5.-(1) Ως μέλη της Αρχής διορίζονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και ανωτάτου ηθικού επιπέδου, τα οποία είναι ικανά να συμβάλουν στην εκπλήρωση της αποστολής της Αρχής, εκ των οποίων ο Επίτροπος Διαφάνειας και μόνο ένα εκ των μελών είναι νομομαθείς με πολυετή πείρα και μόνο ένα εκ των μελών της είναι λογιστής ή ελεγκτής εγνωσμένου κύρους με πολυετή πείρα.
(2) Τα μέλη της Αρχής, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, δίδουν διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι θα εκτελούν πιστά τα καθήκοντά τους.
(3) Ουδείς διορίζεται μέλος της Αρχής, σε περίπτωση κατά την οποία-
(α) έχει καταδικαστεί για αδίκημα πoυ εvέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.
(β) έχει κηρυχθεί σε πτώχευση σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου. ή
(γ) δεν έχει εκπληρώσει τις οφειλές του στο δημόσιο μέχρι και το έτος που προηγείται του αμέσως προηγούμενου έτους του διορισμού του.
(4) Τα μέλη της Αρχής διακρίνονται για τον επαγγελματισμό, την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, το ήθος, τη διαγωγή, την υπευθυνότητα, την ευσυνειδησία, την ακεραιότητα και την εντιμότητά τους.
(5)(α) Ουδείς διορίζεται ή παραμένει μέλoς της Αρχής, εάv έχει διατελέσει υπουργός ή υφυπουργός κατά τη διάρκεια θητείας του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), ουδείς διορίζεται ή παραμένει μέλος της Αρχής, εάν κατά τα δύο (2) τελευταία έτη πριν από τo διoρισμό τoυ-
(i) διατελεί ή έχει διατελέσει-
(αα) υπoυργός,
(ββ) υφυπουργός,
(γγ) βoυλευτής,
(δδ) ευρωβουλευτής,
(εε) δημόσιoς υπάλληλoς, δημόσιος εκπαιδευτικός λειτουργός, μέλος της Αστυνομίας, μέλος της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Κύπρου ή μέλος των Έvoπλων Δυvάμεων,
(στστ) δήμαρχος ή υπάλληλoς τoπικής αρχής ή voμικoύ πρoσώπoυ ή oργαvισμoύ κoιvής ωφελείας πoυ ιδρύθηκε με Νόμo για τo δημόσιo συμφέρov,
(ii) κατέχει ή κατείχε κομματικό αξίωμα.
(6) Τα μέλη της Αρχής κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν επιτρέπεται να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία και/ή να απασχολούνται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία με αμοιβή.
(7) Μέλος της Αρχής κατά τη διάρκεια της θητείας του δύναται να υποβάλει γραπτώς την παραίτησή του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία δεν υπόκειται σε ανάκληση και έχει άμεση ισχύ χωρίς να απαιτείται να γίνει αποδεκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
(8) Μέλος της Αρχής κατά τη διάρκεια της θητείας του παύεται και αποχωρεί από τη θέση του κατά τον ίδιο τρόπο που παύεται ή αποχωρεί από τη θέση του δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήτοι λόγω-
(α) πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης ασθένειας το καθιστά ανίκανο να εκπληρώσει επαρκώς τα καθήκοντά του για μακρά χρονική περίοδο ή για το υπόλοιπο της θητείας του·
(β) ανάρμοστης συμπεριφοράς ή συστηματικής απουσίας ή αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του·
(γ) καταδίκης του για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, η οποία συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία, ή καταδίκης του για ποινικό αδίκημα που σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων του· ή
(δ) παράβασης των διατάξεων των άρθρων 16 ή 17.
(9) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση παραίτησης ή παύσης μέλους της Αρχής, όπως προβλέπεται στα εδάφια (7) ή (8) ή θανάτου μέλους της Αρχής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προβαίνει αμέσως σε διορισμό άλλου προσώπου για την εναπομείνασα θητεία αυτού, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 3.
(10) Τα μέλη της Αρχής συνεχίζουν να ασκούν τις αρμοδιότητες, τα καθήκοντα και τις εξουσίες της θέσης τους, ανεξαρτήτως της προσωρινής κένωσης θέσης μέλους της Αρχής.
(11) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να παρατείνει τη θητεία των μελών της Αρχής για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για την ολοκλήρωση των διαδικασιών που άρχισαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου: