοι προβάλλουν δύο λόγους προς υποστήριξη της. Πρώτο, ότι εσφαλμένα η μαρτυρία της κας Χριστοφορίδου για πλημμελείς πράξεις του εφεσείοντος κρίθηκε ως αντανακλούσα μόνο την υποκειμενική της κρίση και ότι αναγκαία προς απόδειξη των γεγονότων ήταν ανεξάρτητη μαρτυρία.
Το Δικαστήριο δεν απέρριψε την ανταπαίτηση επειδή στηρίχθηκε μόνο στη μαρτυρία της κας Χριστοφορίδου, αλλά λόγω έλλειψης μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί αμέλεια ή αδιαφορία εκ μέρους του εφεσείοντος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η αναφορά του Δικαστηρίου στην υποκειμενική κρίση της κας Χριστοφορίδου, σκοπούσε να υπογραμμίσει ότι η απόδειξη αμέλειας δεν συναρτάται με την υποκειμενική κρίση της κας Χριστοφορίδου για το χαρακτήρα συγκεκριμένων πράξεων του εφεσείοντος, αλλά με μαρτυρία η οποία αποδεικνύει την ύπαρξή της. Υφέρπει, ως μπορεί να λεχθεί έλλειψη πειστικότητας στις θέσεις της κας Χριστοφορίδου προκύπτουσα από το γεγονός, ότι ουδέποτε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του εφεσείοντος, αυτή ή οποιοσδήποτε άλλος αξιωματούχος της εταιρείας αμφισβήτησαν τις ικανότητες ή την προσήλωση του στο καθήκον.
Ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης στρέφεται κατά της θεώρησης του περιεχομένου ορισμένων τεκμηρίων 27 - 34, τα οποία εκδόθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Υγείας, ως εξ ακοής μαρτυρία και για το λόγο αυτό απαράδεκτη. Τα τεκμήρια επιμαρτυρούν την καταστροφή τροφίμων, εισαχθέντων από τους εφεσίβλητους, από τις υγειονομικές αρχές. Τα εμπορεύματα καταστράφηκαν, μετά την αποχώρηση του εφεσείοντος από την εργασία των εφεσιβλήτων σε διάφορες ημερομηνίες, μεταξύ 20 Μαρτίου 1995 και 25 Μαΐου 1998. Τα έγγραφα κατατέθηκαν από την κα Χριστοφορίδου. Όντως τα έγγραφα δεν κατατέθηκαν από το πρόσωπο που τα συνέταξε και συνεπώς το περιεχόμενό τους ως προς την αλήθεια των γραφομένων συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία. Κατατιθέμενα από την κα. Χριστοφορίδου η σημασία τους περιορίστηκε σ' εκείνη της πρωτογενούς μαρτυρίας (original evidence), σηματοδοτούσα το γεγονός της έκδοσης τους· διευκρίνηση την οποία το Δικαστήριο έπρεπε να είχε κάμει κατά το χρόνο αποδοχής τους ως τεκμηρίων.
Και δεκτό να γινόταν το περιεχόμενο των τεκμηρίων 27 - 34, δεν θα προσέδιδε έρεισμα στην υπόθεση των εφεσιβλήτων. Ελλείπει ολοσχερώς μαρτυρία, που να συνδέει την απόκτηση και φύλαξη των αγαθών με οποιαδήποτε πράξη αμέλειας του εφεσείοντος. Ακόμα απουσιάζει μαρτυρία που να τείνει να καταδείξει ότι η ζημιά στα τρόφιμα, προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του εφεσείοντος.
Δεν έχει καταδειχθεί λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επέμβασή μας στην απόφαση του Δικαστηρίου για την απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων. Συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση η προβολή και προώθηση της ανταπαίτησης εύλογα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη αντιπερισπασμού προς την αγωγή του εφεσείοντος.
Ο εφεσείων προβάλλει οκτώ λόγους έφεσης που, κατά την εισήγησή του αποκαλύπτουν ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες λήξης της εργοδότησης του (Λόγοι 2 - 9). Οι λόγοι έφεσης συμπλέκονται και έχουν ως κοινό παρονομαστή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν τερμάτισαν τις υπηρεσίες του. Αναφέρονται στην ερμηνεία της επιστολής της 4ης Ιανουαρίου 1995, και στους λόγους οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία του και στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για τα διαδραματισθέντα. Τίποτε δεν προβλήθηκε που να κλονίζει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου. Η ερμηνεία της επιστολής της 4ης Ιανουαρίου 1995, από το Δικαστήριο ήταν η λογική συνέπεια του περιεχομένου της. Κλήθηκε ο εφεσείων να εκθέσει τις απόψεις του για το ενδεχόμενο κήρυξής του ως πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της οικονομικής δυσχέρειας των εφεσιβλήτων. Και έτσι το ερμήνευσε ο εφεσείων, ως διαφαίνεται από την απάντησή του την επομένη. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εισήγηση για πλεονασμό προήλθε από τον ίδιο, το οποίο δεν προσβάλλεται, αίρει οποιαδήποτε πιθανή παρερμηνεία του περιεχομένου της επιστολής της 4ης Ιανουαρίου 1995.
Στις 9 Ιανουαρίου 1995, τίποτε δεν είχε συμβεί που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πράξη ή ενέργεια των εφεσιβλήτων για τερματισμό των υπηρεσιών του. Αντίθετα η απαίτηση του εφεσείοντος για το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών του με τους εφεσίβλητους μπορεί, εύλογα να αποδοθεί σε ειλημμένη απόφαση του να αποχωρήσει από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων. Εν πάση περιπτώσει, οποιεσδήποτε αμφιβολίες και αν έτρεφε ο εφεσείων για τις προθέσεις των εφεσιβλήτων, αυτές έπρεπε να είχαν αρθεί με την επιστολή τους της 16ης Ιανουαρίου 1995. Ως σωστά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο η αποχώρηση του εφεσείοντος από την εργασία του ήταν δική του πρωτοβουλία. Αυτό επισφραγίζει και την τύχη της έφεσης.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Η εκατέρωθεν αποτυχία δικαιολογεί τη μη έκδοση διαταγής για τα έξοδα που αποτελεί και τη διαταγή μας.
Η�έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.