ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 1246
10 Aυγούστου 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
MANDA NAVIGATION CO LTD,
Ενάγουσα,
v.
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ "VEERHAVEN" ΠΡΩΗΝ "PARKHAVEN"
(Aγωγή Nαυτοδικείου Aρ. 52/98)
Ναυτοδικείο — Αποζημιώσεις — Καθορισμός αποζημιώσεων — Παράβαση σύμβασης μεταξύ πλοιοκτητών και εναγόντων με την οποία οι ενάγοντες διορίσθηκαν ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι για τη διαχείριση, χρήση και εκπροσώπηση του εναγόμενου πλοίου — Επιδίκαση αποζημιώσεων ίσων προς το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής των εναγόντων το οποίο αντιπροσώπευε την καθαρή απώλειά τους από την παράβαση της σύμβασης.
Με σύμβαση ημερομηνίας 1.1.96 μεταξύ των πλοιοκτητών του εναγομένου πλοίου και των εναγόντων, οι ενάγοντες διορίστηκαν ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι για τη διαχείριση, χρήση και εκπροσώπηση του πλοίου παγκόσμια. Η σύμβαση ορίστηκε να είναι εξαετής. Η αμοιβή των εναγόντων καθορίσθηκε σε $5.000 μηνιαίως για τα πρώτα δύο χρόνια, $5.500 για το τρίτο, $6.000 για το τέταρτο και $7.000 για τα δύο τελευταία.
Στις 10.1.98 οι πλοιοκτήτες αποφάσισαν να τερματίσουν τη σύμβαση. Ακολούθησε γραπτή "εξώδικος καταγγελία" ημερομηνίας 26.1.98. Οι πλοιοκτήτες καταλόγιζαν στους ενάγοντες παράβαση ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων τους και συγκεκριμένα ότι δεν υπέβαλαν λογαριασμούς για τις μηνιαίες συναλλαγές που διενεργούσαν, μέσα στην προβλεφθείσα περίοδο και ότι δεν κατέβαλαν μισθούς των μελών του πληρώματος τα οποία κινούνταν προς αναγκαστική κατάσχεση του πλοίου.
Οι ενάγοντες θεώρησαν αυθαίρετο και παράνομο τον τερματισμό και, με την παρούσα αγωγή αξιώνουν το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής τους για την καθορισθείσα διάρκεια της ισχύος της σύμβασης που ανερχόταν σε $306.000.
Οι εναγόμενοι, με την απάντησή τους, παραδέχονταν τον τερματισμό, ισχυρίζονταν όμως πως αυτός ήταν νόμιμος. Οι ενάγοντες, με την ανταπάντησή τους, αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των εναγομένων.
Οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι ουδέποτε κατέβαλαν οι ίδιοι κατ' ευθείαν τους μισθούς του πληρώματος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του διευθυντή των εναγόντων, είχε διευθετηθεί μεταξύ των διαδίκων όπως οι πληρωμές του πληρώματος, γίνονται από τους πλοιοκτήτες με ανάλογη αφαίρεση των ναύλων, σε συνεννόηση με τους ναυλωτές. Ουδέποτε οι ίδιοι πλήρωσαν το πλήρωμα ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας παράλειψης τους, και ουδέποτε περιήλθε στην αντίληψή τους, για όσο χρόνο διαχειρίζονταν το πλοίο, σύλληψη του σε σχέση με τέτοιες αξιώσεις.
Αναφορικά με το ζήτημα των μηνιαίων λογαριασμών, πέραν από τις θέσεις που τέθηκαν κατά την αντεξέταση του διευθυντή των εναγόντων, τις οποίες αντέκρουσε, οι πλοιοκτήτες ουσιαστικά δεν προσήγαγαν μαρτυρία.
Αναφορικά με το θέμα των αποζημιώσεων, ο διευθυντής των εναγόντων επανέλαβε τη βασική του θέση ότι όλα τα έξοδα στα οποία υποβάλλονταν οι ενάγοντες χρεώνονταν και καλύπτονταν από τους πλοιοκτήτες. Οι πλοιοκτήτες δεν προέβαλαν οποιοδήποτε επιχείρημα ως προς το ύψος του ποσού που θα έπρεπε να επιδικαστεί, αν οι ενάγοντες θεμελίωναν την παράβαση της σύμβασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία του διευθυντή των εναγόντων υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα έγγραφα που κατατέθηκαν. Επίσης το μέρος της μαρτυρίας του σχετικά με τη διοικητική κρίση του Οκτωβρίου 1997, η οποία συντάραξε τους πλοιοκτήτες, λόγω της οποίας σημειώθηκε καθυστέρηση, όπως και το γεγονός ότι ουδέποτε οι ενάγοντες κατέβαλαν οι ίδιοι κατ' ευθείαν τους μισθούς του πληρώματος, υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία για τους πλοιοκτήτες.
Ως προς τους μισθούς του πληρώματος παρέμεινε αναντίλεκτο πως σε καμιά περίπτωση δεν τους κατέβαλλαν οι ενάγοντες απευθείας.
2. Ενόψει της μαρτυρίας του διευθυντή των εναγόντων, η οποία εναρμονίζεται προς τα έγγραφα που προσάχθηκαν, το ποσό το οποίο πρέπει να επιδικαστεί στους ενάγοντες είναι το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής.
Eκδόθηκε απόφαση ως η απαίτηση, με έξοδα.
Aγωγή Nαυτοδικείου.
Aγωγή Nαυτοδικείου με την οποία οι ενάγοντες ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι για τη διαχείριση, χρήση και εκπροσώπηση του εναγομένου πλοίου παγκόσμια, αξιώνουν από τους εναγόμενους - πλοιοκτήτες ποσό $306.000 ως υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής τους για την καθορισθείσα διάρκεια της ισχύος της σύμβασης λόγω καταγγελίας αυτής.
Α. Χαβιαράς, για τους Eνάγοντες.
Γ. Πελαγίας και Α. Χριστοδούλου, για τους Eναγόμενους.
Cur. adv. vult.
KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Οι ενάγοντες είναι κυπριακή εταιρεία με έδρα τη Λεμεσό. Δραστηριοποιείται στο ναυτηλιακό τομέα και στον κύκλο των εργασιών της εμπίπτει και η διαχείριση πλοίων. Το εναγόμενο πλοίο ανήκει στην DANE SEA LINE (στο εξής οι πλοιοκτήτες) που εδρεύει στη Ρόδο. Συνάφθηκε μεταξύ τους σύμβαση ημερομηνίας 1.1.96 με την οποία οι ενάγοντες διορίστηκαν ως αποκλειστικοί αντιπρόσωποι για τη διαχείριση, χρήση και εκπροσώπηση του πλοίου, παγκόσμια. Η σύμβαση ορίστηκε να είναι εξαετούς ισχύος. Οι υποχρεώσεις των εναγόντων προσδιορίστηκαν σ΄αυτή και ως αντάλλαγμα τους καθορίστηκε αμοιβή $5,000 μηνιαίως για τα πρώτα δυο χρόνια, $5.500 για το τρίτο, $6,000 για το τέταρτο και $7,000 για τα δυο τελευταία.
Η σύμβαση λειτούργησε και καταβαλλόταν ανελλιπώς η αμοιβή των εναγόντων, ως τον Ιανουάριο 1998. Όπως κατέθεσε ο διευθυντής των εναγόντων, στις 11.1.98 ο διευθυντής των πλοιοκτητών τον πληροφόρησε τηλεφωνικώς πως αποφασίστκε ο τερματισμός της σύμβασης. Ακολούθησε γραπτή "εξώδικος καταγγελία" ημερομηνίας 26.1.98, που πράγματι αναφέρεται σε τέτοια απόφαση, ημερομηνίας 10.1.98. Οι πλοιοκτήτες καταλόγιζαν στους ενάγοντες παράβαση ουσιωδών συμβατικών υποχρεώσεων τους ως εξής:
(α) Παρά τις συνεχείς προφορικές και γραπτές οχλήσεις τους, δεν υπέβαλαν μέσα στην προβλεφθείσα περίοδο των πρώτων δέκα ημερών κάθε επόμενου μηνός, λογαριασμούς για τις μηνιαίες συναλλαγές που διενεργούσαν ούτε τιμολόγια ή αποδείξεις για τις σχετικές δαπάνες. Γενικώς, διεξήγαγαν ελλιπώς τη διαχείριση με αποτέλεσμα να μήν είχαν, ως τον Ιανουάριο 1998 λογαριασμό κερδοζημιών για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1997.
(β) Δεν κατέβαλαν μισθούς και αμοιβές των μελών του πληρώματος του πλοίου τα οποία κινούνταν προς αναγκαστική κατάσχεσή του.
Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε, συνέτρεχε ως πρόσθετος λόγος καταγγελίας της σύμβασης ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης που επήλθε εξαιτίας της καταγγελίας άλλης σύμβασης μεταξύ των πλοιοκτητών και της εταιρείας ΜΑΝΤΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΑΕ την οποία, όπως σημειώνεται, είχαν ιδρύσει οι ενάγοντες.
Οι ενάγοντες θεωρούν αυθαίρετο, αδικαιολόγητο και παράνομο το τερματισμό και, με την παρούσα αγωγή, αξιώνουν το υπόλοιπο της συμφωνηθείσης αμοιβής τους για την καθορισθείσα διάρκεια της ισχύος της σύμβασης. Δηλαδή, $306.000. Με την απάντησή τους οι εναγόμενοι παραδέχονται τον τερματισμό της σύμβασης. Ισχυρίζονται όμως πως ήταν νόμιμος αφού η ενάγουσα εταιρεία
"(α) παρέλειπε να υποβάλλει τακτικά και ως επρονοείτο δια της συμφωνίας λογαριασμούς, πρωτότυπα τιμολογίων και αποδείξεις ίνα γνωρίζει η πλοιοκτήτρια εταιρεία περί των μηνιαίων συναλλαγών των γεγομένων υπό της εναγούσης δια λογαριασμό της.
(β) Παρέλειπε να πληρώνει τους μισθούς του πληρώματος με αποτέλεσμα να εγερθεί εις Αγγλία αγωγή κατά του πλοίου δια καθυστερημένους μισθούς του πληρώματος και να κινδυνεύσει να κατασχεθεί τούτο."
Με την ανταπάντησή τους οι ενάγοντες αρνούνται αυτούς τους ισχυρισμούς. Επικαλούνται εγκατάλειψη ή τροποποίηση των σχετικών όρων της σύμβασης και εγκαθίδρυσης συστήματος υποβολής των λογαριασμών στο πλαίσιο του οποίου οι πλοιοκτήτες τους απέστελλαν τις σχετικές αποδείξεις, τιμολόγια και εξοδολόγια. Όπως διατείνονται, ή όποια καθυστέρηση οφειλόταν αποκλειστικά σε μή έγκαιρη αποστολή από τους πλοιοκτήτες αυτών των εγγράφων, μαλιστα, παρά τις γραπτές και προφορικές οχλήσεις τους. Αντίθετα, ουδέποτε οι πλοιοκτήτες διαμαρτυρήθηκαν για δική τους καθυστέρηση. Περαιτέρω, αρνούνται ευθύνη για μή πληρωμή μισθών του πληρώματος του πλοίου. Δηλώνουν άγνοια για την αγωγή που κατ' ισχυρισμόν ασκήθηκε και υποστηρίζουν πως ήταν οι ίδιοι οι πλοιοκτήτες που τελικά είχαν την υποχρέωση πληρωμής των μισθών του πληρώματος.
Κατέθεσε ως μάρτυρας για τους ενάγοντες ο εκ των Διευθυντών τους Μάριος Χαραλαμπίδης και για την άλλη πλευρά ο Ιωάννης Τσιούρας, διευθυντής του Γραφείου των πλοιοκτητών στον Πειραιά. Επίσης κατατέθηκε μεγάλος αριθμός εγγράφων ως τεκμήρια. Πρόκειται για τους λογαριασμούς και ισοζύγια πληρωμών που οι ενάγοντες απέστειλαν στους πλοιοκτήτες σε σχέση με τη διαχείριση του πλοίου, το οποίο είχαν ναυλώσει στην Ολλανδική εταιρεία Van Uden Lines. Eπιπλέον για καταστάσεις λογαριασμών και σχετική αλληλογραφία.
