ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 43
22 Ιανουαρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΜΑΥΡΟΓΕΝΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩN,
Καθ' ων η Αίτηση.
(Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/96).
Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο οι περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμοι του 1979 - 1996 (Ν. 72/79 όπως τροποποιήθηκε), δυνάμει των οποίων διεξήχθηκαν οι βουλευτικές εκλογές της 26ης Μαΐου 1996, αντίκεινται προς τις διατάξεις των Άρθρων 28, 62.2 και 64 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικοί.
Eκλογοδικείο — Εκλογική αίτηση — Για αναθεώρηση της εγκυρότητας των κοινοβουλευτικών εκλογών της 26ης Μαΐου 1996 και του αποτελέσματός τους — Ατομικά δικαιώματα εκλογέα και υποψηφίου για το βουλευτικό αξίωμα — Άρθρο 62.2 του Συντάγματος και Άρθρο 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου εις την Σύμβασιν περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το Ν. 39/62 — Εφαρμοστέες αρχές.
Διοικητικό Δίκαιο — Έννομο συμφέρον — Ο εκλογέας και ο υποψήφιος για εκλογή στο βουλευτικό αξίωμα έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν σε αρμόδιο δικαστήριο όταν παραβιασθούν τα αντίστοιχα ατομικά τους δικαιώματα.
Λέξεις και Φράσεις — "Πολιτικό κόμμα" στην Pitsillos v. C.B.C.
Ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα εκλογική αίτηση, την εγκυρότητα των βουλευτικών εκλογών της 26.5.1996 και τα αποτελέσματά τους, για λόγους αντισυνταγματικότητας. Διεκδίκησε και ο ίδιος βουλευτική έδρα στις εν λόγω εκλογές, εξασφαλίζοντας 83 ψήφους έναντι 6473 που ήταν το εκλογικό μέτρο στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας, και δεν εξελέγη.
Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίσθηκε ότι:
1. Οι εκλογές έγιναν κατά παράβαση και οι βουλευτές εξελέγησαν κατ' αντίθεση προς τα Άρθρα 28, 62.2 και 64 του Συντάγματος.
2. Ο περιορισμός της επιλογής σε ένα κόμμα ή υποψήφιο, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της επιλογής των υποψηφίων κατ' άτομο, παραβιάζει την αρχή της ισότητας την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, τόσο ως προς το δικαίωμα του "εκλέγειν" όσο και ως προς εκείνο του "εκλέγεσθαι".
3. Ο εκλογικός Νόμος παραβιάζει την αρχή της αμεσότητας της ψήφου, η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 62.2 και επίσης την αρχή της ισότητας της ψήφου.
4. Το Άρθρο 62.2 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει τη διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών, συναρτάται προς και εξαρτάται από τις διατάξεις του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος.
Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι ο Εκλογικός Νόμος όχι μόνο δεν παραβιάζει καμιά από τις συνταγματικές διατάξεις που επικαλέσθηκε ο αιτητής, αλλά αντίθετα συνάδει προς τη δημοκρατική αρχή η οποία κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του Άρθρου 62.2 και τις επάλληλες επί του θέματος διατάξεις του Άρθρου 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Τηρουμένων των πιο πάνω διατάξεων η επιλογή του εκλογικού συστήματος και του τρόπου επιλογής των υποψηφίων, αφήνεται στη νομοθετική αρχή. Η εξουσία αυτή πηγάζει από τις διατάξεις του Άρθρου 61 και επιβεβαιώνεται από εκείνες του Άρθρου 78 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
Οι διατάξεις του Άρθρου 62.2 και εκείνες του Άρθρου 66.2 είναι ανεξάρτητες και αυτοτελείς συνταγματικές διατάξεις, που πραγματεύονται διαφορετικές φάσεις της εκλογής των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν έκφραση της άσκησης του ατομικού δικαιώματος του "συνεταιρίζεσθαι" το οποίο κατοχυρώνεται με το Άρθρο 21.2 του Συντάγματος. Η συνένωση ατόμων σε πολιτικά κόμματα, για την προαγωγή κοινών σκοπών, αποτελεί σημαντική πτυχή στη λειτουργία της δημοκρατίας. Η ύπαρξη πολιτικών κομματικών ομάδων στη Βουλή και η λειτουργία τους στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, αναγνωρίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, με τις διατάξεις του Άρθρου 73.4.
