ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 651
21 Μαΐου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
Α. & Π. ΦΩΚΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσείοντες,
ν.
A.K.C. DEVELOPMENT LIMITED,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11186)
Εταιρείες ― Αίτηση για εξασφάλιση διατάγματος διάλυσης εταιρείας από εξ' αποφάσεως πιστωτή ― Άρθρο 324 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 ― Παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο ― Το Δικαστήριο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις επιθυμίες των πιστωτών ή συνεισφορέων της εταιρείας ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία, ανάλυση αυθεντιών και αρχές που προκύπτουν από αυτές.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε αίτηση για έκδοση διατάγματος διάλυσης της εφεσίβλητης εταιρείας (η εταιρεία), η οποία είχε υποβληθεί από την εφεσείουσα εταιρεία, εξ αποφάσεως πιστωτή της εταιρείας, για ποσό £3399,56 με τόκο προς 8% ετησίως από 2.2.2000. Η αίτηση εστηρίζετο στα Άρθρα 209, 211(ε), 212(α) και 214 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και των σχετικών κανονισμών. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι αιτητές δεν είχαν δείξει εξαιρετικούς λόγους γιατί θα έπρεπε να διαλυθεί η εταιρεία δεδομένου ότι η πλειοψηφία των πιστωτών ενίστατο στην αίτηση διάλυσης.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται ως εσφαλμένη με την παρούσα έφεση. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μόνο τις επιθυμίες της εφεσείουσας και των ενισταμένων πιστωτών. Δεν έλαβε υπόψη ούτε εξέτασε το μέγεθος των απαιτήσεων των συναινούντων πιστωτών. Ούτε και έλαβε υπόψη «ότι υπάρχει η Ελληνική Τράπεζα ως εξασφαλισμένος πιστωτής διά £220.000 ως επίσης και τους μετόχους της εταιρείας (contributories) με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των ενισταμένων πιστωτών να είναι αυθαίρετη και/ή λανθασμένη».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου που σχετίζονται με τις επιθυμίες των πιστωτών της εταιρείας διέπεται από το Άρθρο 324 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Το εν λόγω άρθρο αντιστοιχεί προς το Άρθρο 346 της Αγγλικής Companies Act, 1948.
2. Οι αρχές που προκύπτουν από τη σχετική νομολόγια είναι:
α) Το Άρθρο 324 του Κεφ. 113 παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο.
β) Οι ενιστάμενοι πιστωτές υπέχουν υποχρέωση παροχής επαρκών λόγων για δικαιολόγηση των επιθυμιών που εκφράζουν.
γ) Οσάκις η πλειοψηφία των πιστωτών ενίσταται στη διάλυση της εταιρείας για καλό λόγο τότε εκ πρώτης όψεως εύλογα δικαιούνται να αναμένουν ότι οι επιθυμίες τους θα επικρατήσουν στην απουσία απόδειξης ειδικών περιστάσεων από τον αιτητή οι οποίες καθιστούν επιθυμητό το διάταγμα διάλυσης.
δ) Μια δίκαιη, δυνατή και εύλογη ευκαιρία εξασφάλισης πληρωμής χωρίς τη διάλυση της εταιρείας συνιστά καλό λόγο.
ε) Πρέπει να εξετάζεται η θέση της εταιρείας ήτοι τα περιουσιακά στοιχεία της και οι προοπτικές επιτυχούς διεξαγωγής των εργασιών της.
3. Το Άρθρο 324(1) του Κεφ. 113 επιβάλλει στο Δικαστήριο την υποχρέωση να λάβει υπόψη τις επιθυμίες των πιστωτών ή συνεισφορέων της εταιρείας. Από το σχετικό υλικό προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις επιθυμίες δύο πιστωτών οι οποίοι δεν είχαν φέρει ένσταση στο επίδικο αίτημα της εφεσείουσας. Ούτε είχε καταβληθεί προσπάθεια για τη διευκρίνιση του ύψους του χρέους που οφείλει η εταιρεία στους δύο αυτούς πιστωτές. Αυτό έπρεπε να γίνει για να φανεί κατά πόσο υπήρξε πλειοψηφία σε αριθμό ενισταμένων πιστωτών και σε ύψος του χρέους. Έπεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα με το να παραλείψει να λάβει υπόψη ζητήματα τα οποία έπρεπε να είχε λάβει υπόψη.
4. Η κατάληξη το πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και για τον ακόλουθο λόγο:
Ο ισχυρισμός των ενισταμένων στο διάταγμα πιστωτών ότι η εταιρεία ήταν σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της αν της επιτρεπόταν η συνέχιση των εργασιών της, δεν τεκμηριώθηκε με επαρκή μαρτυρία. Η μη αμφισβήτηση του σχετικού ισχυρισμού από την εφεσείουσα δεν απέληγε στην απόδειξή του. Η απουσία ένστασης από την εταιρεία - παρόλον ότι στη διαδικασία άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 324 του Κεφ. 113 δεν είναι απαραίτητη η υποβολή ένστασης από την εταιρεία - αφήνει εντελώς ατεκμηρίωτο και μετέωρο τον πιο πάνω ισχυρισμό των ενισταμένων πιστωτών. Έπεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα λαμβάνοντας υπόψη ζητήματα που δεν μπορούσε να λάβει υπόψη.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων-ενισταμένων πιστωτών τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Vuma Ltd [1960] 3 All E.R. 629,
Greenwood & Co. [1990] 2 Q.B. 306,
Karberg (B) Ltd [1955] 3 All E.R. 854,
ABC Coupler & Engineering Co. Ltd (No. 1) [1961] 1 All E.R. 354,
Shouthard & Co. Ltd [1979] 3 All E.R. 545,
Vuma Ltd [1960] 1 W.L.R. 1283,
P. & J. Macrae Ltd [1961] 1 W.L.R. 229,
A.B.C. Coupler and Engineering Co. Ltd [1961] 1 W.L.R. 243.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δοθηκε στις 9/10/01 (Αρ. Αγωγής 408/00) η οποία απέρριψε αίτησή τους για έκδοση διατάγματος διάλυσης της εφεσίβλητης εταιρείας σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 113.
