ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 1 ΑΑΔ 679

27 Μαΐου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΕΣΠΩΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11347)

 

Ψυχικά ασθενείς ― Έκδοση διατάγματος υποχρεωτικής εξέτασης του συζύγου από την εν διαστάσει σύζυγό του στη βάση του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου του 1997, Ν. 77(1)/97 ― Ακύρωση του διατάγματος κατ' έφεση λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου, τόσο ως προς το διαδικαστικό του μέρος, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορούσε τις ουσιαστικές του πρόνοιες.

Η εφεσίβλητη, αιτήτρια ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καταχώρησε ένορκη δήλωση η οποία βασιζόταν στον περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμο του 1997, Ν. 77(1)/97, και ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου υποχρεωτικής εξέτασης του εν διαστάσει συζύγου της, του εφεσείοντος.  Το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα.

Ο εφεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι καθ' ολοκληρίαν άκυρη γιατί δεν εφαρμόστηκε ορθά ο Νόμος τόσο ως προς το διαδικαστικό του μέρος αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά τις ουσιαστικές του πρόνοιες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο Νόμος σκοπεί στην ορθή αντιμετώπιση ατόμων που είναι ψυχικά ασθενείς, ώστε να διασφαλίζονται από την πολιτεία τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Δημιουργείται με το Νόμο η υποχρέωση της πολιτείας για δημιουργία κατάλληλων χώρων με επαρκή αγωγή για ανάρρωση.  Το Δικαστήριο, πρέπει μέσα σ' αυτό το πνεύμα να εξετάζει αίτηση που υποβάλλεται βάσει των προνοιών του Νόμου.

2.  Η εφεσίβλητη, με δεδομένο ότι είναι η εν διαστάσει σύζυγος του εφεσείοντος, δεν μπορούσε να θεωρηθεί κηδεμόνας του βάσει του Άρθρου 18 του Νόμου.  Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, αυτά που αναφέρει η εφεσίβλητη, για τη συμπεριφορά δηλαδή του εφεσείοντος στην ένορκη της δήλωση, δεν αποδεικνύουν ψυχική διαταραχή όπως ορίζεται στο Άρθρο 3 του Νόμου, ώστε να προωθηθεί η διαδικασία για την υποχρεωτική εξέτασή του.

3.  Το Δικαστήριο, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, που αφορούν στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, πρέπει εκτός από τη βεβαίωση της ορθής διαδικασίας, να προβαίνει και σε έρευνα για την ορθή εφαρμογή του ουσιαστικού περιεχομένου και σκοπού του νόμου.

Η έφεση επιτράπηκε χωρίς έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 21/3/03 (Αρ. Αγωγής 57/02) με την οποία εκδόθηκε το αιτηθέν από την εφεσίβλητη  διάταγμα υποχρεωτικής εξέτασης του εφεσείοντα σύμφωνα με τον περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμο του 1977, Ν.77(1)/97.

Π. Λιβέρας, για τον Εφεσείοντα.

Καμιά εμφάνιση για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Στις 21.3.02 η εφεσίβλητη, αιτήτρια ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καταχώρισε ένορκη δήλωση με την οποία βεβαίωνε πως «είχε σοβαρό λόγο να υποψιάζεται και να πιστεύει πως ο σύζυγος της (εφεσείων), ήταν κατάλληλο πρόσωπο για περιορισμό» και ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου υποχρεωτικής εξέτασης του.  Η ένορκη δήλωση βασιζόταν στον περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμο του 1997, Ν.77(Ι)/97.

Η πιο πάνω δήλωση, που φαίνεται να έγινε σε έντυπο, στηριζόταν στα πιο κάτω στοιχεία, τα οποία και καταγράφουμε αυτούσια.:

«Η συμπεριφορά του (του εφεσίβλητου δηλαδή) είναι πρόστυχη έναντι των παιδιών. Απειλεί ότι θα μας καταστρέψει, εμένα και τα παιδιά μας. Επισκέπτεται κανάλια, εφημερίδες, για να με καταστρέψει. Σήμερα  αναστάτωσε το υπουργείο εσωτερικών για να με κάνει να χάσω τη δουλειά μου.  Κτυπά πόρτες διαφόρων υπουργείων για να με κατηγορήσει.»

Ο δικαστής, ενώπιον του οποίου τέθηκε η ένορκη δήλωση, σημείωσε στο πρακτικό πως, αφού τη μελέτησε διαπίστωσε πως η εφεσίβλητη ήταν ο προσωπικός αντιπρόσωπος του εφεσείοντα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 17(1) και 18(1) και (2) του Νόμου, η αίτηση σκοπούσε στην έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας του εφεσείοντα σύμφωνα με το άρθρο 10(1) (α) και, εφόσον ο εφεσείων αρνείτο να εξεταστεί για τους σκοπούς ετοιμασίας ιατρικής γνωμάτευσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 10(3), εξέδωσε διάταγμα υποχρεωτικής εξέτασης του, με τα παρεπόμενα της διαδικασίας όπως προβλέπονται  στις σχετικές διατάξεις του ιδίου άρθρου.

