ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 1742
9 Δεκεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΝΗ Μ. ΣΧΙΖΑ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ HEINZ ROGGENNKAMP,
Εφεσείουσα,
ν.
ΒΡΑΧΙΜΗ ΧΡ. ΒΡΑΧΙΜΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11076)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ποδηλάτης επιχειρώντας στροφή δεξιά εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και απέκοψε την ελεύθερη πορεία αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με αυτό και να τραυματιστεί σοβαρά ― Κατά την στροφή προς τα δεξιά και την είσοδο του ποδηλάτη στη λωρίδα κυκλοφορίας του αυτοκινήτου η μεταξύ των δύο οχημάτων απόσταση ήταν ανύπαρκτη ― Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης για την πρόκληση του ατυχήματος στον ποδηλάτη ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ο διάδικος ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων, οφείλει να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι τα ευρήματα αυτά είναι εσφαλμένα ― Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων εκτός αν δεν δικαιολογούνται από την ενώπιόν του μαρτυρία ή όταν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής.
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Ένας οδηγός δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να ενεργήσει αμελώς εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις.
Γύρω στις 10 μ.μ. της 23.5.1993, ο ενάγων Γερμανός τουρίστας, ενώ ποδηλατούσε στη Λεωφόρο Μακαρίου στην Αγία Νάπα με κατεύθυνση από Αγία Νάπα προς το λιμανάκι, ακολουθούμενος από τη σύζυγό του, Μ.Ε. 2, η οποία επίσης ποδηλατούσε, έστριψε προς τα δεξιά με πρόθεση να εισέλθει στη Λεωφόρο Nissi, που είναι κάθετος επί της Λεωφόρου Μακαρίου, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και απέκοψε την ελεύθερη πορεία του εφεσίβλητου ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αντίθετη κατεύθυνση. Προκλήθηκε σύγκρουση των δύο οχημάτων αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του ενάγοντος. Το σημείο σύγκρουσης ήταν εντός της πορείας του εναγομένου και σε απόσταση 1.20 από τη μέση του δρόμου. Όταν ο ενάγων επιχείρησε κλίση προς τα δεξιά και εισήλθε στη λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσίβλητου η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων ήταν ανύπαρκτη. Η ταχύτητα του εφεσίβλητου ήταν κατά τον συγκεκριμένο χρόνο 30 χ.α.ω.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος στον εφεσείοντα.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα (α) της απόρριψης της μαρτυρίας της συζύγου του ενάγοντος, Μ.Ε. 2 και του εμπειρογνώμονα που κάλεσε η πλευρά του ενάγοντος και (β) της αποδοχής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.
Σε σχέση με τη μαρτυρία της συζύγου του ενάγοντος υποστηρίχθηκε ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μέρος της μαρτυρίας της είναι αναληθές, είναι αυθαίρετο και «δεν στηρίζεται σε επαρκή ή οιανδήποτε αιτιολογία». Σε σχέση με την μαρτυρία του εμπειρογνώμονα υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχθηκε τον ΜΕ 3 ως εμπειρογνώμονα, ο οποίος κατείχε τα απαραίτητα προσόντα και πείρα. Παρ' όλα αυτά απέρριψε την μαρτυρία του στο σύνολό της, στην απουσία άλλης επιστημονικής μαρτυρίας που να συγκρούεται ή να μην συνάδει με αυτή και κατέληξε αυθαίρετα στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του είναι απορριπτέα, καθ' ότι, σύμφωνα με το εσφαλμένο συμπέρασμα του Δικαστηρίου, είχε στηριχθεί στα γεγονότα όπως είχαν εκτεθεί στην μαρτυρία της ΜΕ2, την οποία είχε απορρίψει εν μέρει το Δικαστήριο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το σχετικό με την αξιολόγηση της μαρτυρίας μέρος της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αιτιολογήσει επαρκώς τα συμπεράσματά του που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγισή του. Ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα εκκαλούμενα συμπεράσματά του και δεν παρέχεται, ως εκ τούτου, πεδίο επέμβασης του Εφετείου.