Π. Πετράκης, για τον Εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Κακογιάννη-Τιμόθη, για τους Εφεσίβλητους-πιστωτές 1-3.
Ζ. Σουρουλλά, για τον Εφεσίβλητο-πιστωτή 4.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία A.K.C. Development Limited (η εταιρεία) ενεγράφη στις 29.5.87, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές. Το εγγεγραμμένο γραφείο της βρίσκεται στη Λευκωσία. Το ονομαστικό της κεφάλαιο είναι £30.000.- διαιρεμένο σε 30.000 μετοχές προς £1.- κάθε μετοχή. Το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας είναι £100.-
Ο κύριος σκοπός για τον οποίο συστάθηκε η εταιρεία είναι, ανάμεσα σ΄ άλλα, η «παροχή ακίνητης περιουσίας και η ανέγερση και η εμπορία κατοικιών, γραφείων και άλλων οικοδομικών έργων».
Στις 2.2.2000 η εφεσείουσα εταιρεία εξασφάλισε δικαστική απόφαση εναντίον της εταιρείας για ποσό £3399.56 με τόκο προς 8% ετησίως από 2.2.2000. Η εταιρεία παρέλειψε να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της και στις 12.6.2000 η εφεσείουσα εταιρεία επέδωσε στην εταιρεία απαίτηση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 13. Η εταιρεία παρέλειψε να πληρώσει το πιο πάνω ποσό εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων, που τάσσεται από το άρθρο 212(α) του Κεφ. 113. Στις 6.9.2000 η εφεσείουσα εταιρεία καταχώρησε αίτηση για διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τη διάλυση της εταιρείας «σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 209, 211(ε), 212(α) και 214 του Κεφ. 113 και των σχετικών κανονισμών».
Η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση στις 25.9.2000. Εκ μέρους της εταιρείας εμφανίσθηκε ο διευθυντής της ο οποίος δήλωσε ότι η αίτηση «πρόκειται να διευθετηθεί». Κατά την επόμενη δικάσιμο - στις 13.10.2000 - η εταιρεία εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο ο οποίος ζήτησε χρόνο για καταχώριση ένστασης. Στις 23.11.2000, η οποία ήταν η επόμενη δικάσιμος, δεν έγινε οποιαδήποτε εμφάνιση εκ μέρους της εταιρείας. Εμφανίσθηκαν όμως 3 πιστωτές - η Ιωάννα Τελεβάντου, η Μαρία Ξενοφώντος και ο Ξενοφών Ξενοφώντος. Η συνήγορος της Τελεβάντου δήλωσε ότι καταχώρησε ένσταση και ότι «βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Τράπεζα». Η συνήγορος των άλλων δύο πιστωτών ζήτησε χρόνο για να καταχωρήσει ένσταση. Κατά την επόμενη δικάσιμο - στις 24.1.2001 - και πάλιν δεν εκπροσωπήθηκε η εταιρεία. Εμφανίσθηκαν όμως άλλοι 3 πιστωτές - οι Κατερίνα Ξενοφώντος, ο Κυριάκος Παττίχης και η Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις Λτδ. Η συνήγορος του Παττίχη ζήτησε χρόνο για καταχώριση ένστασης, η συνήγορος της Μαρίας Ξενοφώντος και της Κατερίνας Ξενοφώντος δήλωσε ότι καταχώρισε ένσταση στις 17.1.2001 και ζήτησε άδεια για να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Ο συνήγορος της Ελληνικής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ δήλωσε ότι δεν θα καταχωρίσει ένσταση και ότι είναι υπέρ της αίτησης. Ακολούθησε δήλωση της συνηγόρου της Τελεβάντου: «Είμαστε και εμείς υπέρ της διαλύσεως και αποσύρω την ένσταση ημερ. 21.11.2000».
Κατά την επόμενη δικάσιμο - στις 8.3.2001 - εμφανίσθηκε ο Διευθυντής της εταιρείας. Δήλωσε ότι θα διορίσει δικηγόρο «ώστε να γίνουν διαπραγματεύσεις για διευθέτηση». Πράγματι η εταιρεία διόρισε νέο δικηγόρο. Ο τελευταίος εμφανίσθηκε στις 21.3.2001 και δήλωσε: «Τώρα αναλάβαμε, ζητούμε χρόνο. Θα γίνουν επαφές». Δόθηκε χρόνος με τον ορισμό της υπόθεσης στις 25.5.2001. Η εταιρεία εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο ο οποίος δήλωσε: «Δεν θα ενστώ και ας προχωρήσουν». Η ακρόαση άρχισε - και συμπληρώθηκε - στις 27.9.2001 στην παρουσία των πιστωτών Ξ. Ξενοφώντος, Μαρίας Ξενοφώντος, Κατερίνας Ξενοφώντος και Κυριάκου Παττίχη.
Οι λόγοι ένστασης των πιο πάνω 4 πιστωτών είναι πανομοιότυποι. Ανέφεραν ότι το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των πιστωτών. Ο πιστωτής Ξενοφών Ξενοφώντος ισχυρίστηκε ότι:
1. Παρεχώρησε στην εταιρεία το 75% ενός οικοπέδου στη Λευκωσία πλέον Λ.Κ.14.000 με αντάλλαγμα την παράδοση σ' αυτόν δύο διαμερισμάτων του κτιρίου που συμφωνήθηκε ν' ανεγερθεί επί του οικοπέδου.
2. Η Μαρία Ξενοφώντος αγόρασε διαμέρισμα από την εταιρεία έναντι τιμήματος £52.000 το οποίο κατέβαλε στην εταιρεία.
3. Η εταιρεία υποθήκευσε το 75% του πιο πάνω οικοπέδου «κατά ή περί το 1998 εις την Ελληνική Τράπεζα δια £130.000 ποσό το οποίο εξακολουθεί μέχρι σήμερα να οφείλεται πλέον τόκους».