Ο τρόπος εκλογής και η εκδήλωση των προτιμήσεων του εκλογέα επαφίεται στην κρίση του νομοθέτη. Ο περιορισμός της επιλογής του εκλογέα μεταξύ κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου, σχετίζεται με τις πολιτικές πραγματικότητες, την αποτελεσματικότητα του εκλογικού αποτελέσματος και το συσχετισμό της επιλογής, η οποία γίνεται με τις ευρύτερες επιδιώξεις των διεκδικητών της εξουσίας.
Έχει ήδη αποφασιστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Hadjipavlou and Another v. Charalambides and Others, ότι το αναλογικό εκλογικό σύστημα, όπως καθορίζεται στον Εκλογικό Νόμο, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. Δεν προβλήθηκε κανένας λόγος ο οποίος να δικαιολογεί απόκλιση από την απόφαση Hadjipavlou, ούτε διαφαίνεται τέτοιος λόγος.
Οι διαφορές μεταξύ κόμματος και ανεξάρτητου υποψηφίου, ως προς την επίδραση της ψήφου, ανάγονται στις διαφορές μεταξύ της ένωσης προσώπων για την προαγωγή κοινών στόχων και ανεξάρτητου υποψηφίου. Η πολιτική εντολή που επιδιώκεται είναι διαφορετική, καθώς και η δυνατότητα εκπλήρωσής της.
Η αίτηση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Aρ. 3) (1996) 1 A.A.Δ. 315,
Mathieu-Mohin and Clerfayt - Judgment of 2 March 1987 - E.C.H.R., Series A: Judgments and Decisions, vol. 113, p. 22,
Marcel Fournier v. France (Application No. 11406/85 - Decision of 10 March 1988) E. Com. H.R. - Decisions and Reports, 55, March 1988, p. 130,
R. & P. v. United Kingdom (Application No. 8765/79 - Decision of 18 December 1980) E. Com. H.R. - Decisions and Reports, 21 March 1981, p. 211,
Stanley E. Booth-Clibborn and Others v. United Kingdom (Application No. 11391/85 - Decision of 5 July 1985) E. Com. H.R. - Decisions and Reports, 43, October 1985, p. 236,
Kennedy Lindsay and Others v. United Kingdom (Application No. 8364/78 - Decision of 8 March 1979) E.Com. H.R. - Decisions and Reports, 15, October 1979, p. 247,
X. v. United Kingdom (Application No. 7140/75 - Decision of 6 October 1976) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 7 October 1977, p. 95,
Χ. v. Iceland (Application No. 8941/80 - Decision of 8 December 1981) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 27 September 1982, p. 145,
President of the Republic v. House of Representatives (1986) 3 (B) C.L.R. 1439,
Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208,
Hadjipavlou v. Charalambides and Others (1986) 1 C.L.R. 272.
Eκλογική Aίτηση.
O αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα των εκλογών καθώς και τα αποτελέσματά τους.
Π. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Γ. Κακογιάννης, για τους Καθ' ων η Αίτηση 1.
Γ. Φράγκου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση 2, μαζί με Π. Πολυβίου και Γ. Xριστοφίδη.
Γ. Κακογιάννης μαζί με Π. Πολυβίου, για τους Καθ' ων η Αίτηση 3-58.
Ρ. Ερωτοκρίτου με Α. Δημητριάδη, για τον Καθ' ου η Αίτηση 31.
Αιτητής, παρών.
Γ. Θεοδώρου, Βοηθός Γενικός Έφορος Βουλευτικών Εκλογών.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Γεώργιος Μαυρογένης, εκλογέας και ανεξάρτητος υποψήφιος στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας στις Βουλευτικές Εκλογές της 26ης Μαΐου, 1996, προσβάλλει, με την παρούσα εκλογική αίτηση, την εγκυρότητα των εκλογών και τα αποτελέσματά τους.
