ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 1 ΑΑΔ 916
15 Μαΐου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΦΙΤΗΣ & ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ
ΚΟΝΤΡΑΚΤΟΡΣ ΛΤΔ.,
2. ΛΟΪΖΟΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,
3. ΚΩΣΤΑΣ ΣΥΜΕΟΥ ΠΑΦΙΤΗΣ,
Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,
v.
Α. Ν. ΣΤΑΣΗΣ ΕΣΤΕΪΤΣ ΚΟ. ΛΤΔ.,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9434)
Αποφάσεις και Διατάγματα — Δικαστική απόφαση — Στερούμενη αιτιολογίας, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος — Πλήρης απουσία συστατικού στοιχείου (ανάλυση της μαρτυρίας), που καθιστά δικαστική απόφαση δεόντως αιτιολογημένη — Ακύρωσή της από το Εφετείο — Διαταγή για επανεκδίκαση.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Παράλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας απολήγουσα σε ακροσφαλή ευρήματα σε βαθμό που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου.
Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες, κίνησαν αγωγή για αποζημιώσεις για τη μη εκπλήρωση ή ατελή εκπλήρωση οικοδομικής εργασίας την οποίαν ανέλαβαν εργολαβικά οι εφεσείοντες - εναγόμενοι, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνιών. Οι εφεσείοντες ήγειραν ανταπαίτηση για το υπόλοιπο της οικοδομικής εργασίας που εκτέλεσαν στο πλαίσιο των εν λόγω συμφωνιών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την απαίτηση των εναγόντων όσο και την ανταπαίτηση των εναγομένων εκδίδοντας μία απόφαση εξαιρετικά συνοπτική και παρακάμπτοντας κάθε αναφορά στις συμφωνίες των διαδίκων και τη μαρτυρία. Τα ευρήματά του δεν περιείχαν καμιά αναφορά στη μαρτυρία, προφορική ή γραπτή.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτηση των εφεσειόντων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι πρόδηλο πως το Δικαστήριο είδε την υπόθεση εκ των άνω, χωρίς να ανασκάψει το πεδίο της αντιδικίας. Κατέληξε στα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του για την έκβαση της αγωγής, χωρίς να εξετάσει τη μαρτυρία με το δέοντα τρόπο.
2. Με ανάλογη συνοπτικότητα και ίδιο πνεύμα εξετάστηκε και η ανταπαίτηση.
3. Το μέρος της μαρτυρίας, το οποίο παραγνωρίστηκε ως εξ ακοής μαρτυρία, δεν προσδιορίζεται, ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία που το Δικαστήριο θεώρησε «ασαφή και μη ικανοποιητική».
4. Όπως φαίνεται καθαρά από την πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τα επίδικα θέματα και αντιμετώπισε την αντιδικία με προχειρότητα.
5. Η υποχρέωση για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και καθήκον το οποίο επιβάλλει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
6. Η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας έξω ή κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 , καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη.
7. Το πρώτο συστατικό στοιχείο της αιτιολογημένης απόφασης είναι η ανάλυση της μαρτυρίας, υπό το φως των επίδικων θεμάτων, όπως προσδιορίζονται στη δικογραφία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να αξιολογήσει και να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία.
8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, όχι μόνο δεν ανέλυσε τη μαρτυρία, αλλά ούτε και αναφέρθηκε σ' αυτή. Η επίδικη απόφαση είναι εντελώς αναιτιολόγητη και συνιστά παράδειγμα δικαστικής απόφασης προς αποφυγή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255,
Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,
Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,
Γρηγορίου v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222,
Μακρή κ.ά v. Χατζηευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203,
Δημοκρατία v. Ford (Αρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540,
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Aναστασίου, Π.E.Δ. και Σταυρινίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 16 Φεβρυαρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 1964/88) με την οποία απορρίφθηκε η ανταπαίτησή τους για το υπόλοιπο οικοδομικής εργασίας που εκτέλεσαν στο πλαίσιο συμφωνίας με τους ενάγοντες.
K. Φακοντής με Μ. Κυριακίδη και Π. Μάντη, για τους Eφεσείοντες.
Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες προσβάλλουν το μέρος της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, με την οποίαν απορρίφθηκε η ανταπαίτησή τους για το υπόλοιπο oικοδομικής εργασίας που εκτέλεσαν στο πλαίσιο συμφωνίας με την εφεσίβλητη εταιρεία, (η εφεσίβλητη). Η απόφαση προσβάλλεται ουσιαστικά για ένα λόγο, ότι είναι αναιτιολόγητη.