4. Η οικοδομή έχει αποπερατωθεί και έχουν παραδοθεί τα οφειλόμενα διαμερίσματα πλην όμως δεν έχουν μεταβιβαστεί καθ' ότι ολόκληρο το οικοδόμημα είναι υποθηκευμένο στην Ελληνική Τράπεζα. Εκτός των πιο πάνω αναφερόμενων έχουν εκδοθεί εναντίον της εταιρείας αποφάσεις στην αγωγή 7796/2000 ημερ. 16.11.2000 για το ποσό των Λ.Κ.3.000 πλέον έξοδα πλέον τόκους και στην αγωγή αρ. 7798/2000 για το ποσό των Λ.Κ.6.000 πλέον έξοδα και τόκους.
5. Εξ' όσον κάλλιον γνωρίζει και πληροφορείται η Εταιρεία ευρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Ελληνική Τράπεζα δια διευθέτηση των υφισταμένων υποθηκών και αναμένεται η θετική κατάληξη τούτων.
6. Πιστεύει ότι η Εταιρεία είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της αν της επιτραπεί η συνέχιση των εργασιών της.
7. Σύμφωνα με νομική συμβουλή ο κίνδυνος να απωλεσθή η περιουσία τους σε περίπτωση που εκδοθή διάταγμα διαλύσεως της εταιρείας, είναι πολύ μεγάλος και «το Δικαστήριο στην εξέταση της αίτησης δια διάλυση της εταιρείας, δέον όπως λάβει υπ' όψιν του τα συμφέροντα όλων των πιστωτών της εταιρείας».
Ο πιστωτής Παττίχης ισχυρίσθηκε ότι:
1. Είναι πιστωτής της εταιρείας.
2. Στις 22.10.97 αγόρασε ένα διαμέρισμα από την εταιρεία «αντί του συμφωνηθέντος ποσού των Λ.Κ.38,000».
3. Εναντίον της εταιρείας εκκρεμεί αγωγή στην οποία διεκδικεί εκτός από το πιο πάνω διαμέρισμα και ποσό Λ.Κ.18,429 «δια προσφερθείσες υπηρεσίες προς την Εταιρεία και τους διευθυντές της».
4. Πιστεύει ότι η εταιρεία είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της αν της επιτραπεί η συνέχιση των εργασιών της.
5. Σε περίπτωση που διαλυθεί η εταιρεία ο κίνδυνος να απωλεσθεί η περιουσία του είναι μεγάλος και το Δικαστήριο κατά την «εξέταση της αιτήσεως διαλύσεως της εταιρείας πρέπει να λάβει υπόψη του τα συμφέροντα όλων των πιστωτών της εταιρείας».
6. Πιστεύει ότι η τυχόν διάλυση της εταιρείας επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα του και θα έχει ως αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό της δυνατότητας να εξασφαλίσει το λαβείν του και να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε πρώτα με τη νομική πλευρά του θέματος. Αναφέρθηκε στο άρθρο 324.1 του Κεφ. 113 και στις υποθέσεις Re Vuma Ltd [1960] 3 All E.R. 629, In re Greenwood & Co. [1900] 2 Q.B. 306, In re Karsberg (B) Ltd [1955] 3 All E.R. 854, Re ABC Coupler & Engineering Co. Ltd (No. 1) [1961] 1 All E.R. 354 και Shouthard & Co. Ltd [1979] 3 All E.R. 545. Στη συνέχεια παρέθεσε τους πιο πάνω ισχυρισμούς των πιστωτών και κατέληξε ως εξής:
«Τα πιο πάνω γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν με κανένα τρόπο από τον αιτητή. Αντίθετα ο κος Πετράκης ισχυρίστηκε στην αγόρευση του ότι το διάταγμα θα πρέπει να εκδοθεί ανεξάρτητα οποιωνδήποτε ενστάσεων από τη στιγμή που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 211(ε). Όμως όπως έχω προαναφέρει, οι εύλογες επιθυμίες των πιστωτών λαμβάνονται υπ' όψιν από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας.
Θεωρώ τις ένορκες δηλώσεις των ενστάσεων και τα έγγραφα που τις συνοδεύουν ως επαρκή μαρτυρία δυνάμει του άρθρου 324.1 του Κεφ. 113 για αποκάλυψη των επιθυμιών των Πιστωτών. Το συνολικό ποσόν που οφείλεται στους πιστωτές που ενίστανται στην διάλυση της χρεώστριας εταιρείας υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που οφείλεται στους αιτητές. Αυτό χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν η αξία του ακινήτου ενός των πιστωτών που δόθηκε ως αντιπαροχή στην χρεώστρια για ανέγερση της επίδικης οικοδομής.
Θεωρώ επίσης ως εύλογη την επιθυμία των ενιστάμενων πιστωτών για συνέχιση της ύπαρξης της χρεώστριας εταιρείας. Σε περίπτωση που η αίτηση γίνει αποδεκτή τότε τα δικαιώματα των πιστωτών αυτών θα θιγούν ανεπανόρθωτα αφού θα απολέσουν την πιθανότητα να μεταβιβαστούν επ' ονόματι τους τα διαμερίσματα που αγόρασαν και στα οποία διαμένουν. Με την αναγκαστική δε πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου θα χρειαστεί πιθανότατα να εγκαταλείψουν τα διαμερίσματα αυτά. Επίσης δεν έχει αμφισβητηθεί με οιονδήποτε τρόπο από τους αιτητές ο ισχυρισμός των ενιστάμενων πιστωτών ότι η εταιρεία έχει εισοδήματα και θα μπορούσε να εξοφλήσει τα χρέη της αν αφεθεί εν ζωή.
Τέλος οι αιτητές δεν έχουν δείξει εξαιρετικούς λόγους γιατί θα έπρεπε να διαλυθεί η εταιρεία δεδομένου ότι η πλειοψηφία των πιστωτών ενίσταται στην αίτηση διάλυσης.
Εν όψη όλων των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των πιστωτών-καθ' ων η αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.»
Η έφεση.
