ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 1 ΑΑΔ 1012
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9804
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
KALLICE HOLDING CO LTD
Εφεσειόντων/Εναγόντων
και
MTR METALS (OVERSEAS) LTD
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
-----------------
5 Ιουλίου 2001
Για τους Εφεσείοντες: κ. Αιμ. Λεμονάρης.
Για τους Εφεσίβλητους: κ. Α. Χαβιαράς.
------------------
Νικήτας, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Δ. Χατζηχαμής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.: Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε αγωγή των Εφεσειόντων με την οποία ζητούσαν, δυνάμει συμφωνίας αποζημίωσης (letter of indemnity), διάφορα ποσά τα οποία είχαν καταβάλει σε συνάρτηση με την εν λόγω συμφωνία καθώς και αποζημιώσεις για αδράνεια πλοίου. Οι Εφεσείοντες ήσαν οι ιδιοκτήτες και οι Εφεσίβλητοι οι ναυλωτές του πλοίου, η δε ναύλωση αφορούσε τη μεταφορά σιδήρου από την Ουκρανία στο Χογκ-Κογκ. Κατά την παραλαβή του φορτίου διαπιστώθηκε ότι ο σίδηρος ήταν σκουριασμένος, οπότε οι Εφεσείοντες αρνήθησαν να εκδώσουν καθαρή φορτωτική (clean bill of lading). Τελικά το έπραξαν εφ΄όσον οι Εφεσίβλητοι ανέλαβαν, με την εν λόγω εγγυητική, να τους αποζημιώσουν για οποιαδήποτε ζημιά ήθελαν υποστεί ως αποτέλεσμα της έκδοσης της καθαρής φορτωτικής. Η έκδοση καθαρής φορτωτικής ήταν προς όφελος και των δύο αφού οι Εφεσίβλητοι θα μπορούσαν έτσι να εισπράξουν την πιστωτική επιστολή για το φορτίο και να καταβάλουν ευχερώς το ναύλο προς τους Εφεσείοντες. Κατά την άφιξη όμως του πλοίου στο Χογκ-Κογκ οι παραλήπτες, αφού επιθεώρησαν το φορτίο και διαπίστωσαν την ακαταλληλότητά του, αρνήθησαν να το παραλάβουν και ήγειραν αγωγή κατά του πλοίου, το οποίο και συνελήφθη, και των ναυλωτών. Η αγωγή τελικά διευθετήθηκε από τους Εφεσείοντες οι οποίοι στράφησαν τώρα εναντίον των Εφεσιβλήτων απαιτώντας, δυνάμει της συμφωνίας αποζημίωσης, τις ζημιές τις οποίες υπέστησαν έναντι των παραληπτών καθώς και τις προνοούμενες στο ναυλοσύμφωνο αποζημιώσεις για αδράνεια του πλοίου που προέκυψε από τη σύλληψη του μέχρι την εκφόρτωση αφού διευθετήθηκε η αγωγή.
Ο αδελφός μας Πικής, Π., ο οποίος εκδίκασε την αγωγή, απεδέχθη την υπεράσπιση που ήγειραν οι Εφεσίβλητοι ότι η συμφωνία αποζημίωσης ήταν παράνομη και έτσι δεν παρείχε στους Εφεσείοντες δικαιώματα τα οποία μπορούσαν να διεκδικήσουν με αγωγή. Ανεφέρθη στη γενική αρχή ex turpi causa non oritur actio και στο άρθρο 24 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφάλαιο 149, για να διαπιστώσει ότι η εν λόγω συμφωνία ήταν παράνομη, σύμφωνα με το άρθρο 23, εφ΄όσον θεμελιώνετο σε δόλο. Όπως το έθεσε στη σ. 9:
"Η παροχή της Εγγυητικής (Τεκμ. 7) ήταν διαβρωμένη από το στοιχείο του δόλου. Απέβλεπε στην εξαπάτηση των παραληπτών και τρίτων ως προς την κατάσταση του παραληφθέντος φορτίου (σιδήρου)."