 

Ο εφεσείων επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.  Εισηγείται πως αυτή είναι καθ΄ολοκληρίαν άκυρη γιατί δεν εφαρμόστηκε ορθά ο Νόμος,  τόσο ως προς το διαδικαστικό του μέρος, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά τις ουσιαστικές του πρόνοιες.

Ο εφεσείων έχει δίκαιο.  Δεν θα επεκταθούμε σε λεπτομερή συζήτηση των προνοιών και του σκοπού του Νόμου, γιατί τα γεγονότα της υπό συζήτηση έφεσης δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο.  Να επισημάνουμε μόνο πως ο Νόμος σκοπεί στην ορθή ρύθμιση του κεντρικού θέματος με το οποίο επιλαμβάνεται στη βάση των σύγχρονων και ανθρωπιστικών αντιλήψεων, την ορθή δηλαδή αντιμετώπιση ατόμων που είναι ψυχικά ασθενείς, ώστε να διασφαλίζονται από την πολιτεία τα θεμελιώδη δικαιώματα τους.  Δημιουργείται με το Νόμο η υποχρέωση της πολιτείας δημιουργίας κατάλληλων χώρων με επαρκή αγωγή για ανάρρωση.  Είναι μέσα σ΄αυτό το πνεύμα που πρέπει να εξετάζεται από το Δικαστήριο αίτηση που υποβάλλεται βάσει των προνοιών του Νόμου. 

Στην υπόθεση που εξετάζουμε η εφεσίβλητη είναι σύζυγος του εφεσείοντα.  Το ζεύγος όμως ήταν σε διάσταση.  Μ΄αυτό ως δεδομένο δεν μπορούσε να θεωρηθεί κηδεμόνας του εφεσείοντα βάσει του άρθρου 18 του Νόμου, κυρίως λόγω της διασάλευσης των συζυγικών σχέσεων, που οπωσδήποτε οδήγησαν και στη συμπεριφορά του εφεσείοντα όπως περιγράφεται στην ένορκη δήλωση, και παραθέσαμε πιο πάνω αυτούσια.  Η σοβαρότερη όμως πτυχή της έφεσης αγγίζει την ουσία της υπόθεσης.  Αυτά που αναφέρει η εφεσίβλητη, για τη συμπεριφορά δηλαδή του εφεσείοντα δεν αποδεικνύουν ψυχική διαταραχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του Νόμου.  Κατά το ερμηνευτικό αυτό άρθρο «ψυχική διαταραχή σημαίνει διαταραχή της συμπεριφοράς που οφείλεται σε ψυχική νόσο η οποία είναι ασύμβατη με τον τόπο, το χρόνο και την ηλικία του ατόμου στο οποίο εκδηλώνεται». Η συμπεριφορά του εφεσείοντα, όπως βεβαίως καταγγέλλεται από την εφεσίβλητη, δεν εγκρίνεται ως η φυσιολογική αντίδραση ενός λογικά σκεπτόμενου και ψύχραιμου ατόμου.  Μπορεί ακόμη να συνιστά και ποινικά κολάσιμη πράξη.  Δεν αποδεικνύει όμως άτομο με ψυχική διαταραχή, ώστε να προωθηθεί η διαδικασία για την υποχρεωτική εξέταση του.

Είναι φανερό  πως ο δικαστής λειτούργησε με συνοπτική διαδικασία, ως να επρόκειτο για μια συνήθη υπόθεση ρουτίνας στην οποία δεν χρειαζόταν και πολλή έρευνα, παρά μόνο να εγκριθεί τυπικά το αίτημα με απλή αναφορά στα διάφορα άρθρα του Νόμου.  Όπως υποδείξαμε δεν είναι έτσι τα πράγματα.  Αντιλαμβανόμαστε πως αιτήσεις αυτού του είδους  μπορεί να παρουσιαστούν ανά πάσαν στιγμή στο Δικαστήριο και να χρειαστεί η άμεση αντιμετώπιση τους με κατ΄επείγουσα απόφαση.  Αυτή η αναγκαιότητα όμως δεν μπορεί να εκτρέψει από την ορθή πορεία της λειτουργίας του δικαστηρίου πάνω σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, που αφορά στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Χρειάζεται, επομένως, εκτός από τη βεβαίωση της ορθής διαδικασίας, και η απαραίτητη έρευνα για την ορθή εφαρμογή του ουσιαστικού περιεχομένου και σκοπού του Νόμου.

Η εφεσίβλητη, μολονότι ειδοποιήθηκε για την έφεση, δεν εκπροσωπήθηκε.

Η έφεση επιτυγχάνει. Το επίδικο διάταγμα που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ακυρώνεται. Καμιά διαταγή για έξοδα, εφόσον δεν ζητήθηκαν.

Η�έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο