ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 1408
3 Νοεμβρίου, 1997
ΔEYTEPOBAΘMIO OIKOΓENEIAKO ΔIKAΣTHPIO
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΛΟΗ ΚΟΛΑΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΚΟΛΑΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητου-Καθ' ου η αίτηση,
(Έφεση Aρ. 76).
Δίκαιο Αποδείξεως — Ρύθμιση περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των συζύγων — Αίτημα της συζύγου για επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων τραπεζικών βιβλίων, καταχωρίσεων και οδηγιών του συζύγου προς την τράπεζά του σε σχέση με λογαριασμούς που διατηρούσε σε συγκεκριμένη τράπεζα — Ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9, Άρθρο 22(5) όπως τροποποιήθηκε — Κατά πόσο το αίτημα ήταν επιτρεπτό δυνάμει της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης.
Λέξεις και Φράσεις — "Για σκοπούς της διαδικασίας" στο Άρθρο 22(5) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 54(1)/94.
Η αιτήτρια εφεσείουσα αξιώνει από το Οικογενειακό Δικαστήριο απόφαση για ποσό ΛΚ355.000 ως απόδοση της συνεισφοράς της ή της συμβολής της στην αύξηση της περιουσίας του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου συζύγου της, από την τέλεση του γάμου τους. Η αίτηση βασίζεται στις πρόνοιες του Άρθρου 1 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, 232/91, όπως τροποποιήθηκε.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης από το Οικογενειακό Δικαστήριο μονομερούς ενδιάμεσης αίτησης της αιτήτριας για έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου για επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων όλων των τραπεζικών βιβλίων, καταχωρίσεων και οδηγιών του εφεσίβλητου προς την τράπεζά του, σε σχέση με λογαριασμούς που διατηρεί στη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ. Το αίτημα στηρίχθηκε στο Άρθρο 22(5) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού Νόμου) του 1994 Νόμος 54(1)/94.
Αποφασίστηκε ότι:
Η κεντρική σκέψη της Αγγλικής νομολογίας όπως και οι ρυθμίσεις του Άρθρου 7 του Banker's Books Evidence Act 1879, το οποίο υιοθετήθηκε με το Άρθρο 22 του Κεφ. 9, δε δίδει δικαίωμα στο διάδικο για έρευνα και αναζήτηση στοιχείων για να ανακαλύψει και δημιουργήσει υπόθεση. Εκείνο στο οποίο αποσκοπεί είναι απλώς στη διευκόλυνση της δικαστικής διαδικασίας σε ότι αφορά την προσκόμιση μαρτυρίας από τραπεζικούς οργανισμούς προς αποφυγήν της μεταφοράς και παρουσίασης όλων των βιβλίων και εγγράφων της τράπεζας στο Δικαστήριο. Η πρωτόδικη απόφαση, αναφορικά με την ερμηνεία που δόθηκε στο επίμαχο άρθρο και που έκρινε και την τύχη της αίτησης, είναι ορθή και δικαιολογείται απόλυτα και από το λεκτικό του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Arnott v. Hayes [1887] 36 Ch. D. 731,
South Staffordshire Tramways Company v. Ebbsmith [1895] 2 Q.B. 669.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια, κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που δόθηκε στις 8.5.97 (Aρ. Aίτησης), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να της επιτρέπει, μέσω του δικηγόρου της, να επιθεωρήσει και να πάρει αντίγραφα όλων των τραπεζικών βιβλίων, καταχωρίσεων και οδηγιών του καθ' ου η αίτηση προς την τράπεζά του, σε σχέση με λογαριασμούς που διατηρεί σε αυτή.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για την Εφεσείουσα.
Κ. Αδαμίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ: Με εναρκτήρια διαδικασία η αιτήτρια-εφεσείουσα αξιώνει από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας απόφαση για ποσό £355,000, ως απόδοση της συνεισφοράς ή και συμβολής της στην αύξηση της περιουσίας του καθ' ου η αίτηση-εφεσίβλητου συζύγου της, αφότου τελέσθηκε ο γάμος τους. Η αίτηση βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στις πρόνοιες του άρθρου 1 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, 232/91, όπως τροποποιήθηκε.
Ακολούθησε μονομερής ενδιάμεση αίτηση, εκ μέρους της εφεσείουσας, με την οποία ζητά 3 ενδιάμεσες θεραπείες:
(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να απαγορεύεται στον εφεσίβλητο να πωλήσει, διαθέσει ή με οποιονδήποτε τρόπο αποξενώσει την ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από ένα σπίτι, που είναι εγγεγραμμένο στο όνομά του και βρίσκεται στην Έγκωμη, Λευκωσία.
(Β) Διάταγμα δια του οποίου να απαγορεύεται στον εφεσίβλητο να αποξενώσει, αποσύρει ή μεταφέρει οποιονδήποτε ποσό χρημάτων που έχει κατατεθειμένο επ' ονόματί του στη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ., μέχρι της απόφασης επί της κυρίως αίτησης, και
(Γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε να επιτρέπεται στην εφεσείουσα, μέσω του δικηγόρου της, να επιθεωρήσει και πάρει αντίγραφα όλων των τραπεζιτικών βιβλίων, καταχωρίσεων και οδηγιών του εφεσίβλητου προς την τράπεζά του, σε σχέση με λογαριασμούς που διατηρεί στη Λαϊκή Τράπεζα Λτδ.
Τα δυο πρώτα διατάγματα, με κοινή συμφωνία των διαδίκων, εκδόθηκαν και κατέστησαν απόλυτα. Ο εφεσίβλητος όμως ενέστη στο τελευταίο, Γ, και το Οικογενειακό Δικαστήριο προχώρησε σε ακρόαση. Η απόφαση εκδόθηκε στις 8.5.97. Με αυτή απορρίφθηκε το επίδικο αίτημα της εφεσείουσας. Η απόφαση αυτή είναι το αντικείμενο της υπό συζήτηση έφεσης.
Ως νομική βάση στηρίζουσα το επίμαχο αίτημα αναφέρεται το άρθρο 22(5) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού Νόμου) του 1994. Νόμος 54(1)/94. Το άρθρο έχει ως εξής:
"Κατόπιν αίτησης διαδίκου, δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο να επιτρέπεται σε διάδικο να επιθεωρήσει και να λάβει αντίγραφα καταχωρίσεων σε τραπεζικό βιβλίο για σκοπούς της διαδικασίας."
Στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται εκτενής συζήτηση για την ερμηνεία και σκοπό του επίδικου άρθρου, κυρίως υπό το φως των Αγγλικών αυθεντιών και νομολογίας, όπως αυτή έχει ευθυγραμμιστεί εκεί, και που αφορά στο άρθρο 7 του Banker's Books Evidence Act 1879, το οποίο έχει υιοθετήσει και διατυπώσει με πανομοιότυπο τρόπο στο άρθρο 22 του Κεφ.9, ο νομοθέτης μας. Στην εμπεριστατωμένη υπό έφεση απόφαση γίνεται ειδική αναφορά στις υποθέσεις Arnott v. Hayes [1887] 36 Ch.D. 731 C.A. και South Staffordshire Tramways Company v. Ebbsmith [1895] 2 Q.B.669 C.A. σελ.669.
Η κεντρική σκέψη της Αγγλικής νομολογίας είναι πως οι ρυθμίσεις του άρθρου 7 του Banker's Books Evidence Act 1879 αποσκοπούν απλώς στη διευκόλυνση της δικαστικής διαδικασίας, σε ότι αφορά την προσκόμιση μαρτυρίας από τραπεζικούς οργανισμούς, έτσι που να αποφεύγεται η μεταφορά και παρουσίαση όλων των βιβλίων και εγγράφων της τράπεζας στο Δικαστήριο. Το άρθρο δε δίδει δικαίωμα στο διάδικο για έρευνα και αναζήτηση στοιχείων για να ανακαλύψει και δημιουργήσει υπόθεση.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας δεν αμφισβήτησε επί του προκειμένου την Αγγλική νομολογία. Εισηγήθηκε όμως ενώπιόν μας πως δεν πρέπει να ακολουθηθεί, αλλά να δοθεί στο επίμαχο άρθρο της δικής μας νομοθεσίας σύγχρονη διασταλτική ερμηνεία. Κατά το συνήγορο οι διατάξεις του άρθρου είναι σαφείς. Με αυτές επιτρέπεται σε διάδικο να «επιθεωρήσει και να λάβει αντίγραφο ...... για σκοπούς διαδικασίας».
Έχουμε τη γνώμη πως η πρωτόδικη απόφαση είναι απόλυτα ορθή. Συμφωνούμε με τη νομική προσέγγιση του ζητήματος από το δικάσαν Δικαστήριο, όπως την εκθέσαμε πιο πάνω. Η αγγλική νομολογία δεν είναι μεν δεσμευτική, είναι όμως βοηθητική ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή μεταγενέστερου νομοθετήματός μας πανομοιότυπου με αγγλικό. Πέραν όμως απ' αυτό έχουμε τη γνώμη πως η ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και με την οποία συμφωνούμε, δικαιολογείται απόλυτα και από το λεκτικό του. Η επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων από τραπεζικό οργανισμό γίνεται: «για σκοπούς της διαδικασίας» Εισάγει δηλαδή η διάταξη διαδικαστικές ρυθμίσεις, και όχι ουσιαστικό δίκαιο. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από τις διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων του άρθρου 22, όπου ρυθμίζονται ακριβώς ζητήματα διαδικασίας, ώστε να διευκολύνεται πρακτικά η προσκόμιση της μαρτυρίας από τραπεζικούς οργανισμούς στο Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.