Παρέπεμψε δε ιδιαίτερα στην απόφαση στην υπόθεση
Brown, Jenkinson & Co, Ltd v. Percy Dalton (London), Ltd (1957) 2 All E.R. 844.Και κατέληξε στις σελίδες 10-11:
"Και στην προκείμενη περίπτωση, η Εγγυητική (Τεκμ. 7), στην οποία θεμελιώνεται η Απαίτηση, συνιστούσε παράνομη συμφωνία. Αποτελούσε το αντάλλαγμα για τη δόλια έκδοση καθαρής φορτωτικής, η οποία απέβλεπε στην εξαπάτηση, ως προς την ποιότητα των εμπορευμάτων που αντιπροσώπευε, τόσο των παραληπτών όσο και τρίτων οι οποίοι θα την αποδέχονταν, δίνοντας πίστη στην αλήθεια του περιεχομένου της."
Ως προς την απαίτηση για αδράνεια πλοίου, θεώρησε ότι και η απαίτηση αυτή, έστω και αν διαχωρίζετο από την εγγυητική και εδράζετο αποκλειστικά στο ναυλοσύμφωνο, δεν μπορούσε να επιτύχει εφ΄όσον το πλοίο μετά τη σύλληψη του δεν ήταν διαθέσιμο για εκφόρτωση.
Το βάρος των λόγων έφεσης και της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου αφορά διάφορες πτυχές του θέματος της παρανομίας. Μια εισήγηση, που συνιστά και τον έκτο λόγο έφεσης, ήταν ότι, εφ΄όσον η ίδια η εγγυητική δεν παρουσιάσθηκε ως τεκμήριο, δεν ήταν δυνατό για το δικαστήριο να εξάξει το συμπέρασμα ότι παραποιούσε την πραγματικότητα ως προς την κατάσταση του φορτίου και, ακόλουθα, ως προς το διαπιστωθέντα δόλο έναντι των παραληπτών. Η εισήγηση αυτή όμως παραβλέπει
ότι η ίδια η Αναφορά αλλά και η μαρτυρία δίδει το πλήρες ιστορικό και υπόβαθρο της έκδοσης της καθαρής φορτωτικής σε συνάρτηση προς τη συμφωνία αποζημίωσης, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι συνθήκες έκδοσης και το περιεχόμενο της καθαρής φορτωτικής, όπως διαπιστώθησαν από το δικαστήριο, προκύπτουν ουσιαστικά από τα ίδια τα γεγονότα που οι εφεσείοντες θέτουν ως βάση της απαίτησης τους. Ήταν μάλιστα ακριβώς στην έκδοση καθαρής φορτωτικής, κατά παραποίηση της πραγματικότητας, που απέβλεπε η συμφωνία αποζημίωσης. Εξ άλλου, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία ως προς το θέμα της παρανομίας είναι όχι τόσο οι ακριβείς όροι της φορτωτικής αλλά το ίδιο το γεγονός της υπογραφής καθαρής φορτωτικής υπό τις συνθήκες και για το σκοπό που διαπίστωσε το δικαστήριο, η δε απαίτηση των Εφεσειόντων δεν βασίζεται στη φορτωτική αλλά στην εγγυητική, της οποίας η υπογραφή καθαρής φορτωτικής συνιστούσε προϋπόθεση.Η θέση ότι δεν ήταν δικαιολογημένο το συμπέρασμα ότι η αποδοχή του φορτίου και η έκδοση της καθαρής φορτωτικής απέβλεπε στην εξαπάτηση των παραληπτών διέπει τους υπόλοιπους σχετικούς λόγους έφεσης. Παράπονο για τη μη αποδοχή συγκεκριμένης μαρτυρίας που, κατά την εισήγηση, αναιρούσε τέτοιο συμπέρασμα, διατυπώνεται στον τέταρτο λόγο έφεσης. Η μαρτυρία αυτή αναφέρεται ως αποσπάσματα από το ημερολόγιο του πλοίου, οι έγγραφες μαρτυρίες