Η ανταπαίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο της αγωγής της εφεσίβλητης, για αποζημιώσεις για τη μή εκπλήρωση ή ατελή εκπλήρωση οικοδομικής εργασίας, την οποίαν ανέλαβαν εργολαβικά, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνιών. Παραδεχτό είναι, ότι η εφεσίβλητη που έχει ως δραστηριότητα την ανάπτυξη γης συνεβλήθη με την εφεσείουσα 1, «Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ» εταιρεία κατασκευών, της οποίας οι εφεσείοντες 2 και 3 είναι μέτοχοι και διευθυντές, για την οικοδόμηση επαύλεων ή μέρους τους και γενικά παροχής οικοδομικών εργασιών. Οι συμφωνίες μεταξύ των μερών ήσαν γραπτές, και όπως φαίνεται, και προφορικές. Χρησιμοποιείται σκόπιμα ο όρος «φαίνεται», γιατί στην απόφαση του Δικαστηρίου δε διασαφηνίζεται η βάση της συμβατικής σχέσης των μερών ούτε το ακριβές περιεχόμενό της.
Το Δικαστήριο, στην εξαιρετικά συνοπτική απόφασή του, παρακάμπτει κάθε αναφορά στις συμφωνίες των διαδίκων και τη μαρτυρία, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν και οι μαρτυρίες που δόθηκαν είναι τόσο μακροσκελείς που δεν θα εξυπηρετηθεί κανένας σκοπός να τις επαναλάβουμε γιατί είναι φανερό από αυτές τις μαρτυρίες και τους γενόμενους ισχυρισμούς ότι η όλη διαφορά των διαδίκων εστιάζεται σε δύο πράγματα:
(α) Οι μεν ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι αδικαιολόγητα εγκατέλειψαν τις ανατεθείσες σε αυτούς οικοδομικές εργασίες και έτσι τους προκάλεσαν ζημιά, ενώ
(β) Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δικαιολογημένα εγκατέλειψαν τις εργασίες αυτές γιατί οι ενάγοντες παραβίασαν το βασικώτερο όρο των μεταξύ των συμφωνιών ήτοι παρέλειπαν να πληρώνουν εγκαίρως τα διάφορα ποσά που οφείλοντο σε αυτούς για τις ήδη γενόμενες εργασίες.»
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο προέβη στα ευρήματά του χωρίς καμιά αναφορά στη μαρτυρία, προφορική ή γραπτή. Αξιοσημείωτοι είναι και πάλιν, οι λόγοι για τους οποίους παρακάμφθηκε οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας:
«Αμφότεροι οι δικηγόροι κατεχώρισαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες είχαμε την ευκαιρίαν να μελετήσουμε καθώς επίσης τις μαρτυρίες που δόθηκαν, τα πάμπολλα τεκμήρια που αφορούν εργολαβικές προσφορές, γραπτές εργολαβικές συμφωνίες, αποδείξεις χρημάτων και επιστολές που αντηλλάγησαν μεταξύ των μερών και τα ευρήματα μας για την όλη έκβαση της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:»
Πρόδηλο είναι ότι το Δικαστήριο είδε την υπόθεση εκ των άνω, χωρίς να ανασκάψει το πεδίο της αντιδικίας. Μετά τη θέαση της μαρτυρίας, όπως έχουμε εκθέσει, το Δικαστήριο προέβη, δίχως άλλο, στα ευρήματα και τις διαπιστώσείς του για την έκβαση της αγωγής:
«1. Οι ενάγοντες δεν έκαμναν τακτικές πληρωμές στο συμφωνηθέντα χρόνο όπως προνοείτο στις συμφωνίες των μερών και τούτο συνάγεται από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Λοΐζου Ιορδάνους την οποία δεχόμεθα σ' αυτό το σημείο και επίσης από τις αποδείξεις που παρουσιάστηκαν ότι υπήρχε καθυστέρηση πληρωμών.
2. Είναι επίσης καθαρό από τις αποδείξεις που παρουσιάστηκαν ότι ορισμένες πληρωμές εγίνοντο σε άλλα πρόσωπα (πλην των εναγομένων) και σε ορισμένες περιπτώσεις αφορούσαν εργασίες εκτός των γενομένων προφορικών ή έγγραφων συμφωνιών, και ούτε απέδειξαν ότι επλήρωσαν περισσότερα χρήματα στους εναγόμενους.
3. Πέραν των ανωτέρω κανένα μάρτυρα ή αγοραστή έπαυλης δεν προσεκόμισαν που να καταθέτει ότι απέκοψε από αυτούς ποσό από την καθυστέρηση ή το διασυρμό του καλού των ονόματος.
4. Το θέμα των £1000.- της μεζονέττας είναι συνυφασμένο με το θέμα των αποδείξεων για τες οποίες ήδη αποφασίσαμε.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους ευρίσκουμε ότι η απαίτηση των εναγόντων δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου την απορρίπτουμε.»
