ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 434
24 Μαρτίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
Αναστασια Στυλιανου,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
Ρουλλασ Νικολαου,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10248)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όπου η αιτιολογία αναφορικά με τα εν λόγω ευρήματα, είναι ανεπαρκής ― Επέμβαση Εφετείου κρίθηκε αναγκαία στην παρούσα υπόθεση όπου τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία ― Παραμερισμός της απόφασης και διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Απόδειξη ― Δεκτότητα μαρτυρίας ― Μαρτυρία για καταδίκη μετά από ακρόαση ― Δεν είναι αποδεκτή.
Η εφεσείουσα-ενάγουσα καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης-εναγομένης αξιώνοντας αποζημιώσεις για επίθεση και τραυματισμό της, που υπέστη από την εφεσίβλητη-εναγόμενη. Συγκεκριμένα η εφεσείουσα τραυματίστηκε πάνω από το δεξί μάτι.
Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ο τραυματισμός της προκλήθηκε όταν η εφεσίβλητη την επισκέφθηκε στο γραφείο της, μετά που είχε προηγηθεί παρεξήγηση μεταξύ τους και άρχισε να την υβρίζει παρόλον ότι η εφεσείουσα της ζήτησε να ηρεμήσει και να βγει έξω. Τότε σηκώθηκε και την πλησίασε, οπόταν η εφεσίβλητη τη κτύπησε με το χέρι και την έσπρωξε με αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο. Στην συνέχεια η εφεσίβλητη βγήκε έξω αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα η εφεσείουσα την είδε να κατευθύνεται ξανά προς το γραφείο της. Προχώρησε τότε προς την πόρτα με σκοπό να την κλείσει για να την εμποδίσει να εισέλθει. Τότε η εφεσίβλητη έσπρωξε βίαια την πόρτα του γραφείου της εφεσείουσας με αποτέλεσμα να κτυπήσει την εφεσείουσα στο φρύδι. Αντίθετα, η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η εφεσείουσα, στην οποία πήγε για να εκφράσει παράπονο σχετικά με κάποιο θέμα, την ύβρισε, την έπρωξε να βγει έξω από το γραφείο της και έκλεισε την πόρτα. Αυτή απογοητευμένη από τη συμπεριφορά της εφεσείουσας επέστρεψε αργότερα για να ζητήσει εξηγήσεις, οπόταν ανοίγοντας την πόρτα, επειδή η εφεσείουσα βρισκόταν πίσω από αυτή, χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, την κτύπησε άθελά της.
Ο Μ.Ε. 1 κατέθεσε ότι η εφεσείουσα του κατήγγειλε ότι η εφεσίβλητη την είχε κτυπήσει με τα χέρια, χωρίς όμως οποιαδήποτε αναφορά στο επεισόδιο με την πόρτα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Βρήκε ότι ο τραυματισμός της εφεσείουσας ήταν αποτέλεσμα του επεισοδίου με την πόρτα, αλλά το θεώρησε ως ανυπαίτιο ατύχημα, μη δεχόμενο έτσι ούτε την αγωγή για αμέλεια.
Η απόφαση εφεσιβλήθηκε από την εφεσείουσα, η οποία εισηγήθηκε ότι τα ευρήματα του Δικαστηριου επί των γεγονότων και της αξιοπιστίας, ήταν λανθασμένα. Η εφεσείουσα εισηγήθηκε επίσης ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε απόδειξη του γεγονότος ότι η εφεσίβλητη είχε καταδικαστεί μετά από ακρόαση σε ποινική υπόθεση για επίθεση εναντίον της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ακροσφαλή και δεν μπορούν να υποστηριχθούν από τη μαρτυρία. Κατά συνέπεια η επέμβαση του Εφετείου είναι επιβεβλημένη.