Όλα τα έγγραφα που οι ενάγοντες όφειλαν να αποστείλουν, αποστέλλονταν κανονικά επί 21 μήνες, δηλαδή ως τον Οκτώβριο 1997. Δεν στάληκαν για τον Οκτώβριο αλλά, σύμφωνα με το διευθυντή των εναγόντων, από καθαρή υπαιτιότητα των πλοιοκτητών. Εκδηλώθηκε τότε ρήξη μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου των πλοιοκτητών και προκλήθηκε χάος που επηρέασε και την μέθοδο που ακολουθούσαν. Είχε εξ αρχής διευθετηθεί, και έτσι λειτουργούσαν, να στέλλονται πρώτα στους πλοιοκτήτες όλα τα τιμολόγια και οι αποδείξεις. Ελέγχονταν, διαβιβάζονταν στους ενάγοντες στην Κύπρο και τότε ετοιμάζονταν οι λογαριασμοί που αποστέλλονταν μηνιαίως. Τιμολόγια και αποδείξεις δεν στάληκαν εγκαίρως από τους πλοιοκτήτες και γι' αυτό παρατηρήθηκε μικρή καθυστέρηση. Ισχυρίστηκε συναφώς ο διευθυντής των εναγόντων πως κάθε άλλο παρά διαμαρτυρήθηκαν οι πλοιοκτήτες. Ήταν ο ίδιος που με επανειλημμένα τηλεφωνήματα αλλά και γραπτώς ζήτησε την αποστολή των εγγράφων και κατατέθηκε, ως τεκμήριο 30, φάξ ημερομηνίας 22.10.97 με το οποίο οι ενάγοντες ζητούσαν να τους σταλούν όσα τιμολόγια είχαν στην κατοχή τους οι πλοιοκτήτες για να ενημερώσουν το λογιστήριό τους. Υπήρξε ανταπόκριση πρώτα στις 14.11.97 (επιστολή τεκμήριο 31) και στη συνέχεια στις 26.11.97 (επιστολή τεκμήριο 32). Ακολούθησε η αποστολή των λογαριασμών για τον Οκτώβριο στις 2 και 3 Δεκεμβρίου 1997 (τεκμήρια 33 και 34).
Λογαριασμός κερδοζημιών, ισολογισμός και ισοζύγιο για το Νοέμβριο 1997, σύμφωνα με το διευθυντή των εναγόντων και τα σχετικά τεκμήρια, στάληκαν στις 8.12.97. Επισημαίνω αυτή την πτυχή της μαρτυρίας γιατί στην εξώδικη καταγγελία προβλήθηκε ισχυρισμός για καθυστέρηση και σε σχέση με αυτό το μήνα. Η προθεσμία γι΄αυτόν, με βάση τους όρους της σύμβασης, έληγε στις 15.12.97.
Το Δεκέμβριο 1997, σύμφωνα με τη μαρτυρία του διευθυντή των εναγόντων, εκδηλώθηκε πρόβλημα όμοιο με εκείνο του Οκτωβρίου. Με φάξ ημερομηνίας 5.1.98 (τεκμήριο 36) ζήτησε την αποστολή των εκκρεμών λογαριασμών για να μπορέσουν να προχωρήσουν στο κλείσιμο του οικονομικού έτους 1997 και, αφού μεσολάβησε στις 11.1.98 ο τερματισμός της σύμβασης από τους πλοιοκτήτες, με σειρά εγγράφων, ζήτησε τιμολόγια, κατάσταση αποθεμάτων και ενημέρωση για συγκεκριμένες πληρωμές που πραγματοποίησαν οι πλοιοκτήτες (τεκμήρια 37 - 41). Οι πλοιοκτήτες, με επιστολή ημερομηνίας 23.2.98, ζήτησαν " τα αποτελέσματα Δεκεμβρίου 1997" για το πλοίο (τεκμήριο 42) και με τη δική τους, ημερομηνίας 24.2.98, τους πληροφόρησαν πως εξακολουθούσαν να αναμένουν ανταπόκριση στις δικές τους παρακλήσεις για αποστολή εγγράφων και ενημέρωση (τεκμήριο 43). Απέστειλαν τελικά τους λογαριασμούς για το Δεκέμβριο 1997 αλλά και για το οικονομικό έτος 1997 στις 27.2.97, διευκρινίζοντας πως εξακολουθούσε να παραμένει σε εκκρεμότητα το ζήτημα των όσων ζήτησαν, το οποίο και έθεσαν εκ νέου (τεκμήριο 44). Υποδείχθηκε στο μάρτυρα κατά την αντεξέτασή του επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 3.2.98 (τεκμήριο 49) για αποστολή ημερολογίου εγγραφών, ημερολογιακών εγγραφών και λογαριασμό κερδοζημιών για τον Οκτώβριο και Νοέμβριο 1997. Όπως αναφέρεται σ' αυτή, για το Δεκέμβριο ανέμεναν ακόμα λογαριασμούς. Αρνήθηκε ο μάρτυρας πως αντικρουόταν η μαρτυρία του. Η επιστολή αφορούσε βασικά στο διαφορετικό ζήτημα των ημερολογιακών εγγραφών και ήταν επανάληψη λογαριασμών που στάληκαν τότε. Επίσης, με αναφορά σε επιστολή των εναγόντων ημερομηνίας 25.2.99, με την οποία στάληκαν και ημερολογιακές εγγραφές (journal entries) με όλα τα πρωτότυπα έγγραφα για τους μήνες Δεκέμβριο 1997 και Ιανουάριο 1998, αμφισβητήθηκε το μέρος της μαρτυρίας του διευθυντή των εναγόντων ως προς τον τρόπο διακίνησης των τιμολογίων και των αποδείξεων. Δεν συμφώνησε ο μάρτυρας. Επισήμανε και σ' αυτή την περίπτωση πως η επιστολή αναφέρεται σε ημερολογιακές εγγραφές και επέμεινε στην αρχική του θέση.
