ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1784
27 Νοεμβρίου, 2001
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
KEAN SOFT DRINKS LTD.,
Ενάγοντες,
v.
1. SAFMARINE CONTAINER LINES N.V.,
2. ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ "S.A. HELDERBERG, A707",
Εναγομένων.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 89/2000)
Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία της εναγομένης — Προϋποθέσεις για επιτυχία της αίτησης είναι η απόδειξη εκ πρώτης όψεως ύπαρξης καλής υπεράσπισης στην αγωγή, σοβαρής και εύλογης αιτιολογίας για την απουσία της εναγομένης κατά τη δικάσιμο και η χωρίς ικανοποιητική δικαιολογία παράλειψή της να λάβει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της απόφασης.
Δικονομία Ναυτοδικείου — Γλώσσα του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος — Κανονισμός 23 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893 — Δεν επιβάλλει την υποχρέωση μετάφρασής τους στη γλώσσα του διαδίκου στον οποίο θα γίνει η επίδοση.
Η αγωγή των εναγόντων εναντίον των εναγομένων ήταν η πρόκληση ζημιάς στα εμπορεύματα των εναγόντων κατά τη μεταφορά τους από το λιμάνι Cape Town στην Κύπρο με το εναγόμενο πλοίο. Οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι τα εμπορεύματα παραδόθηκαν στους ενάγοντες στη Λεμεσό στην ίδια ακριβώς κατάσταση που φορτώθηκαν στο πλοίο και ότι δεν είχαν υποστεί ζημιά κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους.
Οι εναγόμενοι ζήτησαν τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην πιο πάνω αγωγή.
Οι λόγοι που προβλήθηκαν για την ακύρωση της απόφασης ήταν ότι:
1) Υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος, επειδή η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος είχε συνταχθεί στην Ελληνική γλώσσα, που ήταν άγνωστη στους αιτητές.
2) Η επίδοση έγινε κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 10 του περί της Συμβάσεως περί της εν τη Αλλοδαπή Επιδόσεως Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικού) Νόμου (Αρ. 40/82) και
3) Υπήρξε παραβίαση των Κανονισμών 27 και 41 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893.
Οι εναγόμενοι κάλεσαν το Δικαστήριο να διατάξει τον παραμερισμό της απόφασης μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας σε περίπτωση που θα απέρριπτε τους πιο πάνω λόγους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι λόγοι που επικαλέσθηκαν οι εναγόμενοι δεν ευσταθούν.
2. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης. Όμως από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι οι αιτητές επέδειξαν σοβαρή αμέλεια στη λήψη μέτρων για να εξακριβώσουν το περιεχόμενο των δικαστικών εγγράφων που τους είχαν επιδοθεί και να δώσουν οδηγίες σε δικηγόρο να λάβει μέτρα για την υπεράσπιση τους.
3. Η αοριστία του ισχυρισμού των εναγομένων ότι απλά παρέδωσαν τα εμπορεύματα στην καθ' ης η αίτηση στη Λεμεσό χωρίς οποιαδήποτε ζημιά, αφήνει κενά που δεν επιτρέπουν τη θεμελίωση καλής υπεράσπισης.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395,
Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,
Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company [1961] C.L.R. 317,
Christoforou v. kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159,
Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,
Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,
Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 28,
Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 941,
Kourbatova v. G. Roussos Leisure Industries Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 345,
Χρυσάνθου κ.ά. ν. Mariala Construction Ltd (1996) 1(Β) A.A.Δ. 1129.
∞ÁˆÁ‹ ¡·˘ÙÔ‰ÈΛԢ.
Αίτηση από τους αιτητές-εναγόμενους για παραμερισμό της απόφασης η οποία εκδόθηκε εναντίον τους στις 20/2/01 (Αγ. Ναυτοδ. Αρ. 89/00), για το λόγο ότι αυτή λήφθηκε μετά από κακή επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος.
Π. Ιακωβίδης για Μοντάνιος & Μοντάνιος, για τους Αιτητές.
