ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 1 ΑΑΔ 877
21 Iουνίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΘΟΥΠΟΛΙΣ ΛΤΔ.,
Εφεσείουσα-Eναγομένη,
ν.
ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ & ΑΥΞΕΝΤΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΛΤΔ.,
Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9952)
Φορολογία — Φόρος προστιθέμενης αξίας — Επιβάλλεται επί του προσώπου που παρέχει τις φορολογητέες υπηρεσίες και όχι επί του δέκτη τέτοιων υπηρεσιών — Δεν δημιουργείται από τον νόμο δικαίωμα απαίτησης για ανάκτηση του ποσού του φόρου υπέρ του υποκειμένου στο φόρο προσώπου — Το θέμα είναι αστικής φύσεως και μπορεί να ρυθμιστεί με συμφωνία των μερών δεδομένου ότι δεν μεταβιβάζεται η εκ του νόμου απορρέουσα υποχρέωση εις βάρος άλλου προσώπου.
Η εφεσίβλητη - ενάγουσα, που είναι εργοληπτική εταιρεία, ανέλαβε την ανέγερση οικοδομών για λογαριασμό της εφεσείουσας - εναγομένης, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 17.10.91. (τεκμ. 1)
Ο φόρος αναφορικά με την αξία των εργασιών, που εκτέλεσε η εφεσίβλητη ανερχόταν σε £2.113,60. Η εφεσείουσα αρνήθηκε ευθύνη για πληρωμή του φόρου. Η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε πως κατέβαλε το φόρο και κίνησε αγωγή για είσπραξή του από την εφεσείουσα.
Η εφεσείουσα, στην υπεράσπισή της, υποστήριξε ότι στη συμφωνία τεκμ. 1, που υπογράφηκε μετά τη ψήφιση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, η οποία προβλέπει την εκτέλεση των έργων αντί πληρωμής ενός κατ' αποκοπήν ποσού, δεν ανέλαβε να καταβάλει το Φ.Π.Α. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, την υποχρέωση αυτή ο νόμος επιβάλλει στην εφεσίβλητη. Παράλληλα ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι το κλητήριο ένταλμα δεν αποκαλύπτει αιτία αγωγής εναντίον της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο φόρος πρέπει να πληρωθεί από την εφεσείουσα, ως το πρόσωπο, προς το οποίο παρεσχέθησαν οι υπηρεσίες της εφεσίβλητης.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση και υποστήριξε ότι:
1) Ο πρωτόδικος Δικαστής δεν εξέτασε την προδικαστική ένσταση.
2) Το εύρημα ότι η εφεσίβλητη κατέβαλε, πράγματι, το φόρο στο δημόσιο, δεν υποστηρίζετο από μαρτυρία.
3) Ο πρωτόδικος δικαστής παρερμήνευσε τις διατάξεις του Άρθρου 5 του νόμου. Λανθασμένα έκρινε ότι το τεκμ. 1 δεν ισχύει αναφορικά με την ευθύνη της να καταβάλει στην εφεσίβλητη το επίδικο ποσό. Η εν λόγω συμφωνία δεν επιρρίπτει τέτοια ευθύνη στην εφεσείουσα.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η παρερμηνεία του νόμου από τον πρωτόδικο δικαστή είναι κατάδηλη. Ο Φ.Π.Α. επιβάλλεται επί του προσώπου που παρέχει τις φορολογητέες υπηρεσίες (εδώ την εφεσίβλητη) κατά τη σαφή διατύπωση του Άρθρου 5(4) του νόμου και όχι επί του δέκτη τέτοιων υπηρεσιών.
2. Το άρθρο 5(1) προβλέπει απλώς πως ο φόρος επιβάλλεται σε παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που ο νόμος θεωρεί φορολογητέες και δεν εξαιρεί ρητά από το βεληνεκές του. Έτσι ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από άλλη διάταξη του νόμου δημιουργείται δικαίωμα απαίτησης για ανάκτηση του ποσού του φόρου υπέρ του υποκειμένου στο φόρο προσώπου. Το ζήτημα είναι αστικής φύσεως και μπορεί να ρυθμιστεί με συμφωνία των μερών δεδομένου ότι δεν μεταβιβάζεται η υποχρέωση η απορρέουσα από το νόμο εις βάρος άλλου προσώπου. Στην παρούσα περίπτωση, το τεκμ. 1 όχι μόνο δεν προβλέπει για καταβολή του Φ.Π.Α. απο την εφεσείουσα, αλλά διαγράφει τους τυποποιημένους όρους για αναπροσαρμογές του ποσού της συμφωνίας.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σούπασιης, E.Δ.) που δόθηκε στις 14 Mαρτίου, 1997 (Aγωγή Aρ. 4851/93) με την οποία διατάχθηκε να πληρώσει το ποσό των £2.220,50 ποσό το οποίο κατέβαλε η ενάγουσα-εφεσίβλητη ως ΦΠA λόγω παροχής υπηρεσιών προς την εναγόμενη-εφεσείουσα.
Ν. Ζωμενής, για την Eφεσείουσα.
