ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 1 ΑΑΔ 318
21 Μαρτίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
GALATARIOTIS TELECOMMUNICATIONS LTD.,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
ν.
ΣΩΤΗΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσίβλητου-Αιτητή.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11193)
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Παράνομη απόλυση ― Εργοδότης απέτυχε να αποσείσει το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του ότι η διαγωγή του εργοδοτούμενου ήταν τέτοια που μπορούσε δικαιολογημένα να απολυθεί σύμφωνα με το Άρθρο 5(ε) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν. 24/67).
Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ― Έφεση ― Μετά την τροποποίηση του Άρθρου 12 των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 110(1)/99, είναι ο μόνος παραδεκτός τρόπος αναθεώρησης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ― Έφεση μπορεί να ασκηθεί για λόγο που «συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο».
Απόδειξη ― Σιωπή διαδίκου σε διατύπωση κατηγορίας εκτός δικαστηρίου ― Κατά πόσο μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα παραδοχής.
Η εφεσείουσα απέλυσε τον εφεσίβλητο, τεχνικό στο κατάστημά της στη Λεμεσό, μετά από υπηρεσία 10 χρόνων, επιδίδοντάς του σχετική επιστολή. Λόγος της απόλυσης του εφεσίβλητου αποτέλεσε το γεγονός της κατοχής μετοχών από τη μητέρα του σε ανταγωνίστρια εταιρεία. Την εταιρεία εκείνη είχε ιδρύσει και μετείχε σ' αυτή πρώην υπάλληλος της εφεσείουσας και φίλος της οικογένειας της μητέρας του εφεσίβλητου. Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, της δημιούργησαν εύλογη πεποίθηση πως δεν ήταν δυνατή η συνέχιση της εργασιακής σχέσης (της οποίας συστατικός όρος ήταν η καλή πίστη), όπως προβλέπεται στο Άρθρο 5(στ)(ι) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν. 24/67).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν άδικη και αδικαιολόγητη. Γι' αυτό του επιδίκασε ποσό £3.565 ως αποζημιώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 3(1) του νόμου πλέον £350 έξοδα.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν παραδέχθηκε με τη συμπεριφορά του το παράπτωμα που του αποδόθηκε, ήτοι τη συμμετοχή του σε άλλη εταιρεία, είναι εσφαλμένο. Η σιωπή του εφεσίβλητου σήμαινε παραδοχή ότι η κατηγορία ήταν αληθινή.
2. Ο χειρισμός της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο καταστρατηγεί το πνεύμα της απόφασης στις συνεκδικασθείσες εφέσεις Foley v. Post Office και HSBC Bank pl.c. v. Madden.
3. Εσφαλμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εργοδοτούμενου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η γενική αρχή του δικαίου της απόδειξης είναι ότι σε περίπτωση που διατυπώνεται κατηγορία εκτός δικαστηρίου κατά διαδίκου, η απάντηση του, είτε προφορική είτε διά συμπεριφοράς, δυνατό να αποτελεί παραδοχή στο βαθμό που αποτελεί αναγνώριση ολόκληρης της κατηγορίας ή μέρους της. Η σιωπή μπορεί να εκληφθεί ως παραδοχή αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που λογικά αναμένεται κάποια εξήγηση ή ακόμη και άρνηση.
Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου απέναντι στη σχετική μαρτυρία και η κατάληξη του ότι από αυτή δεν μπορούσε να αχθεί σε συμπέρασμα παραδοχής του παραπτώματος, δεν αποκαλύπτει λανθασμένη νομική προσέγγιση ή λανθασμένη νομική εξαγωγή συμπερασμάτων, που καθιστούν επιτρεπτή την παρέμβαση του Εφετείου.
2. Η αρχή που υιοθετείται στην υπόθεση Madden ανωτέρω είναι ότι η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν δικαστήριο θα έκαμνε αν ήταν στη θέση του εργοδότη. Ο χειρισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν καταστρατηγεί το πνεύμα της πιο πάνω απόφασης.
3. Είναι αμφίβολο αν το θέμα που τίθεται με το λόγο 3) ανωτέρω είναι νομικό - και επομένως αν μπορεί να είναι αντικείμενο της έφεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Vassiliou v. Soterios Demetriou (1971) 1 C.L.R. 429,
Wiedemann v. Walpole [1891] 2 Q.B. 534,
Bessela v. Stern [1877] 2 C.P.D. 265,
Foley v. Post Office και HSBC Bank pl.c. v. Madden, Times ημερ. 17/8/00.
Έφεση.