του πλοιάρχου και η αλληλογραφία του με τους ναυλωτές, και η μαρτυρία του κ. Ηλιόπουλου ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν πληροφορήσει τους Εφεσείοντες ότι οι παραλήπτες συγκατατίθεντο στην έκδοση καθαρής φορτωτικής. Ως προς τη μαρτυρία του μάρτυρα των Εφεσειόντων κ. Ηλιόπουλου, δεν τεκμηριώνεται λόγος που να καταδεικνύει ως νομικά εσφαλμένη τη μη αποδοχή της ως αξιόπιστη από το δικαστήριο. Η μόνη μας παρατήρηση είναι ότι απεναντίας η μαρτυρία αυτή βρισκόταν σε αντίθεση με όλη την υπόλοιπη μαρτυρία. Ως προς την άλλη αναφερόμενη μαρτυρία, όχι μόνο δεν καταδεικνύεται ότι λανθασμένα αποκλείσθηκε ως αποδεκτή μαρτυρία αλλά και δεν συγκεκριμενοποιείται πως η μαρτυρία αυτή θα ήταν σχετική ή θα ανέτρεπε
τη συντριπτική μαρτυρία που υπήρχε όσον αφορά τις συνθήκες και το σκοπό έκδοσης της καθαρής φορτωτικής και της παράλληλης παροχής της εγγυητικής.Αυτό απαντά και το δεύτερο λόγο έφεσης που διατυπώνει το παράπονο ότι δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να στήριζε το συμπέρασμα του δικαστηρίου ως προς την πρόθεση εξαπάτησης των παραληπτών και ότι η ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία οδηγούσε στο αντίθετο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, λέγεται περαιτέρω ότι δεν εδόθη η πρέπουσα βαρύτητα στο ότι η φορτωτική παρεδόθη στους πράκτορες ως καταπιστευματοδόχους με εντολή να μην ελευθερωθεί χωρίς οδηγίες των Εφεσειόντων και στην πρόνοια στην ίδια την εγγυητική ότι οι εφεσίβλητοι θα παρέδιδαν τη φορτωτική στους Εφεσείοντες όταν περιέρχετο στην κατοχή τους με την άφιξη του πλοίου στον προορισμό του. Αυτά, σε συνάρτηση με την περαιτέρω εισήγηση ότι, εφ΄όσον δεν παρουσιάσθηκε η φορτωτική, οι παραλήπτες του φορτίου δεν είναι γνωστοί για να μπορεί να διαπιστωθεί πρόθεση εξαπάτησης τους, που απολήγει και σε εισήγηση ότι παραλήπτες του φορτίου ήσαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι. Οι θέσεις αυτές παραγνωρίζουν τη βασική πραγματικότητα, που προκύπτει τόσο από την ίδια την Αναφορά όσο και από τη μαρτυρία του ίδιου του κ. Ηλιόπουλου, στην οποία βασίσθηκε το δικαστήριο, ότι χωρίς την έκδοση καθαρής φορτωτικής δεν θα μπορούσε να εισπραχθεί από τους εφεσίβλητους η πιστωτική για το εμπόρευμα και ότι η εγγυητική παρεσχέθη ακριβώς για να καταστεί δυνατή η έκδοση καθαρής φορτωτικής. Και το ότι, σε επιβεβαίωση της ενδεχόμενης βλάβης τρίτων, με την ενεργοποίηση της διαδικασίας παράδοσης του φορτίου οι παραλήπτες αρνήθησαν να το παραλάβουν εφ΄όσον το επιθεώρησαν και για πρώτη φορά διαπίστωσαν ότι ήταν ακατάλληλο. Η παράδοση της φορτωτικής στους πράκτορες δεν αναιρεί την πρόθεση, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έκδοσης της καθαρής φορτωτικής, προϋπόθεση