Η αίτηση στρέφεται κατά του Γενικού Εφόρου Εκλογών, της Βουλής και των 56 εκλεγέντων Βουλευτών, τα ονόματα των οποίων δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 31ης Μαΐου, 1996.
Οι εκλογές και η ανάληψη του βουλευτικού αξιώματος από τους εκλεγέντες Βουλευτές προσβάλλονται ως αντισυνταγματικές. Όπως προδιαγράφει η αίτηση, και όπως έχει αναπτυχθεί ενώπιόν μας από τον κ. Αγγελίδη, το δικηγόρο του αιτητή, οι εκλογές έγιναν κατά παράβαση και οι Βουλευτές εξελέγησαν κατ' αντίθεση προς τα Άρθρα 28, 62.2 και 64 του Συντάγματος, καθώς και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα.
Οι περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμοι του 1979 έως 1996, (Ν. 72/79, όπως τροποποιήθηκε), (ο «Εκλογικός Νόμος»), βάσει των οποίων διεξήχθησαν οι εκλογές, αντίκεινται, κατά τον αιτητή, προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος, γεγονός που επιφέρει την ακυρότητα των εκλογών στην ολότητά τους.
Δεν αμφισβητείται (από τον αιτητή) ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν καθορίζει το εκλογικό σύστημα και είναι παραδεκτό ότι ο καταρτισμός του επαφίεται στον κοινό νομοθέτη. Προδιαγράφει, όμως, το Σύνταγμα, με το Άρθρο 62.2, τις παραμέτρους του εκλογικού νόμου, από τις οποίες αφίσταται ο ισχύων Εκλογικός Νόμος, γεγονός που τον καθιστά, υπέβαλε ο αιτητής, αντισυνταγματικό, όπως και τις εκλογές που διεξήχθησαν βάσει των προνοιών του και τα αποτελέσματά τους.
Ο Εκλογικός Νόμος καθιερώνει την ενισχυμένη αναλογική, ως το εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των αντιπροσώπων του λαού στη Νομοθετική Εξουσία. Η χώρα διαιρείται σε έξι εκλογικές περιφέρειες, οι οποίες αντιστοιχούν στις υφιστάμενες διοικητικές περιφέρειες της Κύπρου. Οι κοινοβουλευτικές έδρες κατανέμονται κατά επαρχία, ανάλογα με την πληθυσμιακή τους δύναμη. Ο Νόμος προβλέπει τη συμμετοχή στις εκλογές κομμάτων, συνδυασμού κομμάτων και ανεξάρτητων υποψηφίων. Η πρώτη διανομή των εδρών γίνεται ανάλογα με τις ψήφους που εξασφαλίζουν τα κόμματα κατά επαρχία, με παρονομαστή το εκλογικό μέτρο. Ανεξάρτητος υποψήφιος, επίσης, εξασφαλίζει βουλευτική έδρα, εφόσο πάρει αριθμό ψήφων ίσο ή μεγαλύτερο του εκλογικού μέτρου στην επαρχία που θέτει υποψηφιότητα. Το εκλογικό μέτρο ισούται με το πηλίκο, παραλειπομένου του κλάσματος, του έγκυρου αριθμού ψήφων, διαιρουμένου με τον αριθμό των εκλογικών εδρών της κάθε περιφέρειας. Αδιάθετες έδρες κατανέμονται στη δεύτερη και τρίτη κατανομή, ανάλογα με την εκλογική δύναμη των κομμάτων σ' ολόκληρη την επικράτεια. Η εκλογική τους δύναμη, σ' αυτό το στάδιο, υπολογίζεται με βάση τα υπόλοιπα ψήφων, τα οποία δεν διατίθενται κατά την πρώτη κατανομή για την εξασφάλιση βουλευτικών εδρών. Προϋπόθεση για συμμετοχή στη δεύτερη και την τρίτη κατανομή αποτελεί η εξασφάλιση, στην περίπτωση κόμματος, ποσοστού ψήφων ίσου, περίπου, με το 1.78% των έγκυρων ψήφων σ' ολόκληρη τη χώρα. (Για συνδυασμό δύο κομμάτων, το ποσοστό είναι 10% και για συνδυασμό τριών κομμάτων, το ποσοστό είναι 20%.) Με το ισχύον εκλογικό σύστημα, εξασφαλίζεται σημαντικός βαθμός αντιστοιχίας μεταξύ της εκλογικής δύναμης των κομμάτων ή συνδυασμών κομμάτων σ' ολόκληρη τη χώρα και των εδρών που παίρνουν.