Α. Πολυδώρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
HΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στις 20/2/2001 στην πιο πάνω αγωγή. Οι λόγοι που προβάλλονται για την ακύρωση της απόφασης είναι ότι,
(1) Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος,
(2) Η επίδοση έγινε κατά παράβαση των άρθρων 2 και 10 του περί της Συμβάσεως περί της εν τη Αλλοδαπή Επιδόσεως Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (Κυρωτικού) Νόμου (αρ. 40/82) και
(3) Υπήρξε παραβίαση των Κανονισμών 27 και 41 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893.
Οι αιτητές εισηγούνται ότι αν το Δικαστήριο απορρίψει τους πιο πάνω λόγους μπορεί, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και με βάση τις σχετικές αρχές, να διατάξει τον παραμερισμό της απόφασης.
(1) Παραβίαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε μετά από κακή επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος αφού δεν έχουν ικανοποιηθεί οι συνταγματικές απαιτήσεις του άρθρου 30.3 του Συντάγματος και τούτο γιατί η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος είχε συνταχθεί στην Ελληνική γλώσσα, που ήταν άγνωστη στους αιτητές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί εκ μέρους της α΄ αιτήτριας, στις 16/10/2000 επιδόθηκε σε υπάλληλο της Βελγικής εταιρείας Safmarine Container Lines N.V. στο Βέλγιο ένα έγγραφο σε ακατανόητη γι' αυτούς γλώσσα, που πρέπει να ήταν η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος συνταγμένη στα Ελληνικά. Επειδή κανένας από την εταιρεία δεν γνώριζε Ελληνικά το έγγραφο αγνοήθηκε, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση στην Κύπρο εναντίον τους. Η α΄ αιτήτρια εταιρεία πληροφορήθηκε στις 22/5/2001 με επιστολή των δικηγόρων της καθ'ης η αίτηση στην Αγγλική γλώσσα ότι είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον της. Οι δικηγόροι της καθ'ης η αίτηση επεσύναψαν προς τούτο επίσημη μετάφραση στα Γαλλικά, πιστού αντίγραφου της απόφασης που είχε εκδοθεί στις 22/5/2001. Είναι η θέση των αιτητών ότι επειδή η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος είχε συνταχθεί σε άγνωστη γι' αυτούς γλώσσα, στην ουσία δεν δόθηκε η ευχέρεια στην α΄ αιτήτρια να εμφανισθεί στην αγωγή και να προβάλει τα επιχειρήματα της.
Το άρθρο 30.3 του Συντάγματος προνοεί ότι,
"Εκαστος έχει το δικαίωμα:
(α) να πληροφορηθή τους λόγους, δι' ους καλείται να εμφανισθή ενώπιον του δικαστηρίου,
(β) να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχη χρόνον επαρκή διά την προπαρασκευήν τούτων ....."
Ο Κανονισμός 23 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1893 προνοεί ότι,
"Όταν το πρόσωπο στο οποίο θα γίνει επίδοση βρίσκεται εκτός Κύπρου πρέπει να καταχωρηθεί αίτηση στο Δικαστήριο για διάταγμα που θα παρέχει άδεια για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος."
Ο πιο πάνω Κανονισμός δεν επιβάλλει την υποχρέωση μετάφρασης του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος στη γλώσσα που ομιλεί ο διάδικος στον οποίο θα γίνει η επίδοση.
Σύμφωνα με το άρθρο 3.1 του Συντάγματος και τους Νόμους 51/65, 67/88, 146/89, 154/90 και 153/91, οι επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και Τουρκική και οι διάδικοι πρέπει να συμμορφώνονται προς τις πιο πάνω συνταγματικές υποχρεώσεις. Η ειδοποίηση που συντάχθηκε στην Ελληνική γλώσσα που είναι μια από τις επίσημες γλώσσες του κράτους, είναι καθόλα νόμιμη και έγκυρη. Αντίθετη θα ήταν η κατάληξη αν το σχετικό έγγραφο δεν συντασσόταν σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας. (Ιδε The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395).