Α. Ενταφιανός, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) έχει εισαχθεί στο φορολογικό μας σύστημα με τον ομώνυμο νόμο του 1990 (αρ. 246/90). Δημοσιεύθηκε στις 29/12/90. Δεν τέθηκε όμως άμεσα σε ισχύ αλλά από 1/7/92: βλ. το περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Έναρξη Ισχύος του Νόμου) Διάταγμα του 1991 (Κ.Δ.Π. 233/91) ημερ. 19/7/91. Με την εξαίρεση των άρθρων του Νόμου που προσδιορίζονται στις παραγράφους 3, 4 και 5 του Διατάγματος, που δεν αφορούν την κρινόμενη υπόθεση. Η εφεσίβλητη, που είναι εργοληπτική εταιρεία, όπως η επωνυμία της υποδηλώνει, ανέλαβε την ανέγερση οικοδομών για λογαριασμό της εφεσείουσας. Έγινε γιαυτό γραπτή συμφωνία ημερ. 17/10/91 (τεκμ. 1).
Το συνολικό κόστος των εργασιών, που η εφεσείουσα κατέβαλε στην αντισυμβαλλόμενη της, ανήλθε στις £96.480. Ο φόρος όμως ήταν πληρωτέος μόνο επί ποσού £42.272, που αντιπροσώπευε την αξία των εργασιών που εκτελέστηκαν μετά την εφαρμογή του νόμου. Τα γεγονότα που εκθέσαμε ήταν παραδεκτά. Περιλήφθηκαν σε δήλωση (τεκμ. 2) που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστή. Την παραθέτει αυτούσια στην απόφαση του. Το ακριβές ποσό του φόρου είναι £2.113,60. Η εφεσείουσα αρνήθηκε ευθύνη για πληρωμή του φόρου με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταλήξει στα δικαστήρια. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε πως κατέβαλε το φόρο και ζήτησε με την αγωγή που κίνησε την αποπληρωμή ποσού £2.220,50. Επισημαίνεται ωστόσο πως το σωστό ποσό είναι εκείνο που μόλις προαναφέραμε.
Στην υπεράσπιση της η εφεσείουσα αρνήθηκε ότι η εφεσίβλητη πλήρωσε Φ.Π.Α. ή ότι είχε εγγραφεί στο Μητρώο Φ.Π.Α., όπως η τελευταία ισχυρίστηκε στο δικόγραφο της. Παράλληλα ήγειρε προδικαστική ένσταση πως το κλητήριο ένταλμα δεν αποκαλύπτει αιτία αγωγής εναντίον της. Η ουσιαστική της υπεράσπιση είναι ότι στη συμφωνία, τεκμ. 1, που υπογράφτηκε μετά την ψήφιση του νόμου, η οποία προβλέπει την εκτέλεση των έργων αντί πληρωμής ενός κατ' αποκοπήν ποσού, δεν ανέλαβε να καταβάλει Φ.Π.Α. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, την υποχρέωση αυτή ο νόμος επιβάλλει στην εφεσίβλητη.
Ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε στην ουσία, κατά την ίδια εισήγηση, χωρίς να εξετάσει το προδικαστικό ζήτημα ή άλλο αμφιλεγόμενο θέμα. Θεώρησε "από τη συμπεριφορά της εφεσείουσας και του δικηγόρου της" πως αυτά εγκαταλείφθηκαν. Η εφεσείουσα δε φαίνεται να έκαμε χρήση του μηχανισμού του Διαδικαστικού Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας (Δ.27) για προκαταρκτική εξέταση της ένστασης για έλλειψη νόμιμης αιτίας προς έγερση αγωγής. Παραπονείται όμως για αδικαιολόγητη παράλειψη του δικαστή να θίξει και αποφασίσει το θέμα.
Άλλος λόγος έφεσης στρέφεται κατά του ευρήματος ότι η εφεσίβλητη κατέβαλε, πράγματι, το φόρο στο δημόσιο. Ήταν από τα θέματα που έπρεπε να υποστηρίξει με μαρτυρία γιατί δεν περιλαμβανόταν στα παραδεκτά γεγονότα, αλλά δεν το έπραξε. Παραπονείται επίσης ότι η καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης (14 μήνες) είχε ως αποτέλεσμα ο πρωτόδικος δικαστής "να μην είχε ούτε και μπορούσε να έχει στο μυαλό του όλα τα ουσιώδη γεγονότα και τούτο σαφώς εμφαίνεται και από το γεγονός ότι επιδίκασε ποσό μεγαλύτερο από αυτό που αναφέρεται στα παραδεκτά γεγονότα (τεκμ. 2, παράγραφος 5)".
Περαιτέρω, ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε, αναπτύσσοντας άλλο, ιδιαίτερο, λόγο της έφεσης, ότι ο πρωτόδικος δικαστής παρερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρ. 5 του νόμου, στις οποίες παραπέμπει η απόφαση του. Λανθασμένα έκρινε πως το τεκμ. 1 δεν ισχύει αναφορικά με την ευθύνη της να καταβάλει στην εφεσίβλητη το επίδικο ποσό. Η εν λόγω συμφωνία δεν επιρρίπτει τέτοια ευθύνη στην εφεσείουσα.
Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης προώθησε την άποψη ότι δεν είναι θέμα συμφωνίας των συναλασσομένων η καταβολή του φόρου, αλλά ο υπόχρεος κατά το νόμο για την καταβολή του φόρου μπορεί, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 5(1), να διεκδικήσει τον Φ.Π.Α. από τον καρπούμενο την παροχή υπηρεσιών που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η εφεσείουσα. Ο συνήγορος σε γενικές γραμμές υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, της οποίας η αιτιολογία εντοπίζεται στο παρακάτω απόσπασμα:
"Από τις διατάξεις αυτές του Νόμου, είναι φανερό ότι η παροχή υπηρεσιών, αποτελεί αντικείμενο του Φ.Π.Α. και δεν εξαιρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Κατά συνέπεια εφόσον σύμφωνα με το Νόμο προκύπτουν τα όσα εξέθεσα πιο πάνω, η παροχή υπηρεσιών από τους ενάγοντες, είναι παροχή υπηρεσιών, η οποία σύμφωνα με το Νόμο, υπάγεται εις φόρο Φ.Π.Α. και πληρώθη από τους ενάγοντες. Η άρνηση των εναγομένων να το πληρώσουν, είναι αντίθετη προς το Νόμο όπως εξετέθη πιο πάνω, αφού είναι το νομικό πρόσωπο, στο οποίο παρασχέθησαν οι υπηρεσίες και το Φ.Π.Α., είναι υποχρέωση η οποία προέκυψε από τις οικοδομές, τις οποίες έκτισαν οι ενάγοντες προς όφελος των εναγομένων. Η πληρωμή του Φ.Π.Α. δεν είναι θέμα συμφωνίας, αλλά εφαρμογής του Νόμου και εις την προκειμένη περίπτωση, αφορά πληρωμή για την οποία δεν υπήρχε συμφωνία περί πληρωμής του Φ.Π.Α., αλλά όπως έχουν τα γεγονότα και πάλι οι ενάγοντες πλήρωσαν φόρο, ο οποίος είναι αποτέλεσμα των υπηρεσιών στους εναγομένους. Συνεπώς θα πρέπει να πληρωθεί από τους εναγομένους."
Η παρερμηνεία του νόμου από τον πρωτόδικο δικαστή είναι κατάδηλη. Ο Φ.Π.Α. επιβάλλεται επί του προσώπου που παρέχει τις φορολογητέες υπηρεσίες (εδώ στην εφεσίβλητη) κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρ. 5(4) του νόμου και όχι επί του δέκτη τέτοιων υπηρεσιών. Όπως αναφέρουν οι εκδότες των Halsbury's Statutes, 4η έκδοση, τόμος 48, σελ. 571, σχολιάζοντας όμοια διάταξη της Value Added Tax Act του 1983, ο φόρος αυτός:
"is a liability of the person making the supply, the tax becoming due at the time of supply;.........."
Το άρθρ. 5(4) του κυπριακού νόμου αναφέρει με σαφήνεια ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες είναι το φορολογικό υποκείμενο έναντι του Δημοσίου:
"5.(4) Ο φόρος ο οποίος επιβαρύνει οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών αποτελεί υποχρέωση του προσώπου που πραγματοποιεί την παράδοση ή παροχή και τηρουμένων των διατάξεων που αφορούν την τήρηση λογαριασμών, την υποβολή φορολογικών δηλώσεων και την πληρωμή του φόρου, καθίσταται οφειλόμενος κατά το χρόνο που πραγματοποιείται ή θεωρείται ότι πραγματοποιείται η παράδοση ή η παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου."
Το άρθρ. 5(1) προβλέπει απλώς πως ο φόρος επιβάλλεται σε παραδόσεις αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που ο νόμος θεωρεί φορολογητέες και δεν εξαιρεί ρητά από το βεληνεκές του. Έτσι ούτε από τη διάταξη αυτή ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του νόμου δημιουργείται δικαίωμα απαίτησης για ανάκτηση του ποσού του φόρου υπέρ του υποκειμένου στο φόρο προσώπου. Το ζήτημα είναι αστικής φύσεως και ασφαλώς μπορεί να ρυθμιστεί με συμφωνία των μερών δεδομένου ότι δε μεταβιβάζεται η υποχρέωση, η απορρέουσα από το νόμο, σε βάρος άλλου προσώπου. Τέτοια συμφωνία δε θα ασκούσε επίδραση επί του φορολογικού δικαιώματος του Δημοσίου. Στην παρούσα περίπτωση το τεκμ. 1 όχι μόνο δεν προβλέπει για καταβολή του Φ.Π.Α. από την εφεσείουσα, αλλά διαγράφει τους τυποποιημένους όρους για αναπροσαρμογές του ποσού της συμφωνίας.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση γίνεται δεκτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Με έξοδα. Η εφεσίβλητη θα επιβαρυνθεί και με τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.