Ο Εκλογικός Νόμος περιορίζει την επιλογή σε ένα κόμμα, ή συνδυασμό κομμάτων, ή ανεξάρτητο υποψήφιο. Παράλληλα, προβλέπει την εκδήλωση της προτίμησης των υποψηφίων του κόμματος το οποίο επιλέγει, με σταυρούς προτίμησης.
Ο περιορισμός της επιλογής σε ένα κόμμα ή υποψήφιο, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό της επιλογής των υποψηφίων κατ' άτομο, παραβιάζει, όπως υποστηρίχθηκε εκ μέρους του αιτητή, την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, τόσο ως προς το δικαίωμα του «εκλέγειν» όσο και ως προς εκείνο του «εκλέγεσθαι».
Άλλη αρχή του Συντάγματος, η οποία, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής, παραβιάζεται από τον Εκλογικό Νόμο, είναι η αρχή της αμεσότητας της ψήφου, η οποία κατοχυρώνεται στο Άρθρο 62.2. Η ψήφος χάνει την αμεσότητά της, εφόσο δεν επενεργεί μόνο στην εκλογή των υποψηφίων της περιοχής όπου ψηφίζει ο εκλογέας, αλλά επιμετρά και στη δεύτερη και τρίτη κατανομή, στην ανάδειξη βουλευτών και στις άλλες εκλογικές περιφέρειες.
Ακόμα, ο αιτητής υποστήριξε ότι ο Εκλογικός Νόμος παραβιάζει την αρχή της ισότητας της ψήφου, επειδή, στην περίπτωση παροχής ψήφου σε ανεξάρτητο υποψήφιο, η σημασία της ψήφου περιορίζεται στην εκλογική περιφέρεια όπου ο εκλογέας ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα, ενώ, στην περίπτωση επιψήφισης κόμματος, η ψήφος του επιδρά και στην εκλογή των βουλευτών και στις άλλες εκλογικές περιφέρειες.
Ο κ. Μαυρογένης, κατά τις τελευταίες Βουλευτικές Εκλογές του 1996, εξασφάλισε 83 ψήφους, έναντι 6473, που ήταν το εκλογικό μέτρο στην εκλογική περιφέρεια Λευκωσίας, και δεν εξελέγη. Η εκλογική αίτηση, σκοπούσα στην αναθεώρηση της εγκυρότητας των κοινοβουλευτικών εκλογών και του αποτελέσματός τους, υποθεμελιώνεται στα ατομικά δικαιώματα εκλογέα και υποψηφίου για το βουλευτικό αξίωμα, που του παρέχουν το Άρθρο 62.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου εις την Σύμβασιν περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, μαζί με τη Σύμβαση, με το Ν. 39/62.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία γίνεται αναφορά πιο κάτω, καταδεικνύει ότι η εμβέλεια του Άρθρου 3 δεν περιορίζεται στην επιβολή υποχρέωσης στο κράτος για την τήρηση της δημοκρατικής αρχής που κατοχυρώνει, αλλά επεκτείνεται και στην παροχή αντίστοιχων ατομικών δικαιωμάτων στον εκλογέα και υποψήφιο για εκλογή στο βουλευτικό αξίωμα, παραβίαση των οποίων νομιμοποιεί προσφυγή σε αρμόδιο δικαστήριο. Ανάλογα ατομικά δικαιώματα προκύπτουν και από τις διατάξεις του Άρθρου 62.2, τα οποία εκπηγάζουν από τα εχέγγυα που προβλέπονται για τη διεξαγωγή των εκλογών και τον τρόπο εκλογής των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων:-
(α) Την καθολική ψηφοφορία.
(β) Την αμεσότητα της ψήφου.
(γ) Τη διενέργεια των εκλογών με μυστική ψηφοφορία ταυτό-χρονα σ' ολόκληρη την επικράτεια.
