ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 1 ΑΑΔ 1654
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική έφεση αρ.10226
ΕΝΩΠΙΟΝ
: NIKHTA, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, , Δ/στων΄Ελλη Δημητρίου
εφεσείουσα-εναγόμενη
- και -
Μάριου Δημητριάδη, ανηλίκου δια του πατρός και μητρός
του ανηλίκου ασκούντων την γονική μέριμνα
Φίλιππου Δημητριάδη και Μάρως Δημητριάδη
εφεσίβλητου-ενάγοντα
........................
4 Οκτωβρίου 2000
Για την εφεσείουσα: κα.Στ.Ερωτοκρίτου
Για τον εφεσίβλητο: κ.Λ.Ιωαννίδης για τον κ.Ρ.Σχίζα
.......................
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ
.: Την απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.
.....................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ
.: Στις 6.6.90, όταν ο ενάγων-εφεσίβλητος ήταν 7 χρονών, κτυπήθηκε και τραυματίστηκε από το αυτοκίνητο της εναγομένης-εφεσείουσας, ΜΤ748, που το οδηγούσε η ίδια στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου στην Αγία Βαρβάρα.Τα περιστατικά του ατυχήματος, που δεν αμφισβητήθηκαν στην πρωτόδικη ακρόαση, ήταν τα εξής: Στην όδο Γρηγόρη Αυξεντίου βρίσκεται το Δημοτικό Σχολείο Αγ.Βαρβάρας. Ακριβώς απέναντι από την είσοδο του σχολείου υπήρχε σηματοδοτημένη διάβαση πεζών, με τα γνωστά σήματα στο ασφαλτικό οδόστρωμα και δυο προειδοποιητικές πινακίδες στα δυο άκρα της, καθώς και πινακίδα πριν από τη διάβαση, σε σχέση με την πορεία της εφεσείουσας, με ειδική προειδοποίηση για την ύπαρξη του σχολείου. Το δυστύχημα έγινε το μεσημέρι, την ώρα που σχόλαναν τα μικρά παιδιά. Ο εφεσίβλητος βγήκε από το σχολείο του και προχώρησε να διασταυρώσει το δρόμο από ένα σημείο περίπου 10 μέτρα μετά τη διάβαση πεζών. Είχε διανύσει τα 4.5, από τα 6 μέτρα πλάτος του δρόμου, όταν κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο της εφεσείουσας που ερχόταν από τα αριστερά του. Ο εφεσίβλητος είπε πως προτού ξεκινήσει να διασταυρώσει είδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας που ερχόταν, ήταν όμως μακριά και υπολόγισε πως μπορούσε να προχωρήσει με ασφάλεια.
Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν η αμέλεια των διαδίκων και οι αποζημιώσεις που αξίωνε ο εφεσίβλητος. Συμφωνήθηκε μόνο το μικρό ποσό των £30, ειδικές αποζημιώσεις, στη βάση πλήρους ευθύνης της εφεσείουσας.
Η θέση της δικηγόρου της εφεσείουσας στην πρωτόδικη διαδικασία, και εδώ, είναι πως η τελευταία δεν είχε καθόλου ευθύνη για το δυστύχημα. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός πως ο εφεσίβλητος έτρεξε απότομα να διασταυρώσει το δρόμο, ενώ η εφεσείουσα το μόνο που μπορούσε να κάνει, και έκανε, για να αποφύγει το δυστύχημα, ήταν να χρησιμοποιήσει το σύστημα πεδήσεως του αυτοκινήτου της, σε μια προσπάθεια να αποφύγει να κτυπήσει τον εφεσίβλητο. Για την απόδειξη δε του πιο πάνω ισχυρισμού
, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος έτρεξε να διασταυρώσει το δρόμο, βασίστηκε στην αντιφατική, κατά την εισήγηση της, μαρτυρία που έδωσε ο ίδιος στην ποινική σε σύγκριση με αυτή στην πολιτική δίκη. Είχε παραδεχθεί, στην πρώτη, πως έτρεξε να διασταυρώσει το δρόμο, ενώ στη δεύτερη μετέβαλε τη θέση του για να πει πως προχώρησε με γρήγορο βήμα.Η δικαστής, που επελήφθη πρωτόδικα της υπόθεσης, εξέδωσε μια εμπεριστατωμένη απόφαση στην οποία αναλύει με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που είχε ενώπιον της, τα εγειρόμενα εξ αυτής ζητήματα, καθώς επίσης και τις νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται στην υπόθεση. ΄Εκρινε την εφεσείουσα υπεύθυνη αμέλειας για ποσοστό 75% και τον εφεσίβλητο 25%. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου είχε εισηγηθεί πως δεν μπορούσε, λόγω της μικρής του ηλικίας, να θεωρηθεί υπεύθυνος οποιασδήποτε αμέλειας. Η δικαστής όμως, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές νομικές αρχές και εκφράζοντας τη δική της άποψη στο ζήτημα, έκρινε τον εφεσίβλητο υπεύθυνο συντρέχουσας αμέλειας. Δεν υπάρχει εκ μέρους του αντέφεση επ΄αυτού,
και επομένως δεν θα μας απασχολήσει άλλο το θέμα.Αντικείμενο της έφεσης είναι η εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας πως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη, προτείνοντας πως η τελευταία δεν είχε καμιά ευθύνη για το δυστύχημα.
