ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1991) 1 ΑΑΔ 386
3 Μαΐου 1991
[Α. ΛΟΪΖΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΠΙΚΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ Χ" ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΩΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ & ΑΛΛΩΝ,
Καθ' ων η Αίτησις.
(Αίτηση Αρ. 1/91).
Δικαιοδοσία Εκλογοδικείου — Καθορίζεται από τον εκλογικό νόμο — άρθρο 145 τον Συντάγματος — Δεν υπάρχει δυνατότητα, με βάση την υφιστάμενη εκλογική νομοθεσία, να καταχωρηθεί εκλογική αίτηση πριν από την διεξαγωγή των εκλογών.
Ο αιτητής, που είχε ήδη υποβάλει υποψηφιότητα για τις βουλευτικές εκλογές της 19.5.91 και η υποψηφιότητα του είχε γίνει αποδεκτή χωρίς καμμιά ένσταση, ζήτησε με αίτηση στο Εκλογοδικείο, μεταξύ άλλων, απόφαση ότι η προκήρυξη των εκλογών ήταν παράνομη και/ή αντισυνταγματική.
Αποφασίσθηκε ότι
(α) Το άρθρο 145 του Συντάγματος αφήνει το θέμα της δικαιοδοσίας του Εκλογοδικείου Κύπρου να καθορίζεται από τον κοινό νομοθέτη στην εκάστοτε ισχύουσα εκλογική νομοθεσία.
(β) Σύμφωνα με την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία (άρθρα 57 και 58 των περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων, 1979-1987) εκλογική αίτηση μπορεί να καταχωρηθεί μόνο μετά την διεξαγωγή των εκλογών και όχι πριν από αυτές. Κατά συνέπεια η αίτηση ήταν έκδηλα αβάσιμη.
Η αίτηση απορρίφθηκε
Αίτηση.
Αίτηση από τον Αντώνη Κουδουνάρη για απόφαση και ή διακήρυξη του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ότι η προκήρυξη εκλογών είναι παράνομος και/ή αντισυνταγματική.
Π. Αγγελίδης, για τον αιτητή.
Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Λ. Λουκαΐδη, Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Τ. Πολυχρονίδου (Δ/δα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α, για τους καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Α. ΛΟΪΖΟΥ Πρ. ανάγνωσε την απόφαση του Δικαστηρίου. Ο αιτητής με την παρούσα αίτηση του την οποία καταχώρησε στο Εκλογοδικείο Κύπρου με βάση τον Κανονισμό 4(1) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Διατάξεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981, ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
"α) Απόφασιν και/ή διακήρυξιν του Δικαστηρίου ότι τα ως άνω μνημονευθέντα άρθρα του Συντάγματος, 6, 28, 31, 62, 64 και 85 παραμένουν αναλλοίωτα εν ισχύϊ.
β) Απόφασιν και/ή διακήρυξιν του Δικαστηρίου ότι η προκήρυξις εκλογών ως τα Τεκμήρια Α και Β είναι παράνομος και/ή αντισυνταγματική.
γ) Απόφασιν και/ή διακήρυξιν του Δικαστηρίου ότι η διαζευκτικότης η περιεχόμενη εις. το άρθρον 6(6) του Νόμου 16/81, ήτις καθορίζει τον τρόπον επιλογής των υποψηφίων υπό των ψηφοφόρων, είναι αντισυνταγματική.
δ) Απόφασιν και/ή διακήρυξιν του Δικαστηρίου ότι η φράσις άμεσος ψηφοφορία' που περιέχεται εις το άρθρον 62 του Συντάγματος υποδηλοί προσωπικήν επαφήν μεταξύ ψηφοφόρου και υποψηφίου μέσω της κάλπης και ότι αποκλείει ιμηφοφορίαν δια πληρεξουσίου, ως προς τον ψηφοφόρον καθώς και ψηφοφορίαν μέσω εκλεκτόρων ως προς τον υποψήφιον.
ε) Απόφασιν και/ή διακήρυξιν του Δικαστηρίου ότι ο ψηφοφόρος έχει το απόλυτον δικαίωμα της κατά την κρίσιν του ελευθέρας επιλογής, μέχρι και του αριθμού 21, υποψηφίων εξ όλων των ονομάτων που θα περιέχονται εις το ψηφοδέλτιο που θα του χορηγήσει ο Έφορος Εκλογής, ανεξαρτήτως κομματικών ομάδων ή συνδυασμών.
στ) Οιανδήποτε άλλην θεραπείαν την οποίαν το Δικαστήριον ήθελε θεωρήσει ως δικαίαν υπό τας περιστάσεις.
ζ) Η παρούσα αίτησις εξεδόθη υπό των κ.κ. Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, Δικηγόρων Αιτητού."
Μεταξύ των οδηγιών τις οποίες το Δικαστήριο εξέδωσε τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο η παρούσα αίτηση είναι Εκλογική Αίτηση σύμφωνα με τους περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμους του 1979 έως 1987 (ο Νόμος) και ειδικά με τα Άρθρα 2 και 57 του Νόμου.
Αφού ακούσαμε τις αγορεύσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών η Αίτηση κρίνεται έκδηλα αβάσιμη.
Η δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου καθορίζεται με το Άρθρο 145 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο "αποφασίζη οριστικώς και αμετακλήτως επί πάσης εκλογικής ενστάσεως, ασκουμένης κατά τον εκλογικόν νόμον, αναφερομένης δε εις την εκλογήν του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας ή των Βουλευτών ή των μελών των Κοινοτικών Συνελεύσεων."
Το Άρθρο 85 εξάλλου του Συντάγματος αναφέρει ότι "Παν θέμα σχετικόν προς τα προσόντα εκλογιμότητος των υποψηφίων και πάσα ένστασις κατά των εκλογών εκδικάζονται οριστικώς και αμετακλήτως υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου", τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση τους περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλοι Διατάξεις) Νόμων 1964-1991.
Δεν τίθεται θέμα εξετάσεως στην παρούσα Αίτηση των προσόντων εκλογιμότητας του αιτητή καθότι ο ίδιος έχει ήδη θέσει υποψηφιότητα η οποία και έγινε αποδεχτή άνευ ουδεμιάς ενστάσεως. Επομένως το μόνο θέμα που έχουμε να εξετάσουμε είναι κατά πόσο η αίτηση του με τις αιτούμενες θεραπείες μπορεί να εξεταστεί προ της διεξαγωγής των εκλογών, ως εκλογική αίτηση.
Είναι πρόδηλο από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος ότι η υποβαλλόμενη ένσταση και θέματα αναγόμενα στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου αφήνονται προς ρύθμιση από τον κοινό νομοθέτη. Ο Νομοθέτης έχει επιλέξει, θεσπίζοντας το Άρθρο 57(4) του Νόμου, όπως θέματα που ανάγονται ή άπτονται της εγκυρότητας των εκλογών ή που μπορεί να προκύψουν σε σχέση με αυτές, γίνεται με Εκλογική Αίτηση που υποβάλλεται μετά τη διενέργεια των εκλογών. Τούτο συνάγεται επίσης και από τα άλλα εδάφια του Άρθρου 57 και από το Άρθρο 58 το οποίο προβλέπει τις θεραπείες αποκλειστικά προσαρμοσμένες στην εγκυρότητα των εκλογών που έχουν ήδη διεξαχθεί.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι η παρούσα αίτηση δεν συνιστά Εκλογική Αίτηση και ως εκ τούτου είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.