Έφεση από την Καθ' ης η αίτηση εταιρεία κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών που δόθηκε στις 12/9/01 (Αρ. Αγωγής 788/99) με την οποία κατέληξε ότι η απόλυση του αιτητή από την υπηρεσία της καθ' ης η αίτηση ήταν άδικη και αδικαιολόγητη και του επιδίκασε ποσό £3, 565,- ως αποζημιώσεις σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Νόμου 24/67 πλέον έξοδα.
Κ. Κυριακόπουλος, για την Εφεσείουσα.
Α. Ευτυχίου με Κ. Χ"Σέργη, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-καθής η αίτηση εταιρεία έχει την έδρα της στη Λευκωσία. Ασχολείται με την εισαγωγή και πώληση ηλεκτρονικών υπολογιστών και εκτυπωτών. Επίσης τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, καθώς και με την εμπορία εξοπλισμού γραφείων. Παράλληλα, παρέχει και υπηρεσίες στους τομείς αυτούς. Ο εφεσίβλητος ήταν τεχνικός στο κατάστημα που η εφεσείουσα διατηρεί στη Λεμεσό. Περί το τέλος Απριλίου 1999 ήρθε σε γνώση της εφεσείουσας ότι η μητέρα του εφεσίβλητου ήταν μέτοχος σε ανταγωνίστρια εταιρεία, που ενεγράφη στις 24/3/99, με την επωνυμία Non-stop Τelecom Limited, και ότι μέλη της τελευταίας ήταν συγγενικά πρόσωπα δύο άλλων υπαλλήλων της εφεσείουσας. Την εταιρεία εκείνη είχε ιδρύσει και μετείχε σ' αυτή πρώην υπάλληλος της εφεσείουσας και φίλος της οικογένειας της μητέρας του εφεσίβλητου.
Στις 6/5/99 η εφεσείουσα τερμάτισε τις υπηρεσίες του εφεσίβλητου. Ο διευθυντής του τμήματος, στο οποίο ο τελευταίος εργαζόταν, Γ. Μακρής (και ένας από τους δύο μάρτυρες της εφεσείουσας στη δίκη) τού επέδωσε, ύστερα από εντολή του διευθύνοντος συμβούλου της εφεσείουσας, σχετική επιστολή. Είχε μέχρι τότε υπηρεσία 10 χρόνων στην εφεσείουσα που, όπως στην ουσία είπε ο κ. Μακρής, ήταν άψογη. Προτού δώσει την ειδοποίηση απόλυσης, τον ρώτησε γιατί «συμμετείχε» στην άλλη εταιρεία, αλλά δεν πήρε απάντηση. Την ίδια στάση τήρησε ο εφεσίβλητος την προτεραία, όταν ο διευθύνων σύμβουλος της εφεσείουσας σε συνάντηση, στο κατάστημα της Λεμεσού υπέβαλε στον εφεσίβλητο το ίδιο ερώτημα. Στη συνάντηση παραβρέθηκαν επίσης η υπεύθυνη του λογιστηρίου της εφεσείουσας (η άλλη μάρτυς που κάλεσε στην πρωτοβάθμια δίκη) και οι δύο άλλοι υπάλληλοι που ήταν ύποπτοι για συμμετοχή στην Non-stop Telecom.
Ο εφεσίβλητος, του οποίου η μαρτυρία έγινε δεκτή γιατί κρίθηκε «ως ειλικρινής και αξιόπιστη», είπε πως γνώριζε ότι προσφέρθηκαν μετοχές στη μητέρα του, αλλά πρώτη φορά, στις 5/5/99, έμαθε ότι τις είχε πάρει. Διευκρίνησε ότι δεν έμενε με τους γονείς του, αλλά είχε δική του οικογένεια. Και πρόσθεσε ότι η μητέρα του προφανώς ήθελε με τις μετοχές εκείνες να «αποκαταστήσει» τον αδελφό του. Δεν έδωσε την εξήγηση αυτή όταν ρωτήθηκε. Το θεώρησε πως δεν υπήρχε λόγος, αφού του ζητήθηκε να παραιτηθεί. Και ένοιωσε έκπληξη για τη στάση της εταιρείας του, που υπηρέτησε πιστά από τα 18 του χρόνια.