Είναι η γνώμη μας πως η πρωτόδικη απόφαση είναι απόλυτα ορθή. Η δικηγόρος της εφεσείουσας έχει εσφαλμένη προσέγγιση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, ενόψει των πραγματικών γεγονότων, όπως τα εκθέσαμε πιο πάνω. Η αιτιολογία που έδωσε η δικαστής, για να κρίνει υπεύθυνη για αμέλεια την εφεσείουσα, είναι τόσο διαυγής και ορθή, που νομίζουμε πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να την παραθέσουμε αυτούσια και να την υιοθετήσουμε.
«H εναγόμενη με βάση τα ευρήματα στα οποία το Δικαστήριο έχει καταλήξει και τα περιστατικά της υπόθεσης, είχε καθήκον να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και σε κατάσταση εγρήγορσης ενώ οδηγούσε έξω από το Δημοτικό σχολείο και μάλιστα σε χρόνο που τα παιδιά σχόλαναν, γιατί ο κίνδυνος εισόδου παιδιών στο δρόμο ήταν έκδηλα προβλεπτός και αναμενόμενος. Είναι νομολογημένο ότι εφόσον εντοπίζονται παιδιά στο δρόμο, το ενδεχόμενο να τρέξουν να τον διασταυρώσουν είναι κάτι το σύνηθες και οι οδηγοί πρέπει να το αναμένουν (βλ.Δαϋιδ ν. Αστυνομίας (1963) 2 Α.Α.Δ. 169 και Κώστας Κυριακίδης ν. Χρ. Στυλιανού ανηλίκου κ..α. Πολ.΄Εφεση 9043 ημερ. 27.1.1997).
Περαιτέρω είχε καθήκον να οδηγεί το αυτοκίνητο της με τέτοια ταχύτημα που να της επέτρεπε να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά σε περίπτωση εκδήλωσης τέτοιου κινδύνου, τον οποίο όφειλε να αντιληφθεί ενόψει και της μεγάλης ορατότητας που της επέτρεπε η πορεία της.