2. Ενώ μαρτυρία για καταδίκη μετά από παραδοχή είναι αποδεκτή, τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση που η καταδίκη είναι αποτέλεσμα απόφασης του Δικαστηρίου μετά από ακρόαση.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Thomson v. Trevanion [1963] Skin 402,
Hollington v. Hewthorn [1943] 2 All E.R. 35,
Hollington v. Hewthorn [1943] K.B. 587,
Yiannis N. Erimoudis Estates Ltd κ.ά. ν. Χριστοδουλίδου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 926,
Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013,
Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενή, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 30/4/98 (Αρ. Αγωγής 2638/96) με την οποία απέρριψε την αξίωση της ενάγουσας και έκρινε ότι δεν είχε καταδειχθεί εκ προθέσεως άσκηση βίας και επίθεση εναντίον της από την εναγόμενη ούτε αποδείχθηκε αμέλεια της εναγόμενης σε σχέση με τραυματισμό της ενάγουσας.
Γ. Γεωργιάδης με τον Α. Ιωαννίδη, για την Eφεσείουσα-Eνάγουσα.
Ε. Βραχίμη, για την Eφεσίβλητη-Eναγόμενη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την αγωγή της η εφεσείουσα-ενάγουσα αξίωνε ειδικές, γενικές, παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις για επίθεση και τραυματισμό της, που υπέστη από την εφεσίβλητη-εναγόμενη. Διαζευκτικά, υποστήριξε ότι εδικαιούτο τις αξιούμενες αποζημιώσεις λόγω τραυματισμού της από αμέλεια της εφεσίβλητης-εναγόμενης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο εντελώς διαφορετικές και συγκρουόμενες εκδοχές, εκείνη της εφεσείουσας-ενάγουσας, που προέκυπτε από τη μαρτυρία της ίδιας και εκείνη της εφεσίβλητης-εναγόμενης, που προέκυπτε από τη δική της μαρτυρία. Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με την ενώπιον του μαρτυρία, δίδοντας τους λόγους του, απέρριψε εκείνη της εφεσείουσας και δέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης. Όπως είναι η πρακτική, προχώρησε και υπολόγισε τις αποζημιώσεις.
Η εκδοχή της εφεσείουσας-ενάγουσας ήταν ότι στις 13.3.98 η εφεσίβλητη-εναγομένη είχε πάει στο Δημαρχείο Έγκωμης μετά που είχε προηγηθεί κάποια παρεξήγηση μεταξύ τους και ανεβαίνοντας τις σκάλες που οδηγούσαν προς το γραφείο της εφεσείουσας-ενάγουσας άρχισε να φωνάζει δυνατά. Όταν έφθασε στο γραφείο της, άρχισε να την υβρίζει, παρόλον ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα της ζήτησε να ηρεμήσει και να περάσει έξω. Τότε σηκώθηκε και την πλησίασε, οπόταν η εφεσίβλητη-εναγόμενη την κτύπησε με το χέρι και την έσπρωξε με αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι της στο τοίχο. Στη συνέχεια η εφεσίβλητη-εναγόμενη βγήκε έξω από το γραφείο, αλλά, μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, η εφεσείουσα-ενάγουσα την είδε να κατευθύνεται ξανά προς στο γραφείο της. Προχώρησε τότε προς την πόρτα με σκοπό να την κλείσει, για να την εμποδίσει να εισέλθει. Η εφεσίβλητη-εναγόμενη έσπρωξε βίαια την πόρτα με αποτέλεσμα να κτυπήσει την εφεσείουσα-ενάγουσα στο φρύδι. Κλήθηκε η αστυνομία, που έφθασε σε λίγο. Ο αστυφύλακας Μ.Ε.1, που ερεύνησε την υπόθεση, πρόσεξε ότι η εφεσείουσα- ενάγουσα είχε εκδορά πάνω από το δεξί μάτι και στάληκε για εξέταση από ιατρό. Επίσης, ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα του κατήγγειλε ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη την είχε κτυπήσει με τα χέρια, χωρίς όμως οποιαδήποτε αναφορά στο επεισόδιο με την πόρτα.