Η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης προσβάλλεται με την παρούσα έφεση ως εσφαλμένη. Ο κ. Πετράκης, εκ μέρους της εφεσείουσας, παρέπεμψε στο πιο πάνω υπογραμμισμένο μέρος της απόφασης. Υπέβαλε ότι από το φάκελο της υπόθεσης φαίνεται καθαρά ότι πέραν των εφεσιβλήτων υπάρχουν και άλλοι πιστωτές της εταιρείας, ήτοι η Ιωάννα Τελεβάντου και η Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις Λτδ. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - συνέχισε ο κ. Πετράκης - έλαβε, όμως, υπόψη μόνο τις επιθυμίες της εφεσείουσας και των ενισταμένων πιστωτών. Δεν έλαβε υπόψη ούτε εξέτασε το μέγεθος των απαιτήσεων των συναινούντων πιστωτών, Ιωάννας Τελεβάντου και Ελληνικής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ. Ούτε και έλαβε υπόψη «ότι υπάρχει η Ελληνική Τράπεζα ως εξασφαλισμένος πιστωτής δια £220.000.- (υποθήκη ακινήτου Ξενοφώντος για £130.000.- και υποθήκη ακινήτου Τελεβάντου για £90.000.-) ως επίσης και τους μετόχους της εταιρείας (contributories) με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των ενισταμένων πιστωτών να είναι αυθαίρετη και/ή λανθασμένη».
Για την Ιωάννα Τελεβάντου η συνήγορος της - συμπλήρωσε ο κ. Πετράκης - είναι υπέρ της διαλύσεως της εταιρείας και απέσυρε προγενέστερη ένσταση της αφού οι επαφές που είχε με την εταιρεία και τους άλλους πιστωτές απέβησαν άκαρπες (βλ. πρακτικά ημερ. 23.11.00). Σύμφωνα δε με την ένορκη δήλωση της Τελεβάντου «αυτή μεταβίβασε 75% ενός ακινήτου της στην εταιρεία, το οποίο η εταιρεία υποθήκευσε στην Ελληνική Τράπεζα για £90.000.- και το οποίο εξακολουθεί να οφείλεται μέχρι σήμερα, με αντάλλαγμα δύο διαμερισμάτων». Επίσης κατέβαλε προς την εταιρεία το ποσόν των £3.000.-
Για τον πιστωτή Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις Λτδ - κατέληξε ο κ. Πετράκης - ο συνήγορος του δήλωσε ότι είναι υπέρ της διαλύσεως της εταιρείας (βλ. πρακτικά ημερ. 24.1.2001).
Η άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου που σχετίζονται με τις επιθυμίες των πιστωτών της εταιρείας διέπεται από το άρθρο 324 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Το παραθέτουμε:
«324.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, για τα θέματα που σχετίζονται με την εκκαθάριση εταιρείας, να λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες των πιστωτών ή συνεισφορέων της εταιρείας, όπως αποδεικνύονται ενώπιον του με οποιαδήποτε επαρκή μαρτυρία, και δύναται, αν το θεωρεί πρέπον, με σκοπό την εξακρίβωση των επιθυμιών εκείνων, να διατάξει σύγκληση συνελεύσεων των πιστωτών ή συνεισφορέων, που να συγκαλούνται, συγκροτούνται και διεξάγονται με τέτοιο τρόπο που το Δικαστήριο διατάσσει, και δύναται να διορίζει πρόσωπο που να ενεργεί ως πρόεδρος οποιασδήποτε τέτοιας συνέλευσης και να αναφέρει το αποτέλεσμα στο Δικαστήριο.
(2) Στην περίπτωση πιστωτών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αξία του χρέους κάθε πιστωτή.
(3) Στην περίπτωση συνεισφορέων, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των ψήφων που παρέχονται σε κάθε συνεισφορέα από το Νόμο αυτό ή το καταστατικό.»
Το πιο πάνω άρθρο αντιστοιχεί με το άρθρο 346 της Αγγλικής Companies Act, 1948. Το τελευταίο έχει ερμηνευθεί επανειλημμένα από την Αγγλική Νομολογία στην οποία θ' αναφερθούμε στη συνέχεια.
Σύμφωνα με το Palmer's Company Law, 23rd ed., σελ. 1120:
"Under section 346(2) regard is to be had to the value of each creditor's debt. In accordance with this the court will normally give effect to the wishes of the majority. It takes into account numerical majority as well as majority in value but the latter carry greater weight. Opposing creditors should state the reasons for their opposition. The court will investigate whether their reasons are good. A good reason has been held to be that there was a 'fair, possible and reasonable chance' of obtaining payment without winding up. Where, however, there are special circumstances rendering a winding up desirable an order will be made in spite of their opposition. An order will be made where the majority view is clearly erroneous or inspired by personal benefit.
...........................................................
Where the opposition comes from creditors of a different class, e.g. secured creditors, the court may prefer the wishes of the unsecured creditors since in some cases refusal of the order will rob them of what is virtually their only remedy.
Whether the court will make an order or not does not depend solely on the wishes of the creditors. The court is invested with a wide jurisdiction in the interests of commercial morality."
Σε μετάφραση:
«Δυνάμει του άρθρου 346(2) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ύψος του χρέους του κάθε πιστωτή. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο το Δικαστήριο κανονικά θα εφαρμόζει τις επιθυμίες της πλειοψηφίας. Λαμβάνει υπόψη την αριθμητική πλειοψηφία καθώς και την πλειοψηφία σε αξία αλλά η τελευταία έχει περισσότερο βάρος. Οι ενιστάμενοι πιστωτές πρέπει να δηλώσουν τους λόγους της ένστασης τους. Το Δικαστήριο θα διερευνήσει κατά πόσο οι λόγοι είναι καλοί. Ότι υπήρχε 'μια δίκαιη, δυνατή και εύλογη ευκαιρία' να γίνει η πληρωμή χωρίς τη διάλυση έχει κριθεί ότι αποτελεί καλό λόγο. Όπου όμως υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που καθιστούν τη διάλυση επιθυμητή θα χορηγηθεί το διάταγμα παρά τις ενστάσεις. Θα δοθεί το διάταγμα όπου η άποψη της πλειοψηφίας είναι σαφώς εσφαλμένη ή εμπνέεται από προσωπικό όφελος. ..................................................................