της οποίας ήταν η παροχή της εγγυητικής, στο στάδιο στο οποίο οι Εφεσίβλητοι θα εισέπρατταν την αξία της πιστωτικής να χρησιμοποιηθεί προς τούτο η φορτωτική. Προς τούτο εξ άλλου δόθηκε και η εγγυητική. Το ίδιο ισχύει για την πρόνοια στην εγγυητική για παράδοση της φορτωτικής στους Εφεσείοντες όταν αυτή θα περιέρχετο στην κατοχή των Εφεσιβλήτων. Ο έλεγχος τον οποίο τα πιο πάνω δύο στοιχεία αποκάλυπταν ότι οι Εφεσείοντες επεδίωκαν να έχουν επί της φορτωτικής δεν αναιρεί αλλά μάλλον επιβεβαιώνει την ένοχη πρόθεση τους στην έκδοση καθαρής φορτωτικής κατά ομολογούμενη παραποίηση της πραγματικότητας, από τις επιβλαβείς για τους ίδιους συνέπειες και έλαβαν για προστασία τους έναντι των Εφεσιβλήτων την εγγυητική. Θα συμπληρώναμε ότι η δόλια πρόθεση και παρανομία των Εφεσειόντων, όπως βέβαια και των Εφεσιβλήτων, δεν περιορίζετο στην εξαπάτηση των παραληπτών ή άλλων αποδοχέων της φορτωτικής, αλλά ευθέως και των αρχών της Ουκρανίας αφού, όπως οι ίδιοι οι Εφεσείοντες ομολογούν στην Αναφορά, χωρίς καθαρή φορτωτική δεν εδίδετο άδεια αναχωρήσεως του πλοίου. Το δικαστήριο δεν ασχολήθηκε όμως με τη πτυχή αυτή και δεν θα επεκταθούμε.
Τα όσα έχουν λεχθεί καλύπτουν, ως προς τη μαρτυρία, και τη βασική εισήγηση που γίνεται στον πρώτο λόγο έφεσης ότι ήταν αυθαίρετο και λανθασμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η εγγυητική ήταν διαβρωμένη από δόλο. Επικεντρωνόμεθα μόνο στη πτυχή, που συνιστά και την ουσιαστική εισήγηση που αναπτύσσεται στην αγόρευση, ότι ο ισχυρισμός για δόλο δεν διατυπώθηκε επαρκώς στα δικόγραφα σύμφωνα με τους δικογραφικούς κανόνες και μάλιστα με την αναγκαία λεπτομέρεια. Η εισήγηση αυτή αποκαλύπτει παρερμηνεία των δεδομένων. Κατ΄αρχή, οι Εφεσίβλητοι δεν έχουν απαίτηση βασιζόμενη σε δόλο, του οποίου να όφειλαν έτσι να έδιδαν λεπτομέρειες. Οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται παρανομία της φορτωτικής και της εγγυητικής ως βασιζόμενες σε δόλο. Κατά δεύτερο, εν πάση περιπτώσει, η σχετική αναφορά στην παράγραφο 8 της Απάντησης είναι ότι "τα γεγονότα που επικαλείται η ενάγουσα συνιστούν δόλο προς τους παραλήπτες του φορτίου", παραπέμποντας σε όσα λεπτομερώς παραθέτουν οι Εφεσείοντες στην Αναφορά από τα οποία, όπως και από τη μαρτυρία που τα βεβαίωνε, προέκυψε η εν λόγω κατάληξη του δικαστηρίου. Τόσο η παρανομία όσο και η αιτία της παρανομίας επισημάνθησαν επαρκώς στα δικόγραφα και δεν δικαιολογείται η εισήγηση που γίνεται στην αγόρευση ότι "Δεν προβάλλεται ο ισχυρισμός από πλευράς εναγομένης ότι η συμφωνία είναι παράνομη επειδή εμπεριέχει το στοιχείο του δόλου", και ότι "Εντελώς απρόσκλητα, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εγγυητική ήταν διαβρωμένη από το στοιχείο του δόλου".