Αντίθετα, η εκδοχή της εφεσίβλητης-εναγόμενης ήταν ότι επισκέφθηκε το γραφείο της εφεσείουσας-ενάγουσας για να παραπονεθεί σχετικά με κάποιο θέμα και όταν μπήκε στο γραφείο της εφεσείουσας-ενάγουσας η τελευταία άρχισε να την κατηγορεί και να την υβρίζει και σηκώθηκε από το γραφείο της πλησιάζοντας την εναγόμενη και σπρώχνοντάς την προς την πόρτα. Αφού την έσπρωξε έξω από το γραφείο, έκλεισε την πόρτα υβρίζοντας την ταυτόχρονα. Αυτή απογοητευμένη από τη συμπεριφορά της εφεσείουσας-ενάγουσας επέστρεψε αργότερα και άνοιξε την πόρτα για να ζητήσει εξηγήσεις για τις ύβρεις, οπόταν ανοίγοντας την πόρτα, επειδή η εφεσείουσα-ενάγουσα βρισκόταν πίσω από αυτή χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, την κτύπησε άθελά της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την εντύπωση που του έκαμαν οι μάρτυρες στο εδώλιο και αναφερόμενο σε επί μέρους σημεία της μαρτυρίας, απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας-ενάγουσας, όπως αναφέραμε πιο πάνω, και δέχθηκε εκείνη της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Βρήκε ότι ο τραυματισμός της εφεσείουσας-ενάγουσας πάνω από το μάτι ήταν το αποτέλεσμα του επεισοδίου με την πόρτα, αλλά το θεώρησε ως ανυπαίτιο ατύχημα, μη δεχόμενο έτσι ούτε την αγωγή για αμέλεια.
Το δικαστήριο, υπολογίζοντας ακολούθως τις αποζημιώσεις, έπραξε τούτο μόνο σε σχέση με τον τραυματισμό από την πόρτα, αλλά όχι για την κατ' ισχυρισμό επίθεση που προηγήθηκε.
Με την έφεση της η εφεσείουσα-ενάγουσα βασικά προσβάλλει τα ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας των μαρτύρων και ζητά από το Εφετείο όπως τα ανατρέψει. Περαιτέρω, η εφεσείουσα-ενάγουσα βασίζεται σε δύο άλλους λόγους έφεσης.
Πρώτον, ισχυρίζεται ότι οι δηλώσεις της προς τον αστυνομικό αποτελούσαν μέρος των πεπραγμένων (res gestae) και έπρεπε να γίνουν αποδεκτές ως εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα. Η θέση της αυτή κρίνεται ανεδαφική. Είχε περάσει τόσος χρόνος μεταξύ του επεισοδίου και των δηλώσεων, που κατά τη γνώμη μας δεν επέτρεπε να θεωρηθούν ως μέρος των πεπραγμένων. (Βλ. και Thomson v. Trevanion [1693] Skin 402).
Δεύτερον, είναι το παράπονο της εφεσείουσας-ενάγουσας ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε απόδειξη του γεγονότος ότι η εφεσίβλητη-εναγόμενη καταδικάστηκε μετά από ακρόαση σε ποινική υπόθεση για επίθεση εναντίον της. Ούτε αυτός ο λόγος δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ενώ μαρτυρία για καταδίκη μετά από παραδοχή είναι αποδεκτή, τούτο δεν ισχύει σε περίπτωση που η καταδίκη είναι αποτέλεσμα απόφασης του Δικαστηρίου μετά από ακρόαση. (Βλέπε Hollington v. Hewthorn [1943] 2 All E.R. 35, (1943) K.B, 587).
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ευρέως νομολογημένες.