Όπου η ένσταση πηγάζει από πιστωτές διαφορετικής τάξης π.χ. εξασφαλισμένους πιστωτές, το δικαστήριο δυνατό να προτιμήσει τις επιθυμίες των μη εξασφαλισμένων πιστωτών εφόσον σε μερικές υποθέσεις άρνηση του διατάγματος θα τους στερήσει αυτό που είναι στην ουσία η μόνη τους θεραπεία.
Το κατά πόσο το δικαστήριο θα εκδώσει το διάταγμα ή όχι δεν εξαρτάται απόλυτα πάνω στις επιθυμίες των πιστωτών. Το δικαστήριο διαθέτει μια ευρεία εξουσία προς το συμφέρον της εμπορικής ηθικής.»
Οι αρχές που διατυπώνονται στο πιο πάνω απόσπασμα πηγάζουν, ανάμεσα σ' άλλα, από τις αποφάσεις στις υποθέσεις In re Vuma Ltd [1960] 1 W.L.R. 1283 και In re P. & J. Macrae Ltd [1961] 1 W.L.R. 229. Στην In re Vuma Ltd (πιο πάνω) η αίτηση ενός εξ αποφάσεως πιστωτή για διάλυση της εταιρείας συνάντησε την ένσταση δύο εκ των τριών πιστωτών. Δεν είχε καταχωρηθεί μαρτυρία για τους λόγους της ένστασης. Ο αιτητής απέδειξε ότι η εταιρεία ήταν αφερέγγυα και δεν είχε κεφάλαια για να πληρώσει τα χρέη της, ούτε είχε οποιεσδήποτε προοπτικές άσκησης επιτυχούς επιχείρησης.
Οι ενιστάμενοι πιστωτές ήταν της άποψης ότι σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης θα έπαιρναν μέρος του λαβείν τους ενώ σε περίπτωση διάλυσης της εταιρείας δεν θα υπήρχε οποιοδήποτε ποσό για να διατεθεί στους πιστωτές. Η πιο πάνω άποψη των πιστωτών είχε σαν έρεισμα της την προσφορά πληρωμής με δόσεις που έγινε από το δικηγόρο της εταιρείας.
Στην έφεση που ασκήθηκε κατά της απόφασης το Εφετείο χαρακτήρισε την εξήγηση των ενισταμένων πιστωτών ως καλή. Ωστόσο δεν δέχθηκε ότι το Δικαστήριο δεν έχει έργο να επιτελέσει έστω και αν η άποψη των πιστωτών είναι σχετική. Ακολούθως ο Lord Evershed, M.R. έθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 1286:
"The court may, and will, regard the fact that perhaps that is the best chance of the creditors being paid. Against that I confess I am impressed by the circumstance that on the only evidence before us this company has no assets at all. We know nothing about what it has done and it appears to have no prospects whatever, so far as the evidence goes, of having any assets.
..................................
Here is a judgment creditor. Any assets which would be or could be found would be subject to execution at once, and, as I say, if special circumstances have to be shown I would have thought on the evidence that enough has been shown. With great respect to Buckley, J. I do not think it was right simply to treat the fact of the majority opposition as conclusive. I am persuaded on the material in this case that the court in the exercise of its discretion ought to order a winding up, and I would, accordingly, allow the appeal."
Σε μετάφραση:
«Το δικαστήριο μπορεί και θα λάβει υπόψη το γεγονός ότι πιθανόν αυτή είναι η καλύτερη ευκαιρία για τους πιστωτές να πληρωθούν. Έναντι αυτού ομολογώ ότι είμαι εντυπωσιασμένος από το γεγονός ότι επί της μόνης μαρτυρίας που υπάρχει ενώπιον μας αυτή η εταιρεία δεν έχει καθόλου περιουσιακά στοιχεία. Δεν γνωρίζουμε τίποτε για το τί έχει κάμει και, σύμφωνα με τη μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν έχει οποιεσδήποτε προοπτικές εξασφάλισης οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων.
...............................................................................................................
Εδώ έχουμε ένα εξ αποφάσεως πιστωτή. Οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ευρεθούν θα υπόκεινται σε εκτέλεση αμέσως και όπως λέγω, αν πρέπει να αποδειχθούν ειδικές περιστάσεις θα ήμουν της γνώμης με βάση τη μαρτυρία ότι έχουν αποδειχθεί αρκετές. Με όλο το σεβασμό προς το Δικαστή Buckley δεν νομίζω ότι ήταν ορθό απλώς να θεωρήσει το γεγονός της ένστασης της πλειοψηφίας ως αποφασιστικό. Έχω πεισθεί με βάση το ενώπιον μου υλικό ότι το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας έπρεπε να διατάξει τη διάλυση της εταιρείας και επομένως θα επιτρέψω την έφεση.»
Ο Harman, L.J., κατέληξε ως εξής (βλ. σελ. 1286-87):
"In the circumstances disclosed in the petition it was at least incumbent upon those who opposed it to say why they opposed it and to explain to the court what it was that induced them ..... to leave this hopelessly insolvent and assetless company encumbering the ground. They did not do that, but they persuaded the judge that all he had to do was to count heads. With every respect to him, I do not think that is right. The position shown was one which gave grounds for the gravest suspicion as to the company's trading and as to its position in the commercial community. ............... Neither the opposing creditors nor the company chose to file any evidence at all, and in my view it is not the law, and never has been, that under those circumstances a judgment creditor is not entitled to his remedy. ............... Of the three creditors here one has a judgment on which it has tried to effect execution, the second has a judgment and the third none, and it may be that has something to do with what the textbook says. It does seem to me that a creditor who has pursued his remedy to judgment and has proceeded to execution and finds no assets at the company's place of business other than assets claimed by some third party is at least entitled to put the opposition upon their oath as to why they oppose his otherwise just demands. I would, therefore, allow the appeal."