Επικαλούνται, τέλος, οι Εφεσείοντες στον τρίτο λόγο έφεσης λανθασμένη αντίληψη και εφαρμογή της απόφασης στην υπόθεση
Brown, ανωτέρω, εισηγούμενοι ότι η προκειμένη διαφοροποιείται από την εν λόγω υπόθεση στα γεγονότα της. Ότι η κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται με βάση τα δικά της γεγονότα δεν χρειάζεται να λεχθεί. Η ενώπιον μας υπόθεση όμως ουδόλως διαφοροποιείται από την υπόθεση Brown με την οποία είναι πανομοιότυπη από κάθε ουσιαστική άποψη. Η παρανομία της εγγυητικής στην Brown έγκειτο στο ότι εβασίζετο σε παράνομο αντάλλαγμα εφ΄όσον αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ψευδούς παράστασης για την κατάσταση του φορτίου, που συνιστούσε και το αστικό αδίκημα του δόλου δοθέντος ότι όλα τα στοιχεία του ήσαν παρόντα - δηλαδή, μια παράσταση η οποία είναι ψευδής εν γνώσει του προσώπου που την κάνει με πρόθεση, κάνοντας την, να βασισθεί κάποιος σ΄αυτή. Τούτου δοθέντος, ήταν μάλιστα άσχετο, όπως υπέδειξαν ο Lord Morris και ο Lord Pearce, ότι οι πράκτορες των πλοιοκτητών, εκδίδοντας την καθαρή φορτωτική, δεν επιθυμούσαν οι ίδιοι να καταδολιεύσουν οποιονδήποτε, παρά μόνο να εξασφαλίσουν τους εαυτούς τους από ενδεχόμενες απαιτήσεις, ακολουθώντας και το τι συνιστούσε συνήθη πρακτική έκδοσης καθαρής φορτωτικής υπό τοιαύτες συνθήκες. Όπως το έθεσε ο Lord Morris στη σ. 849:"It is, I think, clear that the plaintiffs did not desire that anyone should be defrauded. In agreeing with the defendants, they did not have any such desire as their real purpose (compare Crofter Hand Woven Harris Tweed Co., Ltd. v. Veitch (1), [1942] 1 All E.R. 142 at p. 149); but the question which here arises is whether the contract sued on was founded on an illegal consideration."
Και ο Lord Pearce στη σ. 857:
"Theirs was a slipshod and unthinking extension of a known commercial practice to a point at which it constituted fraud in law. In the last twenty years it has become customary, in the short-sea trade in particular, for shipowners to give a clean bill of lading against an indemnity from the shippers in certain cases where there is a bona fide dispute as to the condition or packing of the goods. This avoids the necessity of rearranging any letter of credit, a matter which can create difficulty where time is short. If the goods turn out to be faulty, the purchaser will have his recourse against the shipping owner, who will in turn recover under his indemnity from the shippers. Thus no one will ultimately be wronged."
Η πρόθεση να βασισθεί κάποιος στη ψευδή παράσταση και όχι οποιαδήποτε υποκειμενική πρόθεση καταδολίευσης ή τελικής μη αποζημίωσης του παραλήπτη είναι το τι απαιτείται για να υφίσταται το αστικό αδίκημα του δόλου. Και κατά πόσο η πρόθεση να βασισθεί κάποιος
στη ψευδή παράσταση υφίστατο δεν υπήρχε αμφιβολία, όπως κατέδειξε ο Lord Morris στη σ. 850:"The next question which arises is whether the false representation was made by the shipowners with the intention that it should be relied on. A shipowner clearly intends that the bill of lading which he issues should be relied on. He intends that it should be relied on by those into whose hands it properly comes: consignees, bankers and endorsees must be within his contemplation. A bill of lading is issued with the purpose that it should be relied on. ............. If a shipper knows that he will only be paid if he can present a clean bill of lading and knows that the goods which he is shipping are so defective that they could not be given a clean bill, and if in order to get his money he persuades a shipowner to issue a clean bill, and if the shipowner knows that a clean bill ought not to be issued and knows that the bill will be relied on by others, it seems to me impossible to contend that the shipowner does not make a representation with the intention that it should be acted on."
Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια η παρανομία της εγγυητικής. Στη σ. 853 ο Lord Morris συμπέρανε ότι:
"I feel impelled to the conclusion that a promise to indemnify the plaintiffs against any loss resulting to them from making the representation is unenforceable. The claim cannot be put forward without basing it on an unlawful transaction. The promise on which the plaintiffs rely is, in effect, this: If you will make a false representation which will deceive indorsees or bankers, we will indemnify you against any loss that may result to you. I cannot think that a court should lend its aid to enforce such a bargain."
Ο Lord Morris δεν απέκλεισε να υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που η εγγυητική να μην είναι παράνομη. Αυτές όμως περιορίζοντο ουσιαστικά σε περιπτώσεις όπου εκ των πραγμάτων ο δόλος αναιρείτο, και δεν ήταν η περίπτωση εκεί. Όπως είπε στη σ. 853:
"There may perhaps be some circumstances in which indemnities can properly be given. Thus, if a shipowner thinks that he has detected some faulty condition in regard to goods to be taken on board, he may be assured by the shipper that he is entirely mistaken: if he is so persuaded by the shipper, it may be that he could honestly issue a clean bill of lading while taking an indemnity in case it was later shown that there had, in fact, been some faulty condition. Each case must depend on its circumstances."
Και ο Lord Pearce, στη σ. 857:
"In trivial matters and in cases of bona fide dispute where the difficulty of ascertaining the correct state of affairs is out of proportion to its importance, no doubt the practice is useful."
Όλα τα πιο πάνω έχουν πλήρη αναλογία στην προκειμένη περίπτωση. Γίνεται εισήγηση ότι η προκειμένη υπόθεση διαφοροποιείται από τη
Brown κατά το ότι εκεί τα εμπορεύματα παραδόθησαν ενώ εδώ δεν παραδόθησαν. Αυτό όμως είναι άσχετο. Το αστικό αδίκημα του δόλου ήταν πλήρες με την ίδια την έκδοση της καθαρής φορτωτικής και δεν χρειάζετο η απόδειξη πραγματικής ζημιάς με την παραλαβή των εμπορευμάτων ή τη μη αποζημίωση των παραληπτών. Ασχολούμενος με το θέμα αυτό, σε συνάρτηση και με το ότι οι πράκτορες των πλοιοκτητών είχαν αποζημιώσει τους παραλήπτες για τη ζημιά τους, ο Lord Morris παρατήρησε, στη σ. 855, στο απόσπασμα που παρατίθεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση:"In my judgment, all the elements were present which made the consideration illegal and the contract unenforceable. Τhose elements were (a) the making of a representation of fact, (b) which was false, (c) which was known
Αν και, όπως είπε, κατεδείχθη και πραγματική ζημιά, τούτο δεν ήταν σημαντικό αφού η ουσία είναι η παρανομία της ίδιας της εγγυητικής. Όπως το έθεσε επιγραμματικά στη σ. 856:
"Apart, however, from showing that there was actual loss, the illegality of the consideration is shown."