2. Από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί ορθά σε σχέση με το θέμα της ευθύνης για τη σύγκρουση. Οι θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντανακλούν τη θέση της νομολογίας σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να ενεργήσει αμελώς εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις.
3. Η απόπειρα αποκοπής της πορείας αυτοκινήτου ενώ αυτό είναι τόσο εγγύς δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Επομένως ο εφεσίβλητος δεν είχε την υποχρέωση να λάβει οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα προ της εμφάνισης του κινδύνου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Sakellarides v. PapaSavva a.o. (1966) 1 C.L.R. 259,
Imam v. PapaCostas (1968) 1 C.L.R. 207,
Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son a.o. (1975) 1 C.L.R. 269,
Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996,
Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 Α.Α.Δ. 378,
Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,
Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614,
Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,
Λαζούρας ν. Σεργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 500,
Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215,
Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815,
Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα, διαχειρίστρια της περιουσίας του ενάγοντος (αποβιώσαντος) κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που δόθηκε στις 29/3/01 (Αρ. Αγωγής 10/94) με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση του ενάγοντος για σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές τις οποίες αυτός υπέστη κατά τον τραυματισμό του σε τροχαίο ατύχημα στις 23.5.93, όταν το ποδήλατο επί του οποίου επέβαινε συγκρούστηκε με αυτοκίνητο το οποίο οδηγείτο από τον εφεσίβλητο.
Μ. Σχίζας με Ν. Κληρίδη, για την Εφεσείουσα.
Α. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αξίωση:
Ο Heinz Roggenkamp (ο ενάγων) από τη Γερμανία τραυματίσθηκε σε τροχαίο ατύχημα στις 23.5.93 όταν το ποδήλατο επί του οποίου επέβαινε συγκρούστηκε με αυτοκίνητο το οποίο οδηγείτο από τον εφεσίβλητο. Με αγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αξίωσε αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές τις οποίες υπέστη ως αποτέλεσμα της αμέλειας του εφεσίβλητου. Ο ενάγοντας έχει στο μεταξύ αποβιώσει και η διαδικασία έκτοτε συνεχίσθηκε από τη διαχειρίστρια της περιουσίας του.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα.
Ο ενάγοντας είναι Γερμανός και τον Μάιο του 1993 βρισκόταν στην Κύπρο σε διακοπές. Μαζί του ήταν και η σύζυγος του, ΜΕ 2. Γύρω στις 10 μ.μ. της 23.5.1993 ο ενάγοντας ποδηλατούσε στη Λεωφόρο Μακαρίου στην Αγία Νάπα με κατεύθυνση από Αγία Νάπα προς το λιμανάκι. Τον ακολουθούσε, επίσης ποδηλατώντας, η σύζυγος του. Σε σημείο της πιο πάνω λεωφόρου και στο ύψος που αυτή ενώνεται με τη Λεωφόρο Nissi προκλήθηκε το δυστύχημα. Στο δυστύχημα αυτό ενεπλάκη και ο εφεσίβλητος ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΑΑΥ 147 από την αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι από το λιμανάκι προς την Αγία Νάπα.
Η μαρτυρία και η αξιολόγηση της.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία από τη σύζυγο του ενάγοντα, τον αστυνομικό εξεταστή του ατυχήματος, τον εμπειρογνώμονα Θράσο Ομαχόνη και από τον εφεσίβλητο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σχολίασε και αξιολόγησε τη μαρτυρία δέχθηκε τη μαρτυρία του εξεταστή και εκείνη του εφεσίβλητου. Απέρριψε την μαρτυρία της συζύγου του ενάγοντα και εκείνη του εμπειρογνώμονα.