Ως προς το τελευταίο θέμα που εγείρεται με την απάντηση, εκείνο της μή πληρωμής του πληρώματος και της αγωγής στην Αγγλία, συνοψίζεται ως εξής η μαρτυρία του διευθυντή των Εναγόντων. Οι πληρωμές του πληρώματος, στο πλαίσιο διευθέτησης που ίσχυσε για όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, τις έκαμναν οι πλοιοκτήτες, με ανάλογη αφαίρεση των ναύλων, σε συνεννόηση με τους ναυλωτές. Αναφέρθηκε συναφώς και σε κατ' ευθείαν είσπραξη από αυτούς ναύλων ύψους $75.000, τον Δεκέμβριο 1997. Ουδέποτε δόθηκε στους ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό για τέτοιο σκοπό και ουδέποτε οι ίδιοι πλήρωσαν το πλήρωμα ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας παράλειψής τους. Εν πάση περιπτώσει, ουδέποτε περιήλθε στην αντίληψή τους, για όσο χρόνο διαχειρίζονταν το πλοίο, σύλληψη του σε σχέση με τέτοιες αξιώσεις.
Ο Ι. Τσούρας ανέλαβε ως διευθυντής του Γραφείου των πλοιοκτητών στον Πειραιά το Φεβρουάριο 1998, δηλαδή μετά τον τερματισμό της σύμβασης. Προηγουμένως ασχολείτο με τις παραγγελίες τους και τον έλεγχο της καλής εκτέλεσής τους. Έλεγχε όλα τα παραστατικά (τιμολόγια, αποδείξεις κλπ) αλλά γνώση για το λογιστικό μέρος της εργασίας, δεν είχε. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για τη διαδικασία που ακολουθείτο ως προς την αποστολή των τιμολογίων και των αποδείξεων. Του υποδείχθηκαν κατά την αντεξέταση τα τεκμήρια 31 και 32. Πρόκειται για επιστολές των πλοιοκτητών ημερομηνίας 14.11.97 και 26.11.97 που αναφέρονται σε αποστολή προς τους ενάγοντες τιμολογίων. Όπως δήλωσε, δεν είχε λόγο να πιστεύει πως δεν ήταν αντιπροσωπευτικές της συνήθους διαδικασίας που ακολουθείτο. Πρόσθεσε όμως και με αυτή την ευκαιρία πως δεν ήταν ο αρμόδιος για αυτά τα θέματα. Εν τούτοις, διατύπωσε και την άποψη πως τα παραστατικά δεν χρειάζονταν για τα στοιχεία των μηνιαίων λογαριασμών. Οι μισθοί του πληρώματος του πλοίου, εξ όσων γνώριζε, πληρώνονταν από τους ναυλωτές με εντολή των εναγόντων. Αναφέρθηκε όμως σε ορισμένες εντολές πληρωμών από τον τότε Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου των πλοιοκτητών. Επίσης αναφέρθηκε σε φωτοαντίγραφο αγωγής που είχε στην κατοχή του για ορισμένους μισθούς του πληρώματος των οποίων είχε καθυστερήσει η πληρωμή. Δεν είχε προσωπική γνώση για το θέμα, δέχθηκε πως εισπράχθηκε το ποσό των $75.000 από τους πλοιοκτήτες και δεν γνώριζε αν οι πλοιοκτήτες κατέβαλαν ποτέ οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες για πληρωμή του πληρώματος.