Ο κ. Αγγελίδης αναγνώρισε ότι το αναλογικό εκλογικό σύστημα ευρίσκεται, σε σύγκριση με άλλα εκλογικά συστήματα, κυρίως το πλειοψηφικό, εγγύτερα προς τη δημοκρατική αρχή, δηλαδή την πληρέστερη αντανάκλαση της λαϊκής βούλησης στο εκλογικό αποτέλεσμα. Η υιοθέτηση του αναλογικού εκλογικού συστήματος, υποστήριξε ότι αποκλείεται στην Κύπρο, ενόψει των διατάξεων του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος - (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων - (Αίτηση 1/95 - 26/3/96)) - το οποίο προβλέπει τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής μέσα σε καθορισμένη περίοδο, για την πλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας. Θέση του είναι ότι το Άρθρο 62.2 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει τη διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών, συναρτάται προς και εξαρτάται από τις διατάξεις του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος.
Ούτε το κείμενο του Άρθρου 62.2, κρινόμενο υπό το πρίσμα της γραμματικής του διάρθρωσης, ούτε η αντίστοιχη σημασία των δύο άρθρων ή η αλληλουχία με την οποία στοιχειοθετούνται στο ΜΕΡΟΣ IV του Συντάγματος, υποδηλώνουν ή εξυπακούουν την εξάρτηση των διατάξεων του Άρθρου 62.2 από εκείνες του Άρθρου 66.2. Πρόκειται για δύο ανεξάρτητες και αυτοτελείς συνταγματικές διατάξεις, που πραγματεύονται διαφορετικές φάσεις της εκλογής των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Συνεπώς, αυτή η εισήγηση δε θα μας απασχολήσει άλλο, όπως δε θα μας απασχολήσει η εισήγηση ότι ο Εκλογικός Νόμος παραβιάζει το Άρθρο 64 του Συντάγματος, το οποίο καθορίζει τα προσόντα για την υποβολή υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Κανένα επιχείρημα δεν έχει προβληθεί προς υποστήριξη αυτής της πτυχής της εκλογικής αίτησης, ούτε έγινε οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή, ή οποιουδήποτε άλλου υποψηφίου, να θέσει υποψηφιότητα κατά τις πρόσφατες Βουλευτικές Εκλογές.
Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι ο Εκλογικός Νόμος δεν παραβιάζει καμιά από τις συνταγματικές διατάξεις που επικαλέστηκε ο αιτητής. Αντίθετα, συνάδει προς τη δημοκρατική αρχή, η οποία κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του Άρθρου 62.2 και τις επάλληλες επί του θέματος διατάξεις του Άρθρου 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Ο κ. Πολυβίου, ο οποίος ανέπτυξε την επιχειρηματολογία υπέρ των θέσεων των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι, τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 62.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, η επιλογή του εκλογικού συστήματος και του τρόπου επιλογής των υποψηφίων αφήνεται στη νομοθετική αρχή. Η εξουσία αυτή πηγάζει από τις διατάξεις του Άρθρου 61, και επιβεβαιώνεται από εκείνες του Άρθρου 78 του Συντάγματος.
Ο κ. Πολυβίου επικαλέστηκε σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτικών του Άρθρου 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, από τις οποίες προκύπτουν οι ακόλουθες αρχές:-
(α) Η κατοχύρωση της δημοκρατικής αρχής στην εκλογή των μελών του κοινοβουλίου δεν ταυτίζει την εφαρμογή της με οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα ή διαδικασία επιλογής μεταξύ των υποψηφίων.
(β) Η επιλογή του εκλογικού συστήματος επαφίεται στον κοινό νομοθέτη. Τα εχέγγυα της δημοκρατίας δεν περιορίζουν την ευχέρεια του νομοθέτη ως προς το σύστημα ή τη διαδικασία εκδήλωσης της επιλογής του ψηφοφόρου. Οι πραγματικότητες της χώρας, οι ιδιομορφίες στη σύνθεση του εκλογικού σώματος σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, καθώς και η λειτουργικότητα του νομοθετικού σώματος, προσμετρούν στην επιλογή και διαμόρφωση του εκλογικού νόμου.