Με την έφεση έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της απόρριψης της μαρτυρίας των πιο πάνω δύο μαρτύρων - της συζύγου του ενάγοντα και του εμπειρογνώμονα - καθώς και της αποδοχής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του σχετικού μέρους της εκκαλούμενης απόφασης. Η πορεία αυτή επιβάλλεται εν όψει των λόγων της έφεσης:
«Η πρώην σύζυγος του ενάγοντα ήταν παρούσα αναμφίβολα κατά τη στιγμή του δυστυχήματος. Η μαρτυρία της μέχρι το σημείο που αντιλήφθηκε τον σύζυγο της να στρίβει δεξιά παρέμεινε αδιαμφισβήτητη και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι μέχρι σε αυτό το σημείο αντικατοπτρίζει τα πραγματικά γεγονότα. Προσπάθησε στη συνέχεια να περιγράψει με λεπτομέρεια τα γεγονότα όπως τα είχε αντιληφθεί. Κατέθεσε ότι το αυτοκίνητο οδηγήθηκε προς το ποδήλατο, ότι το αρχικό κτύπημα επί του αυτοκινήτου ήταν στη δεξιά μπροστινή γωνιά του, ότι η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν μεγάλη και ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στην πλευρά του ενάγοντα. Οι ισχυρισμοί της κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα η ίδια κατέθεσε στην αστυνομία, όπως τα έχω εκθέσει σε προηγούμενο στάδιο της απόφασης. Παραδέχθηκε ότι δεν μπορούσε να καταθέσει με βεβαιότητα γιατί κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν σε κατάσταση 'σόκ'. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η μάρτυρας αυτή δεν αντιλήφθηκε πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, μετά από τη στιγμή που είδε το σύζυγο της να στρίβει προς τα δεξιά. Αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο αν λάβει κάποιος υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα και την κατανοητή κατάσταση σύγχυσης που βρισκόταν η μάρτυρας. Η αρχική προσπάθεια της να περιγράψει την όλη πορεία του δυστυχήματος στο Δικαστήριο δεν αποτελεί τίποτε άλλο από απόπειρα προσαρμογής της μαρτυρίας της με τα συμφέροντα του ενάγοντα στην υπόθεση. Σαν τέτοια απορρίπτεται.
Ο κ. Ομαχόνη κλήθηκε να καταθέσει σαν ειδικός σε διερεύνηση και αναπαράσταση οδικών δυστυχημάτων. Είναι γνωστές οι αρχές που καλύπτουν το ζήτημα της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Αυτοί προμηθεύουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να αξιολογηθεί η ορθότητα των συμπερασμάτων τους. Το Δικαστήριο στόχο έχει, αφού εφαρμόσει αυτά τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία, να εξάξει τα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. Αυτά μπορούν να συμφωνούν ή όχι με τη μαρτυρία που δόθηκε. Αναντίλεκτα η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σ' ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σ' αυτό. Η πείρα αλλά και τα προσόντα του μάρτυρα όπως τα εξέθεσε στο Δικαστήριο του προσδίδουν αυτή την ιδιότητα. Παράγοντες όμως που δεν μπορούν να παραγνωριστούν καθιστούν τη μαρτυρία που έδωσε χωρίς ουσιαστική σημασία. Βασικό μέρος των συλλογισμών του στηρίχθηκε στη μαρτυρία της συζύγου του ενάγοντα. Επιλεκτικά μάλιστα προτίμησε μέρος αυτής της μαρτυρίας και έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αναφορά της μάρτυρος ότι κατά την ώρα της σύγκρουσης είδε το σύζυγο της να 'εκτινάσσεται'. Δέχθηκε αντεξεταζόμενος ότι το υπόβαθρο των συλλογισμών του θα κατέρρεε