Τελικά, επιβεβαίωσε ο μάρτυρας πως τον Οκτώβριο 1997 ξέσπασε σοβαρή διοικητική κρίση στους κόλπους των πλοιοκτητών. Την χαρακτήρισε ως σκάνδαλο που σχετιζόταν με την όλη διαχείριση του τότε προέδρου τους. Αυτό όμως, όπως εξήγησε, δεν επηρέασε τη λειτουργία των έξι πλοίων της εταιρείας, τα οποία συνέχισαν να ταξιδεύουν. Πρόσθεσε και τα ακόλουθα. Παρουσιάστηκαν ελλείμματα, στο θέμα εμπλεκόταν και η εταιρεία ΜΑΝΤΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ, υποβλήθηκαν απαιτήσεις και, στη δική τους αντίληψη, των πλοιοκτητών δηλαδή, αυτή η εταιρεία ήταν ένα και το αυτό με το διευθυντή των εναγόντων, όσο και αν οι ενάγοντες ήταν ξεχωριστή εταιρεία.
Η μαρτυρία του διευθυντή των εναγόντων υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα έγγραφα που κατατέθηκαν. Επίσης, ως προς πτυχές της όπως η διοικητική κρίση του Οκτωβρίου και το γεγονός ότι ουδέποτε οι ενάγοντες κατέβαλαν οι ίδιοι κατ' ευθείαν τους μισθούς του πληρώματος, υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία για τους πλοιοκτήτες.
Αναφορικά με το ζήτημα των μηνιαίων λογαριασμών, πέραν από τις θέσεις που τέθηκαν κατά την αντεξέταση του διευθυντή των Εναγόντων, τις οποίες αντέκρουσε, οι πλοιοκτήτες ουσιαστικά δεν προσήγαγαν μαρτυρία. Εντίμως ο κ. Ι. Τσούρας τόνισε πως δεν ήταν της αρμοδιότητάς του αυτή η πτυχή της συνεργασίας. Είναι αναντίλεκτο πως οι ενάγοντες επί μήνες ανταποκρίνονταν με ακρίβεια στις υποχρεώσεις τους. Είναι επίσης δεκτό πως η καθυστέρηση του Οκτωβρίου 1997 συνέπεσε με τη μεγάλη διοικητική κρίση η οποία, όπως προκύπτει, συντάραξε τους πλοιοκτήτες. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του διευθυντή των Εναγόντων. Προκύπτει πως οι μεμονωμένες καθυστερήσεις του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου 1997 δεν είναι δυνατό, στο πλαίσιο των δεδομένων που βρίσκονται ενώπιόν μου, να αποδοθούν σε υπαιτιότητα των εναγόντων και να αναχθούν σε παράβαση συμβατικών υποχρεώσεών τους. Σημειώνω συναφώς πως, όπως ήταν εξ αρχής η θέση των εναγόντων, ουδέποτε οι πλοιοκτήτες έθεσαν τέτοιο θέμα ως στις 11.1.98. Μεσολάβησε η αποστολή των λογαριασμών που κατατέθηκαν ενώπιόν μου ως τεκμήρια, και οι πλοιοκτήτες ούτε διαμαρτυρήθηκαν ούτε έθεσαν τέτοιο θέμα τότε.
Ως προς τους μισθούς του πληρώματος, παρέμεινε αναντίλεκτο πως σε καμιά περίπτωση δεν τους κατέβαλλαν οι ενάγοντες απευθείας. Προκύπτει η διασύνδεση του θέματος με το ναύλο και η ανάληψη από την πλευρά τους ευθύνης για διακανονισμό αυτών των μισθών (βλ. παράγραφος Α(2) της σύμβασης), όπως ορθά εισηγήθηκαν οι ενάγοντες, δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί από την παράγραφο D(5), σύμφωνα με την οποία οι πλοιοκτήτες όφειλαν να τους διαθέτουν επαρκή κεφάλαια. Η μαρτυρία του διευθυντή των εναγόντων παρέμεινε και επ' αυτού του θέματος ουσιαστικά χωρίς αντίκρουση από άλλη μαρτυρία, την αποδέχομαι και, όπως και στην περίπτωση των λογαριασμών, δεν θεωρώ ότι στοιχειοθετήθηκε παράβαση από τους ενάγοντες των συμβατικών τους υποχρεώσεων.