Σε μετάφραση:
«Υπό τις περιστάσεις που αποκαλύπτονται στην αίτηση ήταν τουλάχιστον υποχρεωτικό για εκείνους που υπέβαλαν ενστάσεις να πουν γιατί ενίστανται και να εξηγήσουν στο Δικαστήριο τί ήταν εκείνο που τους παρακίνησε... να επιτρέψουν σε μια απελπιστικά αφερέγγυα και χωρίς περιουσιακά στοιχεία εταιρεία να επιβαρύνει το πεδίο. Δεν το έπραξαν αλλά έπεισαν το Δικαστή ότι το μόνο που έπρεπε να κάμει ήταν να μετρήσει κεφάλια. Με όλο το σεβασμό προς το Δικαστή δεν νομίζω ότι αυτό ήταν ορθό. Η κατάσταση όπως έχει αποδειχθεί ήταν τέτοια που παρείχε έδαφος για τις σοβαρότερες αμφιβολίες όσον αφορά την εμπορική δραστηριότητα της εταιρείας και τη θέση στην εμπορική κοινότητα ... Ούτε οι ενιστάμενοι πιστωτές ούτε η εταιρεία επέλεξαν να καταχωρίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία και κατά την άποψη μου δεν είναι η νομική θέση και ουδέποτε ήταν ότι κάτω από τέτοιες περιστάσεις ένας εξ αποφάσεως πιστωτής δεν δικαιούται στη θεραπεία του ................................................... Από τους τρεις πιστωτές εδώ υπάρχει ένας ο οποίος έχει απόφαση επί της οποίας έχει προσπαθήσει να προβεί σε εκτέλεση, ο δεύτερος έχει μια απόφαση και ο τρίτος καθόλου, και πιθανόν αυτό να έχει κάτι να κάμει με το τί λένε τα βιβλία. Μου φαίνεται ότι ένας πιστωτής ο οποίος έχει εξασφαλίσει απόφαση και έχει προχωρήσει σε εκτέλεση και δεν βρίσκει περιουσιακά στοιχεία στον τόπο εργασίας της εταιρείας εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία που διεκδικούνται από κάποιο τρίτο πρόσωπο τουλάχιστον δικαιούται να απαιτεί όπως οι ενιστάμενοι πουν ενόρκως γιατί ενίστανται στις κατά τα άλλα δίκαιες απαιτήσεις του. Επομένως θα επέτρεπα την έφεση.»
Σημειώνουμε ότι το αποτέλεσμα της απόφασης στην In re Vuma Ltd ήταν η εξασφάλιση διατάγματος διάλυσης εταιρείας από τον πιστωτή της μειοψηφίας παρά την ένσταση της πλειοψηφίας.
Στην In re P. & J. Macrae Ltd (πιο πάνω) στην αίτηση ενός εξ αποφάσεως πιστωτή για τη διάλυση μιας εταιρείας υποβλήθηκε ένσταση από την πλειοψηφία σε αριθμό και ποσό χρέους των πιστωτών. Δεν καταχωρήθηκε μαρτυρία για τους λόγους της ένστασης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το απλό γεγονός της ένστασης από την πιο πάνω πλειοψηφία των πιστωτών δεν ήταν αφ' εαυτού αρκετό να στερήσει τον αιτητή του σχετικού δικαιώματος και στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας χορήγησε το διάταγμα διάλυσης.
Οι ενιστάμενοι πιστωτές άσκησαν έφεση. Υποστήριξαν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη (give effect) τις επιθυμίες της πλειοψηφίας των πιστωτών. Εφόσον δεν είχε προσφερθεί μαρτυρία για ειδικές περιστάσεις η παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη τις επιθυμίες της πλειοψηφίας των πιστωτών ισοδυναμούσε με παράλειψη δικαστικής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση. Είναι αξιοσημείωτα τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Willmer, L.J. στη σελ. 235:
"In my judgment, the effect of the argument addressed to us on behalf of the appellants is to do violence to the plain meaning of section 346, and to rob the court of the wide discretion which the Act was intended to confer. I say that for two reasons. First, the appellant's argument virtually involves construing the words 'may have regard to' as though they were 'shall give effect to'. Secondly, the argument appears to me to ignore the important words 'as proved to it by any sufficient evidence', which, to my mind, can only be construed as imposing a duty upon creditors to give adequate reasons in justification of the wishes they express.
In these circumstances I am satisfied that the view expressed in Palmer's Company Law is not only well supported by authority, including decisions of this court, but is also in accordance with the plain meaning of section 346 of the Act. It seems to me that, before a majority of creditors can claim to override the wishes of the minority, they must at least show some good reason for their attitude. ................................................................
I have no doubt that where a majority of creditors do for good reason oppose a petition for the winding up of a company, then, prima facie, they are entitled reasonably to expect that their wishes will prevail, in the absence of proof by the petitioning creditor of special circumstances rendering a winding-up order desirable in spite of their opposition. But I am certainly not prepared to accept the view that the bare fact of the opposing creditors being in a majority is of itself sufficient, still less conclusive. So to hold would be to leave the court with virtually no judicial function to perform, and to take away from it the discretion which the words of the Act plainly confer."
Σε μετάφραση:
«Κατά την κρίση μου αυτό που επιδιώκεται από την επιχειρηματολογία που έχει τεθεί ενώπιον μας εκ μέρους των εφεσειόντων είναι ο βιασμός της απλής έννοιας του άρθρου 346 και η στέρηση από το δικαστήριο της ευρείας διακριτικής ευχέρειας την οποία ο νόμος σκόπευε να του δώσει. Το λέω αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων στην ουσία συνεπάγεται ερμηνεία των λέξεων 'δύναται να λαμβάνει υπόψη', ως εάν να ήταν 'πρέπει να εφαρμόζει'. Δεύτερον, μου φαίνεται ότι η επιχειρηματολογία παραγνωρίζει τις σημαντικές λέξεις 'όπως αποδεικνύονται ενώπιον του με οποιαδήποτε επαρκή μαρτυρία', οι οποίες στο μυαλό μου μπορούν μόνο να ερμηνευθούν ότι επιβάλλουν υποχρέωση στους πιστωτές να δώσουν επαρκείς λόγους που να δικαιολογούν τις επιθυμίες που εκφράζουν.