(2) Παραβίαση των άρθρων 2 και 10 του Νόμου 40/82
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος έγινε κατά παραβίαση των άρθρων 2 και 10 του Νόμου Κυρών την Σύμβασιν Περί της εν τη Αλλοδαπή Επιδόσεως Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις (αρ. 40/82).
Η πιο πάνω Σύμβαση τίθεται σε εφαρμογή όταν εγείρεται ανάγκη επίδοσης δικαστικών εγγράφων στην αλλοδαπή όταν η διεύθυνση του προσώπου στο οποίο θα επιδοθεί το έγγραφο είναι γνωστή (άρθρο 1).
Το άρθρο 10 της Σύμβασης προνοεί ότι,
"Υπό την προϋπόθεσιν ότι το Κράτος προορισμού δεν ενίσταται, η παρούσα Σύμβασις ουδόλως περιορίζει -
(α) την ελευθερίαν αποστολής δικαστικών εγγράφων ταχυδρομικώς απ' ευθείας εις πρόσωπα εν τη αλλοδαπή,
(β) την ελευθερίαν δικαστικών λειτουργών, υπαλλήλων ή ετέρων αρμοδίων προσώπων του Κράτους προελεύσεως όπως ενεργήσουν επίδοσιν δικαστικών εγγράφων απ' ευθείας μέσω των δικαστικών λειτουργών, υπαλλήλων ή ετέρων αρμοδίων προσώπων του Κράτους προορισμού,
(γ) την ελευθερίαν παντός προσώπου ενδιαφερομένου εις δικαστικήν διαδικασίαν, όπως ενεργήση επίδοσιν δικαστικών εγγράφων απ' ευθείας μέσω των δικαστικών λειτουργών, υπαλλήλων ή ετέρων αρμοδίων προσώπων του Κράτους προορισμού."
Στην παρούσα περίπτωση είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος έγινε μέσω κάποιας ιδιωτικής εταιρείας ταχυμεταφορών με την ονομασία Skynet Worldwide Express.
Είναι η θέση των αιτητών ότι δεν μπορούσε να γίνει η επίδοση δικαστικών εγγράφων μέσω της πιο πάνω ιδιωτικής εταιρείας. Το άρθρο 10(2) της Σύμβασης επιτρέπει μόνο την αποστολή δικαστικών εγγράφων ταχυδρομικώς, μέσω κρατικής και όχι ιδιωτικής υπηρεσίας, όπως έχει παρατηρηθεί ότι έχει γίνει και στην παρούσα περίπτωση.
Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το άρθρο 10 της Σύμβασης επιτρέπει την επίδοση δικαστικών εγγράφων ταχυδρομικώς εφόσον το κράτος προορισμού δεν ενίσταται στο συγκεκριμένο τρόπο επίδοσης και ότι ο όρος "ταχυδρομικώς" δεν περιορίζεται σε κρατική υπηρεσία αλλά μπορεί να συμπεριλάβει και οποιαδήποτε υπηρεσία.
Η εισήγηση των αιτητών δεν ευσταθεί. Το άρθρο 10(α) της Σύμβασης δεν περιορίζει την αποστολή δικαστικών εγγράφων μέσω κρατικής ταχυδρομικής υπηρεσίας αλλά μπορεί να συμπεριλάβει και ιδιωτική ταχυδρομική υπηρεσία. Αν η νομοθετική πρόθεση θα ήταν ο περιορισμός της επίδοσης μέσω μόνο κρατικών υπηρεσιών, θα το συμπεριλάμβανε ρητά στο σχετικό άρθρο. Αντίθετα η χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό χρήση του όρου "ταχυδρομικώς" επιτρέπει και επίδοση δικαστικών εγγράφων από μη κρατικές υπηρεσίες.
(3) Υπήρξε παραβίαση των Κανονισμών 27 και 41 του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού του1893
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση που έχει εκδοθεί είναι άκυρη γιατί η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος δεν αποδείχθηκε με ένορκη δήλωση ή με άλλο τρόπο, όπως προνοείται με τους Κανονισμούς 27 και 41.