Είναι λοιπόν άσχετο, όσον αφορά την παρανομία της εγγυητικής, το ότι στην προκειμένη περίπτωση οι παραλήπτες δεν παρέλαβαν τα εμπορεύματα. Εν πάση περιπτώσει όμως και εδώ, όπως και στη
Brown, οι παραλήπτες υπέστησαν ζημιά την οποία και απαίτησαν εναντίον των πλοιοκτητών. Εξ άλλου, τότε μόνο θα υφίστατο θέμα απαίτησης των πλοιοκτητών επί της εγγυητικής εφ΄όσον οι πλοιοκτήτες θα ζητούσαν να αποζημιωθούν για τη ζημιά που υπέστησαν αποζημιώνοντας τον παραλήπτη, ώστε το θέμα να εγείρεται μετά που θα προκύψει η ζημιά του παραλήπτη. Η παρανομία όμως της εγγυητικής έγκειται πάντοτε στην ίδια τη ψευδή παράσταση στη φορτωτική και ανάγεται στο χρόνο εκείνο. Τούτο δεν είναι μόνο θέμα δημόσιας πολιτικής ως προς την αρχή ex dolo malo non oritur actio, ή ευρύτερα ex turpi causa non oritur actio, που αντανακλά την ανάγκη διατήρησης ηθικών αξιώσεων στις συναλλαγές. Είναι και θέμα κοινής εμπορικής λογικής και προσδοκιών, όπως επεσήμανε ο Lord Pearce στη σ. 857:"It is not enough that the banks or the purchasers who have been misled by clean bills of lading may have recourse at law against the shipping owner. They are intending to buy goods, not law suits. Moreover, instances have been given in argument where their legal rights may be defeated or they may not recoup their loss. Trust is the foundation of trade; and bills of lading are important documents. If purchasers and banks felt that they could no longer trust bills of lading, the disadvantage to the commercial community would far outweigh any conveniences provided by the giving of clean bills of lading against indemnities."
Είναι γι΄αυτούς τους λόγους που το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, σε τέτοιες περιπτώσεις, να παραβλέψει ότι η υπεράσπιση της παρανομίας προβάλλεται από αντίδικο εξίσου, ή και περισσότερο, ένοχο αυτής, χάριν του γενικότερου οφέλους της άρνησης συνδρομής του δικαστηρίου στην εφαρμογή της. Το locus classicus είναι τα λόγια του Lord Mansfield στη
Holman v. Johnson (1975) 1 Cowp. 341, σ. 343:"The objection, that a contract is immoral or illegal as between plaintiff and defendant, sounds at all times very ill in the mouth of the defendant. It is not for his sake, however, that the objection is ever allowed; but it is founded in general principles of policy, which the defendant has the advantage of, contrary to the real justice, as between him and the plaintiff, by accident, if I may so say. The principle of public policy is this; ex dolo malo non oritur actio. No court will lend its aid to a man who founds his cause of action upon an immoral or an illegal act. If, from the plaintiff's own stating or otherwise, the cause of action appears to arise ex turpi causa, or the transgression of a positive law of this country, there the court says he has no right to be assisted. It is upon that ground the court goes; not for the sake of the defendant, but because they will not lend their aid to such a plaintiff."
Τούτο ισχύει και την προκειμένη περίπτωση, περαίνουμε δε επαναλαμβάνοντας τα λεχθέντα από το Lord Morris στη σ. 856:
"The conduct of the defendants does not merit that they should have relief from the claim now made: but issues are raised which are of more consequence than the result of the present action."
Ασφαλώς, οι παράμετροι αυτοί πρέπει, όπως και στην
Brown, να αντανακλούν στο θέμα των εξόδων, αφού, πλην της νομικής δικαίωσης της υπεράσπισης τους, οι Εφεσίβλητοι, όντες μέτοχοι της παρανομίας, δεν έχουν δικαίωμα σε οτιδήποτε άλλο.
