2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά-
«δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο∙
«εμπόριο» σημαίνει κάθε φύσεως οικονομική δραστηριότητα και περιλαμβάνει την προμήθεια αγαθών και την προμήθεια υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων παντός είδους χρηματοοικονομικές υπηρεσίες∙
«επιχείρηση» περιλαμβάνει κάθε μονάδα/ φορέα, ανεξάρτητα από τη νομική του μορφή, και τον τρόπο χρηματοδότησής του, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία, όπως ενδεικτικά είναι οι μονάδες που ασκούν βιοτεχνική ή άλλη δραστηριότητα, ατομικά ή οικογενειακά, προσωπικές εταιρείες ή ενώσεις προσώπων που ασκούν τακτικά μια οικονομική δραστηριότητα, είτε είναι νομικά είτε είναι φυσικά πρόσωπα∙
«πολύ μικρές επιχειρήσεις» σημαίνει επιχειρήσεις οι οποίες κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια τουλάχιστον των δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια:
α) σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000),
β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000),
γ) μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: τρία (3) άτομα∙
«οικονομική δραστηριότητα» σημαίνει δραστηριότητα που ασκείται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον προσπορισμό εισοδήματος και κέρδους στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, όπως ενδεικτικά είναι η παραγωγή και διακίνηση αγαθών, η παροχή υπηρεσιών, η διεξαγωγή εμπορίου, η εκτέλεση έργων και άλλων συναφών μορφών νόμιμων δραστηριοτήτων, που αποσκοπούν στον προσπορισμό εισοδήματος ή κέρδους∙
«προμηθευτής» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο προμηθεύει αγαθά ή υπηρεσίες και το οποίο κατά την κατάρτιση σύμβασης στην οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος, ενεργεί για σκοπούς σχετικούς με την άσκηση της επιχείρησής του∙
«πωλητής» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο πωλεί αγαθά και το οποίο κατά τη σύναψη σύμβασης στην οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος ενεργεί για σκοπούς σχετικούς με την άσκηση της επιχείρησής του.