αν το ποδήλατο αμέσως πριν από τη σύγκρουση κινείτο με πολύ μικρή ταχύτητα, αν ήταν σχεδόν σταματημένο δηλαδή. Σε τέτοια περίπτωση, ανάφερε, ο επιβάτης του δεν θα 'πετούσε'. Δέχθηκε επίσης ότι με τέτοια ταχύτητα το κτύπημα θα επέφερε περιστροφή του ποδηλάτου. Η ταχύτητα ήταν ουσιώδες στοιχείο για τους συλλογισμούς του. Σε σημείο μάλιστα που δέχθηκε ότι η εξέλιξη του δυστυχήματος δεν θα ήταν όπως την περιέγραψε αν η ταχύτητα του ποδηλάτου ήταν πολύ μικρή. Ακόμη και το σημείο σύγκρουσης όπως το είχε θέσει ο ίδιος στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ύπαρξη ταχύτητας, όπως ο ίδιος είπε 15-20 χ.α.ω.. Η αναφορά του σε συγκεκριμένο σημείο σύγκρουσης ήταν επίσης αποτέλεσμα της πορείας που πήρε ο ποδηλάτης μετά τη σύγκρουση και της πρόκλησης της συγκεκριμένης κηλίδας αίματος, σημείο Δ στο σχεδιάγραμμα Τεκμήριο 4. Το όλο οικοδόμημα των συλλογισμών του μάρτυρα εκθεμελιώνεται δεδομένου του συνόλου της μαρτυρίας της ΜΕ 2. Η μαρτυρία αυτή, που εν πάση περιπτώσει δεν έγινε δεκτή, κάνει αναφορά αφενός σε πολύ μικρή ταχύτητα 'σχεδόν σταματημένος', του ενάγοντα και αφετέρου σε 'απογείωση του' μετά το κτύπημα. Οι δύο ισχυρισμοί ήταν εκ θεμελίων αντίθετοι για σκοπούς κατάληξης του μάρτυρα σε συμπεράσματα. Όπως έχω ήδη αναφέρει ο ίδιος ο μάρτυρας δέχθηκε ότι η μια θέση εξ αντικειμένου και επιστημονικά αποκλείει την άλλη. Η 'απογείωση' προϋποθέτει ύπαρξη ταχύτητας. Αυθαίρετη ήταν τέλος η αναφορά του μάρτυρα σε συγκεκριμένη ταχύτητα του ενάγοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ταχύτητα που καθόρισε 15-20 χ.α.ω., ούτως ώστε να ήταν σε θέση να στρίψει δεξιά. Τέτοια μαρτυρία δεν υπάρχει. Αντίθετα υπάρχει μαρτυρία που αναφέρει για πολύ μικρή ταχύτητα, με την οποία θα μπορούσε και πάλι να στρίψει ο ποδηλάτης. Άλλωστε αυτή είναι και η θέση του ενάγοντα, όπως προβάλλεται στην παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησης: 'Ενώ ο ενάγων, ο οποίος εποδηλατούσεν πολύ αργά και σχεδόν εσταμάτησεν, ήρχισεν να στρίβη προς τα δεξιά, ....'. Τέλος η αναφορά του στις ζημιές οι οποίες τον οδήγησαν στο απόλυτο συμπέρασμα ότι όταν έγινε η σύγκρουση ο ενάγοντας δεν ήταν υπό κλίση είναι επίσης αυθαίρετη και χωρίς πραγματικό υπόβαθρο στήριξη της επιστημονικής ανάλυσης του. Βασίστηκε η θέση του στην αναφορά του ότι ο ενάγοντας, αν κτυπούσε υπό κλίση, θα ακολουθούσε διαφορετική πορεία μετά το κτύπημα και θα έπεφτε πάνω στο ταμπλό και όχι στην άσφαλτο. Και αυτό λόγω της ταχύτητας του ποδηλάτη. Έχω όμως ήδη αναφέρει τη μαρτυρία που υπάρχει σχετικά με την ταχύτητα, καθώς επίσης και τη μαρτυρία της ΜΕ 2, στην οποία στηρίχθηκε αυτός ο μάρτυρας, ότι το ποδήλατο βρισκόταν σε κλίση προς τα δεξιά όταν έλαβε χώρα η σύγκρουση. Θα καταλήξω λέγοντας ότι η όλη μαρτυρία του ΜΕ 7 παρέμεινε μετέωρη και δεν έχει δοθεί στο Δικαστήριο ασφαλές υπόβαθρο με βάση το οποίο θα μπορούσε να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Ο μάρτυρας αυτός, δεν θα διστάσω να το πω, προσάρμοσε τους επιστημονικούς συλλογισμούς του ανάλογα με το τί υπαγόρευε το συμφέρον της πλευράς που τον κάλεσε να μαρτυρήσει. Προσπάθησε να εξυπηρετήσει με τη μαρτυρία του τις ανάγκες αυτής της πλευράς χρησιμοποιώντας επιλεκτικά διάφορα μέρη της μαρτυρίας. Η μαρτυρία του απορρίπτεται στο σύνολό της.