Καταλήγω πως η ενέργεια των πλοιοκτητών, όπως αυτή εκδηλώθηκε πρώτα τηλεφωνικώς στις 11.1.98 και μετά εγγράφως με την καταγγελία ημερομηνίας 26.1.98, συνιστά παράβαση της σύμβασης εκ μέρους τους και το επόμενο θέμα αφορά στο ποσό που αξιώνουν οι ενάγοντες.
Προτείνουν οι ενάγοντες πως δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτό να είναι λιγότερο από το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής τους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του διευθυντή τους, είναι εταιρεία άριστα οργανωμένη. Το τμήμα της διαχείρισης πλοίων ήταν μόνο μικρός κλάδος της και οι υποχρεώσεις τους δυνάμει της σύμβασης εκπληρώνονταν από μόνιμο προσωπικό και τον ίδιο, παράλληλα προς άλλες εργασίες τους στην εταιρεία. Η διακοπή αυτής της εργασίας δεν συνεπαγόταν οποιαδήποτε εξοικονόμηση, δεν είχαν καν εξασφαλίσει άλλο πλοίο προς διαχείριση και, από κάθε άποψη, το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής τους αντιπροσωπεύει την καθαρή απώλειά τους από τη παράβαση της σύμβασης.
Στην απάντηση περιλαμβάνεται άρνηση πως οι ενάγοντες υπέστησαν "τας ισχυριζόμενας ή οιασδήποτε ζημίας" αλλά δεν προωθήθηκε ενώπιόν μου από τους πλοιοκτήτες οποιοδήποτε επιχείρημα ως προς το ύψος του ποσού που θα έπρεπε να επιδικαστεί, αν οι ενάγοντες θεμελίωναν την παράβαση της σύμβασης. Ούτε προσάχθηκε από την πλευρά τους μαρτυρία πάνω στο θέμα. Αντεξετάστηκε, βέβαια, ο διευθυντής των εναγόντων σε σχέση με τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με τον τρόπο της οργάνωσης της εταιρείας και τα έξοδα που, κατά τη θέση τους, συνεπαγόταν η διαχείριση του πλοίου. Ο διευθυντής των εναγόντων επανέλαβε τα ίδια και υπενθύμισε την πρόνοια της σύμβασης, σύμφωνα με την οποία όλα τα πραγματικά έξοδα καλύπτονταν από τους πλοιοκτήτες. Το ποσό που συμφωνήθηκε ήταν η καθαρή αμοιβή τους. Επίσης αντεξετάστηκε ο διευθυντής των εναγόντων σε σχέση με τους λογαριασμούς τους. Στόχος ήταν να φανεί από την αντιπαραβολή διαφόρων στοιχείων πως οι ενάγοντες επωμίζονταν κόστος για την εξασφάλιση της αμοιβής που συμφωνήθηκε. Προτάθηκε συναφώς πως αυτό προκύπτει από την αφαίρεση του ποσού του συνόλου των εξόδων της εταιρείας από το ποσό των εσόδων που περιλάμβανε και τη συμφωνημένη αμοιβή τους, στη βάση των αναλογιών που προέκυπταν. Αρνήθηκε αυτή τη λογική ο διευθυντής των εναγόντων. Τη χαρακτήρισε ως μαθηματική πράξη που δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε οικονομική ή λογιστική αρχή και επανέλαβε τη βασική του θέση πως όλα τα έξοδα στα οποία υποβάλλονταν οι ενάγοντες χρεώνονταν και καλύπτονταν από τους πλοιοκτήτες. Παρέπεμψαν συναφώς οι ενάγοντες στους ίδιους τους λογαριασμούς που απέστειλαν στους πλοιοκτήτες.
Δεν διαπιστώνω αιτία για την οποία θα ήταν δυνατό να επιδικαστεί ποσό μικρότερο από το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής. Και εν προκειμένω, η μαρτυρία του διευθυντή των εναγόντων εναρμονίζεται προς τα έγγραφα που προσάχθηκαν, δεν υπάρχει μαρτυρία που να την αντικρούει και ο συλλογισμός σε σχέση με τους λογαριασμούς των εναγόντων δεν αναιρεί ή αποδυναμώνει τη βάση της θέσης τους. Αποδέχομαι και επ' αυτού τη μαρτυρία του διευθυντή των εναγόντων και καταλήγω πως οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεσή τους.
Εκδίδεται απόφαση ως η απαίτηση, με έξοδα.
Εκδίδεται απόφαση ως η απαίτηση, με έξοδα.