Κατά την άποψη μου, τα πιο πάνω καθήκοντα που είχε η εναγόμενη έναντι του ανηλίκου ενάγοντα, παρέλειψε να τα εκπληρώσει. Πιο συγκεκριμένα, η εναγόμενη ήταν σε θέση να αντιληφθεί από αρκετή απόσταση την είσοδο του παιδιού στο δρόμο και να πάρει αποτελεσματικά μέτρα αποφυγής του δυστυχήματος. Το ότι τον αντιλήφθηκε από ικανή απόσταση να διασταυρώνει το δρόμο επιβεβαιώνεται από το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης μέχρι το σημειο Χ. που είναι
13.20 μ., μήκος στο οποίο θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η απόσταση σκέψης για εφαρμογή των φρένων της. ΄Ομως, παρόλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι ο ανήλικος κτυπήθηκε ενώ ήδη κάλυψε το 4.50 μ. από τα 6 μ. που ήταν το πλάτος του δρόμου, δεν κατόρθωσε να αποφύγει το δυστύχημα. Αυτό οδηγεί στο αναπόφευκτο, κατά την κρίση μου, συμπέρασμα ότι, όχι μόνο δεν βρισκόταν σε κατάσταση εγρήγορσης έναντι έκδηλα αναμενόμενου κινδύνου, αλλά περιατέρω, η ταχύτητα της δεν ήταν μέσα σε τέτοια ασφαλή όρια που να της επέτρεπαν να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά έναντι αυτού του κινδύνου. Κατά συνέπεια κρίνω ότι επέδειξε αμέλεια στην πρόκληση του ατυχήματος. Η κατάληξη στο ότι η ταχύτητα της δεν ήταν μέσα στα όρια που επέβαλλαν οι περιστάσεις, απορρέει από την απλή κοινή λογική στην οποία το Δικαστήριο προσφεύγει. (Βλ.Nicolaides v. Zaxhariades (1988) 1 C.L.R. 168 και Shakolas v. Agathagelou (1983) 1 (B) C.L.R. 1007).»Να προσθέσουμε πως, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος διασταύρωσε το δρόμο 10 μέτρα μετά τη σηματοδοτημένη διασταύρωση δεν μεταβάλλει καθόλου την κατάσταση. Γιατί, σε σχέση με την πορεία της εφεσείουσας, η σηματοδοτημένη διασταύρωση πεζών και η προειδοποιητική πινακίδα για την ύπαρξη του σχολείου βρίσκοντουσαν πριν από το σημείο όπου ο εφεσίβλητος προσπάθησε να διασταυρώσει.
Η πιο πάνω θέση προσέγγιση ενισχύεται και απ΄αυτά που ειπώθηκαν από δυο από τους τρεις δικαστές του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Βuffel v. Cardox (Gr.Britain) Ltd and another (1950) 2 All E.R. 878, σε αναφορά με το οδικό σημείο «sl
ow»:Bucknill, L.J.; «I do not think that 'slow' means any more than 'proceed with caution' 'proceed at such a speed that you can stop if, when you get to the crossing, you find somebody, or something, in the process of crossing, or about to cross'.»
Per Singleton, L.J.: «It is not easy to define the word 'slow'. Its meaning .... must depend on a variety of circumstances. That which may appear slow to some motorists may strike a pedestrian as fast. I think the fairest way to look on it is that the sign is an indication to the motorist that he is approaching a place of potential danger, and that, therefore, he ought to be driving more slowly than he would drive on a normal open road without any such sign. In other words, his speed ought to be such that he can pull up fairly quickly if someone or smething appears from one or other of the cross-roads.»
(Η υπογράμμιση δική μας).
Τα πιο πάνω εφαρμόζονται, κατά την άποψη μας, σε ψηλότερο βαθμό όπου τα οδικά σήματα προειδοποιούν για διάβαση πεζών, και την ύπαρξη σχολείου, όπως εδώ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή τη μαρτυρία του εφεσίβλητου πως προχώρησε να διασταυρώσει με γοργό βήμα. Μολονότι, κατά την άποψη μας, και ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης, η όποια λεκτική διάσταση των εννοιών «τρέχω να διασταυρώσω» και «προχωρώ με γοργό βήμα», δεν θα διαφοροποιούσε το αποτέλεσμα.
Αναφορικά με την εισήγηση της δικηγόρου της εφεσείουσας πως έσφαλε κατά νόμο το πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αρνήθηκε να αξιολογήσει τη γραπτή κατάθεση της εφεσείουσας που έδωσε στην Αστυνομία, που προσκομίστηκε εκ συμφώνου στο Δικαστήριο, κρίνουμε πως η σχετική απόφαση της δικαστού είναι απόλυτα ορθή. Η εφεσείουσα δεν έδωσε μαρτυρία κατά την ακρόαση. Είναι γεγονός πως το έγγραφο τούτο κατατέθηκε εκ συμφώνου, αλλά από τις θέσεις των δικηγόρων όπως προβάλλονται και καταγράφονται στο πρακτικό δεν αποκαλύπτεται ρητή δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου πως δεχόταν ως αληθές το περιεχόμενο του, ώστε να είναι δεσμευτικό. Γι΄αυτό και ο εφεσίβλητος παρουσίασε την εκδοχή του αναφορικά με τις συνθήκες του δυστυχήματος με δικό του μαρτυρικό υλικό. Ορθά επομένως η δικαστής αρνήθηκε να λάβει υπόψη το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης της εφεσείουσας στην Αστυνομία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/MAA