(γ) Η καθολικότητα της ψήφου εξασφαλίζει, αφενός, τη γενική συμμετοχή του εκλογικού σώματος στις βουλευτικές εκλογές και, αφετέρου, την ισότητα της ψήφου του κάθε εκλογέα. Η ισότητα της ψήφου, ενέχει την έννοια της ίσης βαρύτητας της κάθε ψήφου, δεν επιβάλλει, όμως, την ίση επίδραση της ψήφου στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος. Η συνάρτηση της επίδρασης της ψήφου με την επιλογή, νοουμένου ότι εδράζεται σε λογική και όχι αυθαίρετη διάκριση, δεν προσκρούει στη δημοκρατική αρχή.
(δ) Η αμεσότητα της ψήφου επιβάλλει την απευθείας εκλογή των αντιπροσώπων από το εκλογικό σώμα. Δεν περιορίζει, όμως, την επιλογή στην περιφέρεια στην οποία ασκείται το εκλογικό δικαίωμα.
(Βλ. Mathieu-Mohin and Clerfayt - Judgment of 2 March 1987 - E.C.H.R., Series A: Judgments and Decisions, Vol. 113, σελ. 22. Marcel Fournier v. France (Application No. 11406/85 - Decision of 10 March 1988) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 55, March 1988, σελ. 130. Mrs R. & Mr P. v. the United Kingdom (Application No. 8765/79 - Decision of 18 December 1980) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 21, March 1981, σελ. 211. Stanley E. Booth-Clibborn and Others v. the United Kingdom (Application No. 11391/85 - Decision of 5 July 1985) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 43, October 1985, σελ. 236. Kennedy Lindsay and Others v. the United Kingdom (Application No. 8364/78 - Decision of 8 March 1979) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 15, October 1979, σελ. 247. X. v. the United Kingdom (Application No. 7140/75 - Decision of 6 October 1976) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 7, October 1977, σελ. 95. X. v. Iceland (Application No. 8941/80 - Decision of 8 December 1981) E.Com.H.R. - Decisions and Reports, 27, September 1982, σελ. 145.)
Όμοια υπήρξε και η προσέγγιση των Ελληνικών Δικαστηρίων στην ερμηνεία ανάλογων συνταγματικών διατάξεων προς εκείνες που καθιερώνονται με το Άρθρο 62.2 και το Άρθρο 3 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου, οι οποίες αναλύονται σε αριθμό Συγγραμμάτων, στα οποία έγινε αναφορά - (βλ. Αθανασίου Γ. Ραΐκου - «Ο Έλεγχος του Κύρους των Βουλευτικών Εκλογών της 20ής Νοεμβρίου, 1977» - Έκδοσις Δευτέρα, Αθήναι 1980. Ευαγγέλου Β. Βενιζέλου - «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου Ι» - Θεσσαλονίκη 1991. Αθανασίου Γ. Ραΐκου - «Δικονομικόν Εκλογικόν Δίκαιον» - Έκδοσις Ενδεκάτη, Αθήναι 1982).
Χαρακτηριστική είναι η απόφαση στην Υπόθεση 48 - (βλ. Σύγγραμμα Αθανασίου Γ. Ραΐκου - «Ο Έλεγχος του Κύρους των Βουλευτικών Εκλογών της 20ής Νοεμβρίου, 1977», (ανωτέρω), σελ. 60, 65), στην οποία τονίζεται ότι οι αντιπρόσωποι του λαού στο νομοθετικό σώμα δεν είναι μόνο οι εκπρόσωποι στο κοινοβούλιο των περιφερειών στις οποίες εκλέγονται, αλλά ολόκληρης της χώρας.
Ο Εκλογικός Νόμος της Κύπρου διασφαλίζει την καθολικότητα της ψήφου, με την εξασφάλιση του δικαιώματος της ψήφου σε κάθε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος έχει τα προσόντα τα οποία προβλέπει το Σύνταγμα - (βλ. Άρθρο 63 και President of the Republic v. House of R'ntatives (1986) 3 (B) C.L.R. 1439). Επίσης, κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε πολίτη, ο οποίος έχει τα προσόντα του «εκλέγεσθαι», να θέσει υποψηφιότητα για το βουλευτικό αξίωμα.