Κάτω από αυτές τις περιστάσεις είμαι ικανοποιημένος ότι η άποψη που εκφράζεται στον Palmer's Company Law όχι μόνο υποστηρίζεται καλώς από αυθεντίες περιλαμβανομένων και αποφάσεων αυτού του δικαστηρίου αλλά είναι επίσης σύμφωνη με την απλή έννοια του άρθρου 346 του νόμου. Μου φαίνεται ότι πριν η πλειοψηφία των πιστωτών θα μπορούσε να απαιτήσει την παραβίαση των επιθυμιών της μειοψηφίας πρέπει τουλάχιστον να δείξει ένα καλό λόγο για τη στάση της. .................................................. Δεν έχω αμφιβολία ότι όπου μια πλειοψηφία πιστωτών ενίσταται στην αίτηση για διάλυση της εταιρείας για καλό λόγο τότε εκ πρώτης όψεως δικαιούται εύλογα να αναμένει ότι οι επιθυμίες της θα επικρατήσουν στην απουσία απόδειξης από τον αιτητή-πιστωτή ειδικών περιστάσεων που καθιστούν το διάταγμα διάλυσης επιθυμητό παρά τις ενστάσεις. Πλήν όμως δεν είμαι σίγουρα διατεθημένος να αποδεχθώ την άποψη ότι το απλό γεγονός ότι οι ενιστάμενοι πιστωτές βρίσκονται στην πλειοψηφία είναι αφ' αυτού αρκετό, ακόμα λιγότερο αποφασιστικό. Εάν κρίνω με αυτό τον τρόπο αυτό θα ισοδυναμούσε το να καταστεί το δικαστήριο ουσιαστικά χωρίς δικαστική λειτουργία και η αφαίρεση από το δικαστήριο της διακριτικής εξουσίας την οποία το λεκτικό του νόμου σαφώς του παρέχει.»
Στην In re A.B.C. Coupler and Engineering Co. Ltd [1961] 1 W.L.R. 243 η εταιρεία είχε ονομαστικό κεφάλαιο £200.000.- και πληρωθέν κεφάλαιο £194,000.-. Το ενεργητικό της υπερέβαινε το παθητικό της κατά £689,687.-. Στην αίτηση διάλυσης της εταιρείας από τον εξ αποφάσεως πιστωτή για ποσό £17,542.- υποβλήθηκε ένσταση από την εταιρεία και από αριθμό πιστωτών των οποίων τα χρέη ήταν της τάξεως των £18,328.-. Κρίθηκε ότι το άρθρο 346 απαιτεί από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις επιθυμίες της πλειοψηφίας των πιστωτών, οι οποίες ανκαι δεν είναι αποφασιστικές (consclusive) είχαν μεγάλη βαρύτητα και ότι όπου οι επιθυμίες ήταν εύλογες το δικαστήριο πρέπει να τις υιοθετήσει στην απουσία ειδικών περιστάσεων· και ότι υπό τις περιστάσεις οι επιθυμίες της πλειοψηφίας των πιστωτών ήταν εύλογες και επομένως η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί.
Το Δικαστήριο στην In re A.B.C. Coupler αναφέρθηκε και στην In re Vuma Ltd (πιο πάνω) και σημείωσε τα εξής:
"That judgment is conclusive that it is not sufficient merely to count heads, but it seems to me that it goes no further than this: even if, after counting heads, one finds that there is a majority opposed to liquidation, one must still look at the position of the company and decide whether it is just and equitable to wind up the company. In the Vuma case it was decided that the company had no assets and no prospects of successful business, and on those particular facts the Court of Appeal considered that it was right to wind up the company.
But it seems to me that it must still be right, having regard to the terms of section 346, to have regard to the wishes of the majority of the creditors. Although those wishes may not be conclusive they still possess great weight, and it seems to me that where the wishes of the majority of the creditors are on the face of them reasonable the court ought to follow those wishes in the absence of any special circumstances. As I understand the judgment of the Court of Appeal in the Vuma case, there is nothing in it to the contrary."
Σε μετάφραση:
«Εκείνη η απόφαση είναι αποφασιστική για το ότι δεν είναι αρκετό απλώς να μετρούμε κεφάλια αλλά μου φαίνεται ότι δεν πηγαίνει πέρα από αυτό: ακόμα και αν μετά από το μέτρημα των κεφαλιών ένας βρίσκει ότι υπάρχει μια πλειοψηφία που ενίσταται στη διάλυση ένας πρέπει να κοιτάξει τη θέση της εταιρείας και να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο να διαλυθεί η εταιρεία. Στην υπόθεση Vuma αποφασίστηκε ότι η εταιρεία δεν είχε καθόλου περιουσιακά στοιχεία και προοπτική επιτυχούς διεξαγωγής των εργασιών της και με βάση εκείνα τα ειδικά γεγονότα το Εφετείο έκρινε ότι ήταν δίκαιο να διαλυθεί η εταιρεία.
Πλήν όμως μου φαίνεται ότι ακόμα είναι ορθό, έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 346, να λάβουμε υπόψη τις επιθυμίες των πιστωτών. Αν και εκείνες οι επιθυμίες δυνατό να μην είναι αποφασιστικές συνεχίζουν να έχουν μεγάλο βάρος και μου φαίνεται ότι όπου οι επιθυμίες της πλειοψηφίας των πιστωτών είναι εκ πρώτης όψεως εύλογες το δικαστήριο πρέπει να ακολουθεί εκείνες τις επιθυμίες στην απουσία οποιωνδήποτε ειδικών περιστάσεων. Όπως έχω αντιληφθεί την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Vuma δεν υπάρχει τίποτε το αντίθετο σε αυτή.»
Οι λόγοι για τους οποίους οι επιθυμίες των πιστωτών - στην In re A.B.C. Coupler (πιο πάνω) - κρίθηκαν εύλογες από το Δικαστήριο ήταν οι εξής:
(α) Η οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Το ενεργητικό της υπερέβαινε το παθητικό της κατά £689.687.