Δεν δικαιολογείται επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός αν το Εφετείο ικανοποιηθεί από τον εφεσείοντα ότι αυτά δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολο της ή ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής. Η πρωταρχική ευθύνη για διαπίστωση των γεγονότων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Όπου όμως τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας, τέτοια επέμβαση δικαιολογείται. (Βλέπε μεταξύ άλλων Yiannis N. Erimoudis Estates Ltd κ.ά. ν. Ρίτσα Χριστοδουλίδου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 926, Μαυρίδης ν. Dharaghji και άλλων (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 253).
Με βάση τις πιό πάνω αρχές, κρίνουμε ότι η παρούσα είναι περίπτωση στην οποία δικαιολογείται η επέμβαση μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, θεώρησε αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας-ενάγουσας, γιατί ενώ ο τραυματισμός της προέκυψε από το επεισόδιο με την πόρτα, στον αστυφύλακα, Μ.Ε.1 αυτή αναφέρθηκε μόνο σε επίθεση με τα χέρια χωρίς να πει οτιδήποτε για το επεισόδιο αυτό. Επισημαίνουμε όμως ότι η κρίση αυτή του Δικαστηρίου είναι ακροσφαλής για το λόγο ότι βρήκε ως γεγονός ότι ο τραυματισμός της εφεσείουσας-ενάγουσας έγινε πράγματι με την πόρτα, αφού και η ίδια η εφεσείουσα δέχθηκε στη μαρτυρία της ότι έγινε το επεισόδιο, δίδοντας του όμως άλλη χροιά. Έτσι, κατά τη γνώμη μας, δεν ήταν λογικό για το Δικαστήριο αφενός μεν να δέχεται ότι διαδραματίστηκε το επεισόδιο με την πόρτα ως αποτέλεσμα του οποίου τραυματίστηκε η εφεσείουσα-ενάγουσα και αφετέρου να απορρίπτει τη μαρτυρία της θεωρώντας την αναξιόπιστη γιατί δεν έκαμε καμιά αναφορά σ' αυτό, αμέσως μετά το επεισόδιο, στον αστυνομικό. Τέτοιο επιχείρημα θα μπορούσε να ευσταθήσει μόνο σε περίπτωση που η θέση της εφεσίβλητης-εναγόμενης ήταν ότι δεν είχε διαδραματιστεί κανένα επεισόδιο σε σχέση με την πόρτα, αλλά όχι υπό τις παρούσες συνθήκες.
Περαιτέρω, το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα-ενάγουσα βρισκόταν τυχαία πίσω από την πόρτα όταν άνοιξε και της κτύπησε η εναγομένη, χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση ή αμέλεια, είναι αφύσικο και παράδοξο. Όπως το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, δεν υπήρχε μαρτυρία για το χρόνο που μεσολάβησε από τη στιγμή που βγήκε από το γραφείο η εφεσίβλητη-εναγόμενη μέχρι τη στιγμή που επανήλθε. Ο χρόνος που διέρρευσε είχε όμως ουσιαστική σημασία, γιατί αν η έκταση του ήταν σχετικά μεγάλη δεν θα υπήρχε λόγος η εφεσείουσα-ενάγουσα να παραμένει όρθια πίσω από την πόρτα. Ο τραυματισμός της με την πόρτα συνάδει, κατά την άποψη μας, πολύ περισσότερο με τη δική της εκδοχή, ότι δηλαδή τραυματίστηκε τη στιγμή που προσπαθούσε να σπρώξει την εφεσίβλητη-εναγόμενη εκτός του γραφείου της, ενώ εκείνη βίαια έσπρωχνε προς τα πίσω την πόρτα. Θεωρούμε ότι, αν δεν γίνονταν αυτές οι πιό πάνω κινήσεις, θα ήταν πρακτικά μάλλον αδύνατο με απλό άνοιγμα της πόρτας να κτυπηθεί η εφεσείουσα-ενάγουσα πάνω από το μάτι, αν στεκόταν όρθια στο σημείο εκείνο.
Για τους λόγους αυτούς κρίνουμε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι ακροσφαλή και δεν μπορούν να υποστηριχθούν από τη μαρτυρία.
Για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας-ενάγουσας. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.