Κάθε ψήφος έχει ίση βαρύτητα. Η επίδραση της ψήφου στο εκλογικό αποτέλεσμα διαφέρει, ανάλογα με την επιλογή του ψηφοφόρου. Ψήφος υπέρ κόμματος, το οποίο διεκδικεί εκλογή σε ολόκληρη την επικράτεια, επιδρά στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ η επίδραση της ψήφου υπέρ ανεξάρτητου υποψηφίου περιορίζεται στην εκλογική περιφέρεια, όπου ο ανεξάρτητος υποψήφιος θέτει υποψηφιότητα. Η επιλογή αυτή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη, που, στην προκείμενη περίπτωση, έχει ως αντικείμενο την, κατά το δυνατό, πληρέστερη εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος στη Βουλή. Η ψηφοφορία η οποία προβλέπεται είναι άμεση και επενεργεί, χωρίς την παρεμβολή οποιασδήποτε έμμεσης εκπροσώπησης, στην εκλογή των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ο τρόπος εκλογής και η εκδήλωση των προτιμήσεων του εκλογέα επαφίονται στην κρίση του νομοθέτη. Ο περιορισμός της επιλογής του εκλογέα σε μία μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας - κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου - σχετίζεται με τις πολιτικές πραγματικότητες, την αποτελεσματικότητα του εκλογικού αποτελέσματος και, τελικά, το συσχετισμό της επιλογής, η οποία γίνεται, με τις ευρύτερες επιδιώξεις των διεκδικητών της εξουσίας.
Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν έκφραση της άσκησης του ατομικού δικαιώματος του «συνεταιρίζεσθαι» - (βλ. Άρθρο 21.2 του Συντάγματος). Η συνένωση ατόμων σε πολιτικά κόμματα, για την προαγωγή κοινών σκοπών, αποτελεί σημαντική πτυχή της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή τούτη η ύπαρξη πολιτικών κομματικών ομάδων στη Βουλή και η λειτουργία τους στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, αναγνωρίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, με τις διατάξεις του Άρθρου 73.4. (Ως προς το τι συνιστά πολιτικό κόμμα, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208.)
Το Άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου, δηλαδή την όμοια μεταχείριση ομοιογενών και τον αποκλεισμό της εξίσωσης ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου. Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με βάση την ουσία των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους δύναμη.
Έχει ήδη αποφασιστεί, από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη Hadjipavlou and Another v. Charalambides and Others - Election Petition Nos. 1/85 και 2/85 - 17/4/1986, ότι το αναλογικό εκλογικό σύστημα, όπως καθορίζεται στον Εκλογικό Νόμο, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
Δεν έχει προβληθεί κανένας λόγος, ο οποίος να δικαιολογεί απόκλιση από την απόφαση Hadjipavlou, ούτε διαφαίνεται τέτοιος λόγος. Η διάκριση η οποία γίνεται στην επίδραση της ψήφου του εκλογέα, ανάλογα με την επιψήφιση κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου, ανάγεται στις εγγενείς διαφορές μεταξύ πολιτικών κομμάτων και ανεξάρτητου υποψηφίου. Οι διαφορές αυτές, ουσιαστικές ως εκ της φύσεώς τους, παρέχουν τη δυνατότητα στο νομοθέτη για διαφορετικές ρυθμίσεις, στο πλαίσιο της άσκησης της νομοθετικής εξουσίας, για τον καταρτισμό του εκλογικού νόμου.
Το εκλογικό σύστημα της Κύπρου καθιστά την πολιτική επιλογή κόμματος τον άξονα του εκλογικού συστήματος. Η επιλογή αυτή δεν εκφεύγει των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο νομοθέτη. Οι διαφορές μεταξύ κόμματος και ανεξάρτητου υποψηφίου, ως προς την επίδραση της ψήφου, ανάγονται στις διαφορές μεταξύ της ένωσης προσώπων για την προαγωγή κοινών στόχων και ανεξάρτητου υποψηφίου. Η πολιτική εντολή που επιδιώκεται είναι διαφορετική, καθώς και η δυνατότητα εκπλήρωσής της.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
H αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.