(β) Υπήρχαν προοπτικές ότι η εταιρεία θα μπορούσε να συνεχίσει τις εργασίες της τις οποίες είχε αρχίσει πριν από μισό αιώνα.
(γ) Εκείνες οι προοπτικές φαίνονταν να ήταν επαρκώς καλές για σημαντικό αριθμό πιστωτών που ενίσταντο στην αίτηση και οι οποίοι προτιμούσαν όπως η εταιρεία συνεχίσει παρά να διαλυθεί και ότι αυτοί οι πιστωτές είναι οι καλύτεροι κριτές του θέματος.
Οι αρχές που προκύπτουν από τις πιο πάνω αυθεντίες μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
1. Το άρθρο 324 του Νόμου - άρθρο 346 του Αγγλικού - παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο.
2. Οι ενιστάμενοι πιστωτές υπέχουν υποχρέωση παροχής επαρκών λόγων για δικαιολόγηση των επιθυμιών που εκφράζουν.
3. Οσάκις η πλειοψηφία των πιστωτών ενίσταται στη διάλυση της εταιρείας για καλό λόγο τότε εκ πρώτης όψεως εύλογα δικαιούνται να αναμένουν ότι οι επιθυμίες τους θα επικρατήσουν στην απουσία απόδειξης ειδικών περιστάσεων από τον αιτητή οι οποίες καθιστούν επιθυμητό το διάταγμα διάλυσης.
4. Μια δίκαιη, δυνατή και εύλογη ευκαιρία εξασφάλισης πληρωμής χωρίς τη διάλυση της εταιρείας συνιστά καλό λόγο.
5. Πρέπει να εξετάζεται η θέση της εταιρείας ήτοι τα περιουσιακά στοιχεία της και οι προοπτικές επιτυχούς διεξαγωγής των εργασιών της.
Το άρθρο 324(1) του Κεφ. 113 επιβάλλει στο Δικαστήριο την υποχρέωση να λάβει υπόψη τις επιθυμίες των πιστωτών ή συνεισφορέων της εταιρείας. Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία για την ύπαρξη δύο άλλων πιστωτών. Αυτοί ήταν η Τελεβάντου και η Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ. Οι δύο αυτοί πιστωτές δεν έφεραν ένσταση στο επίδικο αίτημα της εφεσείουσας. Από το ενώπιον μας υλικό προκύπτει ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι επιθυμίες των δύο αυτών πιστωτών. Ούτε έχει καταβληθεί προσπάθεια για τη διευκρίνηση του ύψους του χρέους που οφείλει η εταιρεία στους δύο αυτούς πιστωτές. Αυτό το εγχείρημα ήταν αναγκαίο για να φανεί κατά πόσο υπήρξε πλειοψηφία σε αριθμό ενιστάμενων πιστωτών και σε ύψος του χρέους. Η λήψη υπόψη των επιθυμιών όλων των πιστωτών αποτελεί τον κύριο παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 324 του Νόμου. Κρίνουμε, επομένως, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί εσφαλμένα με το να παραλείψει να λάβει υπόψη ζητήματα τα οποία έπρεπε να είχε λάβει υπόψη (In re Macrae Ltd, πιο πάνω, στη σελ. 236: «the judge misdirected himself by failing to take into consideration matters which he should).
Η επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και για ένα άλλο λόγο ο οποίος σχετίζεται με την εταιρεία. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει οι προοπτικές επιτυχούς διεξαγωγής των εργασιών της εταιρείας και τα περιουσιακά της στοιχεία είναι ένας παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δυνάμει του άρθρου 324 του Νόμου. Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι-ενιστάμενοι πιστωτές ισχυρίσθηκαν ότι η εταιρεία είναι σε θέση να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της αν της επιτραπεί η συνέχιση των εργασιών της. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί. Εναπόκειτο στους ενιστάμενους πιστωτές να τεκμηριώσουν αυτό τον ισχυρισμό με επαρκή μαρτυρία (βλ. και In re Macrae Ltd, πιο πάνω). Η μη αμφισβήτηση του σχετικού ισχυρισμού από την εφεσείουσα δεν απολήγει στην απόδειξη του. Σημειώνουμε ότι η εταιρεία δεν έφερε ένσταση. Παρόλο ότι στη διαδικασία άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 324 του Νόμου δεν είναι απαραίτητη η υποβολή ένστασης από την εταιρεία στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι η απουσία ένστασης από την εταιρεία αφήνει εντελώς ατεκμηρίωτο και μετέωρο τον πιο πάνω ισχυρισμό των ενιστάμενων πιστωτών. Απουσιάζει η έκφραση της βούλησης της εταιρείας να συνεχίσει τις εργασίες της για να καταστεί ικανή να πληρώσει τα χρέη της. Απουσιάζει, επίσης, οποιαδήποτε μαρτυρία που σχετίζεται με την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, τα περιουσιακά της στοιχεία και τις προοπτικές επιτυχούς διεξαγωγής των εργασιών της. Έπεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί εσφαλμένα με το να λάβει υπόψη ζητήματα τα οποία δεν μπορούσε να λάβει υπόψη (βλ. In re Macrae, πιο πάνω, στη σελ. 286: misdirected himself by taking into consideration matters which he should not) ήτοι τον πιο πάνω ισχυρισμό των ενιστάμενων πιστωτών τον οποίο δεν μπορούσε να τον λάβει υπόψη λόγω έλλειψης τεκμηρίωσης.
Έχουμε ικανοποιηθεί, με βάση το ενώπιον μας υλικό, ότι το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας έπρεπε να διατάξει τη διάλυση της εταιρείας (βλ. In re Vuma, πιο πάνω). Έπεται πως η έφεση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα ως η αίτηση. Οι εφεσίβλητοι-ενιστάμενοι πιστωτές να πληρώσουν τα έξοδα της έφεσης καθώς και τα έξοδα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
H�έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων-ενισταμένων πιστωτών τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.