Η υπόθεση της εφεσείουσας ήταν ότι το γεγονός της κατοχής των μετοχών από τη μητέρα σε συνδυασμό με το ότι ο εφεσίβλητος δεν αντέδρασε στην κατηγορία του εργοδότη, αλλά σιώπησε, δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση στον εργοδότη πως δεν ήταν δυνατή η συνέχιση της εργασιακής σχέσης (της οποίας συστατικός όρος είναι η καλή πίστη), όπως προβλέπεται στο Άρθρο 5 (στ)(ι) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου αρ. 24/67. Η διαγωγή του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που μπορούσε δικαιολογημένα να απολυθεί σύμφωνα με το Άρθρο 5(ε) του Νόμου. Με τα δεδομένα αυτά η εφεσείουσα απέσεισε το βάρος απόδειξης των παραπάνω ισχυρισμών της, που επιβάλλει το Άρθρο 6(1) του Νόμου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της. Ιδιαίτερα ότι είχε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση, μέσω της μητέρας του, ανάμιξη, σχέση ή συμφέρον στην αντίπαλη επιχείρηση. Ούτε δέχθηκε ότι με την παραπάνω συμπεριφορά του, ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε οποιαδήποτε τέτοια εμπλοκή του. Και το δικαστήριο προχώρησε να παρατηρήσει ότι: «τέτοιος ισχυρισμός δεν υπήρξε καν ενώπιον μας». Τελικά κατέληξε ότι η απόλυση του εφεσίβλητου ήταν άδικη και αδικαιολόγητη. Γιαυτό του επιδίκασε ποσό £3.565 ως αποζημιώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 3(1) του νόμου πλέον £350 έξοδα.
Η ορθότητα της επίδικης απόφασης αμφισβητείται με το ένδικο μέσο της έφεσης που, μετά την τροποποίηση του Άρθρου 12 του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 (N. 8/67), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 110(1)/99, είναι ο μόνος παραδεκτός τρόπος αναθεώρησης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Θα θυμίσουμε εδώ ότι σύμφωνα με τη νέα πρόνοια μπορεί να ασκηθεί έφεση για οποιοδήποτε λόγο «που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο».
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν παραδέχθηκε με την παραπάνω συμπεριφορά του το παράπτωμα που του αποδόθηκε. Το συμπέρασμα αυτό ήταν κατά την εφεσείουσα λανθασμένο. Η σιωπή του εφεσίβλητου σήμαινε παραδοχή ότι η κατηγορία ήταν αληθινή. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας παρέπεμψε στην απόφαση Theodora Vassiliou ν. Soterios Demetriou (1971) 1 C.L.R. 429, που υιοθετεί τον κανόνα, όπως διατυπώνεται στην Wiedemann v. Walpole [1891] 2 Q.B. 534 στη σελ. 539:
"Silence is not evidence of admission, unless there are circumstances which render it more reasonably probable that a man would answer the charge made against him than that he would not."
Σε μετάφραση:
«Η σιωπή δεν είναι μαρτυρία παραδοχής, εκτός αν υπάρχουν περιστάσεις που το καθιστούν πιο λογικά πιθανό ότι ένα πρόσωπο θα απαντούσε την κατηγορία που του προσάπτεται παρά ότι δε θα την απαντούσε.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, συνέχισε ο συνήγορος, παρέλειψε να εξετάσει καν το ζήτημα για να είναι σε θέση να εξαγάγει ανάλογα συμπεράσματα από τη στάση του αιτητή. Ανέφερε μάλιστα ρητά ότι δεν υπήρχε ενώπιον του τέτοιο ζήτημα.
Το τελευταίο αυτό δεν είναι σωστό. Το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης δείχνει ότι το ζήτημα εξετάστηκε:
«Το γεγονός και μόνο ότι η μητέρα του βρέθηκε να κατέχει μετοχές σε ανταγωνιστική έστω Εταιρεία, γεγονός που δέχτηκε από την πρώτη στιγμή ο Αιτητής, αλλά και το γεγονός ότι «σιώπησε» και δεν έδωσε εξηγήσεις κατά την Εργοδότρια Εταιρεία, είναι γεγονότα που κρίνουμε πως δεν είναι ικανά για να μας οδηγήσουν στην εξαγωγή ευρημάτων ή και συμπερασμάτων που θα μπορούσαν να κλονίσουν την πιο πάνω υποχρέωση του (καθήκον πίστης στον εργοδότη) έναντι των εργοδοτών του.»
Η παρατήρηση του δικαστηρίου στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Κυριακόπουλος δεν αλλοιώνει την πραγματικότητα.
Η γενική αρχή του δικαίου της απόδειξης είναι ότι σε περίπτωση που διατυπώνεται κατηγορία εκτός δικαστηρίου κατά διαδίκου, η απάντηση του, είτε προφορική είτε διά συμπεριφοράς, δυνατό να αποτελεί παραδοχή στο βαθμό που αποτελεί αναγνώριση ολόκληρης της κατηγορίας ή μέρους της. Η σιωπή μπορεί να εκληφθεί ως παραδοχή αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που λογικά αναμένεται κάποια εξήγηση ή ακόμη και άρνηση (βλ. Adrian Keane "The Modern Law of Evidence", 5η έκδοση, σελ. 313).