Ο εναγόμενος έδωσε τη δική του εκδοχή. Τον παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένης της σημασίας της μαρτυρίας του. Δεν έχω κανένα ενδοιασμό να αναφέρω ότι μου έχει κάνει εξαιρετική εντύπωση και τη μαρτυρία του τη δέχομαι στο σύνολό της. Περιέγραψε τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα αντιλήφθηκε κατά το χρόνο του δυστυχήματος και μου έδωσε καθαρά την εικόνα προσώπου που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με αποκλειστικό σκοπό να καταθέσει την πραγματικότητα και μόνο. Σε κανένα σημείο δεν κλονίστηκε η μαρτυρία του. Δεν δίστασε να δεχθεί και γεγονότα που πιθανόν να ήταν επιβαρυντικά για την υπόθεση του, όπως το ότι είδε τα ποδήλατα για πρώτη φορά όταν αυτά βρίσκονταν 5-6 μέτρα μακριά του.»
Τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε τα πιο κάτω ευρήματα:
Γύρω στις 10 μ.μ. της 23ης Μαΐου 1993 ο ενάγοντας ποδηλατούσε στη Λεωφόρο Μακαρίου στην Αγία Νάπα, με κατεύθυνση από Αγία Νάπα προς το λιμανάκι. Τον ακολουθούσε από απόσταση 10 περίπου μέτρα, επίσης ποδηλατώντας, η τότε σύζυγος του ΜΕ 2. Σε σημείο της πιο πάνω Λεωφόρου και στο ύψος που αυτή εφάπτεται με τη Λεωφόρο Nissi, ο ενάγοντας έστριψε προς τα δεξιά με πρόθεση να εισέλθει στη Λεωφόρο Nissi, που είναι κάθετος επί της Λεωφόρου Μακαρίου, και να κατευθυνθεί προς το ξενοδοχείο του. Η ταχύτητα του κατά τον συγκεκριμένο χρόνο ήταν πολύ μικρή. Επιχειρώντας αυτή την κλίση προς τα δεξιά εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και απέκοψε την ελεύθερη πορεία του εφεσίβλητου, ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής ΑΑΥ 147 με κατεύθυνση από το λιμανάκι προς την Αγία Νάπα. Προκλήθηκε σύγκρουση των δύο οχημάτων αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο σοβαρός τραυματισμός του ενάγοντα. Το σημείο σύγκρουσης ήταν εντός της πορείας του εναγομένου και σε απόσταση 1.20 από τη μέση του δρόμου. Ο εφεσίβλητος οδηγούσε κατά τον συγκεκριμένο χρόνο με ταχύτητα γύρω στα 30 χ.α.ω. και αντιλήφθηκε για πρώτη φορά το ποδήλατο του ενάγοντα 5-6 μέτρα πριν από τη σύγκρουση και ενώ αυτό βρισκόταν ακόμη στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Όταν ο ενάγοντας επιχείρησε κλίση προς τα δεξιά και εισήλθε στη λωρίδα κυκλοφορίας του εφεσίβλητου η μεταξύ των δύο οχημάτων απόσταση ήταν ανύπαρκτη.