Απομένει να εξετασθεί ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορά την απόρριψη της απαίτησης για αποζημιώσεις για αδράνεια του πλοίου. Οι Εφεσείοντες λέγουν ότι αποκλειστική υπαιτιότητα για τη σύλληψη του πλοίου έφεραν οι Εφεσίβλητοι και έτσι οι ίδιοι δεν έπρεπε να στερηθούν των διεκδικήσεων τους αυτών που βασίζονται τόσο στο ναυλοσύμφωνο όσο και την εγγυητική. Καθ΄ο μέτρο βέβαια η απαίτηση αυτή βασίζεται στην εγγυητική, δεν θα μπορούσε να επιτύχει εν όψει της πιο πάνω κατάληξης για την εγγυητική. Αλλά και καθ΄ο μέτρο βασίζεται στο ναυλοσύμφωνο, δεν έχει λεχθεί οτιδήποτε που να ανατρέπει ουσιαστικά την κατάληξη του δικαστηρίου. Η ευθύνη διάθεσης του πλοίου για εκφόρτωση εβάρυνε τους Εφεσείοντες, η δε σύλληψη του πλοίου στα πλαίσια της εναντίον του αγωγής εμπόδιζε την εκπλήρωση της ευθύνης αυτής εφ΄όσον το πλοίο δεν ήταν πλέον στην υπηρεσία των ναυλωτών εν όσω τελούσε υπό σύλληψη και καμιά προσπάθεια δεν έγινε, όπως υπέδειξε και ο Πρόεδρος, για εκφόρτωση εν τω μεταξύ. Για δε τη σύλληψη ευθύνοντο τόσο οι Εφεσίβλητοι όσο και οι Εφεσείοντες, οι οποίοι και τελικά διευθέτησαν την αγωγή και το πλοίο ελευθερώθηκε. Ούτε μιλούμε βέβαια για μείωση απαίτησης για ναύλο ενόσω το πλοίο δεν ήταν διαθέσιμο (στην οποία περίπτωση μπορεί να ίσχυαν άλλες παράμετροι) αλλά για απαίτηση για σταλίες (demurrages) που συναρτάται ευθέως προς τη δυνατότητα διάθεσης του πλοίου για εκφόρτωση. Οι Εφεσείοντες ζητούσαν βέβαια σταλίες για το διάστημα 28.3.1993 μέχρι 15.4.1993, λέγουν δε ότι εν πάση περιπτώσει δικαιούνται σταλίες για τις μέρες που το πλοίο δεν ήταν υπό σύλληψη, που τις προσδιορίζουν ως 29, 30 και 31 Μαρτίου και 15 Απριλίου (δεν περιλαμβάνουν τελικά τις 28 Μαρτίου προφανώς εφ΄όσον η Ειδοποίηση Ετοιμότητας δόθηκε στις 29 Μαρτίου). Kαι όντως το πλοίο συνελήφθη στις 31.3.1993, η δε σύλληψη τερματίσθηκε στις 15.4.1993. Δεν μπορούμε όμως να διαχωρίσουμε τις μέρες αυτές από τα υπόλοιπα. Η όλη μεταφορά του φορτίου συνδέεται άρρηκτα προς την παροχή της εγγυητικής, χωρίς την οποία οι Εφεσείοντες αρνούντο να εκδώσουν την καθαρή φορτωτική η οποία και μόνη κατέστησε δυνατή τη μεταφορά. Έστω και έμμεσα, λοιπόν, η προκείμενη απαίτηση δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από την εγγυητική, αφού όλα όσα ακολούθησαν συναρτώντο προς την έκδοση της καθαρής φορτωτικής επί τη παροχή της εγγυητικής.
Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορίπτεται στο σύνολο της. Όπως όμως ήδη παρατηρήσαμε, η αρχή η οποία διέπει την άρνηση παροχής θεραπείας σε διάδικο εμπλεκόμενο στην παρανομία δεν μπορεί να επεκτείνεται πέραν τούτου ώστε να δημιουργεί έρεισμα στον επιτυχόντα αντίδικο για διεκδίκηση των εξόδων του. Ακόλουθα, δεν θα υπάρξει οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα στην έφεση.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π