Το παρακάτω απόσπασμα από τον I.H. Denis "The Law of Evidence" έκδ.1999, εξηγεί πως το δικαστήριο προσεγγίζει τέτοια μαρτυρία. Υπογραμμίζουμε ό,τι ιδιαίτερα αφορά αυτή την υπόθεση:
«It is clear that the Lords intended this principle, of the possible acceptance of accusing statements by demeanour, to apply equally to whatever form a defendant's reaction took. Denials, physical conduct and silence all seem to have been thought capable of interpretation as an informal admission of the truth of the statement. In relation to silence, in the form of a failure to deny the accusation, it became clear that an inference of acceptance could be drawn where a denial could reasonably be expected if the accusation were untrue. A critical factor in deciding this issue is whether the parties were on equal terms; if they were, it would prima facie be reasonable to expect the accused to deny a false accusation. Parties are generally on even terms in informal settings where one is not a position of authority over the other."
Ακολουθεί η μετάφραση της περικοπής αυτής:
«Είναι σαφές ότι το δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων είχε την πρόθεση όπως η αρχή αυτή, της πιθανής αποδοχής των δηλώσεων που εμπερικλείουν κατηγορία διά συμπεριφοράς, ισχύει εξίσου οποιαδήποτε μορφή και αν παίρνει η αντίδραση του κατηγορούμενου. Αρνήσεις, φυσική διαγωγή και σιωπή όλα θεωρήθηκαν ότι μπορούσαν να ερμηνευθούν ως ανεπίσημη παραδοχή της αλήθειας τέτοιων δηλώσεων. Σε σχέση με τη σιωπή, που παίρνει τη μορφή παράλειψης να αρνηθεί ένας την κατηγορία, κατέστη σαφές ότι το συμπέρασμα παραδοχής θα μπορούσε να συναχθεί όπου λογικά θα αναμενόταν η διάψευση αν η κατηγορία δεν ήταν αληθής. Ένας ζωτικός παράγων για να αποφασισθεί το θέμα είναι κατά πόσο οι διάδικοι λειτουργούσαν επί ίσοις όροις. αν πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα, θα ήταν εκ πρώτης όψεως λογικό να αναμένεται ο κατηγορούμενος να αρνηθεί μια ψευδή καταγγελία. Αυτή η ισότητα γενικά υφίσταται όπου ο περίγυρος είναι ανεπίσημος όπου ο ένας δε βρίσκεται σε θέση εξουσίας ή υπεροχής έναντι στον άλλο.»
Στις υποσημειώσεις για το παραπάνω σχόλιο γίνεται αναφορά στη Wiedemann, ανωτέρω, και στην επίσης κλασσική επί του θέματος προηγούμενη υπόθεση Bessela v. Stern [1877] 2 C.P.D. 265.
Στο σύγγραμμα του Keane, ανωτέρω, πάλιν στη σελ. 313, απαριθμούνται οι γενικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση των ανεπίσημων παραδοχών. Μεταξύ αυτών είναι evidence adduced by its maker at the trial with a view to explaining it away (μαρτυρία που προσάγει στη δίκη ο δηλώσας που σκοπό έχει να δώσει ικανοποιητική εξήγηση γιαυτή). Το σχόλιο αυτό γίνεται σε σχέση με το Άρθρο 4 της Civil Evidence Act 1995, αλλά δεν υπάρχει λόγος να αγνοηθεί εδώ η παραπάνω σοφή παρατήρηση.
Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου δικαστηρίου απέναντι στη σχετική μαρτυρία, ιδωμένη στο σύνολο της, υπό το πρίσμα των παραπάνω κανόνων, και η κατάληξη του ότι από αυτή δεν μπορούσε να αχθεί σε συμπέρασμα παραδοχής του παραπτώματος δεν αποκαλύπτει λανθασμένη νομική προσέγγιση ή λανθασμένη νομική εξαγωγή συμπερασμάτων, που καθιστούν επιτρεπτή την παρέμβαση του Εφετείου. Ο λόγος αυτός έφεσης απορρίπτεται.