Το τελικό συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της ευθύνης. Έκρινε ότι η ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος και των συνεπακόλουθων τραυματισμών βαρύνει αποκλειστικά τον ενάγοντα. Παραθέτουμε το σκεπτικό του:
«Η αμέλεια του ενάγοντα είναι έκδηλη. Με τη ξαφνική, απροειδοποίητη είσοδο του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας απέκοψε την ελεύθερη πορεία του εναγομένου, χωρίς να του αφήσει κανένα περιθώριο ή λογική ευκαιρία να αντιδράσει. Ο εναγόμενος ήταν αδύνατο να προβλέψει την πρόθεση του ενάγοντα. Γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν το αμελές οδήγημα του ενάγοντα, ο οποίος αντί να σταματήσει και να αναμένει τη διέλευση του εναγομένου, επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά με αποτέλεσμα να του αποκόψει την ελεύθερη και κανονική πορεία. Παρενέβη στην πορεία του εναγομένου και του έφραξε τον δρόμο. Ο εναγόμενος είχε κάθε δικαίωμα για ελεύθερη και ανεμπόδιστη χρήση του μέρους του δρόμου που βρισκόταν στην πορεία του. Δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον εναγόμενο λόγω παράλειψης του να λάβει προφυλακτικά μέτρα έναντι του ενδεχομένου ο ενάγοντας να προέβαινε στην αμελή πράξη της απόφραξης της πορείας του. Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Άλλωστε τίποτε δεν προδίκαζε την αρχική είσοδο του ενάγοντα στην πορεία του εναγομένου. Η ενέργεια ήταν ξαφνική και εκδηλώθηκε όταν η μεταξύ των δύο οχημάτων απόσταση ήταν μηδαμινή. Η υποχρέωση για λήψη προληπτικών μέτρων εκ μέρους του εναγομένου δημιουργήθηκε όταν ο ενάγοντας έστριψε δεξιά αποκόπτοντας την πορεία του και καθιστώντας τη σύγκρουση επικείμενη. Κάτω από τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν αδύνατο για τον εναγόμενο να λάβει οποιαδήποτε μέτρα. Δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να κάνει για να αποφευχθεί το δυστύχημα. Το γεγονός ότι ο εναγόμενος είδε για πρώτη φορά το ποδήλατο του ενάγοντα όταν αυτό βρισκόταν 5-6 μέτρα μακριά δεν διαφοροποιεί καθόλου το όλο ζήτημα. Όταν αυτό έγινε ο ενάγοντας ποδηλατούσε ακόμα στη δική του πορεία και δεν είχε εκδηλωθεί κανένας κίνδυνος. Ούτε συνέτεινε αυτό με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος. Γενεσιουργό και μόνη αιτία του δυστυχήματος αποτέλεσε η απότομη είσοδος του ενάγοντα στην πορεία του εναγομένου κάτω από τις συνθήκες που έγινε αυτό.
Επομένως κρίνεται ότι ο ενάγοντας είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για το δυστύχημα.»
Η έφεση.
Με τους πρώτους πέντε λόγους της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας της συζύγου του ενάγοντα καθώς και εκείνη του εμπειρογνώμονα και του εφεσίβλητου ήταν εσφαλμένη. Σε σχέση με την μαρτυρία της συζύγου του ενάγοντα υποστηρίχθηκε ότι το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μέρος της μαρτυρίας της είναι αναληθές είναι αυθαίρετο και «δεν στηρίζεται σε επαρκή ή οιανδήποτε αιτιολογία». Σε σχέση με την μαρτυρία του εμπειρογνώμονα υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τον ΜΕ 3 ως εμπειρογνώμονα, ο οποίος κατείχε τα απαραίτητα προσόντα και πείρα. Παρ' όλα αυτά - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - απέρριψε την μαρτυρία του στο σύνολό της, στην απουσία άλλης επιστημονικής μαρτυρίας που να συγκρούεται ή να μην συνάδει με αυτή και κατέληξε αυθαίρετα στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του είναι απορριπτέα, καθ΄ ότι, σύμφωνα με το εσφαλμένο συμπέρασμα του Δικαστηρίου, είχε στηριχθεί στα γεγονότα όπως είχαν εκτεθεί στην μαρτυρία της ΜΕ 2, την οποία είχε απορρίψει εν μέρει το Δικαστήριο.