Με το ίδιο πνεύμα και ανάλογη συνοπτικότητα το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε και την ανταπαίτηση είπε :
«Από την άλλη πλευρά προχωρούμε να εξετάσουμε την ανταπαίτηση των εναγομένων και πάλιν κρίνοντας από τες μαρτυρίες ευρίσκουμε ότι πλείστη όση μαρτυρία που προσεκομίσθη από τον επιμετρητή Βλαδιμήρου είναι εξ ακοής μαρτυρία και τόσον αυτή όσο και τη μαρτυρία των εναγομένων τη θεωρούμε ασαφή και μή ικανοποιητική για να αποδείξει το ποσό το οποίο οι εναγόμενοι ζητούν στην ανταπαίτηση των.
Εν όψει του πιο πάνω ευρήματος μας η ανταπαίτηση των εναγομένων δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.»
Το μέρος της μαρτυρίας, το οποίο παραγνωρίστηκε ως εξ ακοής μαρτυρία, δεν προσδιορίζεται, ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία που το Δικαστήριο θεώρησε «ασαφή και μή ικανοποιητική».
Στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255, το Ανώτατο Δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με την παράλειψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να καθορίσει, τη μαρτυρία η οποία απορρίφθηκε, και την αντίστοιχη αβεβαιότητα ως προς τη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Το ατελέσφορο της απόφασης, ως προς τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα καθιστούσε, όπως έκρινε, ακροσφαλή. Ανάλογες είναι και οι επιπτώσεις από αντίστοιχες παραλείψεις και κενά στη θεώρηση της μαρτυρίας σε πολιτικές υποθέσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ακόμα ένα λόγο, για την απόρριψη της ανταπαίτησης του μέρους εκείνου, που αφορούσε την οικοδόμηση της κατοικίας του Διευθυντή της εφεσίβλητης, Ανδρέα Στασή. Αυτός είναι, με τα λόγια του Δικαστηρίου:
«Ένα άλλο σημείο το οποίο μας απασχόλησε είναι εκείνο το μέρος των εργασιών που έγιναν στην οικία του κ. Ανδρέα Στασή διευθυντού της ενάγουσας εταιρείας ενόψει όμως του γεγονότος ότι αυτός δεν είναι διάδικος στην παρούσα υπόθεση αφήνουμε το θέμα τούτο ανοικτό και οι εναγόμενοι είναι ελεύθεροι, αν θέλουν, να καταχωρήσουν νέαν αγωγή.»
Οι εφεσείοντες παραπονούνται δικαίως, ότι η συμφωνία, την οποία επικαλέστηκαν, και η απαίτησή τους που βασίζεται σ' αυτή, για την κατασκευή της κατοικίας του Διευθυντή, ήταν συμφωνία μεταξύ τους και της εφεσίβλητης. Με το Διευθυντή της εταιρείας, τον κ. Α. Στασή, δεν είχαν οποιαδήποτε συμβατική σχέση. Η τελευταία περικοπή από την απόφαση είναι χαρακτηριστική της παράλειψης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να εξετάσει τα επίδικα θέματα, και της προχειρότητας με την οποίαν αντιμετωπίστηκε η αντιδικία.
Η υποχρέωση για την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και καθήκον το οποίον επιβάλλει το Σύνταγμα. Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος προβλέπει ότι: «....... Αι αποφάσεις των Δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι ......»
Όπως διαπιστώσαμε, στη Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, το Άρθρο 30.2, θέτει τις αρχές για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης και καθιστά την τήρησή τους καθήκον της Πολιτείας, και αντίστοιχο δικαίωμα κάθε ατόμου που προσφεύγει σ' αυτή. Τονίστηκε ότι: «Η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας έξω ή κατά παράβαση του άρθρου 30.2 καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη.» (Βλ. επίσης Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294· Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222· Μακρή κ.ά. ν. Χ"Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203· Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232.)
Τα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης προσδιορίζονται περιεκτικά στη Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540. To πρώτο είναι η ανάλυση της μαρτυρίας, υπό το φως των επιδίκων θεμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται στη δικογραφία. Όπως αναφέρεται στην Papadopoullos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε μοναδική θέση, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να αξιολογήσει και συνεκτιμήσει τη μαρτυρία. (Βλ. επίσης Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35.)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προκείμενη υπόθεση, όχι μόνο δεν ανέλυσε τη μαρτυρία, αλλά ούτε καν αναφέρθηκε σ' αυτή. Πρόκειται, για απόφαση ολωσδιόλου αναιτιολόγητη και οριστικά παράδειγμα δικαστικής απόφασης προς αποφυγή.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της ανταπαίτησης. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, στο βαθμό και έκταση που αφορούν την ανταπαίτηση, θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης δίκης.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.