Ο Κανονισμός 27 προνοεί ότι,
"27. Η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης γι' αυτό εκτός Κύπρου μπορεί να αποδειχθεί με ένορκη ομολογία του προσώπου που ενέργησε την επίδοση ή με βεβαίωση του Προξένου της Κυπριακής Δημοκρατίας, οιουδήποτε άλλου ξένου Προξένου ή οιουδήποτε αξιωματούχου της ξένης Κυβέρνησης μέσω της οποίας το κλητήριο ή η ειδοποίηση έχει επιδοθεί και το κλητήριο ή η ειδοποίηση θεωρούνται ότι έχουν επιδοθεί στο πρόσωπο που αναφέρεται εκεί.
Τέτοια ένορκη ομολογία ή βεβαίωση θεωρούνται ως καλή απόδειξη των γεγονότων που περιέχονται σ' αυτές, μέχρις ότου αποδειχθεί το αντίθετο, και καταχωρίζονται."
Ο Κανονισμός 41 προνοεί ότι,
"41. Αν κατά τον χρόνο που καθορίζεται στο κλητήριο ένταλμα για την εμφάνιση των διαδίκων, ο Ενάγων εμφανιστεί αλλά όχι ο Εναγόμενος, τότε, αφού αποδειχθεί η δέουσα επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, μπορεί ο Ενάγων να προχωρήσει σε απόδειξη της απαίτησης του και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορούν είτε να εκδώσουν απόφαση για τη θεραπεία που φαίνεται ότι δικαιούται ο Ενάγων είτε να αναβάλουν την αγωγή για περαιτέρω ακρόαση."
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η μη απόδειξη της επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 27 καθιστά την απόφαση που λήφθηκε αντικανονική και το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να προβεί σε παραμερισμό της. Αντίθετη είναι η άποψη των καθ'ων η αίτηση που ισχυρίζονται ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 27 είναι δυνητικές και όχι υποχρεωτικές.
Η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση είναι ορθή. Ο Κανονισμός 27 δεν επιβάλλει την απόδειξη της επίδοσης με βεβαίωση Προξένου της Κυπριακής Δημοκρατίας ή άλλου αξιωματούχου της ξένης Κυβέρνησης μέσω της οποίας έχει καταστεί δυνατή η επίδοση. Αντίθετα η υιοθέτηση της φρασεολογίας ότι η επίδοση "μπορεί να αποδειχθεί με ένορκη ομολογία του προσώπου που ενήργησε την επίδοση ή με βεβαίωση του Προξένου της Κυπριακής Δημοκρατίας, οιουδήποτε άλλου ξένου Προξένου ή οιουδήποτε αξιωματούχου της ξένης κυβέρνησης μέσω της οποίας το κλητήριο ή η ειδοποίηση έχει επιδοθεί", εξυπακούει ότι η απόδειξη της επίδοσης μπορούσε να γίνει και με άλλο τρόπο. Στην παρούσα περίπτωση έχουν κατατεθεί έγγραφα ότι η απόδειξη παραλαβής έγινε με την πρωτότυπη υπογραφή των αιτητών που κατά την άποψη του Δικαστηρίου αποδεικνύει τη σχετική επίδοση.
Εξάσκηση διακριτικής ευχέρειας για τον παραμερισμό της απόφασης
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι αν το Δικαστήριο απορρίψει τις πιο πάνω εισηγήσεις για τον παραμερισμό της απόφασης θα πρέπει να εξετάσει αν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας οι αιτητές έχουν ικανοποιήσει τις αρχές που διέπουν τον παραμερισμό μιας δικαστικής απόφασης. Ειδικότερα οι αιτητές εισηγούνται ότι η μη εμφάνιση τους στη δικαστική διαδικασία ήταν δικαιολογημένη, ότι δεν έχουν καθυστερήσει στην καταχώριση της παρούσας αίτησης για παραμερισμό της απόφασης και ότι έχουν πολύ καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Οι αρχές που καθορίστηκαν στην Αγγλική απόφαση Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 αναφορικά με τον παραμερισμό μιας δικαστικής απόφασης έχουν υιοθετηθεί και στην Κύπρο σε αριθμό υποθέσεων. (Ιδε μεταξύ άλλων Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine & Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ και άλλοι ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28, Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941 και Kourbatova v. G. Roussos Leisure Industries Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 345. Χαρακτηριστικά στην υπόθεση Mine & Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (πιο πάνω) τονίστηκε ότι η περιφρονητική παραγνώριση από ένα διάδικο της δικαστικής διαδικασίας δεν μπορεί να παραγνωρισθεί από ένα Δικαστήριο όταν εξετάζεται αίτηση για παραμερισμό μιας υπόθεσης. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (πιο πάνω) τονίστηκε ότι η αδικαιολόγητη παράλειψη του εναγομένου να εμφανισθεί κατά τη δικάσιμο και η χωρίς ικανοποιητική δικαιολογία παράλειψη του να λάβει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της απόφασης μπορεί να αποτελέσουν λόγους για την απόρριψη αίτησης για επαναφορά της υπόθεσης.
Στην παρούσα περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση αίτησης για τον παραμερισμό της απόφασης.
Όμως από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι οι αιτητές επέδειξαν σοβαρή αμέλεια στη λήψη μέτρων για να εξακριβώσουν το περιεχόμενο των δικαστικών εγγράφων που τους είχαν επιδοθεί και να δώσουν οδηγίες σε δικηγόρο να λάβει μέτρα για την υπεράσπιση τους. Πιο συγκεκριμένα οι αιτητές παραδέχονται ότι αγνόησαν το περιεχόμενο των εγγράφων προβάλλοντας ως δικαιολογία την άγνοια της γλώσσας στην οποία είχαν συνταχθεί τα έγγραφα. Η παντελής παραγνώριση των εγγράφων και η παράλειψη της εξακρίβωσης του περιεχομένου τους υποδεικνύει ότι η παράλειψη τους να δώσουν οδηγίες σε δικηγόρο για να καταχωρίσει εμφάνιση στα Κυπριακά Δικαστήρια ήταν αδικαιολόγητη.
Αναφορικά με τη δημιουργία εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης η καθ'ης η αίτηση εταιρεία παρουσίασε μαρτυρία με ένορκη δήλωση της Διευθύντριας της ότι τα εμπορεύματα τους είχαν φορτωθεί από την α΄ αιτήτρια στο πλοίο της β΄ αιτήτριας στο λιμάνι Cape Town στις 8/2/2000 για να μεταφερθούν στην Κύπρο. Όταν έφθασαν στο λιμάνι Λεμεσού στις 14/3/2000 διαπιστώθηκε από το Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας ότι τα εμπορεύματα ήταν ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση και καταστράφηκαν στην παρουσία λειτουργού του Τμήματος Τελωνείων. Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι τα εμπορεύματα παραδόθηκαν στην καθ'ης η αίτηση στη Λεμεσό στην ίδια ακριβώς κατάσταση στην οποία είχαν φορτωθεί στο πλοίο και ότι δεν είχαν υποστεί καμιά ζημιά κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι γενικός και αόριστος αφού δεν συνοδεύεται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν να δείξουν ότι οι αιτητές έχουν συζητήσιμη υπεράσπιση. Οπως έχει τονισθεί στις αποφάσεις Evans v. Bartlam και Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (πιο πάνω) ένας από τους πρωταρχικούς παράγοντες που επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η αποκάλυψη υπεράσπισης. Το Δικαστήριο εξετάζει τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του για να διαγνώσει αν δημιουργείται εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης. (Ίδε Χρυσάνθου κ.ά. ν. Mariala Construction Ltd. (1996) 1(Β)�Α.Α.Δ. 1129). Οι αιτητές είχαν το βάρος να αποκαλύψουν τα στοιχεία εκείνα που θα συνιστούσαν την υπεράσπιση τους. Η αοριστία όμως του ισχυρισμού ότι απλά παρέδωσαν τα εμπορεύματα στην καθ'ης η αίτηση στη Λεμεσό χωρίς οποιαδήποτε ζημιά, αφήνει κενά που δεν επιτρέπουν τη θεμελίωση καλής υπεράσπισης.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.