Σε σχέση με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου υποστηρίχθηκε ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο «με αποκλειστικό σκοπό να καταθέσει την πραγματικότητα και μόνο» και ότι δεν κλονίστηκε η μαρτυρία του στην αντεξέταση είναι αυθαίρετο και δεν στηρίζεται σε επαρκή και ή ορθή αιτιολογία. Υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου, η οποία και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο στο σύνολό της, είναι αρκετή από μόνη της για να στηρίξει αποκλειστική και/ή το μέγιστο μέρος της ευθύνης για το ατύχημα στον εναγόμενο/εφεσίβλητο.
Τέλος υποστηρίχθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματα του «χωρίς να τα αιτιολογήσει επαρκώς και/ή ορθά και/ή καθόλου».
Έχει νομολογηθεί ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει και παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενώπιον του. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι το εύρημα είναι εσφαλμένο (Sakellarides v. PapaSavva and Another (1966) 1 C.L.R. 259, 261, 262, Imam v. PapaCostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208 και Charalambides v. Yiangos Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277). Η εισήγηση κατ' έφεση πως η γενομένη εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, 998 και Fereos Ltd v. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 A.A.Δ. 378, 383). Αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Charalambides, πιο πάνω, σελ. 277, Κyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Λαζούρας ν. Σεργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 500).
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω (βλ. σελ. 3-5) το σχετικό με την αξιολόγηση της μαρτυρίας μέρος της εκκαλούμενης απόφασης. Προκύπτει από αυτό ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αιτιολογήσει επαρκώς τα συμπεράσματα του που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην επίδικη προσέγγιση του. Τα συμπεράσματα του κάθε άλλο παρά αυθαίρετα μπορούν να χαρακτηρισθούν. Ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα εκκαλούμενα συμπεράσματα τα οποία έχει αιτιολογήσει με επάρκεια και πληρότητα. Έπεται πως δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Οι σχετικοί λόγοι της έφεσης (1-5) απορρίπτονται.
Με τον έκτο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο «αποφάσισε ότι ο ενάγων ήταν αμελής κατά 100% στηριζόμενο στον αυθαίρετο συλλογισμό ότι εφόσον ο εφεσίβλητος έλεγε αποκλειστικά την αλήθεια από αυτό εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο ενάγων ήταν αμελής 100% και ο εφεσίβλητος είχε 0% συντρέχουσα αμέλεια». Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στην λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας αμέλειας εκ μέρους άλλων, είναι εσφαλμένο και αντίθετο με την υπάρχουσα Νομολογία και Αρχές Δικαίου. και ότι εν πάση περιπτώσει και βάσει των γεγονότων, όπως έγιναν αποδεκτά από το Δικαστήριο, και συγκεκριμένα βάσει της μαρτυρίας του εφεσίβλητου που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, προκύπτει το αβίαστο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος όφειλε να προσέξει τον ενάγοντα και να πάρει τα αναγκαία και απαραίτητα προληπτικά μέτρα για να αποτρέψει την σύγκρουση, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με την δική του μαρτυρία, παρέλειψε να πράξει.
Έχουμε παραθέσει το επίδικο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης. Από αυτό προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί ορθά σε σχέση με το θέμα της ευθύνης για τη σύγκρουση. Οι θέσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αντανακλούν τη θέση της νομολογίας σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να ενεργήσει αμελώς εκτός αν η πείρα δείχνει μια συγκεκριμένη αμέλεια να είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις (Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215, 219, Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815, 818 και Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460).
Έχουμε την άποψη πως η απόπειρα αποκοπής της πορείας αυτοκινήτου ενώ αυτό είναι τόσο εγγύς δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Επομένως ο εφεσίβλητος δεν είχε την υποχρέωση να λάβει οποιαδήποτε προληπτικά μέτρα προ της εμφάνισης του κινδύνου. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.