Μια από τις συνιστώσες του δεύτερου λόγου έφεσης είναι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου. Το ζήτημα αυτό το έχουμε ήδη αποφασίσει και δεν χρειάζεται να δώσουμε συνέχεια. Όμως υπάρχει μια άλλη πτυχή του που πρέπει να εξεταστεί. Για ενίσχυση του επιχειρήματος του, ο κ. Κυριακόπουλος μας παρέπεμψε στην απόφαση στις συνεκδικασθείσεις εφέσεις Foley v. Post Office και HSBC Bank pl.c. v. Madden, που δημοσιεύθηκε στους Times ημερ. 17/8/00. Μόνο την περίληψη έχουμε. Με αυτή την επιφύλαξη, μπορούμε να πούμε ότι η αρχή που υιοθετείται είναι ότι η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τί το δικάσαν δικαστήριο θα έκαμνε αν ήταν στη θέση του εργοδότη. Και συμφωνούμε με αυτή την προσέγγιση.
Το σωστό κριτήριο, που έχει στον πυρήνα του τις αντιδράσεις του λογικού εργοδότη, διαμορφώθηκε ως εξής στην υπόθεση Mαdden, ανωτέρω:
«Ιn holding that the dismissal of Mr Madden for that reason was unreasonable the tribunal erred in law in substituting itself as employer in place of the bank in assessing the quality and weight of the evidence.
Instead it should have asked itself whether, by the standards of a reasonable employer, the bank had established reasonable grounds for its belief that Mr Madden had been guilty of misconduct and whether the bank's investigation into the matter had been reasonable in the circumstances."
Kαι σε μετάφραση:
«Αποφασίζοντας ότι η απόλυση του κ. Madden για το λόγο εκείνο ήταν παράλογη, το δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αντικαθιστώντας την τράπεζα ως εργοδότη με τον εαυτό του, κατά την εκτίμηση της ποιότητας και της αξίας της μαρτυρίας.
Αντ' αυτού το δικαστήριο έπρεπε να ερωτήσει τον εαυτό του κατά πόσο, με το μέτρο του λογικού εργοδότη, η τράπεζα στοιχειοθέτησε λογικές αιτίες για την πεποίθηση της ότι ο κ. Madden υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από την τράπεζα ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη.»
Ο χειρισμός του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν καταστρατηγεί το πνεύμα της παραπάνω απόφασης. Συμπέρανε στην ουσία, από αντικειμενική σκοπιά, ότι με τα στοιχεία που είχε η εργοδότρια κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ήταν λογικό να προβεί στο ακραίο μέτρο της απόλυσης. Προχώρησε μετά να εκφράσει την άποψη που είναι μέσα στο πνεύμα της Madden, ότι το ορθότερο ήταν να προβεί σε διερεύνηση για τεκμηρίωση της συμπεριφοράς που απέδωσε στον εργοδοτούμενο. Παραθέτουμε την απόφαση:
«Καταλήγουμε στο ότι ενώπιον μας δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να αποδεικνύει συμπεριφορά ή διαγωγή του Αιτητή που να αντιβαίνει στον Νόμο και στην Νομολογία και ότι η εργοδοτική πλευρά, με εκείνα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν ούτε εύλογο ούτε λογικό να καταλήξει στο έσχατο μέτρο σε μια σύμβαση εργασίας, δηλαδή στον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών του Αιτητή. Έχουμε την γνώμη, ότι υπό τις περιστάσεις, το πιο εύλογο και λογικό ήταν να δοθεί μια προειδοποίηση στον Αιτητή και αν αργότερα διεπιστώνετο είτε τεκμηριωμένη κακόπιστη συμπεριφορά εκ μέρους του, είτε οποιαδήποτε ανάμειξη και σχέση με την άλλη Εταιρεία, βλαπτική για την Εργοδότρια, τότε η εργοδοτική πλευρά να προχωρούσε σε αυστηρότερο μέτρο, περιλαμβανομένης και της απόλυσης.»
Ούτε ο 3ος και τελευταίος λόγος ευσταθεί. Παραπονείται γενικά η εφεσείουσα ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα, χωρίς ανάλυση, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εργοδοτουμένου. Έχουμε πρώτα τις αμφιβολίες μας αν το ζήτημα όπως τίθεται είναι νομικό - και επομένως αν μπορεί να είναι αντικείμενο της έφεσης. Όμως και στην ουσία να εξετάζαμε τον ισχυρισμό αυτό, θα τον απορρίπταμε. Διαβάζοντας την απόφαση, αποτελούμενη από 13 σελίδες, αυτή είναι αρκούντως αναλυτική και αιτιολογημένη. Εξάλλου για τα βασικά γεγονότα δεν υπήρξαν αμφισβητήσεις ή ουσιώδεις αμφισβητήσεις.
Για τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.